Rasnarry Academy

Ψάρι και θαλασσινοί [Λύριεν] (Τέλος)

Νόμεν Γενμάλ



Χειμώνας 1306


Πρώτη εβδομάδα για τον Γενμάλ στην Ακαδημία, και ήδη είχε κουραστεί. Το επίπεδο των μαθητών ήταν πιο προχωρημένο από ότι περίμενε, χάρις στους παλαιότερους καθηγητές και μέχρι να καταγράψει και να δει τι υπήρχε σαν ύλη, έτρωγε το μισό μάθημα κάθε φορά. Αλλά δεν απελπιζόταν, κάθε μέρα και καλύτερα. Ήδη στο εργαστήριο οι μαθητές του κατάφερναν να θεραπεύουν μικρά ζώα, όπως πουλιά και βατράχους.

Ο Γενμάλ κοίταξε το πρόγραμμα του, είχε έρθει η ώρα του μεσημεριανού και μετά είχε το απόγευμα του ελεύθερο. Πόσο χάρηκε για αυτή την εξέλιξη, μιας και ήθελε να κάνει μια βόλτα στην Ακαδημία και το δάσος. Είχε ήδη μάθει που ήταν η μεγάλη τραπεζαρία όπου και μπήκε μέσα. Τα τραπέζια των μαθητών ήταν γεμάτα, και οι περισσότεροι καθηγητές ήταν εκεί. Χαιρέτησε μερικούς καθώς και την Κασσάνδρα και κάθισε στην θέση του. Του πήραν την μύτη τα φρέσκα ψάρια, και οι βραστές σαλάτες, που λόγω χειμώνα τις τιμούσαν όλοι πολύ. Φρόντισε να βρέξει τα χίλια του με λίγο κρασί, και να πάρει μια φέτα ψωμί, από την κοινή ψωμιέρα των καθηγητών.

Ξεκίνησε σιγά σιγά να τρώει μια ψητή πέστροφα. Το στόμα του, αργά και απολαυστικά γευόταν το ψάρι και τα μυρωδικά που το περίλουζαν. Μια μπουκιά από το βραστό κολοκυθάκι, παρέα με λίγο ψωμί βουτηγμένο στο λάδι και υψώνοντας τα μάτια, ξαφνικά βλέπει μια Βαλησίνη, Καθηγήτρια μάλλον, με μακριά γαλάζια μαλλιά και μάτια σαν το χρώμα της θάλασσας όταν φουρτουνιάζει, να πλησιάζει το τραπέζι. Ίσα που πρόλαβε να καταπιεί και να μην πνιγεί. Δεν ήξερε τι έφταιγε σε αυτή του την αντίδραση, ήταν ο τρόπος που περπατούσε, το εύθυμο και γοητευτικό χαμόγελο της; Η καλοσύνη που απέπνεε; Ήθελε οπωσδήποτε να γνωριστεί και να μάθει περισσότερα για εκείνην.
« Τελευταία τροποποίηση: Οκτώβριος 31, 2021, 09:22:33 πμ by Νόμεν Γενμάλ »


Λύριεν Μαρκιέλ

Η Λυριεν ξεκίνησε από τα εργαστήρια να φύγει.Ειχε τελειώσει ένα ακόμα απαιτητικό μάθημα.Η μικρή Άλις είχε καταφέρει να φτιάξει την πρώτη της στέκα για τα μαλλιά.Η βοηθός της η Αρυα, είχε κάνει το σχέδιο και κατάφερε η μικρή να το αποτυπώσει καταπληκτικά.

Η Καθηγήτρια περπατούσε με ένα χαμόγελο στα χείλη και σκεφτόταν τα φουντωτά μαλλιά της μαθήτριας της με τη λαμπερή στέκα,όταν κατάλαβε ότι ήταν η ώρα για φαγητό."Γι αυτό εξαφανίστηκαν όλοι,είπα κι εγώ" χαμογέλασε συνειδητοποιώντας ότι έφτανε στην τραπεζαρία.Το ρολόι της πείνας την είχε οδηγήσει εκεί που έπρεπε,κινώντας μηχανικά τα πόδια,μιας και το μυαλό ως συνήθως ήταν αλλού.

Ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα είχαν ψάρι με λαχανικά.Δεν έκαναν ακριβως τις παραδοσιακές συνταγές των Βαλησίνων, αλλά δεν είχε παράπονο,έβαζαν υπέροχα μυρωδικά έτσι κι αλλιώς.Κινηθηκε κατευθείαν προς το τραπέζι των καθηγητών.Δεν είχαν έρθει όλοι, αλλά καθώς μιλούσε με μια μαθήτρια της και περπατούσαν μαζί,με την άκρη του ματιού της είδε...Είδε κάποιον άγνωστο.Νομισε ότι τον είδε να πνίγεται και τον κοίταξε με ορθανοιχτα μάτια.Οι ματιές τους συναντήθηκαν και η Λυριεν κατευθείαν κοίταξε αλλού.Δεν πνιγόταν.Η Λυριεν αμήχανα περπάτησε προς το μαγειρείο,για να διαλέξει τη μερίδα της.

