Η γεύση του αφεψήματος ήταν οριακά αποδεκτή. Τίναξε τους μύες των ζυγωματικών του και πίεσε προς τα μέσα τα μάτια του σε ένδειξη δυσαρέσκειας. Στιγμές αργότερα, οι ώμοι του έπεσαν, καμπούριασε και ξεκίνησε να χάνει τη στιβαρότητα της στάσης του. Φόρεσε το μεταλλικό κρανίο που του έδωσε ο Θώρχαλ, μάλλον με το ζόρι και ξάπλωσε αναπαυτικά εκεί που του υπέδειξε.
«Κλείστε τα μάτια σας και χαλαρώστε…» Καθώς ο τελευταίος συριγμός περνούσε από τα αυτιά του στον εγκέφαλο του, όλα ξεκίνησαν να σκοτεινιάζουν και η ανάσα του άρχισε να πέφτει μαζί με τους χτύπους της καρδιάς του. Εισπνοή, εκπνοή, εισπνοή, εκπνοή, εισ... κενό.....
Ξαφνικά πετάχτηκε από το λήθαργο, έκανε να βγάλει το μεταλλικό κράνος, όμως αυτό που ένιωσε ήταν το δέρμα του κεφαλιού του. Γύρισε να κοιτάξει δεξιά και αριστερά, ένα ατελείωτο λευκό, κενό, όσο έφτανε το μάτι, σαν μία άλλη αίθουσα απαρχής. Το εργαστήριο, το άλλο κρεβάτι, ο Θώρχαλ, η Σαγιάνε, Ράσναρι, Ήθεριντ, τίποτα, απέραντο, ατελείωτο λευκό.
Καθώς γύριζε το κεφάλι του τριγύρω, κοίταξε τον εαυτό του, ήταν παντελώς γυμνός. Μα το πιο περίεργο; Οι ουλές και τα τραύματά του είχαν εξαφανιστεί. Σηκώθηκε, χωρίς πρόβλημα, τεντώθηκε, χωρίς ενόχληση, έκανε μερικά πηδηματάκια, γέλασε στην όψη του γυμνού του κορμιού να ταλαντώνεται. Είμαι στη μήτρα; Αναρωτήθηκε, εκείνη τη στιγμή ένας απόκοσμος βαθύς συριγμός πλημμύρισε τον ακανόνιστο χώρο. Η φωνή του Θώρχαλ; Μπορεί σκέφτηκε, όμως ήταν ακατάληπτο το μήνυμα. Μόνο βοή...
Ξεκίνησε να περπατά, σαν μωρό που πρώτη φορά αφέθηκε να κάνει μόνο του τα πρώτα του βήματα. Έψαχνε να βρει στο απέραντο λευκό, ένα σημείο αναφοράς, ένα σημάδι. Τίποτα. Συνέχισε ώσπου το κρεβάτι χάθηκε από την οπτική του. Πλέον ο ίδιος ήταν το μοναδικό πράγμα που λέρωνε τον απέραντο λευκό καμβά.
"ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ" ούρλιαξε από τα έγκατα του εαυτού του. Καμία ηχώ, κανένας αντίλαλος. "Πού είμαι", αναρωτήθηκε, αντί για απάντηση ξανά ο υπόκωφος βρυχηθμός, ελαφρώς ισχυρότερος αυτή τη φορά. Σκέψου, σκέψου, Θώρχαλ, Σαγιάνε, Γκλίριον, Ήθεριντ, Rasnarry, Βορέ, ξαφνικά ένας ατελείωτος πόνος τον διαπέρασε στο δεξί μπράτσο και μία ουλή στιλέτου έκανε την εμφάνισή της. Καθάρισε το μυαλό του από τη σκέψη και η ουλή εξαφανίστηκε.
