Νωρίς το πρωί, η Ιντούν σηκώθηκε να υποδεχτεί μία καινούρια ημέρα. Κάθε πρωί, ο ήλιος έφερνε στους θνητούς άλλη μία προσπάθεια στη ζωή. Για την Ιντούν, κάθε νέα ανατολή ήταν ευκαιρία να ζήσει, να ανακαλύψει και να δώσει στον ‘Ηθεριντ τον καλύτερο εαυτό της. Έτσι, όταν κοίταξε από τη χαραμάδα προς την πλατεία και έπιασε τις ασυνήθιστες κινήσεις των Ξωτικών για την αρχή της ημέρας, επέλεξε να αφήσει πίσω το άβολο ξεκίνημα της προηγούμενης και να μπλεχτεί σε νέες περιπέτειες. Πριν πετάξει με ανανεωμένο ενθουσιασμό προς τα πλακόστρωτα που σύντομα θα γέμιζαν χρώματα και φωνές, ετοίμασε τηγανίτες με μέλι και καρύδια για τον εαυτό της και την Άρυα, στόλισε το πιάτο της Θεραπεύτριας με λουλούδια και ξεκίνησε για την αγορά.
Η κεντρική πλατεία της Βορέλ άνοιγε τα παραθυρόφυλλά της πάγκο μετά τον πάγκο. Οι πωλητές, σε ομάδες φίλων, συναδέλφων ή οικογενειών, φορτωμένοι με αποθέματα που θα συμπλήρωναν ότι πουλήθηκε την προηγούμενη, ξεφόρτωναν βουνά λαχανικών σε επιφάνειες που μόλις ξεσκεπάστηκαν, στοίβαζαν κουλούρες υφασμάτων σε σειρές χρωματικών αντιθέσεων που αιχμαλώτιζαν το μάτι και τακτοποιούσαν γλυκά, πικρά ή ξινά για να μη μπερδεύεται η γλώσσα.
Εντονες νότες αιθέριων ελαίων την έκαναν να στραφεί δυτικά, ψηλά στο λόφο της ακρόπολης, όπου ο ουρανός δονούνταν σε ρυθμούς ιερής ψαλμωδίας. Η πλειοψηφία των ξωτικών της πλατείας αγνοούσαν επιδεικτικά τις ψαλμωδίες, αλλά
ελάχιστοι ύψωναν το βλέμμα προς τον πρώτο ήλιο, άφηναν τις ακτίνες να τους ευλογήσουν με το άγγιγμά τους και επέστρεφαν στις προετοιμασίες τους μουρμουρίζοντας προσευχές.
Άφησε τα βήματα της να την οδηγήσουν στους πάγκους που πέρασε μεγάλο μέρος του πρωινού της την προηγούμενη. Που και που, ύψωνε τα μάτια προς την ακρόπολη που έσφυζε από ιερότητα και σαν φυσικό επακόλουθο, έστρεφε το κεφάλι προς την αντίθετη κατεύθυνση, έτσι όπως μαγνητίζονταν από το φλογερό σώμα που ανέτελλε. Στη φωτοδότρα όψη ρέμβαζε λουσμένη σε αδύναμες, αλλά πολλά υποσχόμενες ηλιαχτίδες.
“Πιστή;” τη ρώτησε περιπαικτικά μία γνωστή φωνή. Η Ιντούν επικέντρωσε την προσοχή της στη χροιά που αναγνώρισε, ανήκε σε μία από τις χθεσινές της συνομιλήτριες. Έπιασε μια άκρη της λινάτσας και βοήθησε την πωλήτρια να τη σηκώσει.
“Εγώ όχι. Αυτοί;” έδειξε προς τα Ξωτικά που ονειροπολούσαν προς τον ήλιο και έστελναν μουρμουρητά στις ηλιαχτίδες.
“Ψαγμένοι ή ψωνισμένοι, πες τους όπως το θες. Οι μισοί λένε πως έχουν ρίζες από τη Θαλανίλ και οι άλλοι μισοί απλά πιστεύουν.” απάντησε η πωλήτρια. Από την έμπειρη ματιά της δε διέφυγε η απορία και τα άπειρα ερωτήματα που ζωγραφίστηκαν φευγαλέα στο νεαρό πρόσωπο της Ιντούν καθώς στερέωνε τα καλύμματα του πάγκου, οπότε επέλεξε να συνεχίσει τις εξηγήσεις προς την υποστηρικτική επισκέπτρια.
