"Όχι και πάλι όχι" απάντησε η Αλέξα στη φίλη της ."Δεν υπάρχει περίπτωση εγώ,να ανέβω σε κάτι που πετάει!!!"
Η μικρή σοβερινη,φοβόταν το νερό.Ηταν κάτι που το είχε δεί,και παρ όλο που είχε τη δύναμη του νερού,η μόνη της επαφή,ήταν τα μπάνια που έκανε ,σε ρηχό ποτάμι.Και τώρα η Σολ ήθελε,να την πάρει να πετάξουν!Αυτό δεν το είχε φοβηθεί μέχρι τώρα,γιατί δεν είχε σκεφτεί ότι κάποιος, χωρίς να είναι αλχημιστής αέρα,θα μπορούσε να μπει σε κάτι σαν πλοίο και να πετάξει. Ναι,θαύμασε τους εφευρέτες όταν το έφτιαξαν, αλλά όχι και να μπει η ίδια εκεί...
Χτυπούσε νευρικά το πόδι της,και μαχόταν μέσα της. Η φίλη της,ήθελε παρέα για αυτό το ταξίδι.Να βρει την οικογένεια της.Επρεπε να πάει...
"Ωχ Σολ... Καλά,θα έρθω.Αλλα να ξέρεις,θα κοιμάμαι,για να μην σκέφτομαι πόσο ψηλά είμαστε."
Όταν ανέβηκε στο ζεπελιν, αυτή την καταπληκτική εφεύρεση,έτριξαν τα ξύλα στο κατάστρωμα.Το δερμάτινο φουσκωτό μπαλόνι,καθώς γέμιζε αέρα,έκανε ηχους σαν τεντωμένο σεντόνι.Ο αιθέρας, εγκλωβισμένος στο μηχάνημα,έδινε δύναμη και ώθηση...
"Ωωωωω ξεκινήσαμε!!" είπε με χαρά και τρόμο μαζί η Αλέξα.Θαυμασε ελάχιστα το τοπίο και έτρεξε γρήγορα στην καμπίνα της.Δεν χρειαζόταν να βλέπει πόσο ψηλά θα ανέβαιναν.Θα είχε στο μυαλό της ,ότι είναι σε ένα πλοίο και θα κοιμόταν,για να περάσει η ώρα,όσο πιο γρήγορα γινόταν.
Η φωνή της Σολ,έξω από την πόρτα,της θύμισε πού ακριβώς βρισκόταν.
"Μη φωνάζει, έρχομαι!" στραβομουτσουνιασε η Αλέξα όταν την ξύπνησε η Σολ ότι έφταναν. Πραγματικά,δεν ήθελε με τίποτα να πάει έξω,να δει το ύψος... Αλλά την κέρδισε η ανυπομονησία της φίλης της. Κατευθείαν σηκώθηκε,πήρε την κουβέρτα που είχε κάνει μπόγο για τα πράγματα της και ...
ΣΟΚ
Το τοπίο ήταν κάτι που δεν θα μπορούσε να το περιγράψει ποτέ.Ουτε σε παπύρους δεν είχε δεί κάτι αντίστοιχο.Της κόπηκε η ανάσα,από την τόση ομορφιά.
Τα χρυσά λιβάδια, φωτίζονταν από τη Δύση του ηλίου,και το Ζέπελιν,έσκιζε τον αέρα με πορεία προς τον ήλιο.
Έπιασε το χέρι της Σολ,κι έκατσε αμίλητη για λίγο,με ένα σφίξιμο στην καρδιά της.
"Σ ευχαριστώ που με έπεισες να έρθω με αυτό,το πράγμα" είπε χαμηλόφωνα στη Σολ,μη θέλοντας να χαλάσει τη στιγμή και συνέχισε να ατενίζει τα χρώματα του ορίζοντα.