Rasnarry Academy

Περί ηθικής υπόστασης [Ανοιχτό για το πρώτο άτομο που θ

Λι Φενγκ

Έτος 1306, πρώτος μήνας

Ο Φενγκ χρειαζόταν λίγο καθαρό αέρα και λίγο χρόνο να σκεφτεί. Ήταν μια χειμωνιάτικη μέρα, από αυτές που είχαν ήλιο και το κρύο είχε μετριαστεί αρκετά ώστε να είναι αναζωογονητικό, αλλά όχι επιβαρυντικό. Ο νεαρός έφηβος είχε καθίσει στο έδαφος του προαυλίου, και είχε μπροστά του ανοιχτό ένα σημειωματάριο, και δίπλα του μελανοδοχείο, μακρύ πινέλο, και τα υπόλοιπα υλικά καλλιγραφίας του. Δεν θα ήθελε να αφεθεί χωρίς εξάσκηση και να χάσει την ικανότητά του. Η καλλιγραφία ήταν μια απαιτητική κυρία, η οποία όσο την φρόντιζε θα ήταν πάντα κοντά του, αλλά αν την παραμελούσε θα έφευγε...αυτό έλεγε πάντα ο πατέρας του.

Έχοντας μπει στο δεύτερο μισό της φοίτησής του, το 4ο έτος, τα μαθήματα των Πολεμιστών είχαν αλλάξει. Πριν, επικεντρώνονταν στο πώς κανείς να χειρίζεται τα όπλα, αλλά τώρα ο Φενγκ και οι συμμαθητές του άρχιζαν να διδάσκονται το πότε και το γιατί να χρησιμοποιούν τα όπλα τους. Ο Φενγκ ήταν μπερδεμένος, και χρειαζόταν να καθαρίσει το μυαλό του με το να γράψει. Συνεπώς, με τα μακριά, αδύνατα, επιδέξια δάχτυλά του να κρατούν το πινέλο με εκλεπτυσμένη λαβή, ο Φενγκ βούτηξε την άκρη στο μελανοδοχείο και άφησε τις σκέψεις του να ρέουν στο χαρτί, με τη μορφή της αρχαίας γραφής της Σιράν -που συνέχιζε ως και σήμερα ως παράλληλη-, ρευστά σύμβολα που απεικόνιζαν συλλαβές, νοήματα και έννοιες.

Παράθεση
Ο αγρότης Τζιάν πάει στα ζώα του, και παίρνει το νεότερο από τα μοσχαράκια της αγελάδας. Θα το σκοτώσει και θα το μαγειρέψει για τη γιορτή που θα κάνουν το βράδυ, καθώς η μονάκριβη κόρη του αρραβωνιάζεται τον νεαρό Μπάι Σου, τον εκλεκτό της καρδιάς της.

 Το επόμενο μεσημέρι, καθώς η κόρη του αγρότη Τζιάν πήγε στο ποτάμι για νερό, ο αρχιληστής Χούο την σκοτώνει.

Ο Μπάι Σου, γεμάτος πόνο και δίψα για εκδίκηση, εντοπίζει τον αρχιληστή Χούο και τον σκοτώνει.

Ο Κυβερνήτης Γουάν δεν επιθυμεί οι απλοί άνθρωποι να παίρνουν τα όπλα και να γίνονται παράδειγμα για τους ομοίους τους, και εκτελεί τον Μπάι Σου.

Η οικογένεια του Μπάι Σου σηκώνει τα χέρια προς τους Ουρανούς, ζητώντας θεία δίκη.
Το ίδιο και οι άντρες του Χούο.
Το ίδιο και ο αγρότης Τζιάν.
Το ίδιο και η αγελάδα.

Ποια είναι άραγε η απόφαση και η σοφία του Ουρανού? Πότε είναι δίκαιο να σκοτώνει κανείς?

Ίσως η απάντηση να κρύβεται σαν μαργαριτάρι, σε μία έννοια που σκέφτομαι ως "ηθική υπόσταση". Αν έχω ηθική υπόσταση για κάποιον, τότε αυτός με αντιμετωπίζει με βάση τους κανόνες της ηθικής. Βλέπουμε λοιπόν απευθείας ότι η ηθική υπόσταση φαίνεται να είναι κάτι σχετικό, που εξαρτάται από τα άτομα που εξετάζονται, και μεταβάλλεται ανάλογα με τις συνθήκες. Θα έπρεπε να είναι έτσι?

Θεωρώ ότι μία από τις βάσεις της ηθικής είναι "μην σκοτώσεις" και  κάποιες φορές, για κάποια άτομα, επιλέγουμε να μην το εφαρμόσουμε, να μην τους δώσουμε ηθική υπόσταση δηλαδή. Θεωρώ ότι αυτή είναι πιο βαθια θεώρηση από μια ηθική τύπου "μπορώ να σκοτώσω στις εξής περιπτώσεις"...αυτό ίσως είναι απλά κώδικας για το πότε επιλέγουμε να αγνοήσουμε την ηθική υπόσταση κάποιου, και οι φιλόσοφοι μας διδάσκουν ότι όσο πιο βαθιά σκέφτεται κανείς, τόσο πιο κοντά φτάνει στη ρίζα της αλήθειας.

Ο αγρότης Τζιαν είναι ένας καλός άνθρωπος με βάση τον παραδοσιακό κώδικα ηθικής. Γνωρίζει τη θέση του, είναι καλός οικογενειάρχης, εργάζεται σκληρά, και ποτέ του δεν θα έβλαπτε άνθρωπο. Δεν διστάζει όμως να πάρει το παιδί της αγελάδας και να το σκοτώσει, δεν τον βαραίνει καθόλου η πράξη αυτή. Για τον αγρότη Τζιάν, η αγελάδα δεν έχει ηθική υπόσταση. Γιατί? Είναι επειδή είναι διαφορετικό είδος? Μήπως αυτό θα έπρεπε λοιπόν να επεκταθεί σε όλες τις άλλες φυλές του Ήθεριντ? Και όμως, ο αγρότης Τζιαν δεν θα έκανε το ίδιο σε ένα παιδί Ξωτικού. Έχει να κάνει με τη νοημοσύνη της αγελάδας, ως κατώτερη? Σε αυτή την περίπτωση, ποιό είναι το κατώτατο όριο? Αν κάποιος ήταν τόσο πιο έξυπνος από τον αγρότη Τζιαν όσο ο αγρότης από την αγελάδα, θα δικαιούνταν να σκοτώσει την κόρη του? Έχει μήπως να κάνει με την ικανότητα της αγελάδας να αισθανθεί συναισθήματα? Και όμως, οι αγελάδες δείχνουν όλα τα συναισθήματα που έχουμε και εμείς, και πολλές φορές ίσως περισσότερα απ' όσα κάποιος σκληρός άνθρωπος. Τι είναι τότε αυτό που, στα μάτια του αγρότη Τζιαν στερεί από την αγελάδα την ηθική υπόσταση? Ίσως η παράδοση.