Για να ξαναδοκιμάσουμε, σκέφτηκε Ζένθα, Σαγιάνε Ιλίντιεν, Σιλάλι, Πορτμε, κατέρρευσε, έπεσε στα γόνατα και ύστερα στην πλάτη, ματωμένες βαθιές εκδορές γέμισαν το κορμί του, δάκρυα κυλούσαν ασύστολα από τα μάτια του και μία αίσθηση ντροπής γέμισε την ψυχή του. Τίναξε το κεφάλι του και επανήλθε στη στιγμή. Άραγε η σκέψη δημιουργεί σε αυτόν τον κόσμο;Αναρωτήθηκε, ή μήπως είναι η σκέψη και το βίωμα μαζί;
"Ρόιαλ Σλάιφερ, Πάικ, Όρνιγκολντ!!!" Βροντοφώναξε και έσυρε από το σεντούκι των αναμνήσεών του, τις ημέρες στο καράβι του. Ένιωσε τη σάρκα του να σκίζεται, την πλάτη του να σφαδάζει και αίσθηση πηχτού αίματος να ρέει στη ράχη του. Αμέσως προσπάθησε να επανέλθει, αλλά μάταια, τα γόνατά του δίπλωσαν και κατέρρευσε ξανά στο λευκό δάπεδο τρέμοντας και έχοντας συσπάσεις σε΄ όλο του το κορμί από τους πόνους. Αφού πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα, συνήλθε και σηκώθηκε αμέσως. Ξανακοιτάχτηκε, είχαν επανέλθει όλα στην τέλεια μορφή τους, όπως όταν ξύπνησε σε αυτή τη διάσταση.
Για πάμε λίγη δημιουργική σκέψη, είπε στον εαυτό του. Ρούχα, σκέφτηκε με όλη του τη δύναμη. Τίποτα. Πρέπει να ντυθώ πίεσε τον εαυτό του να σκεφτεί, αλλά ξανά τίποτα. "Πως δουλεύει πια αυτό!!!" Ούρλιαξε ξέροντας πως κανένας δεν θα το ακούσει. Ξανά τίποτα. Στιγμές αργότερα, η υπόκωφη βοή επέστρεψε με έναν ψίθυρο. Με μία χροιά βαθιά και γνώριμη. "Κάνε μία ευχηηηή!" Ήταν σίγουρα ο Θώρχαλ. Ευχή, Βούληση, Βίωμα σκέφτηκε, πήρε μια βαθιά ανάσα, έκλεισε τα μάτια και φώναξε, "Ντρέπομαι γυμνός!!!". Ο νους του πήγε στην ντροπή που ένιωσε όταν αιχμαλωτίστηκε μετά την επιδρομή στο Πόρτμειρ, όταν ηττημένος και λαβωμένος παραδόθηκε στην Ακαδημία προς συμμόρφωση...
Ξάφνου το απέραντο λευκό οικοδόμημα ξεκίνησε να δονείται, χρώματα πλημμύρισαν το οπτικό του φάσμα και μεταφέρθηκε σε ένα νέο τεράστιο χώρο γεμάτο στοιβαγμένα και κρεμασμένα ρούχα. Ξεκίνησε να ψάχνει, ώσπου βρ΄ήκε την αγαπημένη του πολεμική εξάρτηση. Βρήκε τις ανθεκτικές μπότες και τις επικαλαμίδες του. Κατέληξε σε ένα ένα υφασμάτινο, ιώδες, ημιχιτώνιο και ένα κόκκινο δερμάτινο γιλέκο. Ύστερα φόρεσε ένα χαλαρό επώμιο στο δεξί χέρι και στο αριστερό χέρι, κλασικά, προσάρμοσε έναν μεταλλικό βραχίωνα με πέτσινο γάντι. Όσον αφορά το σήμα κατατεθέν του αποφάσισε να μην προσπαθήσει καν. Το ίδιο και για τα όπλα, δεν ασχολήθηκε με το ασπίδιο, δίχτυ, ξιφίδιο και έβαλε όλη του την ενέργεια για να πιάσει ξανά στα χέρια του την τρίαινά του.
Κάθε κομμάτι που πρόσθετε πάνω του, ξυπνούσε όλο και περισσότερο το πνεύμα του πολεμιστή και τη φλόγα για μάχη. Όμως, δεν ήταν πλέον στην Ακαδημία, η Ιλίντιεν δεν θα εμφανιζόταν να τον επαναφέρει στην τάξη, ούτε κινδύνευε με τιμωρία επειδή θα ρίσκαρε λίγη ωμότητα και βία παραπάνω στην προπόνηση. ΝΑΙ! Δεν ξυπνούσε απλά ο πολεμιστής μέσα του. Ένιωθε την ορμή και τη ζέση να τον πλημμυρίζουν καθώς, αφηνόταν όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο σκοτεινά στον καταπιεσμένο αυθεντικό εαυτό του...