Μα ένιωθε το βλέμμα του να την ακολουθεί.Παραλιγο να συγκρουστεί με την Αλέξα γιατί χαζευε τελείως.Μα πόσο αφηρημένη ήταν."Αλέξα μου, συγγνώμη, είσαι καλά?" είπε σκύβοντας για να πιάσει την κουτάλα που έριξε . Ευτυχώς η μικρή ήταν καλά,αν και την κοίταξε με μια μικρή απορία.

"Ούφ, ανάσα.Παρε ανάσα και παράγγειλε.", είπε από μέσα της.Μα ήξερε πολύ καλά,ότι ακόμα τα μάτια του ήταν επάνω της.Το ένιωθε.Το αποφάσισε.Πηρε το δίσκο της και περπάτησε άνετη και λυγιστη προς το μέρος του.Ειχε άδεια θέση ακριβώς απέναντι του.Ναι, φυσικά είχε κι άλλες άδειες θέσεις,όμως η Λυριεν ήθελε να μάθει ποιος είναι αυτός ο όμορφος μακρυμάλλης.

"Γειά,είμαι η καθηγήτρια Λυριεν Μαρκιελ.Εμ,εδώ κάθονται οι καθηγητές, εσύ ποιος είσαι?" είπε με εμφανέστατη αμηχανία, αλλά τουλάχιστον άπλωσε το χέρι της για χειραψία μήπως και το σώσει.


Νόμεν Γενμάλ

Μια αμήχανη χειραψία που ακολούθησε την πιο γλυκιά φωνή που είχε ακούσει ποτέ. Ο Γενμάλ δεν είχε κοκκινήσει ποτέ στην ζωή του, αλλά αισθανόταν ότι όλο το πρόσωπο του τον πρόδιδε. Χαμογέλασε στην γλυκιά Λύριεν, ένα όνομα που του θύμιζε τα κύματα που σκάνε στην ακροθαλασσιά, άλλοτε ήρεμα, γαλαζια και άλλοτε γκρι με θυμό μέσα τους. Έτσι και η Λύριεν. Ήταν σίγουρος για αυτό.

"Είμαι ο Νόμεν Γενμάλ, αγαπητή Λύριεν..." η φωνή του μαλάκωσε λέγοντας το όνομα της, λες και τόσο καιρό χρειαζόταν να γνωρίσει εκείνη για να ηρεμήσει η ψυχή του.
"...Καθηγητής, εεε Θεραπευτής" πρόσθεσε γρήγορα
" Ήρθα πρόσφατα στην Ακαδημία. Μου κάνει εντύπωση που δεν γνωριστήκαμε νωρίτερα." κατέληξε, και χαμογέλασε πλατιά. Ήταν σίγουρος ότι τα μάτια του λάμπανε μπροστά στην εκθαμβωτική κίνηση των μαλλιών της, και την άνεση του σώματός της να κινείται για να κάτσει απέναντί του.

Έκανε την κίνηση να της γεμίσει με κρασί το ποτήρι μπροστά της περιμένοντας την έγκριση της.
« Τελευταία τροποποίηση: Απρίλιος 15, 2021, 11:40:01 μμ by Σολ Οτίγιε »


Λύριεν Μαρκιέλ

"Δηλαδή είσαι καθηγητής?Αααα τι ωραία..." είπε λίγο αμήχανα η Λύριεν.Ο Νομεν,την κοίταζε τόσο αφοπλιστικα,που δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από τα σκούρα μάτια του.Επισης της φάνηκε σαν να χαμογελούσαν...

Λυγίζοντας ελαφρά τη μέση της, έκατσε στη θέση και του έκανε νόημα να της γεμίσει το ποτήρι με κρασί.Κανονικα δεν θα έπρεπε βέβαια τέτοια ώρα να πίνει,είχε πάλι μάθημα μετά.

"Νομεν..." είπε απαλά."Μην βάλεις πολύ!Την τελευταία φορά που είχα πιεί λίγο κρασί πριν το μάθημα, κατάφερα να κολλήσω μεταξύ τους δύο δαχτυλίδια...Και ναι,έχω μάθημα μετά.Ιιιιι τι ωραία δαχτυλίδια είναι αυτά? Τι μέταλλο είναι? Καταπληκτικα σχέδια.Σημαινουν κάτι αυτά τα σύμβολα?" η γνωστή χειμαρρώδης Λυριεν,επέστρεψε και της έφυγε όλη η αμηχανία απέναντι του μόλις είδε τα δαχτυλίδια.

Έσκυψε λίγο μπροστά,-μερικές τούφες από τα μακριά γαλάζια της μαλλιά παραλίγο να μπουν μέσα στο φαγητό- και του έπιασε το χέρι,για να τα εξετάσει καλύτερα.Ενα τίναγμα ένιωσε μέσα της."Μα τι ενέργεια έχει αυτός ο βαλησινος!!!" εξεπλάγην ευχάριστα η καθηγήτρια.


Νόμεν Γενμάλ

Ένα μειδίαμα εμφανίστηκε στην άκρη των χειλιών του ενώ η Λύριεν είπε το όνομα του. Η απαλή φωνή της βάλσαμο στην ψυχή του, ταξιδεύοντας τον στην αγκαλιά της θάλασσας, μια γλυκιά και τόσο γνώριμη θαλπωρή, σαν αυτήν της οικογένειας που δεν γνώρισε ποτέ και μπορούσε μόνο να φανταστεί. Το μειδίαμα εξαφανίστηκε γρήγορα δίνοντας στη θέση του ένα αυθόρμητο γέλιο ενώ η αγαπημένη του Βαλησίνη, Αγαπημένη… Πότε πρόλαβες… Αμάν πια, με τίποτα δεν μαθαίνεις… Ο εαυτός του τον μάλωσε χαρούμενος.