Ο Χούο είναι ένας αρχιληστής, που δεν διστάζει να σκοτώσει. Δεν θα σκότωνε όμως ποτέ τους συντρόφους του χωρίς κάποιο λόγο. Αυτό σημαίνει ίσως ότι για τον Χούο, οι άνθρωποι έχουν ηθική υπόσταση υπό προϋποθέσεις, που αν δεν πληρούνται του δίνεται η ελευθερία να τους φερθεί καταπατώντας κάθε ηθικό κανόνα. Μία τέτοια θεώρηση θα εξηγούσε γιατί ο Χούο κλέβει από τους χωρικούς, αλλά όχι από τους συντρόφους του ή από τη δική του οικογένεια.

Για τον Μπάι Σου, που ποτέ δεν είχε σκοτώσει άνθρωπο στη ζωή του, και μόνο σε αυτοάμυνα είχε ποτέ χτυπήσει κάποιον, ο Χούο έχασε την ηθική του υπόσταση όταν σκότωσε την αρραβωνιαστικιά του, και ο Μπαι Σου αισθάνθηκε δίκαιο το να πάρει τη ζωή του Χούο σε αντάλλαγμα. Ίσως και των συντρόφων του Χούο, των ληστών που θα προσπαθούσαν να τον σταματήσουν, και ας μην είχαν οι ίδιοι βλάψει την άτυχη γυναίκα.

Πώς βλέπει άραγε ο Κυβερνήτης Γουαν τους ανθρώπους της επικράτειάς του? Έχουν άραγε ηθική υπόσταση για τον ίδιο, πάντα ή υπό προϋποθέσεις? Όταν ο Μπάι Σου έδρασε πέρα από τα όρια που του επέτρεπε η παράδοση και, ίσως, οι νόμοι της φανταστικής αυτής χώρας, ο Κυβερνήτης Γουάν δεν θεώρησε λάθος να διατάξει την εκτέλεσή του, και δεν βάρυνε η συνείδησή του. Ο Μπάι Σου έχασε την ηθική του υπόσταση στα μάτια του Κυβερνήτη Γουαν.

Είναι άραγε κάτι που πρέπει να το αποφασίζει ο καθένας μας με βάση τα βιώματα και την ψυχή του, πότε οι άλλοι έχουν ηθική υπόσταση και πότε όχι? Πότε δικαιούται ένας Πολεμιστής να σκοτώσει τον αντίπαλό του, να του αφαιρέσει την ηθική του υπόσταση? Τι δικαιολογεί μια τέτοια πράξη? Δεν μπορώ να δεχτώ κάτι που εφαρμόζεται σε επίπεδο ατόμου, κάτι που κάθε άνθρωπος επιλέγει να εφαρμόσει ξεχωριστά...πρέπει να υπάρχει μια γενική αλήθεια, το Σωστό, αλλιώς θα υπάρχει πάντα πόλεμος και δυστυχία.

Ο Φενγκ αναστέναξε ελαφρά και άφησε το πινέλο του προσεκτικά. Είχε κουράσει κάπως το χέρι του...του έλειπε εξάσκηση, και ποτέ δεν είχε φοβερή αντοχή, ακόμα και για καλλιγραφία. Τα μαύρα μάτια του διάβασαν πάλι τις αποτυπωμένες σκέψεις του. Θα μπορούσαν να είναι ασυναρτησίες μικρής αξίας ενός προβληματισμένου εφήβου, ή θα μπορούσαν να είναι κάτι διαφορετικό. Ο νεαρός χρειαζόταν μια απάντηση, αλλά ήξερε ότι δεν θα ερχόταν εύκολα, ούτε γρήγορα. Αν ήταν τόσο απλό, άλλοι, σοφότεροι από τον ίδιο θα την είχαν ήδη βρει. Και όμως, οι άνθρωποι, Πολεμιστές ή μή, συνέχιζαν να ζουν και να αντιμετωπίζουν τους γύρω τους με άνισο, άδικο τρόπο.


Άρντα Γκροντ

Η Άρντα έβαλε τις χούφτες κάτω από το νερό της βρύσης. Στο παγωμένο του άγγιγμα άφησε ένα αναστεναγμό ανακούφισης. Εκείνη τη στιγμή ήταν το καλύτερο γιατρικό μετά την προπόνηση με τους Πολεμιστές. Ακόμη κι αν ήταν χειμώνας, όλη η ομάδα είχε ζεσταθεί οπότε, όταν το αναζήτησε, γνώριζε ότι το ήθελε κρύο. Οι χούφτες της γέμισαν με σταγόνες χειμερινές, βαρύτερες από εκείνες του καλοκαιριού, αλλά σε βαθμό που μόνο οι μετρήσεις Αλχημιστών και Εφευρετών μπορούσαν να προσδιορίσουν. Έριξε στο πρόσωπο μια καλή ποσότητα. Τη δρόσισε και της τσίμπησε τα μάγουλα έτσι κρύο που ήταν, καλοδεχούμενο παρόλα αυτά.