"ΑΙΜΑΑΑ!!!" Ούρλιαξε καθώς βυθιζόταν στο σκοτάδι του. "ΑΙΜΑΑΑ!!!" Ήταν μόνος του με τον εαυτό του εκεί. Έκλεισε τα μάτια του και αγκάλιασε το σκοτάδι του. "ΑΙΜΑΑΑ!!!" Ποιος θα τον σταματούσε;
Καθώς άνοιξε τα μάτια, θαμπώθηκε από φυσικό φως και ένιωσε το έδαφος στα πόδια του εξαιρετικά μαλακό. Μία απερίγραπτη φασαρία, βαβούρα και οχλαγωγία. Μόλις τα μάτια του συνήθισαν, έμεινε άναυδος. "Μία αρένα!" Στεκόταν ακριβώς πίσω από τη βαριά μεταλλική πύλη που οδηγούσε σε μία οκτάγωνη αρένα, γεμάτη κόσμο από κάθε φυλή και φατρία. Έσφιξε τόσο δυνατά την τρίαινα από έξαψη, που θα έσπαγε λαιμό μικρού παιδιού, η λαβή του.
"Αγαπητοί επισκέπτες, σας έχουμε κάτι εξαιρετικά ιδιαίτερο, για ασταμάτητη μάχη μέχρι τελικής πτώσεως, σας παρουσιάζουμε τον Πειρατή από τη Σιλάλι, Ούμπροοο!!!!"
Το τέλος της ανακοίνωσης συνοδεύτηκε από το άνοιγμα της μεταλλικής πύλης. Για τρία δεύτερα, δίστασε, όμως σύντομα ξεκίνησε να περπατά σιγά και σταθερά, κορδώνοντας τη ράχη του, σηκώνοντας την τρίαινά του, χαιρετώντας έτσι τον κόσμο και παίρνοντας θέση στο δικό του ημικύκλιο περιμένοντας τον αντίπαλό του.
Σήμερα δεν υπάρχει μονομαχία, ένας αντίπαλος είναι λίγος για τον Ούμπρο Μέρμαν. Σήμερα θα αντιμετωπίζει αντιπάλους μέχρι τελικής πτώσεως! Πόσο πιστεύετε ότι μπορεί να αντέξει; Έχετε τρία λεπτά για τα στοιχήματα, πριν ξεκινήσει το θεάμα!
Στο άκουσμα της ανακοίνωσης, ο Ούμπρο σκιάχτηκε. Μέχρι τελικής πτώσης μου; σκέφτηκε, ας είναι, Ούμπρο κάντους να χάσουν όλα τα λεφτά τους, είπε στον εαυτό του και σχημάτισε εκείνο το εριστικό γελάκι στα χείλη. Ελάτε Σκέφτηκε και πήρε τη βασική του επιθετική στάση. Άραγε οι δυνάμεις μου θα δουλεύουν εδω; σκέφτηκε για μία στιγμή και χαμογέλασε αυτάρεσκα, για να δούμε!
Άνοιξαν απότομα τρεις πύλες απέναντί του και βγήκαν τρεις πολεμιστές με ασπίδες και ξίφη. Αλληλοκοιτάχτηκαν για μια΄ στιγμή.
"Αρένα να ξεκινήσω;" Κάγχασε επιδεικτικά, οι ιαχές που ακολούθησαν ήταν το σύνθημα για μάχη, Πάμε, λοιπόν!
Πλησίασε αστραπιαία τον έξω αριστερά όπως κοιτούσε αυτός. Ο αντίπαλός του σφίχτηκε και ανέμενε να δεχτεί πίσω από την ασπίδα το χτύπημά του. Τίναξε το δίχτυ και οι δύο μεταλλικές μπάλες της πάνω μεριάς του, έμπλεξαν στις εσοχές της ασπίδας, τράβηξε με δύναμη το δίχτυ προς το μέρος του, αναγκάζοντας τον αντίπαλό του να χάσει την ισορροπία του. Δεν έχασε χρόνο, τίναξε ταυτόχρονα την τρίαινα διαγώνια, από χαμηλά με φορά προς τα πάνω και απλά περίμενε τον μονομάχο να πέσει μόνος του άτσαλα πάνω στις λεπίδες της με τον απροστάτευτο θώρακά του. Όπως και έγινε. Νεκρός!