Πόσο ήθελε να της χαϊδέψει το αψεγάδιαστο πρόσωπο της, να τυλίξει τα χέρια του στην μέση της, να την αγκαλιάσει και να μυρίσει το θαλασσινό αλάτι στα μαλλιά της. Σκέψεις γρήγορες, αυθόρμητες που προκάλεσε αυτό το μοναδικό πλάσμα απέναντι του. Αφού γέμισε το ποτήρι της, η Λύριεν είδε τα δαχτυλίδια στο χέρι του. Χείμαρρος οι λέξεις της, η γλώσσα της ξεκλειδώθηκε και γέμισε τα αυτιά του με τη Θεία μουσική της φωνής της.

Γέλασε ακόμα περισσότερο, τα μάτια του γεμάτα με ενθουσιασμό και την αρχή μιας…μιας; Για πες; Ο εαυτός του λες και δεν ήξερε τον προκαλούσε να παραδεχθεί πράγματα πολύ νωρίς. Αφήνοντάς τον στην άκρη και φτιάχνοντας αμήχανα με το άλλο χέρι τα μαλλιά του, άφησε την ενθουσιασμένη Λύριεν να πιάσει το χέρι του για να εξετάσει καλύτερα τα δαχτυλίδια.

Ένα ρίγος τον διαπέρασε στο άγγιγμά της. Η ενέργεια της Θεάς Ωκεανίας ήταν πολύ δυνατή μέσα της. Αν μπορούσε να δει την ενέργεια της θα ήταν σίγουρη ζεστή και φωτεινή, όπως τα μάτια της, ενθουσιώδης σαν αυτή ενός μικρού παιδιού, αλλά… Το βλέπεις ε; Ένα σκοτεινό καρφάκι στην καρδιά της, που μερικές φορές την εμποδίζει να χαρεί… τι να είναι άραγε; Χαμένος στις σκέψεις με τον εαυτό του, χάζεψε κοιτώντας την.

Συνερχόμενος, κούνησε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά ελαφρά σαν να ειχε μολις ξυπνήσει. «Συγνώμη… Είμαι λίγο κουρασμένος, είχαμε έντονη εβδομάδα στα εργαστήρια. Είναι η πρώτη μέρα, που μπορώ να αφιερώσω λίγο χρόνο στο να γνωρίσω την Ακαδημία, και στις μοναδικές παρουσίες της…» κοιτάζοντας την βαθιά στα μάτια, ενώ εκείνη κρατούσε την δεξιά του παλάμη ακόμα στο χέρι της. Είχε αρχίσει να συνηθίζει την ενέργεια της, τόσο που φοβήθηκε πόσο θα του έλειπε όταν εκείνη θα αποτραβιόταν.

«Τα δαχτυλίδια είναι δώρο, καθένα από ξεχωριστό άτομο, και οι δύο αγαπημένοι και σημαντικοί μέντορες μου, που με βοήθησαν να βρω τον εαυτό μου και τον δρόμο μου…» ξεκίνησε να λέει. «Όμως επέτρεψε μου να μην πω παραπάνω, μονοπωλώντας την κουβέντα μας.» απαλά χάιδεψε με τον αντίχειρά του τα λέπια που είχε στον καρπό της. Αποτραβώντας ευγενικά την παλάμη του, χαμογέλασε γλυκά και έφερε το κρασί στα χείλια του, ρουφώντας μια γουλιά. Γύρισε κοίταξε συναδέλφους και μαθητές, οι μεν διακριτικοί, τα δε παιδιά κοιτούσαν και γελούσαν με απορία αλλά και πονηρά. «Επέτρεψε μου να σε ρωτήσω. Πως θα σου φαινόταν να μην πήγαινες στο μάθημα; Αλλά να μου κάνεις την τιμή να με συνοδέψεις σε μια μικρή βόλτα; Θα ήθελα να γυρίσω την Ακαδημία και να μάθω τα πάντα για αυτήν, αλλά και για σένα…» η πρόταση μπορεί τολμηρή, αλλά γεμάτη με μπερδεμένα συναισθήματα που ο Νόμεν ήταν έτοιμος να ξετυλίξει μαζί της.
« Τελευταία τροποποίηση: Απρίλιος 15, 2021, 11:08:19 μμ by Σολ Οτίγιε »


Λύριεν Μαρκιέλ

Η Λύριεν με το ένα χέρι κρατούσε πίσω τα μαλλιά της,για να μην ξαναμπούν στο φαγητό.Με το άλλο κρατούσε το χέρι του."Του Νομεν" σκεφτόταν με μια ελαφριά ταχυπαλμια.Κοιτωντας τον, κατάλαβε ότι ταξίδευε το μυαλό του εκείνη τη στιγμή."Άραγε τα δαχτυλίδια σκέφτεται μόνο?" αναρωτήθηκε με ένα πονηρό χαμόγελο.Της άρεσε αυτός ο τύπος."Τα μαύρα του μακριά μαλλιά,πως να είναι άραγε όταν τα παίρνει ο αέρας..."