Έπειτα αναζήτησε την κουζίνα. Ένα τσάι ήταν ότι πρέπει για να φύγει η υπερένταση πριν το διάβασμα. Έβαλε το μαντεμένιο τσαγερό στη φωτιά και στάθηκε στο μεγάλο παράθυρο, μέχρι να ακούσει το γνωστό σφύριγμα που θα της ανακοίνωνε ότι το ρόφημά της ήταν έτοιμο. Κοίταξε έξω, την ηλιόλουστη αυλή που εύκολα σε ξεγελούσε να αψηφήσεις το κρύο. Μαθητές πηγαινοέρχονταν και φλυαρούσαν, ένα μεγάλο ρεύμα από και προς την Ακαδημία, έσπαζε σε ρυάκια και διακλαδίζονταν προς τους πύργους και τις αίθουσες.

Κοντά στον κήπο, ένα από τα ρυάκια έκανε παράκαμψη. Το βλέμμα της Άρντα ακολούθησε την ομάδα των παιδιών και όταν έφυγαν, εκείνο έμεινε εκεί. Παράμερα από τις φλυαρίες και τις φωνές, κάθονταν ένας μαθητής που δε γνώριζε. Το παιδί φαίνονταν συγκεντρωμένο, σχεδόν χαμένο στις σκέψεις του, σπάνιο πράγμα σε ένα κόσμο εκκωφαντικό. Φαίνονταν ακίνητος με την πρώτη ματιά, αλλά ύστερα από λίγη παρατήρηση, η Άρντα άρχισε να διακρίνει μικρές και αρμονικές κινήσεις, σαν να ζωγράφιζε. Έπιασε τον εαυτό της να χαμογελά με τα καλά νέα. Ο κόσμος έχει ανάγκη από άτομα με ήσυχο στόμα και φλύαρα μυαλά.

Το τσαγερό σφύριξε και η Άρντα έπιασε τη λαβή με μία βαμβακερή πετσέτα. Τα βότανα της πήραν τη μύτη, κάτι που την έκανε να γεμίσει την κούπα της με μεγάλη προσδοκία. Την τοποθέτησε σε ένα δίσκο με προσοχή, δίπλα της έβαλε το γεμάτο τσαγερό σε απόσταση ισορροπίας και ξεκίνησε για το δωμάτιό της. Δέκα βήματα αργότερα, η Άρντα επέστρεψε και πάλι στον πάγκο. Άφησε το δίσκο κάτω, έβαλε την κούπα της και το τσαγερό λίγο πιο δίπλα και στο χώρο που άφησε, πρόσθεσε άλλη μία κούπα και βγήκε στον κήπο.

Ο δρόμος την έφερε να πλησιάσει το παιδί από πίσω, έτσι, ο μαθητής δεν είδε τον ενθουσιασμό στο πρόσωπό της όταν διαπίστωσε πως δε ζωγράφιζε, αλλά έκανε κάτι διαφορετικό. Γι’ αυτή τη δραστηριότητα η Άρντα είχε διαβάσει, είχε ακούσει, αλλά δεν είχε δει ποτέ κάποιον να την εξασκεί σε πραγματικό χρόνο. Τι τύχη! Έσπευσε να τον προλάβει πριν μαζέψει το πινέλο του.

Ανέβηκε προσεκτικά στο μέρος που το παιδί εξασκούνταν, τον προσπέρασε από τα πλάγια με το δίσκο σταθερό στα χέρια και έφτασε να στέκεται όρθια μπροστά του, σε ασφαλή απόσταση από το έργο του. Η Άρντα λύγισε τα γόνατα και κάθισε. Το δίσκο τον άφησε στα αριστερά της. Έπιασε και πάλι τη λαβή του τσαγερού με την πετσέτα και αυτή τη φορά, έριξε τσάι στην άδεια κούπα. Την άφησε δίπλα στο παιδί με μετρημένες κινήσεις και χωρίς να βγάλει μιλιά, ύστερα πήρε τη δική της κούπα μπροστά, την έφερε στο στόμα και φύσηξε το τσάι που άχνιζε.

“Εξαιρετικό.” είπε με γνήσια ενθουσιασμένο χαμόγελο και έδειξε την καλλιγραφία του παιδιού. “Σιράν;” το ρώτησε βλέποντας τα γράμματα που έμοιαζαν πολύ στα ιδεογράμματα που χρησιμοποιούσαν οι Ασάχι.


Λι Φενγκ

Το άρωμα του τσαγιού ήταν το πρώτο μονοπάτι που ο Φενγκ ακολούθησε για να επιστρέψει από τους συλλογισμούς του στην πραγματικότητα. Είχε υπάρξει σε μια σχεδόν διαλογιστική κατάσταση πριν, που δεν του είχε επιτρέψει να αντιληφθεί την άφιξη της Άρντα. Σήκωσε το βλέμμα του από το γραπτό του και τα έξυπνα, μαύρα μάτια του συνάντησαν τα δικά της, το δεξί πίσω από το μόνοπτρο του. Τα λεπτά χείλη του χαμογέλασαν ελαφρά και ο Φενγκ έγνεψε καταφατικά.

Πριν μιλήσει, το λεπτοκαμωμένο χέρι του κινήθηκε και πήρε την κούπα με το τσάι που του είχε προσφέρει η Ιστορικός, με τις κινήσεις του προσεκτικές και λεπτές, και το έφερε μπροστά του. "Σιράν." είπε ήρεμα, για να επιβεβαιώσει και φραστικά την ερώτησή της. "Όπως αυτό." είπε, σηκώνοντας ελαφριά την κούπα με το τσάι και χαμηλώνοντας ελάχιστα το κεφάλι του σε μια μικρή υπόκλιση ευγνωμοσύνης. "Σε ευχαριστώ." της είπε, με μια ελαφριά απόχρωση στον τόνο της φωνής του να δείχνει ίσως ότι μιλούσε και για το τ΄σάι αλλά και για τα καλά της λόγια, και ήπιε μια μικρή γουλιά που τον ζέστανε από μέσα και βοήθησε στο να τον γειώσει στο παρόν, στην πραγματικότητα.

