“Έτοιμο το αγόρι μου.” η φωνή της Ιλίντιεν γέμισε όλο το στάβλο με τη σιγουριά της.
Άφησε κάτω την αγαπημένη βούρτσα του Ουρουφίνουε, τη μακρόστενη με τις κάπως σκληρές τρίχες και τον έντυσε με το καινούριο υπόρουχο, το προστατευτικό ύφασμα που προστάτευε την πλάτη του από γδαρσίματα της σέλας. Ο Φιν ύψωσε το κεφάλι και το κούνησε δεξιά και αριστερά. Τα αυτιά του, σαν παιχνιδιάρικα σημαιάκια, κουνήθηκαν γρήγορα μπρος πίσω τρεις φορές, ο δικός του μοναδικός τρόπος για να εκφράζει την περιέργειά του.
“Θα πάμε βόλτα με φίλους.” η Ιλίντιεν έλαβε ένα αδιάφορο κούνημα της ουράς του για απάντηση και γέλασε.
“Ω, σίγουρα θα έχει περιπέτεια, μη βιάζεσαι να βαρεθείς.” ο Φιν συνέχισε να είναι περίεργος.
“Ο Ούμπρο μας...” ο επιβήτορας ξεφύσηξε επιδοκιμαστικά. “...η κολλητή σου η Κέννα.” Η Ιλίντιεν στραβογέλασε στο ενθουσιασμένο χλιμίντρισμα του ταιριού της. “Ε δε θα σε άφηνα χωρίς παρέα. Πώς θα κλέβεις μόνος σου λιχουδιές;” είπε και ολοκλήρωσε το σέλωμα.
“Περπάτα να ξεπιαστείς ώσπου να γυρίσω.” είπε και είδε την πλάτη του μέχρι να ολοκληρώσει την πρόταση. “Μέχρι τους Κοιτώνες.” πρόσθεσε κάπως αυστηρά και ξαναμπήκε στο στάβλο. Ο Φιν σήκωσε το κεφάλι σε ετοιμότητα που έδειχνε ότι υπάκουε τις εντολές της και επιδόθηκε στο περήφανο χοροπηδητό του, ενώ απολάμβανε ελευθερία προνομιούχου υποζύγιου.
Στη δεξιά μεριά του στάβλου, η Ιλίντιεν άνοιξε τις πόρτες δύο ενήλικων Υξώς, αρκετά νεαρών ακόμη και καλά εκπαιδευμένων με σίγουρες και σταθερές κινήσεις. Η αύρα της εξέπεμπε κατακτητική αυτοπεποίθηση, διαποτισμένης με γαλήνη και άνεση. Τα δύο άλογα σήκωσαν τα αυτιά τους σε ένδειξη αναγνώρισης, μιας και η Ιλίντιεν συχνά βοηθούσε τους ιπποκόμους στη φροντίδα όλων των αλόγων και τη γνώριζαν καλά. Πρώτα άνοιξαν τα ρουθούνια τους ταυτόχρονα και η Ιλίντιεν ξεφύσηξε για να προσλάβουν το χνώτο της, ύστερα κούνησαν την ουρά τους και τα αυτιά τους κατέβηκαν στο πρώτινο ύψος τους, η δική τους ένδειξη χαλαρότητας στην παρουσία της. Τα Υξώς ένιωθαν σιγουριά πίσω από την πλάτη της άλφα τους, ακολουθούσαν με εμπιστοσύνη το μόνο θηρευτή σε μία αγέλη ζώων λείας.
Ο Φιν δε χρειάστηκε κάλεσμα για να επιστρέψει. Μόλις ακούστηκε η πόρτα του στάβλου να ανοίγει, κάλπασε με παιχνιδιάριο ρυθμό προς την Ιλίντιεν και τα δύο Υξώς. Η Ιλίντιεν, γενναιόδωρη στον έπαινό της και ευδιάθετη, τον προέτρεψε να γνωρίσει τα φιλαράκια του, τα οποία επιδόθηκαν στη γνωστή αναγνωριστική ρουτίνα τους. Ο Φιν έμεινε τελευταίος, ως ένδειξη αρχηγίας. Μόλις και το δεύτερο άλογο προσφέρθηκε να ανταλλάξει χνώτα μαζί του, ο τεράστιος επιβήτορας πρόσφερε κι εκείνος το χνώτο του για να δηλώσει τη συμπάθειά του προς τους συντρόφους του για το ταξίδι και έβαλε τη μουσούδα του μέσα στα πυκνά μαλλιά της Ιλίντιεν, σε μια ξεκάθαρη δήλωση για το ποιος ήταν ο υπεραγαπημένος του φίλος.
