“Β’λίτοφ,
Λυπάμαι, μα δεν υπάρχει άλλος τρόπος να στο πω. Η μητέρα σου, δυστυχώς, πριν από ένα φεγγάρι μας άφησε. Από την ημέρα που έφυγες για την Ακαδημία είχε αποδυναμωθεί. Χανόταν και μαζί της χανόταν και η ψυχή της. Δεν κράτησε πολύ τη δύναμή της.
Πάντα σε αγαπούσε αν και δεν κατάφερα να καταλάβω το γιατί.
Είθε οι Θεοί να την κρατήσουν στην αγκαλιά τους. Μα σου λέω αυτό, ‘γιέ’ μου. Μην τολμήσεις να πατήσεις το πόδι σου σε αυτά τα εδάφη. Δεν ανήκεις πια εδώ. Ξέγραψε το μέρος αυτό και ευχή και κατάρα σου δίνω, ο θάνατος της να σε ακολουθεί μέχρι τον δικό σου.
Αντίο”
Τα χέρια του έτρεμαν στις λέξεις. Τα μάτια του είχαν βουρκώσει και σύντομα χείμαρρος έτρεχαν τα δάκρυα, μουσκεύοντας το πρόσωπό του. Τo διάβασε ξανά και ξανά. Η μητέρα του, η αγγελική αυτή μορφή που τον συντρόφευε σε όλα του τα όνειρα από παιδί έως και τις τελευταίες μέρες, είχε χαθεί. Παραδόθηκε στον θάνατο. Όχι ο νους του δεν μπορούσε να το αντέξει ή να το διανοηθεί. Πως; ¨Έφταιγε πράγματι αυτός και οι πράξεις του;
Όχι, δεν μπορούσε.
Ο θάνατός της να σε ακολουθεί μέχρι τον δικό σου, έγραφε ο πατέρας του. Έσφιξε τη γροθιά του και πετάχτηκε όρθιος. Αυτός ο άθλιος ευθυνόταν! Αυτός την είχε τραβήξει στην δυστυχία και κατάφερε να της απορροφήσει την ζωή. Όσο βρισκόταν στο φρούριο θυμόταν το χαμόγελό της όταν καθόταν πλάι της, ποτέ όταν βρισκόταν και αυτός ο βρωμερός μπάσταρδος μαζί τους. Έφτυσε κάτω, αηδιασμένος, σοκαρισμένος και διαλυμένος. Κάποια στιγμή η Καθηγήτρια του τον είχε ρωτήσει γιατί βρισκόταν σε τούτη την Ακαδημία; Παρά τις θέσεις και τα πιστεύω του, τι τον είχε σταματήσει από το να τα παρατήσει και να γυρίσει τη πλάτη του; Η απάντηση ήταν πάντα στο μυαλό του στη δική της αγγελική μορφή: Μακριές κοκκινόξανθες μπούκλες, γαλάζια σαν τοπάζια μάτια και δέρμα λευκό σαν το πρώτο χιόνι του χειμώνα. Η φωνή της κελάηδισμα σπουργιτιού και το άγγιγμά της μεταξένιο. Με ένα απλά βλέμμα της του έκαιγε τη καρδιά και του πρόσφερε μια σιγουριά. Θα ήταν πάντα μαζί του, αυτό του είχε πει όταν την αποχαιρέτησε στη τρυφερή ηλικία των δώδεκα. Για εκείνη προσπαθούσε και για εκείνη θα επέστρεφε νικητής προσφέροντάς της όλα όσα της στέρησαν. Όμως ο γλοιώδης γέρος που αποκαλούσε σύζυγό της κατάφερε να της διεκδικήσει την ζωή. Θα το άφηνε έτσι; Πως μπορούσε να του το επιτρέψει; Πως ήταν δυνατόν;
Κοπάνησε τον τοίχο ξανά και ξανά ώσπου μάτωσε η γροθιά του και το υλικό είχε ραγίσει.