"Γνωρίζεις άραγε και την τέχνη της ανάγνωσής τους, Άρντα Γκροντ?" ρώτησε μετά την πρώτη γουλιά. Ναι, ήξερε ποια ήταν η κοπέλα μπροστά του, για αρκετούς λόγους, και ας μην ήταν ο ίδιος γνωστός καθώς ήταν από τους Πολεμιστές με τη χαμηλότερη απόδοση στο έτος του. Ο κυριότερος ήταν ότι την είχε δει στις προπονήσεις των Πολεμιστών, και δεν ήταν ακριβώς μια ήσυχη, διακριτική παρουσία. Παρατηρώντας τους Ιστορικούς που προπονούνταν μαζί με τους Πολεμιστές, ο Φενγκ τους είχε κατατάξει σε δύο κατηγορίες: Αυτούς που δεν τους ενδιέφερε πολύ η τέχνη του πολέμου, και αυτούς που, επειδή ήταν κάτι "έξω" από αυτούς, κάτι προς ανακάλυψη, τους πάθιαζε περισσότερο και από αρκετούς πραγματικούς Πολεμιστές. Φυσικά, ακόμα και ανάμεσα στην φατρία της, η κοπέλα μπροστά του ξεχώριζε, και είχε στην πλάτη της αρκετά έτη στην Ακαδημία για να έχει γίνει γνωστό το όνομά της ανάμεσα στους μαθητές. Πήγαινε και σε αποστολές εξάλλου, και αυτό συζητιόταν.



Άρντα Γκροντ

Η Άρντα χαμογέλασε στο νεαρό Πολεμιστή και έγειρε το κεφάλι μπροστά σε μικρή υπόκλιση. Επέλεξε αυτόν τον τρόπο να επικοινωνήσει μαζί του και όχι με τον πατροπαράδοτο, Νανίσιο τρόπο, ώστε να του δείξει την εκτίμησή της προς την τέχνη του και τον πολιτισμό του, όπως επίσης για να αφήσει να φανεί πως ήταν ανοιχτή στη μάθηση, ακόμη κι αν η γνώση περιελάμβανε ένα μικρό χαιρετισμό την ώρα του τσαγιού.


Ωπ! Την ήξερε το παιδί… Αχχχ και ποιος δεν την ήξερε εδώ που τα λέμε, η φήμη της ή μάλλον, η κακοφημία της ήταν σίγουρα ψηλότερη από την κορμοστασιά της και δεν έδινε κάλπικο νταρίκι για όσους ζηλιάρηδες μιλούσαν πίσω από την κοντή πλάτη της. Δεν ήταν δα και δύσκολο να καταλάβεις ότι κάποιος μιλάει από πίσω σου με τόσο κοντή πλάτη. Νανίσιες πλάτες εναντίον κουτσομπολιού, σημειώσατε ένα.

Πώς να το πει όμως ότι το παιδί αυτό δεν το γνώριζε; Ξωτικίσια κορδωτά; “Θα μου κάνετε την τιμή να ξεδιπλώσετε το νόημα της γενετήσιας δύναμής σας; ” Ένιωσε το εγκεφαλικό να έρχεται, καθώς διαπίστωσε πως αυτή η φράση ακούγονταν περισσότερο περίεργη από ότι θα έπρεπε. Φυσικά. Κορδοξωτικά είναι αυτά, τι περιμένεις;

Να το ρωτήσει Σοβερίνικα; “Οι άνεμοι της μοίρας παρέλειψαν να φυσήξουν του κόκκους από τους οποίους σχηματίστηκε το όνομά σου στην άμμο;” Ρε φίλε, πραγματικά, ποιος τις λέει αυτές τις μπαρούφες; Τι καπνίζουν οι Σοβερίνοι και λέμε τα Ξωτικά παρμένα μετά;

Ίσως Βαλησίνικα. “Θα μου έκανες την τιμή να τραγουδήσεις το όνομά σου σαν το κύμα;” Η Άρντα έκανε νοητική γκριμάτσα στον εαυτό της. “Θα ξεράσω” σκέφτηκε και αποφάσισε πως ο τρόπος ήταν ένας, ο ευθύς.


“Ξέρω κάποιες γλώσσες, αλλά όχι, χαρακτήρες που γεννιούνται από τέχνη δε γνωρίζω ακόμη να διαβάζω…”

Ήπιε μια γουλιά και αποφάσισε να το πάρει το ποτάμι.

“Πώς σε λένε;” ρώτησε απλά, με ενδιαφέρον και σεβασμό. Η ερώτησή της δεν είχε καμία προσποίηση, δεν υπήρχε κάποιο κόμπλεξ ανωτερότητας που επεδίωκε να την τοποθετήσει σε μία φανταστική ανώτερη θέση ώστε να κάνει το παιδί να νιώσει μικρός. Ήταν απλή, καθαρή και ξάστερη ερώτηση με ευθύτητα Νανίσια. 


Λι Φενγκ

Ο Φενγκ χαμογέλασε ξανά όταν τον ρώτησε για το όνομά του. Δεν προσβλήθηκε, ήταν κάτι απόλυτα λογικό και αναμενόμενο. Δεν ξεχώριζε για τα μέτρα της Φατρίας του...ή ίσως, ξεχώριζε αρνητικά ως ο μόνος στο έτος του που δεν μπορούσε να κάνει τριάντα κάμψεις, ή δεκαπέντε έλξεις, ή να τρέξει κάποια χιλιόμετρα σε συγκεκριμένο χρόνο. Με μια κίνηση γεμάτη χάρη, ο νεαρός άφησε την κούπα του προσεκτικά δίπλα του, και το άλλο χέρι του σηκώθηκε με ένα μικρό τίναγμα, μικρό αλλά ταυτόχρονα ενδεδυμένο με κάτι που θύμιζε την αποφασιστικότητα ενός πολεμιστή όταν το όπλο του ζωντάνευε στο χέρι του. Το χέρι αυτό κρατούσε το πινέλο του, το οποίο ο Φενγκ βούτηξε ξανά στο μελάνι, και άρχισε να σχηματίζει σύμβολα σε μια νέα σελίδα.

"Το όνομα της οικογένειάς μου είναι Λι." είπε ήρεμα, με ένα μικρό χαμόγελο. "Στη γραφή αυτή, ένας ήχος, μία συλλαβή έχει διαφορετικά νοήματα, και ας ακούγεται το ίδιο. Ο μόνος τρόπος να δεις πραγματικά την αλήθεια...είναι να γράψεις." είπε, με ταυτόχρονη πραότητα και συγκέντρωση. Από την άκρη του πινέλου του, άρχισαν να ρέουν και να γεννιούνται χαρακτήρες, ο ένας κάτω από τον άλλο.

