Η καλλιγραφία της Σιράν και η Άρντα ήταν απλοί γνωστοί μέχρι χθες, γνώριζε μόνο φήμες και την είχε δει περιστασιακά. Ανακάλεσε σχολικές μνήμες, τότε που η μαμά της αντάλλασε επιστολές με τους Ασάχι, όσο ταξίδευαν. Θυμάται να της δείχνει όμορφα ιδεογράμματα που η μικρή της κόρη κοίταζε αχόρταγα για την αρμονία και την ομορφιά τους. Θυμάται επίσης να ρωτά ο Γκίντεον πώς έβγαζε η μαμά άκρη κι εκείνη τους παρέπεμψε στο αντίστοιχο βιβλίο για να το εξερευνήσουν μόνοι τους. Της είχε μείνει πως το μελάνι ήταν ειδικό, το ίδιο και το πινέλο που χρησιμοποιούσαν. Έλεγε επίσης μέσα πως για να πετύχει κάποιος το επιθυμητό επίπεδο καλλιγραφίας απαιτούσε χρόνια εξάσκησης, ακόμη κι αν ήσουν έμφυτο ταλέντο -προφανώς μη εφαρμόσιμο σε χέρια Νάνου- και πως στην περιοχή της Σιράν αποτελούσε κανονικό επάγγελμα με τη δική του παράδοση και ολόκληρη τάξη καλλιγράφων, μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Δεν ήταν ακριβώς υπαλληλοι, δεν ήταν ακριβως καλλιτέχνες. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της, βρίσκονταν κάπου στο ενδιάμεσο και έχαιραν εκτίμησης από όλες τις κοινωνικές τάξεις, που με απλά λόγια σήμαινε ότι τους άφηναν στην ησυχία τους. Σωστή επιλογή βέβαια, γιατί έτσι όπως έβλεπε τούτο εδώ το παιδί, τη χρειάζονταν την ησυχία του για να δώσει σχήμα σε τόσο σταθερές γραμμές και τόσο τέλειες καμπύλες.
Πριν μελετήσει περισσότερο το κείμενο που της είχε τραβήξει εξαρχής την προσοχή, τα μάτια της μαγνητίστηκαν από τις κινήσεις του Φενγκ. Ο συμμαθητής της βούτηξε το πινέλο στο μελανοδοχείο με αυτοπεποίθηση που η Άρντα ήταν σίγουρη πως δεν έδειχνε στις προπονήσεις των Πολεμιστών και με χέρι σταθερό, σαν να το κρατούσε ο θεός των γραμμάτων -αν υπήρχε τέτοιο ον στον Ήθεριντ, εκτός από αυτάρεσκες, εν δυνάμη βίαιες οντότητες, βουτηγμένες σε αρχετυπική ανεπνευστότητα- και υπό την καθοδήγηση εκείνης της δύναμης που υπερβαίνει τους θνητούς, εμφύσηξε πνοή στην αλληλουχία των χαρακτήρων- αρετών που γεννιόταν από την έννοια-μήτρα.
Τις έβλεπε, η Άρντα μπορούσε να ακούσει τις λέξεις - που ήταν παραπάνω από λέξεις- να αναπνέουν διαποτισμένες από την ίδια ουσία που διαποτίζονταν κι εκείνη. Το μόνο που διέφερε μεταξύ της Άρντα και των εννοιών ήταν το σώμα. Ή μήπως όχι; Σωμάτιο η σάρκα, παραλλαγή υγρού Σωματίου συνέθετε και το μελάνι. Οι έννοιες περιέκλειαν τη δική τους ιστορία, τη διηγούνταν σαν μελωδία υπόκωφη, δονούνταν σε συχνότητες που το απαίδευτο αυτί δε μπορούσε να ακούσει. Κι όμως ήταν εκεί, σαν τις φράσεις δύναμης, σαν κάθε τι που νομίζουμε άψυχο, αλλά που η μικρή του καρδιά χτυπά μακριά από τα περιορισμένα μάτια μας.
Με μάτια ορθάνοιχτα, αστραφτερά από τη χαρά της ανακάλυψης, η Άρντα ακολουθούσε τις σταθερές κινήσεις του χεριού του Φενγκ συνεπαρμένη. Χαμογελούσε, χαμογελούσε πλατιά που είχε την ευλογία να βιώσει ένα μικρό θαύμα σε χαρτί.
“Μάθε μου.” αποφάσισε μπροστά στη νέα γνώση, αλλά ο Φενγκ φαίνονταν εντελώς απορροφημένος στην τέχνη του, οπότε σεβάστηκε την έκσταση και περίμενε να τελειώσει, ενώ και η ίδια απολάμβανε τη διαδικασία και τις ερμηνείες του.
Όταν ολοκλήρωσε τις ερμηνείες του ονόματός του, ο Φενγκ πρέπει να αντίκρισε μία τρισευτιχισμένη Άρντα να τον κοιτάζει με πλατύ χαμόγελο. Της πήρε ένα λεπτό να συνέλθει από αυτό το αβάσταχτα ελαφρύ ξόρκι που την εξύψωσε για μια στιγμή. Εκείνη τη μοναδική στιγμή, παρόλο που δεν προορίζονταν για εκείνη, ένιωσε σαν να ήταν πιο κοντά με τα Πνεύματά της, τη Γιαγιά, τη Στρατηγό και τον Απόμακρο. Όταν επανήλθε στη γη, απάντησε στην ερώτησή του.