Οι ιαχές του πλήθους γέμιζαν την ψυχή του και με γοργές και επιδέξιες κινήσεις ξεφορτώθηκε το άψυχο κουφάρι του αντιπάλου του. Οι άλλοι δύο κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και επιτέθηκαν άτακτα στον πειρατή. Ερασιτέχνες σκέφτηκε. Καθώς έκλεισαν εκατέρωθεν μπροστά του, έκανε δύο βήματα μπροστά και χτύπησε με δύναμη την κεφαλή της τρίαινας στην ασπίδα του εξ αριστερών του. Χρησιμοποίησε την ορμή της κλαγγής για πάρει περισσότερη ώθηση και γύρισε με ανάποδη λαβή τη μυτερή πίσω άκρη της στην ακάλυπτη πλευρά του εκ δεξιών του αντιπάλου, ήταν τόσο γρήγορο χτύπημα που δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Η πίσω μύτη διαπέρασε, σαν αφρό, πέρα ως πέρα το κεφάλι του γεμίζοντας με αίμα την άμμο. Κάπως έτσι, αστραπιαία, η ζωή εγκατέλειψε τον άτυχο δεύτερο μονομάχο, μετατρέποντας το άψυχο σώμα του σε κατακόρυφη βάση για την τρίαινα. Δεν προσπάθησε καν να την τραβήξει. Την άφησε να στέκει μόνη της περήφανη και γύρισε στον τελευταίο ζωντανό του αντίπαλο. Με γοργές κινήσεις τύλιξε το δίχτυ σαν σχοινένιο ασπίδιο στο αριστερό του χέρι και γύμνωσε το ξιφίδιό του.
Ξεχύθηκε σαν σίφουνας και άρχισε να σφυροκοπά και με τα δύο του οπλισμένα άκρα την ασπίδα του αντιπάλου του. Εκείνος μην μπορώντας να ακολουθήσει τον καταιγιστικό του ρυθμό, πάλευε να αμυνθεί. Με δύο προσποιήσεις τον έκανε να χάσει την ισορροπία του. Πέρασε το δεξί του πόδι πίσω από την αριστερή του φτέρνα και με δύναμη κλώτσησε με αντίθετη φορά τον αστράγαλο του αντιπάλου του, ρίχνοντάς τον στην άμμο. Β΄ύθισε το ξιφίδιο βαθιά στον γυμνό του λαιμό ξεσκίζοντας τον τράχηλό του, αφήνοντας τον να πνιγεί με το πηχτό μαύρο αίμα που ανάβλυζε από την πληγή του. Η αποθέωση που γνώρισε ήταν πρωτόγνωρη. Το όνομά του έγινε ιαχή στην αρένα απ' άκρη σε άκρη. Γύρισε, ελευθέρωσε την τρίαινα και πήρε θέση περιμένοντας την επόμενη απειλή.
Οι τρεις έγιναν πέντε και οι πέντε ,εφτά, εννιά, έντεκα. Σύντομα η αρένα είχε γεμίσει κουφάρια και η άμμος είχε λασπώσει για τα καλά. Είχε αρχίσει να νιώθει την κούραση της προσπάθειας, όμως δεν είχε επιλογή, ούτε να ξαποστάσει, ούτε να σταματήσει. Μέχρι τελικής πτώσεως σκέφτηκε καθώς έβλεπε δεκαπέντε αντιπάλους να παίρνουν θέση. Αυτή τη φορά όμως, το σύνολο απέναντί του απαρτιζόταν από εννιά πεζούς πολεμιστές, δύο έφιππους, δύο τοξότες, έναν σιδερόφρακτο ιππότη με δίχερη μεγάλη σπαθα και έναν αλχημιστή. Μάλλον κάποιος δεν θέλει να φύγω από εδώ ζωντανός σκέφτηκε και τα μάτια του φλόγισαν ακόμη περισσότερο. "Ας είναι, για να σας δω! Γρύλισε και όρμηξε στο κέντρο του σχηματισμού τους. ήλπιζε ο συνωστισμός να εμποδίσει το πεδίο στους τοξότες και στον αλχημιστή να αποκτήσουν πλεονέκτημα, ενώ οι έφιπποι, αντί να επιτεθούν, έκαναν εκατέρωθεν κυκλωτική κίνηση.