"Εσωτερικότητα. Κοφτερό. Καρδιά. Αιθέρας. Δύναμη. Αποχωρισμός. Λογική. Αλήθεια. Δώρο." είπε ο νεαρός, και η στιγμή είχε κάτι το μυστηριακό, το δυνατό, σαν η φωνή του να καλούσε τα σύμβολα να πάρουν ζωή μπροστά στην Άρντα. Ήταν τόσο αξιοθαύμαστο, πώς το σταθερό του χέρι ρύθμιζε το πάχος, την κατεύθυνση, την ενέργεια του μελανιού για κάθε σύμβολο, χωρίς ποτέ να κομπάσει. "Όλα είναι Λι." είπε ήρεμα, κοιτώντας την, και βούτηξε ξανά το πινέλο στο μελάνι."

"Το δικό μου όνομα...είναι Φενγκ." είπε, και άρχισε να γράφει μια δεύτερη στήλη από χαρακτήρες. "Βροχή. Άνεμος. Βουνοκορφή. Άφθονος. Σφράγιση. Τυχαία συνάντηση. Φλόγα φάρου. Πρόμαχος. Φοίνικας." είπε ο Φενγκ με τον ίδιο απαλό, μυστηριακό τόνο, καλώντας τα γράμματα στη ζωή. Για λίγες στιγμές, εφήμερα, ίσως το σχήμα τους έβγαζε νόημα στο μυαλό της Άρντα ακούγοντάς τον, και μετά να χανόταν πάλι, σαν το σύννεφο.

"Αυτό κάνει εμένα τον Λι Φενγκ. Βροχή μέσα μου. Κοφτερός Άνεμος. Καρδιά στη Βουνοκορφή. Άφθονος Αιθέρας. Αυτός που Σφραγίζει τη Δύναμη. Τυχαία Συνάντηση, και Αποχωρισμός. Λογική σαν Φλόγα Φάρου. Πρόμαχος της Αλήθειας. Δώρο του Φοίνικα." είπε ήρεμα, αλλά ήταν σαν ο Αιθέρας γύρω τους να δονούταν με τον πιο αδιόρατο τρόπο σε κάθε ζευγάρι εννοιών. Και την επόμενη στιγμή, η αίσθηση αυτή χάθηκε, καθώς ο Φενγκ άφησε το πινέλο του και σήκωσε την κούπα. "Και χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω." είπε ζεστά, πίνοντας λίγο. "Συχνά παρατηρώ το πάθος που δείχνεις στις προπονήσεις των Πολεμιστών, και ας μην είναι η Φατρία σου." είπε με τόνο ειλικρινούς φιλοφρόνησης.


Άρντα Γκροντ

Η καλλιγραφία της Σιράν και η Άρντα ήταν απλοί γνωστοί μέχρι χθες, γνώριζε μόνο φήμες και την είχε δει περιστασιακά. Ανακάλεσε σχολικές μνήμες, τότε που η μαμά της αντάλλασε επιστολές με τους Ασάχι, όσο ταξίδευαν. Θυμάται να της δείχνει όμορφα ιδεογράμματα που η μικρή της κόρη κοίταζε αχόρταγα για την αρμονία και την ομορφιά τους. Θυμάται επίσης να ρωτά ο Γκίντεον πώς έβγαζε η μαμά άκρη κι εκείνη τους παρέπεμψε στο αντίστοιχο βιβλίο για να το εξερευνήσουν μόνοι τους. Της είχε μείνει πως το μελάνι ήταν ειδικό, το ίδιο και το πινέλο που χρησιμοποιούσαν. Έλεγε επίσης μέσα πως για να πετύχει κάποιος το επιθυμητό επίπεδο καλλιγραφίας απαιτούσε χρόνια εξάσκησης, ακόμη κι αν ήσουν έμφυτο ταλέντο -προφανώς μη εφαρμόσιμο σε χέρια Νάνου- και πως στην περιοχή της Σιράν αποτελούσε κανονικό επάγγελμα με τη δική του παράδοση και ολόκληρη τάξη καλλιγράφων, μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Δεν ήταν ακριβώς υπαλληλοι, δεν ήταν ακριβως καλλιτέχνες. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της, βρίσκονταν κάπου στο ενδιάμεσο και έχαιραν εκτίμησης από όλες τις κοινωνικές τάξεις, που με απλά λόγια σήμαινε ότι τους άφηναν στην ησυχία τους. Σωστή επιλογή βέβαια, γιατί έτσι όπως έβλεπε τούτο εδώ το παιδί, τη χρειάζονταν την ησυχία του για να δώσει σχήμα σε τόσο σταθερές γραμμές και τόσο τέλειες καμπύλες.

Πριν μελετήσει περισσότερο το κείμενο που της είχε τραβήξει εξαρχής την προσοχή, τα μάτια της μαγνητίστηκαν από τις κινήσεις του Φενγκ. Ο συμμαθητής της βούτηξε το πινέλο στο μελανοδοχείο με αυτοπεποίθηση που η Άρντα ήταν σίγουρη πως δεν έδειχνε στις προπονήσεις των Πολεμιστών και με χέρι σταθερό, σαν να το κρατούσε ο θεός των γραμμάτων -αν υπήρχε τέτοιο ον στον Ήθεριντ, εκτός από αυτάρεσκες, εν δυνάμη βίαιες οντότητες, βουτηγμένες σε αρχετυπική ανεπνευστότητα- και υπό την καθοδήγηση εκείνης της δύναμης που υπερβαίνει τους θνητούς, εμφύσηξε πνοή στην αλληλουχία των χαρακτήρων- αρετών που γεννιόταν από την έννοια-μήτρα.