Η Ιλίντιεν, μαζί με την τετράποδη παρέα της συνάντησε την Κέννα και τον Ούμπρο έξω από το Ζέπελιν, όπου επέτρεψε στο Φιν να χαιρετήσει τη φίλη του με ένα χάδι της μουσούδας του στις παρείες της. Στον Ούμπρο έδωσε τα χαλινάρια των άλλων δύο λόγων και όλοι μαζί επιβιβάστηκαν στην ιπτάμενη κατασκευή των Εφευρετών που θα τους μετέφερε ως τη Μπόρον σε μία και μόνο μέρα. Όσο βρίσκονταν πάνω στο ζέπελιν έβαλε και τους δύο Πολεμιστές να φροντίσουν μαζί της τα άλογα. Ήταν μια ευκαιρία να γνωριστούν με τα υποζύγιά τους, να μάθουν τους δικούς τους τρόπους επικοινωνίας, να συντονίσουν τις ανάσες και τους χτύπους της καρδιάς τους, ώστε να αναπτύξουν την εμπιστοσύνη που κρίνονταν απαραίτητη για τις επόμενες ημέρες.
Στη Μπόρον, που ήταν τόσο απλή, Ανθρώπινη πόλη όσο το πιο συνηθισμένο χωριό, οι τρεις Πολεμιστές ίππευσαν δυτικά, προς το χωριό Μούντουϊκ, την πρώτη τους στάση. Εκεί υποτίθεται πως θα έπαιρναν τις κατάλληλες πληροφορίες ώστε να μπουν στο πυκνό Δάσος του Ναρίρ με ασφάλεια. Η Ιλίντιεν αδημονούσε για το Δάσος και τα μονοπάτια του, της θύμιζε τις ημέρες της Ακαδημίας και τα πρώτα χρόνια του μανίπουλου όπου περνούσαν ένα κάρο δοκιμασίες παρέα με τα στρατιωτικά της αδέρφια, τον Άιραμ, τη Βεστέλ, το Ρούεναρ και τον Έλαρκ, κάτω από τα επάγρυπνα μάτια των Δασκάλων τους. Στη μνήμη της ζωντάνεψε με αγάπη και πάλι ο Ντούριλ, ο δικός τους Δάσκαλος, αυτόν που οι πέντε θεωρούσαν πατέρα τους να τους κατευθύνει, να τους θέτει ερωτήματα και τρικλοποδιές που με κάθε αποτυχία τους σκλήραιναν περισσότερο. Στη συγκινητική ανάμνηση εισέβαλε η σκιερή παρουσία του Ίλεθ. Ποτέ φανερή, πάντα να ελοχεύει. Το θυμάται ακόμη σκληρότερο, σχεδόν απάνθρωπο να θέτει τα δικά του εμπόδια πριν το στόχο, πάνω που όλες οι ομάδες υιοθετούσαν την ψευδαίσθηση ότι μπορούσαν να νιώσουν ασφαλείς, ότι οι δυσκολίες είχαν περάσει. Ο εκπαιδευτής Λαζ Λαζτάνα, ο Πρόμαχος της Μητέρας ορθώνονταν μπροστά τους ένας τέλειος ογκόλιθος, πανέμορφος, ιδανικός και απροσπέλαστος για να συντρίψει τα όνειρα ασφάλειας των απρόσεκτων. Η Ιλίντιεν χαμογέλασε στην προοπτική του δάσους και της εξερεύνησής του. Αφού είχε επιβιώσει από τον Ίλεθ, μετρημένες δυνάμεις της φύσης μπορούσαν να τη σταματήσουν, η δύναμη της απογοήτευσης για παράδειγμα.
Η Ιλίντιεν ξεπέζεψε από το Φιν στην πλατεία του χωριού Μούντουϊκ ή τέλος πάντων, σε αυτό το λασπερό άνοιγμα με κέντρο το πηγάδι, που αποκαλούσαν πλατεία. Δε μπορούσε να αρνηθεί πως το μέρος ήταν ηλιόλουστο, αλλά ο ζεστός ήλιος αδυνατούσε να διορθώσει την αβάσταχτη απλότητα ενός έντονα παραμελημένου αγροτικού χωριού. Όπως κάθε καλός στρατηγός, φρόντισε να μελετήσει πρώτα το περιβάλλον της. Τι να μελετήσει όμως; Πόσα δευτερόλεπτα χρειάζονταν για να ταυτοποιήσει κανείς είκοσι σπίτια με τους μπαξέδες τους, μία ταβέρνα-χαμαιτυπείο και το μοναδικό αξιοπρεπές κτίριο, σε διαστάσεις μεγάλου σπιτιού, που αποτελούσε το Δημαρχείο; Ποιοι δρόμοι; Ποια πιθανά κρυφά περάσματα; Την ενοχλούσε ήδη η έλλειψη παντελούς πρόκλησης σε εκείνο το μέτριο μέρος της μέτριας πόλης και των μέτριων χωρικών. Προσπαθούσαν άραγε για τις ζωές τους ή σπαταλούσαν τις ημέρες τους; Αγριοφωνάρες από την ταβέρνα που έμοιαζαν με υπερβολικά γέλια έλυσαν την απορία της. Αναστέναξε ελαφρά για να απελευθερώσει τις λασποπατημένες προσδοκίες της και έριξε το βλέμμα προς το Δημαρχείο, το οποίο είχε ειδοποιηθεί για την άφιξή μίας ομάδας της Ακαδημίας Ράζναρυ.
“Καλή μας αρχή.” είπε ψυχρά στους Πολεμιστές της και τους έκανε νόημα να ξεπεζέψουν.