Για να μη βρεθεί ανήμπορος, από όλες τις πλευρές, αποφάσισε να επιδοθεί σε μία τεχνική που εκπαιδευόταν μυστικά με το Λάντριαν, μετά το Γκραχλ, πριν φύγουν για τη Βορέλ. Ο καθηγητής έχοντας δει τα σπουδαία προσόντα του μαθητή, σε συνεργεία με την Ιλίντιεν και τη Σαγιάνε, φρόντιζαν με σκληρή εκπαίδευση να τον μετατρέψουν στον πρώτο μαθητή με ικανότητα συνεργίας διαφορετικών τεχνικών. Το πρώτο στάδιο εκπαίδευσης ήταν η σύζευξη του σθένους της Αθλομάχης με τις σκιες του Αλ Ρασίντ. Προφανώς και δεν ήταν τελειοποιημένη ακόμη, όμως ήταν μέσα στη Μήτρα όχι στον κανονικό κόσμο και βλέποντας την κυκλωτική κίνηση την κατάσταση δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά παρά να δοκιμάσει. Ξεκίνησε να κινείται γρήγορα γύρω από τον εαυτό του με αμυντική κινησιολογία με το δίχτυ και την ασπίδα, προστατεύοντας όσο μπορούσε τα τυφλά του σημεία, ενώ φόρτωνε πάνω το το σθένος της Αθλομα΄χης. Πηχτός αιθέρας τον κάλυψε συνολικά και με την ολοκλήρωση του σθένους, έψαλλε γρήγορα τον ύμνο των σκιών του Αλ Ρασίντ. Πριν το καταλάβουν οι αντίπαλοι, ξαφνικά, ο ένας Ούμπρο, έγιναν τρεις και όρμηξαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Η μία σκιά όρμηξε προς τον έναν τοξότη και η άλλη σκιά κινήθηκε αντίρροπα προς έναν έφιππο, ενώ ο πραγματικός Ούμπρο εφόρμησε κάθετα στον πυρήνα των πεζών πολεμιστών.
Η ασύμμετρη τριγωνική επίθεση, ξέκοψε τελείως από το σκηνικό της μα΄χης τον αλχημιστή και μπλόκαρε την κυκλωτικής κίνηση. Η σκιά που επιτέθηκε στον τοξότη, δέχθηκε γρήγορα ένα βέλος, το οποίο έσπασε την προστασία του σθένους, όμως πριν δεχθεί δεύτερο και εξαφανιστεί πέταξε την τρίαινα με όση δύναμε είχε τραυματίζοντας τον αντίπαλό του θανάσιμα. Όμως αποτελειώθηκε από τον άλλο τοξότη, καθώς η κίνηση της σκιάς, την έβγαλε από το μπούγιο, μετατρέποντας εαυτό σε εύκολο στόχο. Η σκιά που επιτέθηκε στον έφιππο πέτυχε το σκοπό της καθώς άφησε επίτηδες να δεχθεί ένα χτύπημα για να μπορέσει να αρπάξει τον αντίπαλό της και να τον πετάξει κάτω από το άλογο. Καθώς του έδινε το τελειωτικό χτύπημα όμως, ο έτερος έφιππος με γρήγορα εφόρμηση μέσα διαγώνια από τα δεξιά, αποκεφάλισε της σκιά, εξαφανίζοντάς την από την αρένα.
Οι σκιές πέτυχαν το σκοπό τους, όμως το να χωρίζει τον εαυτό σου στα τρία έχει το τίμημά του. Η επίθεση του πραγματικού Ούμπρο δεν είχε την ισχύ που ίδιος θα ήθελε, οπότε έπρεπε να φερθεί έξυπνα. Σήκεσε ψηλά το δ΄ίχτυ, το έκανε δύο γύρες με το χέρι του και το εξαπέλυσε στο μπούγιο. Δεν κατάφεραν όλοι να το αποφύγουν και τρεις αντίπαλοι πιάστηκαν στο δίχτυ, μη χάνοντας καιρό, χαμήλωσε το κέντρο βάρους του, σύρθηκε στην άμμο ανάμεσά τους και σημάδεψε τα ακάλυπτα πόδια τους, χτυπώντας με τις λεπίδες της τρίαινας τα μαλακά μέρη πάνω από τη γάμπα και πίσω από το γόνατο. Δύο ακρωτηριάστηκαν αμέσως και κατέρρευσαν στο έδαφος, μέχρι το τέλος της μονομαχίας θα είχαν πεθάνει από αιμορραγία. Ο τρίτος καθώς ήταν στην αντίθετη πλευρά τη γλίτωσε οριακά πηδώντας, όμως στην επιστροφή, δεν κατάφερε να αποφύγει την πίσω μύτη του ΄οπλου η οποία του ξέσκισε το δεξί μηρό, φτάνοντας μέχρι το ισχίο.