Τις έβλεπε, η Άρντα μπορούσε να ακούσει τις λέξεις - που ήταν παραπάνω από λέξεις- να αναπνέουν διαποτισμένες από την ίδια ουσία που διαποτίζονταν κι εκείνη. Το μόνο που διέφερε μεταξύ της Άρντα και των εννοιών ήταν το σώμα. Ή μήπως όχι; Σωμάτιο η σάρκα, παραλλαγή υγρού Σωματίου συνέθετε και το μελάνι. Οι έννοιες περιέκλειαν τη δική τους ιστορία, τη διηγούνταν σαν μελωδία υπόκωφη, δονούνταν σε συχνότητες που το απαίδευτο αυτί δε μπορούσε να ακούσει. Κι όμως ήταν εκεί, σαν τις φράσεις δύναμης, σαν κάθε τι που νομίζουμε άψυχο, αλλά που η μικρή του καρδιά χτυπά μακριά από τα περιορισμένα μάτια μας.

Με μάτια ορθάνοιχτα, αστραφτερά από τη χαρά της ανακάλυψης, η Άρντα ακολουθούσε τις σταθερές κινήσεις του χεριού του Φενγκ συνεπαρμένη. Χαμογελούσε, χαμογελούσε πλατιά που είχε την ευλογία να βιώσει ένα μικρό θαύμα σε χαρτί.

“Μάθε μου.” αποφάσισε μπροστά στη νέα γνώση, αλλά ο Φενγκ φαίνονταν εντελώς απορροφημένος στην τέχνη του, οπότε σεβάστηκε την έκσταση και περίμενε να τελειώσει, ενώ και η ίδια απολάμβανε τη διαδικασία και τις ερμηνείες του.

Όταν ολοκλήρωσε τις ερμηνείες του ονόματός του, ο Φενγκ πρέπει να αντίκρισε μία τρισευτιχισμένη Άρντα να τον κοιτάζει με πλατύ χαμόγελο. Της πήρε ένα λεπτό να συνέλθει από αυτό το αβάσταχτα ελαφρύ ξόρκι που την εξύψωσε για μια στιγμή. Εκείνη τη μοναδική στιγμή, παρόλο που δεν προορίζονταν για εκείνη, ένιωσε σαν να ήταν πιο κοντά με τα Πνεύματά της, τη Γιαγιά, τη Στρατηγό και τον Απόμακρο. Όταν επανήλθε στη γη, απάντησε στην ερώτησή του.

“Έχει σημασία αν είναι ή όχι η Φατρία μου;” ξεκίνησε με τρόπο σκεπτικό, καθώς ατένιζε την Ακαδημία. “Η προπόνηση των Πολεμιστών είναι ακόμη μία γνώση. Διαφέρει πολύ από τη γνώση που μπορούμε να αποκτήσουμε μέσα από τη μελέτη, αλλά κι αυτή μας καλεί να μελετήσουμε. Μπορώ να κλωτσήσω αυτή τη μελέτη;” Η Άρντα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και συνέχισε με ήρεμο και φιλικό τόνο.
“Φυσικά και δε μπορώ. Να ξεκαθαρίσω βέβαια πως δε μου επιβάλλει κανείς να κυνηγάω καμία γνώση. Η οικογένειά μου απεχθάνεται την τεμπελιά και αγαπά τη μάθηση, μπορείς να πεις ότι κληρονόμησα την ιδιοσυγκρασία από τους προγόνους μου. Όμως δε με πιέζει κανείς. Μόνη μου ανέθεσα αυτήν την αποστολή στον εαυτό μου, από παιδί μάλιστα. Ταξιδεύαμε πολύ με τους γονείς μου, η μητέρα μου είναι Αρχαιολόγος και ο Πατέρας μου Εφευρέτης. Γνώρισα μέρη, γνώρισα κόσμο, γνώρισα σιγά σιγά τον εαυτό μου, αλλά αυτό που γνώρισα καλύτερα από όλα είναι πως σε κάθε στροφή υπάρχει κάτι να ανακαλύψεις και αυτό το κάτι έχει να σου διδάξει δύο μαθήματα, ένα για τον κόσμο από τον οποίο προέρχεται και ένα για εσένα. Ένα ειδώλιο για παράδειγμα. Θυμάμαι μία ανασκαφή στα ανατολικά της Ισαχάρ. Η μαμά έβγαλε μία φιγούρα γυναικεία και μας την έδειξε. Τεράστιοι γοφοί, στρογγυλή κοιλιά, τεράστιο στήθος. Ο Γκίντεον είπε απλά “χοντρή” και πεθάναμε στο γέλιο, αλλά η μαμά περίμενε μέχρι να σταματήσουμε και μας εξήγησε πως όταν οι Άνθρωποι εμφανίστηκαν στον Ήθεριντ, ήταν ήδη κυνηγημένοι από τα Ξωτικά. Είχαν ανάγκη να επιβιώσουν και για να το καταφέρουν αυτό, είχαν ανάγκη να κάνουν πολλά παιδιά. Το ειδώλιο της γυναίκας έδειχνε μία κυρια που κυοφορούσε. Η μαμά μας εξήγησε πως οι Άνθρωποι είδαν ότι αυτή η εικόνα σημαίνει “μπορώ να κάνω παιδιά, άρα να επιβιώσω”, συνεπώς, προτιμούσαν να κάνουν παιδιά με όσες γυναίκες έμοιαζαν να έχουν τέτοιο σώμα που, θεωρητικά θα εξασφάλιζε επιβίωση στα παιδιά τους και τη γενιά τους, άρα σιγά σιγά, η δική μας “χοντρή” θεωρούνταν όμορφη για εκείνους τους πρώτους Ανθρώπους. Αυτό ήταν το μάθημα για τον κόσμο. Ακολούθησε το μάθημα για εμάς. Η μαμά μας ρώτησε γιατί θεωρήσαμε το σώμα εκείνο αστείο, τι θεωρούσαμε σωστό και πως δικαιολογούσαμε την ορθότητα της άποψής μας. Το σκεφτήκαμε πολύ με το Γκίντεον, αναγκαστήκαμε να διαβάσουμε για να καταλάβουμε ότι έχουμε μία άποψη που ανταποκρίνεται στο παρόν και ότι η αντίληψή μας για ένα θέμα επηρεάζεται από την κοινωνία που ζούμε. Στην πραγματικότητα, το ειδώλειο δε μας φαίνονταν άσχημο, αλλά παράξενο και καταλήξαμε ότι το σχήμα του δε μας πειράζει. Συνεπώς, μάθαμε κάτι και για τον εαυτό μας.”