Καθώς ακόμα κρατιουνταν χέρι με χέρι, με τη δικαιολογία των δαχτυλιδιών,η Λυριεν συνέχιζε να νιώθει μια παράξενη έλξη."Να πάρω το χέρι,να το αφήσω,να κάνω ότι κοιτάω αλλού να το τραβήξει μόνος του, ή να τον αφήσω να με κρατάει" .Όλες οι ερωτήσεις μαζεμένες στο κεφάλι της.Ευτυχως επανήλθε ο Νομεν και της είπε για την δύσκολη εβδομάδα που είχε."... μοναδικές παρουσίες..." Η Λυριεν σαν να ξύπνησε από ένα όνειρο,τον άκουσε πιο προσεκτικά,και κοιτούσε τα μάτια του, καθώς της εξηγούσε από που προήλθαν τα δαχτυλίδια.

Ταχυπαλμια.Τσιμπημα στην καρδιά.Ανατριχιλα.

Ο Νομεν μόλις της είχε χαϊδεψει το χέρι...

Προσπαθώντας να κρύψει όλα αυτά τα πρωτόγνωρα συναισθήματα η Λυριεν,γιατί ήταν νωρίς για να τα δείξει στο Νομεν, έσκυψε κάτω από τον πάγκο,για να πιάσει το κουτάλι που έριξε επίτηδες και να πάρει μια ανάσα με καθαρό μυαλό.Και πάνω που συνήλθε η Λυριεν, ο Νομεν, άνετος πια μαζί της, συνέχισε την κουβέντα του, προσκαλώντας την σε μια βόλτα.

"Εμ... Κοίτα..." είπε κοκκινιζοντας η Λυριεν, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για να σκεφτεί.Αλλα πως να σκεφτεί καθαρά,όταν είχε αυτό το αφοπλιστικο μα πάνω απ' όλα ήρεμο βλέμμα απέναντι της.Ποσο της ειχε λείψει να έχει έναν άντρα δίπλα της, που να έχει αυτό το καθαριο βλέμμα.Ναι,δεν υπήρχε αμφιβολία πλέον.

"Με μεγάλη μου χαρά,θα το ήθελα πολύ" του είπε γλυκά."Έχω κενό το απόγευμα" είπε ψέμα και μόλις το ξεστόμισε,κατάλαβε τη γκάφα της."Εμ, δηλαδή δεν έχω κενό,έχω μάθημα, αλλά μπορώ να το ακυρώσω εννοούσα, γιατί δεν είναι σημαντικό, δηλαδή είναι, αλλά δεν πειράζει,θα έρθω μαζί σου".Η Λυριεν από την αμηχανία της, άρχισε πάλι να μην κλείνει το στόμα της και να λέει όλο ασυναρτησίες."Να φάμε λιγάκι πρώτα όμως ε?" είπε ήρεμα αφού πήρε δύο ανάσες,και διακριτικά άπλωσε πάλι το χέρι της.Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει πλέον.Ειχε την αίσθηση ότι έτσι έπρεπε να είναι αυτά τα δύο χέρια... Μαζί...Άραγε θα της έπιανε και πάλι το χέρι ο Νομεν? Έκλεισε τα μάτια περιμένοντας.
« Τελευταία τροποποίηση: Απρίλιος 16, 2021, 12:18:46 μμ by Λύριεν Μαρκιέλ »


Νόμεν Γενμάλ

Το κοκκίνισμα της Λύριεν δεν του πέρασε απαρατήρητο που του έδωσε μια εσωτερική ικανοποίηση. Η φωνή μέσα του, θα έλεγε κανείς, ότι χοροπήδαγε από την χαρά της. Η αμηχανία εμφανής, αλλά τι άλλο περίμενε από μια τέτοια πρόταση σαν την δική του.

Με τα μάτια κλειστά η Λύριεν άπλωσε το χέρι της πάνω στο τραπέζι. Ο Νόμεν είχε δύο επιλογές, ή να της χαϊδέψει το χέρι ή να παραμείνει όπως ήταν. Ήταν όμως πάντα της τρίτης επιλογής. Χαμογελώντας σηκώθηκε λίγο από την καρέκλα του και με το δεξί του χέρι, ακούμπησε το πλάι των χειλιών της. «Είχες λίγο λερωθεί…» της λέει παιχνιδιάρικα, ψέματα φυσικά για να την πειράξει και να κάνει ένα από τα πρόσφατα όνειρά του πραγματικότητα και να αισθανθεί η Λύριεν το άγγιγμα του που έκαιγε από σκέψεις που ήθελε να κάνει πράξεις.



Λύριεν Μαρκιέλ

Η Λυριεν πάλευε μέσα της.Καθως έκλεισε τα μάτια, σκέφτηκε,"μα πόσο παιδιάστικο είναι αυτό που κάνω.Ακομα δεν γνωριστήκαμε,κι περιμένω να μου πιάσει το χέρι".Πριν όμως τελειώσει καν τη σκέψη αυτή, πριν ακόμα ανοίξει τα μάτια της,ένιωσε ένα τίναγμα.Ενα ξαφνιασμα.

Της ακούμπησε το μάγουλο...

Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και τον είδε δίπλα της.Ψηλος, όμορφος,έλαμπαν τα μάτια του και εξέπεμπε μια εσωτερική λάμψη ,που δεν πέρασε απαρατήρητη από την καθισμένη ακόμα Λύριεν.

Πραγματικά πρέπει να έμεινε με το στόμα ανοιχτό,σαν χάνος.

"Είχες λίγο λερωθεί..."της είπε με μια γλυκιά σιγανή φωνή.Η Λυριεν κοκκινησε πραγματικα αυτή τη φορά.Αμεσως έπιασε το μαντήλι και πήγε να σκουπιστει."Μα πόσο ρεζίλι έγινα" σκεφτόταν ,καθώς μάζευε τα πράγματα της.Επιασε την τσάντα της, σηκώθηκε,ξαναεκατσε ,άνοιξε την τσάντα της,την τσεκαρε,ξανασηκωθηκε,μη ξέροντας τι ακριβώς πρέπει να κάνει.Τελικα, κούνησε το κεφάλι της με μια ανέμελη κίνηση, πήρε μια αναπνοή γιατί της κοβόταν όταν τον κοίταζε,έριξε τα μαλλιά της από τη μία πλευρά και του έτεινε το χέρι της,για να πάνε αυτήν την βόλτα που ποθούσε τόσο πολύ.


Νόμεν Γενμάλ

Ο Νόμεν ήταν έτοιμος να πέσει από την καρέκλα του από τα γέλια, αλλά κρατήθηκε. Το πείραγμα στην αγαπημένη του έδρασε όπως το περίμενε. Έβλεπε την παιδική αλλά αξιολάτρευτη αντίδραση της, μια να σκουπίζεται, μία να ψάχνει την τσάντα της, μία να σηκώνεται για να φύγει, ωχ….που πάει; Με το νεύμα του κεφαλιού της κατάλαβε ότι ήρθε η ώρα να φύγουν.

Με την αντίδραση της Λύριεν, τράβηξε την προσοχή των υπολοίπων καθηγητών, και σίγουρα δεν πέρασε απαρατήρητη και από τους μαθητές. Ο Νόμεν σηκώθηκε διακριτικά και χαιρετώντας τους, ακολούθησε κατά πόδας την βιαστική Λύριεν. Περνώντας ανάμεσα από τα τραπέζια των μαθητών, άκουγε τους ψιθύρους και τα γελάκια τους. Αλλά δεν τον ένοιαζε. Δεν ήταν τίποτα παράξενο ή περίεργο ο έρωτας μεταξύ δύο ατόμων. Είναι ευλογία ή αλλιώς η θεραπεία της ψυχής, που τόσο λαχταρούσε. Βγαίνοντας στον προαύλιο χώρο με την Λύριεν να προπορεύεται, ο Νόμεν άπλωσε το χέρι του για να πιάσει τον πήχη της.

«Λύριεν» είπε το όνομά της και χαμογέλασε από ευτυχία. «Δεν θα με περιμένεις;» συνέχισε γυρνώντας την προς το μέρος του. «Συγνώμη για πριν… ήταν αστείο, δεν είχες λερωθεί.» κατέληξε, φέρνοντας την ανάποδη του χεριού του στο μάγουλο της, ενώ με το άλλο έβαλε μια τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της. Αυτό το βλέμμα με έχει κάνει τρελό, σκέφτηκε κοιτώντας την στα μάτια…


Δεν ξέρει πως που πότε, αλλά βρέθηκε να έχει τυλίξει τα χέρια του γύρω από την μεση της, και να την έχει κλείσει μέσα στην αγκαλιά του, ακουμπώντας το πρόσωπό του στα μαλλιά της. Αλμύρα και χρώματα…αυτή ήταν η μυρωδιά της που απαιτούσε να έχει συνέχεια μαζί του, να τον συντροφεύει και να τον ταξιδεύει όπου εκείνη ήθελε. Δεν θα έφερνε ποτέ καμία αντίρρηση.


Λύριεν Μαρκιέλ

Η Λύριεν διέσχισε γρήγορα την τραπεζαρία,χωρίς να χαιρετίσει κανέναν.Ουτε καν τους άλλους καθηγητές.Ενιωθε να είναι κόκκινη εντελώς,σαν το χρώμα που έχει το κοκκινοψαρο.Επρεπε να πάρει αέρα,και να ηρεμήσει από όλη αυτήν την απότομη αλλαγή... Αλλαγή στην ψυχή της.Της είχε έρθει σαν υδροστροβιλος αυτός ο βαλησινος στη ζωή της.Μα τον ήθελε δίπλα της.

Χαμένη στις σκέψεις που κατέκλυσαν το μυαλό της,ένιωσε το χέρι του να την πιάνει από τον πήχη.

Τα διάφανα λέπια της στο αριστερό χέρι,σαν να σηκώθηκαν λιγάκι.Ισως το κατάλαβε κι αυτός...Ευτυχώς πάντως που είχε φως ακόμα,γιατί θα την έβλεπε να λάμπει,καθώς ενεργοποιήθηκαν πάλι τα ασημένια της στίγματα όταν είπε το όνομα της...

Όταν της είπε ότι της έκανε πλάκα,η Λυριεν γέλασε,μα της κόπηκε απότομα το γέλιο,καθώς ο Νομεν πήρε το θάρρος και της άγγιξε το μάγουλο.Και σαν δεν έφτανε μόνο αυτό,με το άλλο χέρι της έφτιαξε τα μαλλιά πίσω από το αυτί...