Ξαφνικά ένιωσε ένα κάψιμο στον αριστερό ώμο και το χέρι του παρέλυσε. Τον είχε πετύχει ο εναπομείνας τοξότης με απλή τετράφτερη σαΐτα. Ο πόνος ήταν οξύς και το καυτό του αίμα ξεκίνησε να ρέει ακανόνιστα από τον ώμο στα πλευρά και στο πόδι. Έχουν μείνει δέκα και ο αλχημιστής δεν έχει φανεί ακόμη, σκέφτηκε. Το αριστερό χέρι ήταν οριακά άχρηστο και δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει ακόμη κάποια άλλη ικανότητα. Έπρεπε να φερθεί έξυπνα. Καθώς ζύγιαζε τις επιλογές του, το είδε. Το δεύτερο άλογο, ήταν ανέπαφο και ακόμη διαθέσιμο μέσα στην αρένα. Χωρίς ασπίδιο και δίχτυ, το μειονέκτημα του αριστερού χεριού δεν θα ήταν κρίσιμο. Έτρεξε αστραπιαία και πήδηξε με την τρίαινα πάνω στο άτι και όρμισε πάνω στον εναπομείναντα έφιππο μονομάχο. Εκείνος όντας οπλισμένος με ένα ξίφος, θα ήταν εύκολη λεία για τον Ούμπρο, όπως και έγινε, η τρίαινα ούσα πιο μακριά είχε το πλεονέκτημα. Τον κάρφωσε στην λεκάνη, περνώντας το χτύπημα και στη σάρκα του ζώου καθιστώντας το ανίκανο να συνεχίσει τη μάχη.
Καθώς ΄εστριβε για να πάει στον άλλο τοξότη, εκείνος είχε ήδη απελευθερώσει το βέλος, αστόχησε στον Ούμπρο όμως πέτυχε το ζώο στη βάση του λαιμού του, πριν καταρρεύσει, ο Ούμπρο σηκώθηκε πέρα ως πέρα και πήδηξε στον αέρα, εκτοξεύοντας την τρίαινά του προς τον τοξότη. Εκείνη βρήκε το μονομάχο στη λαγόνα και τον διαπέρασε πέρα ως πέρα, διαμελίζοντάς τον. Καθώς προσγειώθηκε όμως ένιωσε ένα νέο αψύ πόνο στα δεξιά πλευρά του και ένιωσε μία παγωμένη λεπίδα να του σκίζει τη σάρκα και πέρα ως πέρα. Ήταν αλχημιστής πάγου! Αφού είχε καθαρίσει το τοπίο όσο ο Ούμπρο ήταν στον αέρα, εκείνος βρήκε την ευκαιρία να δημιουργήσει τη λεπίδα, να σημαδέψει και την εκτοξεύσει την μοναδική στιγμή που ο πειρατής δεν θα μπορούσε να αντιδράσει κατά την προσγείωσή του.
Σφάδασε από τον πόνο και κατέρρευσε σε μία μικρή λίμνη αίματος. Μέσα στην παραζάλη του πόνου, είδε τους υπόλοιπους πολεμιστές να τον πλησιάζει, προσπάθησε να βγάλει το ξιφίδιό του, όμως ήταν ανήμπορος να κινηθεί. Εκείνοι πλησίαζαν αργά το λαβωμένο πολεμιστή και ολόκληρη η αρένα κρατούσε την ανάσα της. Αυτό ήταν σκέφτηκε καθώς πάσχιζε να αποτρέψει το προδιαγεγραμμένο τέλος του. Τρεις τον είχαν πλησιάσει κραδαίνοντας τα ξίφη τους. Ήταν το τέλος. Μέσα στην παραζάλη του, έκλεισε τα μάτια και έσκυψε στωικά να δεχθεί τα τελειωτικά χτυπήματα.
Άξαφνα, άκουσε έναν μεταλλικό συριγμό και ένιωσε το πρόσωπό του λουσμένο στο αίμα. Ανοίγοντας τα μάτια του, αντίκρυσε, οριακά, τους τρεις, σωριασμένους στην άμμο με ανοιγμένα κεφάλια. Άπαντες έπνιξαν την αντίδρασή τους και γύρισαν να δουν τι είχε συμβεί. Μία γυναικεία μορφή πλησίαζε τον πειρατή, κρατώντας στα χέρια της κάτι που έμοιαζε με μεταλλικό φίδι, γεμάτο αίμα και απομεινάρια κρανίων και μυαλών...
Ήταν εκείνη!!!