Η Άρντα ήπιε μια γουλιά και συνέχισε με χαμόγελο.

“Το ίδιο συμβαίνει και με την προπόνηση των Πολεμιστών. Μαθαίνω τις τεχνικές διάφορων λαών και μέσα από αυτές μαθαίνω την ιστορία τους, το έδαφός τους, τις πρώτες ύλες για τα όπλα τους, το σωματότυπό τους. Παράλληλα όμως, μαθαίνω και για εμένα. Μαθαίνω πως το σώμα μου είναι δυνατότερο από όσο νομίζω, μαθαίνω που υπερτερώ και πού πάσχω, πώς να χρησιμοποιώ τα προτερήματά μου και πώς να κάνω καλύτερη χρήση των μειονεκτημάτων μου. Μέσα από την προπόνηση έμαθα ποια είναι τα όριά μου, αλλά και ότι μπορώ να τα ξεπεράσω αν προσπαθήσω. Έμαθα επίσης ότι μπορώ να συντονιστώ με άτομα σαν τον Ούμπρο και την Κεννάρα αν το θελήσουμε. Ο ένας είναι Βαλησίνος, η άλλη Άνθρωπος, εγώ Νάνος. Μπορώ επίσης να μάθω από εσένα, αν θα ήθελες να μου πεις τη δική σου εμπειρία με τη Φατρία σου.”


Λι Φενγκ

Ο Φενγκ χαμογέλασε απαλά, και άκουσε με προσοχή τη διήγηση της Άρντα. Του επέτρεψε να καταλάβει λίγο περισσότερα για την ίδια, της συνθήκες που βοήθησαν ώστε να είναι αυτή που είναι, και την οικογένειά της. Στον πυρήνα της, ένα πνε΄ύμα που αναζητούσε τη γνώση, την αυτοβελτίωση, όπου μπορούσε να τη βρει, σε βιβλία, σε ανασκαφές, στην αρένα της εξάσκησης. Έπινε τσάι που και που όσο άκουγε, και τα μάτια του την κοιτούσαν ώστε η Ιστορικός να ξέρει ότι είχε την προσοχή του συνεχώς.

"Ο Ούμπρο...ο Ούμπρο μου δίνει την αίσθηση ενός κύματος, αν και δεν τον γνωρίζω προσωπικά." είπε απαλά. Μπορεί να μην τον γνώριζαν πολλοί, δεν υπήρχε λόγος, αλλά η παρατήρηση των γύρω του ήταν κάτι που συχνά συνέπαιρνε τον Φενγκ. "Είναι ορμητικός, αλλά και βαθύς. Σαρωτικός, αλλά υπάρχει μέθοδος και λογική πίσω από το τις πράξεις του, όπως υπάρχει μοτίβο στα κύματα." είπε ήρεμα ο Φενγκ, και τα μάτια του γύρισαν για να κοιτάξουν τον ορίζοντα για λίγο. Ένα χέρι του, στο πλάι, άρχισε να πιάνει μικρές πέτρες ακαθόριστων σχημάτων και, απαλά, προσεκτικά, να τις τοποθετεί τη μία πάνω στην άλλη, ισορροπώντας τες. Η κίνησή του ήταν διακριτική, με Κεκαλυμμένη Πρόθεση για να διαφύγει προσοχής προς το παρόν, χωρίς να φαίνονται κινήσεις το ώμου του ή ελάχιστες αλλαγές κέντρου βάρους στο γενικότερο οπτικό πεδίο της Ιστορικού.

"Η Κέννα είναι σαν φωτιά. Παθιασμένη, ειλικρινής...δεν θα βρεις μια φωτιά που δεν λάμπει και δεν καίει, και η Κέννα μου δίνει την αίσθηση ότι δεν θα μπορούσε παρά να είναι αυτή που είναι." συνέχισε ο Φενγκ ήρεμα. "Και εσύ...σταθερή σαν βράχος, προσηλωμένη και αποφασισμένη, με γερές ρίζες τα πιστεύω σου και τις γνώσεις σου, με τη λογική σου σκληρό, προστατευτικό περίβλημα." συνέχισε ο Φενγκ ήρεμα και γύρισε να την κοιτάξει πάλι.

"Θα ήταν πολύ λογοτεχνικό αν σε αυτό το σημείο μπορούσα να πω ότι εγώ είμαι σαν τον άνεμο, αλλά δυστυχώς, όχι." είπε και χαμογέλασε λίγο παραπάνω, ο τόνος του ανάλαφρος. "Δεν είμαι ορμητικός, γρήγορος, επικίνδυνος. Δεν ορμάω στη μάχη με ασυγκράτητη ορμή, ούτε αλλάζω μορφές, σχήματα και κατευθύνσεις απρόβλεπτα. Όχι..." είπε σκεφτικά, και τα μάτια του χαμήλωσαν σκεφτικά.

"Ίσως είμαι το δέντρο που λυγίζει. Δεν μπορεί να πολεμήσει τον άνεμο, αλλά τα πουλιά που ζουν στα κλαδιά του ξέρουν ότι ποτέ δεν θα σπάσουν αυτά τα κλαδιά, ούτε οι φωλιές τους θα καταλήξουν στο έδαφος. Δεν μπορεί να πολεμήσει τον ήλιο, αλλά το χορτάρι που μεγαλώνει γύρω του εξακολουθεί να απολαμβάνει τη σκιά. Δεν έχει κορμό σκληρό σαν πέτρα, αλλά οι ρίζες του παίρνουν το χρόνο τους και διαπερνούν τους βράχους, βρίσκοντας το δρόμο τους." είπε ήρεμα και την ξανακοίταξε, και μετά χαμογέλασε πάλι.