Η Λυριεν απλά έλιωσε.Ενιωσε σαν να λύθηκαν τα πόδια της.Την επόμενη στιγμή,κατάλαβε ότι βρισκόταν στην αγκαλιά του...Η σιγουριά που ένιωσε στα χέρια του,την έκαναν απλά να γύρει το κεφάλι της μέσα στο λαιμό του.Τα μακριά μαύρα του μαλλιά,της χαιδευαν το πρόσωπο.Η μυρωδιά του λαιμού, τόσο οικεία,σαν να την ξέρει από πάντα.

"Αχ να σταματούσε εδώ ο χρόνος" χαλάρωσε με αυτή τη σκέψη και τον έσφιξε κι αυτή με τη σειρά της.

Εκείνη την στιγμή,μια μαθήτρια της πρώτης,άρχισε να τους δείχνει και να γελάει,και απότομα τραβήχτηκαν και οι δύο.Μα η Λυριεν δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα από τα μάτια του.Την είχαν μαγνητίσει.

"Εμ,Νομεν... Θέλεις να πάμε στη λίμνη? Δεν την ξέρουν πολλοί...Είναι το μυστικό μου καταφύγιο" του είπε με απαλή και ναζιαρικη φωνη,ενώ συγχρόνως του έπιασε το χέρι.



Νόμεν Γενμάλ

Η πρόταση της αγαπημένης του έφεραν ένα μικρό πλάγιο γελάκι στα χείλη του. Η ενέργεια της είχε αφήσει σημάδια στην δική του. Αυτό το νάζι στην φωνή της τον τάραξε αρκετά. «Θα πάω όπου θες να με πας…» απάντησε και έχοντας πια το χέρι της μέσα στο δικό του τράβηξαν πέρα από τον προαύλιο χώρο της Ακαδημίας. Αργά αλλά σταθερά περπατούσαν μαζί.

Καμιά φορά τα λόγια είναι περιττά, και σε αυτήν την περίπτωση ίσχυε. Έχοντας πλάι του την Λύριεν, δεν είχε ανάγκη να πει κάτι. Αλλά σίγουρα έπρεπε να ειπωθούν κάποια πράγματα. Η γνωριμία τους, έστω και υπό τις συνθήκες της Ακαδημίας χρειαζόταν να περάσει από κάποια βήματα. Ακόμα και αν αισθανόταν ότι τα λόγια δεν χρειάζονταν.

«Λύριεν…» είπε το όνομα της διστακτικά. «Ένα τόσο κελαρυστό όνομα σαν το δικό σου, σαν το νερό που κυλάει ανάμεσα από πέτρες και φύκια για να καταλήξει στην ανοιχτή θάλασσα, ένα όνομα που απολαμβάνω να φέρνω στο στόμα μου, μόνο και μόνο που είναι δικό σου…» ένα ελαφρύ κοκκίνισμα εκανε την εμφάνιση του, «Μην με παρεξηγείς, αισθάνομαι άνετα αλλά τόσο αμήχανα ταυτόχρονα…» γέλασε αφήνοντας τον εαυτό του ελεύθερο. «Εκεί που θέλω να καταλήξω μετά από όλα αυτά τα περίεργα που λέω, είναι που το οφείλεις; Το όνομα σου εννοώ.» κατέληξε.


Λύριεν Μαρκιέλ

Η Λυριεν ένιωθε την καρδιά της να χτυπά σε περίεργους ρυθμούς.Καθως τα χέρια τους ήταν μαζί, πιασμένα,της φαινόταν τόσο μα τόσο φυσιολογικό, τόσο οικείο...Τα βήματα τους, αργά και ήρεμα,τους πήγαιναν στο σημείο με τα δέντρα,που έκρυβαν την μικρή λίμνη.

Ένα μικρό πουλάκι γύρισε το κεφάλι του και τους κοίταξε,μα δεν πέταξε μακριά.Η Λυριεν το είδε με την άκρη του ματιού της και χαμογέλασε.

Η σιωπή ανάμεσα τους, έδειχνε μια αμηχανία μα συνάμα έδειχνε και άνεση.Η βαλησινη συνεχώς μιλούσε,και το μυαλό της ήταν μονίμως σε εγρήγορση.Τωρα όμως,ένιωθε μια απίστευτη ηρεμία.Δεν χρειαζόταν να μιλάει συνέχεια,δεν ήταν νευρική, ούτε ήθελε να πει κάτι.Ο Νομεν μίλησε πρώτος, σπάζοντας τη σιωπή."Τι ωραία που τα λέει" χαμογέλασε η Λυριεν,κοκκινιζοντας και η ίδια στα λόγια του.

"... άνετα... αμήχανα..."

Και η Λυριεν ένιωθε ακριβώς το ίδιο.Ανετα και αμήχανα.Τον πήγαινε σε ένα μέρος που είχε περάσει πολλά.Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει καθώς περπατούσαν προς τα εκεί.Τα τελευταία δέντρα πριν τη λίμνη,έκαναν την εμφάνιση τούς.Η Λυριεν του έσφιξε λιγάκι το χέρι, χωρίς να το θέλει.Μα την κατέκλυσαν συναισθήματα που είχε κρύψει για καιρό.Μεσα της ένιωθε σαν μικρό παιδάκι,ήταν τόσο χαρούμενη που βρήκε κάποιον να μοιραστεί την καρδιά της.

