Άρπαξε το φλασκί και πήρα μια γενναία γουλιά, καυτερή! "Τι είναι αυτό το πράγμα που πίνεις για πρωινό Μπόρις; Από το νάνο που σε ντάντευε το πήρες;"
Στο μορφασμό του Βήτα, απάντησε με ένα πλατύ χαμόγελο. "Λοιπόν άκου προσεκτικά,
Σκιές του Αλ Ρασίντ: Μπορώ να δημιουργήσω όσους Ούμπρο θέλω με βάση το επίπεδό μου και να σε κοροϊδεύουμε όλοι μαζί, επίσης καθώς είναι άϋλοι μπορούμε να τους θυσιάσουμε κατά το δοκούν για διάφορα επικίνδυνα κόλπα, καθώς απλώς εξαφανίζονται.
Πέρασμα του Αλ Ρασίντ: Με αυτό μπορώ να σκαρφαλώσω και να πατάω σε οποιαδήποτε επικλινή επιφάνεια, ειδικά όταν σε φτάσω σε όρια να θες να με δείρεις, οπότε δεν θα μπορείς να με πιάσεις. Για τα νούμερα όλο και κάτι φαντασμαγορικό μπορούμε να σκεφτούμε.
Άλμα της Αθλομάχης: Μπορώ να επιζήσω πτώσης η ρίψης συγκεκριμένων μέτρων, με λίγα λόγια πάλι δεν μπορείς να πιάσεις.
Σθένος της Αθλομάχης: Εδώ όταν ο κόσμος βαρεθεί τις Σκιές, μπορείς να δοκιμάσεις να με πληγώσεις και μία αιθερική πανοπλία με προστατεύει για να μην πλημμυρίσει το έδαφος με τα συκώτια μου. Αυτό θα το χρησιμοποιήσουμε για τα τελευταία νούμερα ζωντανά.
Από εκεί και πέρα αν συνυπολογίσουμε τη σβελτάδα και τα πολεμικά αντανακλαστικά μου, σίγουρα μπορούμε να αφήσουμε εποχή!!!"
Έκανα μία μικρή παύση και ξέσπασε στα γέλια!
"Χαχαχαχα οπότε μικρέ Μπόρις έχουμε ρευστό να πάρουμε κασόνια, ζώνες, σχοινιά, λωρίδες, αλυσίδες, και ό,τι λογής κατεβάσει ο πολυμήχανος νους σου για να βάλουμε το σχέδιό μας σε πράξη. Επίσης, αν η μικρή του φούρνου έρθει στην παράσταση, να ξέρεις είναι δικιά μου!" Και συνέχισε το χαχανητό του.
"Πάμε να οργώσουμε την αγορά, γιατί δεν έχω όρεξη το ξωτικό να γκρινιάζει αν αργήσουμε." Σηκώθηκε, τράβηξε με δύναμη το σύντροφό του και κινήσανε για να κάνουν αγορές. Διαφημίζανε παντού το δίδυμο "Μπόρις και Άλμον" και δεν άφησαν σπιθαμή της αγοράς που να μην επισκέφθηκαν. Η μέρα είχε αρχίσει να γέρνει προς τη νύχτα, όταν έφτασαν στο νέο τους σπίτι. Καλοδιατηρημένο, ευρύχωρο και με καλή θέα. Αράδιασαν σε μία γωνία τα ψώνια τους και άραξαν πάνω στα ντιβάνια του σαλονιού. Στιγμές αργότερα ο Μηδέν θα κατέφθανε, κρατώντας ανάμεσα στα άλλα πράγματά του, δύο ολόκληρα μπουκάλια ρούμι από την πατρίδα του. Αναφώνησε και κόντεψε να χιμήξει στον καρπό της βαλησίνικης γης και μαεστρίας.
Σκούντηξε το Βήτα, του έδειξε τα μπουκ΄αλια και του έκλεισε το δεξί μάτι, "για να δούμε πόσο σηκώνεις κύριε καθηγητά!"