"Ή, αυτό θα ήθελα να γίνω, κάποια στιγμή." είπε πιο ανάλαφρα. "Ο δρόμος μου όμως είναι...περίπλοκος. Το σώμα μου δεν είναι σώμα Πολεμιστή, και έχω δεχτεί ότι ούτε ο τρόπος που σκέφτομαι αρμόζει σε ένα Πολεμιστή που μετά από την Ακαδημία θα κληθεί να πολεμήσει με κάποιο τρόπο, στο στρατό, στις πόλεις, σαν σωματοφύλακας ή μισθοφόρος. Δεν έχω όπλα με τα οποία δένομαι, ούτε πανοπλία να με προστατεύσει. Δεν...τα αισθάνομαι σωστά, πάνω μου." παραδέχτηκε, με τη φωνή του να έχει ταυτόχρονα ένα τόνο μελαγχολίας για το πώς η ζωή του έχει γίνει πιο δύσκολη, αλλά και γαλήνης για το πώς έχει αποδεχτεί τον εαυτό του και τη διαφορετικότητά του.

"Αν υπάρχει κάτι που μπορώ να σου μεταφέρω, από τη δική μου εμπειρία με τη Φατρία μου...αυτό είναι η ισορροπία. Ισορροπία σε όλα, μέσα και έξω. Και δουλειά σύμφωνα με τη φυσική ροή των πραγμάτων, που καταλήγει να φέρνει αποτελέσματα που κάποιοι ίσως θεωρούσαν αδύνατα..." είπε με χαμόγελο. Η Κεκαλυμμένη του Πρόθεση σταμάτησε, μια ελαφριά κίνηση του ώμου του ίσως να τραβούσε την προσοχή της Άρντα δίπλα του, εκεί που ήρεμα τοποθέτησε την τελευταία από δέκα μικρές πέτρες, η μία πάνω στην άλλη, πέτρες ακανόνιστων σχημάτων που δεν θα έπρεπε ποτέ να ισορροπούν. Είχε όμως καταλάβει το κέντρο βάρους κάθε μίας και τα είχε ευθυγραμμίσει, παράγοντας ένα αποτέλεσμα που αν και μικρής χρήσης, η δυσκολία εκτέλεσής του ίσως να μετέφερε πολλά.


Άρντα Γκροντ

Κούνησε το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, φορούσε το χαμόγελο της ψυχαγωγίας.

“Ξέρω έναν άνεμο,” είπε και άφησε την κούπα της κάτω. “ξέρω έναν άνεμο καυτό Φενγκ που μόνο ορμητικός δεν είναι.” φάνηκε να το σκέφτεται λιγάκι έτσι όπως η φλόγα στα μάτια της μεταβλήθηκε από οξεία φωτιά, σε φωτιά εστίας, ονειροπόλος και φιλόξενη. “Δεν είναι ούτε απρόβλεπτος κι όμως, δεν είναι λιγότερο θανατηφόρος.”

Έβρισκε σοφία στην ενδοσκόπηση του Φενγκ. Ήταν μικρότερος από τους βοηθούς ή τους τελειόφοιτους, αλλά η Άρντα στοιχημάτιζε πως γνώριζε τον εαυτό του καλύτερα από Πολεμιστές χρόνια μεγαλύτερους. Αυτό το στοιχείο της προσωπικότητάς του ήταν λαμπρό από μόνο τους, χρυσό. Η Άρντα δεν ήξερε ποια τα ερεθίσματα του Φενγκ όταν ήταν μικρότερος, ποια η σχέση του με τους γονείς του, αλλά όσα άκουγε της φώτισαν το πρόσωπο.

“Το δέντρο δε μπορεί να πολεμήσει τον ήλιο Φενγκ γιατί δεν είναι αυτός ο ρόλος του.” απάντησε με ζεστό χαμόγελο που έδιωχνε το κρύο γύρω τους. “Τρέφεται όμως από τον ήλιο. Παίρνει την ενέργειά του, την επεξεργάζεται και ύστερα μας την προσφέρει, έτσι ζούμε. Ναι, το δέντρο δεν κερδίζει τον ήλιο, ευδοκιμεί υπό τον ήλιο.”

Όσο τελείωνε την πρότασή της, ο Φενγκ ολοκλήρωσε την κατασκευή του και η Άρντα μπόρεσε να ρίξει μία ματιά. Πώς μπορούσε να μη χαμογελάσει πλατύτερα μπροστά στην ισορροπία;

“Είδες;” του έδειξε την κατασκευή του με το δάχτυλο. “Ο άξονας που οι πέτρες σου ισορροπούν είναι ο κορμός του δέντρου. Ο άξονας είναι μέσα σου, αρκεί να τον βρεις… αν και νομίζω τον έχεις αναζητήσει ήδη, έτσι δεν είναι;” ρώτησε συνομωτικά, αλλά με φιλικό τόνο και πήρε ξανά την κούπα στα χέρια της. Ήπιε και έστρεψε το πρόσωπο προς τον ουρανό με κλειστά μάτια. Άφησε να τη ζεστάνει ο ήλιος. Αποφάσισε πως ο νεαρός Πολεμιστής της άρεσε και θα τον έκανε φίλο της. Κοίταξε το Φενγκ και πάλι και του μίλησε χαμογελαστή.

“Το σώμα μου είναι αυτός ενός Ιστορικού, αλλά δε με σταματά από την προσπάθεια, όπως κι εσένα. Αν δε μπορείς να σκεφτείς σαν Πολεμιστή, αυτό σημαίνει πως υπάρχει κι άλλος τρόπος σκέψης που οι Πολεμιστές δεν είχαν ανακαλύψει μέχρι τώρα.” του έκλεισε το μάτι και συνέχισε. “Αν δεν αισθάνεσαι τα όπλα και τις πανοπλίες πάνω σου σωστά, τότε, απλά μην τα φοράς. Χρησιμοποίησε όμως τις κλίσεις σου, να, σαν την “ισορροπία”” η Άρντα έδειξε τον πέτρινο πύργο με τον οποίο την εξέπληξε λίγα δευτερόλεπτα πριν. “Έχεις δοκιμάσει ποτέ να τη χρησιμοποιήσεις; Έχεις σκεφτεί ποτέ να πειραματιστείς; Να δοκιμάσεις κάτι καινούριο βρε παιδί μου, κάτι που σου ταιριάζει.”