"Νομεν!!!" Του είπε και σταμάτησε να περπατά απότομα."Σοβαρά δεν έχεις ακούσει το μύθο της Λυριεν?" Τον κοίταξε μέσα στα μάτια και γύρισε όλο της το κορμί προς αυτόν.Μια ενέργεια την κατέκλυσε και μόνο που ξαναείδε αυτά τα σκούρα μάτια.Αυτα τα μακριά μαλλιά.Ηθελε να χαθεί στην αγκαλιά του και να μείνει εκεί,για όσο περισσότερο μπορούσαν.Χωρις να μιλάνε, απλά αγκαλιά.Μα έπρεπε να απαντήσει, γιατί ο Νομεν, όντως δεν ήξερε το μύθο, τουλάχιστον έτσι έδειξε η αντίδραση του.

"Λυριεν σημαίνει ρευστός σε μια γλώσσα που δεν υπάρχει πια.Στη Σιλαλι, έχοντας επαφές με πειρατές από τα παλαιά χρόνια,το όνομα αυτό ήταν από τα πιο συνηθισμένα.Πριν εκατοντάδες χρόνια.Ομως μια Λυριεν, κάποτε, χάθηκε,στην παραλία της Σιλαλι.Ο μύθος λέει,ότι πήγε να ζήσει στις υπόγειες σπηλιές, καθώς ερωτεύθηκε έναν ρετιαριο.Δεν επιτρεπόταν αυτός ο έρωτας,και τους κυνήγησαν για καιρό.Οταν προσπάθησαν να ξαναβγούν από τη σπηλιά που κρύβονταν,δεν βρήκαν την έξοδο προς τη Σιλαλι.Αλλοι λένε ότι πέθαναν εκεί,και άλλοι λένε ότι ακόμα και τώρα,την ώρα του δειλινού,αχνοφαινονται δύο χέρια,να χαιρετανε τα ερωτευμένα ζευγάρια που κάθονται να δουν το ηλιοβασίλεμα και τους δίνουν τις ευχές τους,για μια ελεύθερη ζωή, χωρίς περιορισμούς."

Η Λυριεν τον κοίταξε με μάτια σχεδόν βουρκωμενα.Το όνομα της, της το είχε δώσει ο παππούς της,με την ευχή να βρει έναν έρωτα που όμοιο του να μην έχει δει ξανά ο κόσμος.Αυτο της το είχε πει η μητέρα της,όταν ήταν μικρή.Αλλα τώρα δεν χρειαζόταν να τα πει όλα αυτά στο Νομεν.Οχι τώρα τουλάχιστον.


« Τελευταία τροποποίηση: Οκτώβριος 24, 2021, 08:47:11 μμ by Λύριεν Μαρκιέλ »


Νόμεν Γενμάλ

Περπατούσαν μαζί, ενωμένοι σαν μία ψυχή. Μια ψυχή πληγωμένη, που αποζητά τα χάδια της σάρκας και του νου για να λάμψει και να φανεί μέχρι την άκρη του σύμπαντος. Οι Θεοί θα την ζηλέψουν και θα προσπαθήσουν να την καταστρέψουν αλλά η λάμψη της θα ταξιδεύει μέσα από σκοτάδια και θα δυναμώνει μέχρι…μεχρι… Ο Νόμεν βγαίνει από τις σκέψεις του, παλιά λόγια ασθενών του από το Θεραπευτήριο στην Φιραλ τον ακολουθούν και στην καινούρια του ζωή.

Αισθάνεται αφόρητα, θέλει να την αγκαλιάσει, να νοιώσει την ζέση του κορμιού της, να τον αφήσει να της δείξει πως είναι δικός της, για πάντα δικός της… Την ακούει να μιλάει για τον μύθο, το μυαλό του τρέχει ψάχνοντας το νου του. Όντως ο μύθος αυτός υπάρχει στο πίσω μέρος της μνήμης του. Η Λύριεν και ο Ρετιάριος, μια απαγορευμένη αγάπη… Ένας ελεύθερος έρωτας χωρίς περιορισμούς… Πόσα πράγματα, σημαίνουν αυτά τα λόγια για εκείνη; σκεφτόταν.

«Και εσύ; Η σημερινή Λύριεν; Αν ψάχνεις Ρετιάριο, δυστυχώς μας εκλείψαν…» την πειράζει γελώντας, χαιδεύοντας την στο μαγουλο, με τα δάχτυλά του να ανατριχιάζουν στο άγγιγμα τους.
« Τελευταία τροποποίηση: Σεπτέμβριος 23, 2021, 07:59:12 μμ by Σολ Οτίγιε »


Λύριεν Μαρκιέλ

Η Λυριεν ένιωθε τόσο όμορφα μαζί με το Νομεν.Οταν της έπιασε παιχνιδιάρικα το μάγουλο,ανατριχιασε ολόκληρη...Δεν το έδειξε όμως,όχι ακόμα.Για κάποιο λόγο μέσα της, κάτι την φρεναρε.

Ώστε έχει και χιούμορ ο Βαλησινος, σκέφτηκε η καθηγήτρια καθώς της έκανε πλάκα για τους ρετιαριους ότι εκλειψαν.

