"Κύριε, κάτι κακό γίνεται, υπάρχει καυγάς!"
Όταν ένας μαθητής είχε έρθει και τον είχε βρει, ο Λάντριαν προσπάθησε να είναι καθησυχαστικός. Καυγάδες θα συνέβαιναν, ειδικά όταν εμπλέκονται πολεμιστές. Ναι, τους διδάσκεται πειθαρχία, αλλ΄αο Λάντριαν μπορούσε να καταλάβει, από προσωπικό βίωμα, αυτή την θέληση να παραβγει κανείς με τον άλλο, να μετρήσει τις ικανότητές του.
Μετά όμως, ο μαθητής εξήγησε. Και ο Λάντριαν έτρεξε, αφήνοντάς τον πίσω του.
Λίγο αργότερα, μια σκιά πέρασε για λί΄γο πάνω από τη σκηνή που εκτυλυσσόταν έξω από το μεγάλο κτίριο. Την αμέσως επόμενη στιγμή, ένας υπόκωφος, δυνατός ήχος ακούστηκε, το έδαφος σείστικε και σκόνη σηκώθηκε, καθώς ένας θεόρατος άντρας άνω των εκατό κιλών προσγειώθηκε δίπλα στη Σαγιάνε, πέφτοντας και αναπτύσσοντας ταχύτητα από ύψος άνω των 30 μέτρων.
Το χέρι του, μεγάλο και δυνατό, ακούμπησε στον ώμο της Σαγιάνε. Το άγγιγμά του απαλό.Δεν ήταν το άγγιγμα που χρησιμοποιεί κάποιος για να πονέσει, να κρατήσει, ή να επιβληθεί σε κάποιον, αλλά για να δηλώσει την παρουσία του και να τραβήξει την προσοχή του με μία ακόμα αίσθηση, την αφή.
"Αρκετά τώρα, Καθηγήτρια Ασάχι. Εδώ πρέπει να σταματήσει αυτό." είπε με τη βαθιά φωνή του. Παρά την κατάσταση, η φωνή του ήταν ήρεμη, με αυτοέλεγχο, η έκφρασή του ουδέτερη. Ήταν μια από τις λίγες φορές που δεν χαμογελούσε. Οι λέξεις του ήταν προσεκτικά επιλεγμ΄ένες για να της θυμίσει τη θέση της, αντί να την πει "Σαγιάνε" ως συνήθως. Δεν είχε μαζί του κάποιο όπλο, ούτε φαινόταν να έχει την παραμικρή απειλή στην πόζα του, την παραμικρή ένδειξη ότι ΄ήθελε να εμπλακεί σε μια κόντρα, αλλά ταυτόχρονα, η ψηλή κορμοστασιά του ήταν αλύγιστη, και η φωνή του απόλυτα σταθερή.