“Έχει σημασία αν είναι ή όχι η Φατρία μου;” ξεκίνησε με τρόπο σκεπτικό, καθώς ατένιζε την Ακαδημία. “Η προπόνηση των Πολεμιστών είναι ακόμη μία γνώση. Διαφέρει πολύ από τη γνώση που μπορούμε να αποκτήσουμε μέσα από τη μελέτη, αλλά κι αυτή μας καλεί να μελετήσουμε. Μπορώ να κλωτσήσω αυτή τη μελέτη;” Η Άρντα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και συνέχισε με ήρεμο και φιλικό τόνο.
“Φυσικά και δε μπορώ. Να ξεκαθαρίσω βέβαια πως δε μου επιβάλλει κανείς να κυνηγάω καμία γνώση. Η οικογένειά μου απεχθάνεται την τεμπελιά και αγαπά τη μάθηση, μπορείς να πεις ότι κληρονόμησα την ιδιοσυγκρασία από τους προγόνους μου. Όμως δε με πιέζει κανείς. Μόνη μου ανέθεσα αυτήν την αποστολή στον εαυτό μου, από παιδί μάλιστα. Ταξιδεύαμε πολύ με τους γονείς μου, η μητέρα μου είναι Αρχαιολόγος και ο Πατέρας μου Εφευρέτης. Γνώρισα μέρη, γνώρισα κόσμο, γνώρισα σιγά σιγά τον εαυτό μου, αλλά αυτό που γνώρισα καλύτερα από όλα είναι πως σε κάθε στροφή υπάρχει κάτι να ανακαλύψεις και αυτό το κάτι έχει να σου διδάξει δύο μαθήματα, ένα για τον κόσμο από τον οποίο προέρχεται και ένα για εσένα. Ένα ειδώλιο για παράδειγμα. Θυμάμαι μία ανασκαφή στα ανατολικά της Ισαχάρ. Η μαμά έβγαλε μία φιγούρα γυναικεία και μας την έδειξε. Τεράστιοι γοφοί, στρογγυλή κοιλιά, τεράστιο στήθος. Ο Γκίντεον είπε απλά “χοντρή” και πεθάναμε στο γέλιο, αλλά η μαμά περίμενε μέχρι να σταματήσουμε και μας εξήγησε πως όταν οι Άνθρωποι εμφανίστηκαν στον Ήθεριντ, ήταν ήδη κυνηγημένοι από τα Ξωτικά. Είχαν ανάγκη να επιβιώσουν και για να το καταφέρουν αυτό, είχαν ανάγκη να κάνουν πολλά παιδιά. Το ειδώλιο της γυναίκας έδειχνε μία κυρια που κυοφορούσε. Η μαμά μας εξήγησε πως οι Άνθρωποι είδαν ότι αυτή η εικόνα σημαίνει “μπορώ να κάνω παιδιά, άρα να επιβιώσω”, συνεπώς, προτιμούσαν να κάνουν παιδιά με όσες γυναίκες έμοιαζαν να έχουν τέτοιο σώμα που, θεωρητικά θα εξασφάλιζε επιβίωση στα παιδιά τους και τη γενιά τους, άρα σιγά σιγά, η δική μας “χοντρή” θεωρούνταν όμορφη για εκείνους τους πρώτους Ανθρώπους. Αυτό ήταν το μάθημα για τον κόσμο. Ακολούθησε το μάθημα για εμάς. Η μαμά μας ρώτησε γιατί θεωρήσαμε το σώμα εκείνο αστείο, τι θεωρούσαμε σωστό και πως δικαιολογούσαμε την ορθότητα της άποψής μας. Το σκεφτήκαμε πολύ με το Γκίντεον, αναγκαστήκαμε να διαβάσουμε για να καταλάβουμε ότι έχουμε μία άποψη που ανταποκρίνεται στο παρόν και ότι η αντίληψή μας για ένα θέμα επηρεάζεται από την κοινωνία που ζούμε. Στην πραγματικότητα, το ειδώλειο δε μας φαίνονταν άσχημο, αλλά παράξενο και καταλήξαμε ότι το σχήμα του δε μας πειράζει. Συνεπώς, μάθαμε κάτι και για τον εαυτό μας.”
Η Άρντα ήπιε μια γουλιά και συνέχισε με χαμόγελο.
“Το ίδιο συμβαίνει και με την προπόνηση των Πολεμιστών. Μαθαίνω τις τεχνικές διάφορων λαών και μέσα από αυτές μαθαίνω την ιστορία τους, το έδαφός τους, τις πρώτες ύλες για τα όπλα τους, το σωματότυπό τους. Παράλληλα όμως, μαθαίνω και για εμένα. Μαθαίνω πως το σώμα μου είναι δυνατότερο από όσο νομίζω, μαθαίνω που υπερτερώ και πού πάσχω, πώς να χρησιμοποιώ τα προτερήματά μου και πώς να κάνω καλύτερη χρήση των μειονεκτημάτων μου. Μέσα από την προπόνηση έμαθα ποια είναι τα όριά μου, αλλά και ότι μπορώ να τα ξεπεράσω αν προσπαθήσω. Έμαθα επίσης ότι μπορώ να συντονιστώ με άτομα σαν τον Ούμπρο και την Κεννάρα αν το θελήσουμε. Ο ένας είναι Βαλησίνος, η άλλη Άνθρωπος, εγώ Νάνος. Μπορώ επίσης να μάθω από εσένα, αν θα ήθελες να μου πεις τη δική σου εμπειρία με τη Φατρία σου.”