Όταν γύρισε να τον κοιτάξει για να απαντήσει,η σκέψη της είχε φύγει μακριά,για ακόμα μια φορά.

Ο μόνος ρετιαριος που γνώρισε,ήταν ο παππούς της.Δεν ήταν ακριβώς, αλλά ο τρόπος ζωής του και η σκέψη του, εκεί παρέπεμπαν...Σκοτείνιασε ξαφνικά το πρόσωπο της, γιατί θυμήθηκε όλα όσα έγιναν το τελευταίο διάστημα.

Και το σημαντικότερο ήταν...Ναι, για έναν τέτοιο άντρα έψαχνε... Δυνατό!Όχι,όχι,δεν έπαιζε τόσο ρόλο το σώμα, δυνατό στην ψυχή.Επρεπε να την κερδίσει...Σαν τον... Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε το Νομεν, προσπαθώντας να δείξει χαμόγελο, χαρά, κάτι τέλος πάντων, που να έδειχνε ότι περνάει καλά.Ομως δεν γινόταν.Ειχε ήδη φύγει το μυαλό της από τον καθηγητή που ήταν δίπλα της ...

"Ξέρεις, πρέπει να γυρίσω πίσω.Εχω ,εμ, κάποιες εκκρεμότητες,σε μια άσκηση της Άρυα,κάτι διορθώσεις"

Τον άφησε συξυλο κι άρχισε να τρέχει.

Διασχίζοντας τα δέντρα,άρχισαν να τρέχουν δάκρυα στα μάτια της.Τα πόδια της τα μαστίγωναν οι θάμνοι.Δεν την ένοιαζε όμως.Επρεπε να πάει κάπου να ηρεμήσει.Κι αυτό σίγουρα δεν θα γινόταν αν είναι ο Νομεν δίπλα της.Πραγματικα δεν ήταν για έρωτες τώρα.Οχι με αυτόν τουλάχιστον.Ηταν τόσο... Τόσο προφανές? Τόσο εύκολο? Πάντως κάτι δεν της άρεσε.

Φτάνοντας στο κτήριο που ηταν το γραφείο της, άπλωσε το βραχιόλι της και βγήκε από μέσα η γνωστή πράσινη γλίτσα,σαν κορδόνι μακριά.Της έδωσε κατεύθυνση προς το περβάζι του γραφείου.Πιαστηκε αμέσως και ανέβηκε με μεγάλα βήματα στον τοίχο σαν να έκανε ορειβασία.Το είχε συνηθίσει πλέον.

Πήδηξε το περβάζι και βρέθηκε στο πάτωμα.Ναι, αυτό δεν το είχε μάθει ακόμα...Οι προσγειώσεις της πάντα ήταν ατσουμπαλες!


Νόμεν Γενμάλ

Η ανάσα του κόπηκε. Η μορφή της χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα και ο Νόμεν έμεινε να κοιτάζει την πλάση γύρω του. Το τραγούδι των αηδονιών έγινε πιο έντονο, λες και τον κορόιδευαν, ενώ το τρεχούμενο νερό λίγο παραπέρα έρεε με βιασύνη να φτάσει στον προορισμό του. Άραγε την είχε πιέσει παραπάνω; Άραγε ήταν πολύ εκδηλωτικός; Δεν ήξερε την απάντηση, αλλά όπως και να είχε η Λύριεν δεν ήταν πλέον στο πλάι του.

Ο Νόμεν κατέβασε το προσωπό του και μετά κοίταξε τον ορίζοντα. Δεν είχε γνωρίσει άλλη σαν αυτή και δεν θα γνώριζε σίγουρα. Έπρεπε να το πάρει απόφαση όμως και να γυρίσει πίσω στο κτήριο. Δεν είχε νόημα να στέκεται εκεί σαν χάνος και να κοιτάζει τα δέντρα που χάθηκε, να αναπνέει το άρωμα της που διαλυόταν στην ατμόσφαιρά.

Κάθε βήμα του πόναγε, κάθε βήμα που δεν ήταν δίπλα στο δικό της ήταν άσκοπο. Παρόλα αυτά συνέχισε να περπατά, αργά στην αρχή, και στην συνέχεια πιο γρήγορα, για να φθάσει εν τέλει μπροστά στην πόρτα του γραφείου του. Μπήκε μέσα και χάθηκε στο πίσω μέρος που βρισκόταν το υπνοδωμάτιο του. Γδυθηκε γρήγορα και μπήκε μέσα στην μπανιέρα του, γεμάτη με κρύο νερό, το άντεχε άλλωστε. Ήθελε να βγάλει από πάνω του την μυρωδιά της, τα χάδια της... Αλλά πως θα έφευγαν από το μυαλό του η λεπτότητα των τρόπων της και η κίνηση των μαλλιών της; Τα βότανα δεν ήταν η λύση... μια στιγμιαία απόλαυση και τίποτε άλλο. Είχε θυμώσει, το ήξερε. Δεν έφταιγε εκείνος, πλέον το καταλάβαινε. Ό,τι και να της συνέβει εκείνη την ώρα ήταν εκτός του ελέγχου του. Εκτός και αν του ανοιγόταν.

Θα το έκανε άραγε ποτέ αυτό;