Η απορία του Νέαρχου ήταν εμφανής, και η Κασσάνδρα ήταν έτοιμη να μιλήσει παραπάνω. Το σκέφτηκε πάλι, ο χώρος δεν επέτρεπε να πει παραπάνω. Κοίταξε πάλι με την άκρη του ματιού της στο πλάι. Η παρέα που έπαιζε χαρτί είχε στήσει αυτί. Κάνοντας νόημα στην κοπέλα, της έφερε ένα ακόμα κρασί που τοσο αναζητούσε. «Δεν μπορώ να πω παραπάνω, ίσως κάποια άλλη στιγμή…». Η κοπέλα της έφερε ένα ψάρι στα κάρβουνα, και στον Νέαρχο μια μερίδα αγριογούρουνο. «Φάε καλύτερα» του λέει, «Έχεις πάθει ασιτεία από την έρημο» του είπα και η ίδια ξεκίνησε να απολαμβάνει το ψάρι με τα λαχανικά στο πλάι.
«Είμαι περίεργη Νέαρχε… Το παιδί που γνώριζα κάποτε είναι ακόμα εκεί…» του λέει και δείχνει τον ίδιο. «Κάπου ανάμεσα στην τρίτη και τέταρτη τρίχα από το μούσι σου…» πίνει λίγο ακόμα κρασί. Η ευδιαθεσία ότι έχει ξεκινήσει. «Είμαι περίεργη, πως ήταν η ζωή σου μετά από την Βιβλιοθήκη της Ισαχάρ. Τι έγινε; Τι σε έσπρωξε προς την έρημο… πάλι;»
Η Κασσάνδρα άρχισε να ψάχνει τις αναμνήσεις της. Ένα παιδι, ο Νέαρχος και ο αξιαγάπητος Βιβλιοθηκάριος, το όνομά του οποίου της διέφευγε, μαζί να ψάχνουν, να τακτοποιούν και να την υποδέχονται μόλις εκείνη έφθασε στην μεγάλη βιβλιοθήκη της χώρας των ανθρώπων, διψασμένη για γνώση αλλά και για νερό μιας και το ταξίδι της ήταν δύσκολο ακόμα και για τα νιάτα της. Και κάπου εκεί πέφτει ένα νέφος στην μνημη της, που την δυσκολεύει να διαλύσει και να βγει στην λίμνη των αναμνησεων της από εκείνη την περίοδο… Άτιμη ηλικία, σκέφτεται και ο αξιαγάπητος σκύλος του Νέαρχου, εκεί που αποζητούσε χάδια και προσοχή από το αφεντικό του, την πλησιάζει με άνεση.
Η Κασσάνδρα απλώνει διστακτικά το χέρι, και ο σκύλος δέχεται τα χάδια της. Η ίδια χαμογελάει και του δίνει άπλετη προσοχή, και λίγο από το ψάρι της. Το τρώει με μια μπουκιά και κάθεται στα πίσω πόδια περιμένοντας και άλλο. «Είσαι αξιαγαπητος!» του λέει και του χαϊδεύει την μουσούδα.