“Αυτοί είναι οι πιστοί της Μητέρας…”
“Της γνωστής;”
“Και μη εξαιρεταίας. Κάτσε τώρα να σου πω και με ρωτάς στο τέλος. Δεν ξέρω πώς το έχετε εσείς οι Άνθρωποι, αλλά για πολλά Ξωτικά, ιδιαίτερα της Θαλανίλ -θα σου εξηγήσω μετά, μη διακόψεις- η Μητέρα και η ανατολή είναι πράματα ιερά, βγαλμένα απ’ τους μύθους μας. Άλλοι λένε πώς η Μητέρα έφτιαξε τα Ξωτικά και τους έδωσε πνοή στην ανατολή του κόσμου, άλλοι υποστηρίζουν πως το πρώτο πράγμα που αντίκρισε η φυλή μας ήταν η ανατολή κι εκείνοι της Θαλανίλ κηρύττουν με σθένος πως, πριν την αρχή του κόσμου, ταξιδέψαμε απ’ τη σκοτεινή Δύση προς το φως της Ανατολής. Ανάθεμα τους Άρθερ αν ισχύει τίποτα από αυτά, αλλά όπως και να ‘χει, οι πιστοί της Μητέρας χαιρετίζουν καθημερινά την ανατολή με βρωμολίβανα και μεγάλες προσευχές. Αυτοί εκεί πάνω,” η πωλήτρια έδειξε προς τα παχιά, αλλά περίτεχνα τείχη της ακρόπολης, “λένε ότι οι πρόγονοί τους έφυγαν από τη Θαλανίλ για να εξερευνήσουν τον κόσμο και ήταν οι πρώτοι που έφτασαν στην πεδιάδα της Βορέλ κι αυτοί εδώ κάτω,” έδειξε μεμονωμένα Ξωτικά που προσεύχονταν, “λένε ότι ξέπεσαν από την εύνοια της Μητέρας και παλεύουν να την κερδίσουν πίσω.”
“Κι εσείς;” ρώτησε η Ιντούν
Η πωλήτρια άνοιξε τα χείλη, αλλά τις κουβέντες κάλυψε οχλαγωγία που ξέσπασε στην άκρη της πλατείας. Η αρμονία των ψαλμών διακόπτονταν από υβριστικά επιφωνήματα και απειλητικές κραυγές. Στο σημείο που ακούγονταν φωνές είχε μαζευτεί κόσμος σε στενό κλοιό, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την Ιντούν από το να μάθει τις συνέβαινε.
“Να τι πιστεύω εγώ!” είπε απότομα η γυναίκα και έκανε μία χειρονομία προς την κατεύθυνση του καυγά. “Τι Μητέρα, τι Ωκεανία, δεν έχει θεό για το βιοπαλαιστή παιδί μου, μόνο απάτη και εκμετάλλευση. Δες τα και σήμερα τα παλιοτόμαρα πως εκφοβίζουν τον κοσμάκη.”
Οι φωνές ησχύχασαν μετά από το κρεσέντο επίθεσης και ο κλοιός έσπασε με αργούς ρυθμούς.
“Τους βλέπεις εκείνους τους δυο;”
Όντως, η Ιντούν είδε δύο γεροδεμένα Ξωτικά με ρόπαλα στους ώμους να απομακρύνονται από την αγορά και έγνεψε.
“Αυτοί έφεραν την προειδοποίηση. Αν μέχρι τη Δύση δεν πληρώσει προστασία με τόκο ο γέρος, θα του σπάσουν τον πάγκο μέσα στη νύχτα.” Η έμπορος έδεσε τα σχοινιά της τέντας της και πήρε θέση πίσω από τον πάγκο. “
Επιβίωση! Ο μόνος θεός που έχει ακόμη αυτιά για τους φτωχούς και τους μεροκαματιάρηδες.” είπε η πρεσβύτερη κυρία πικρά και οι πρώτοι πελάτες έγνεψαν τη συμφωνία τους.
Στην καρδιά της Ιντούν άναψαν δυο σπίθες. Η πρώτη ήταν θύμος και η δεύτερη, ανάγκη για δικαιοσύνη. Τα πόδια της έκαιγαν να αποχωριστούν τη γη και να γλιστρήσουν στον αέρα. Ήταν ο θυμός που την παρακινούσε να αιφνιδιάσει τους νταήδες, να τους κάνει να αισθανθούν μικροί, αδύναμοι σαν τους γεράκους της αγοράς. Η ανάγκη της δικαιοσύνης όμως, που έκαιγε πιο κοντά στη λογική, τη συμβούλευε να μην επιτεθεί απροετοίμαστη, χωρίς να γνωρίζει τις δυνάμεις τους. Στον αναβρασμό της ήταν σίγουρη πως μπορούσε να κατατροπώσει πολλούς νταήδες μαζί, αλλά ένα κομμάτι του νου έλεγε πως ότι κι αν έκανε στο φως του ήλιου θα έβαζε ένα τεράστιο στόχο πάνω της και θα έφερνε περισσότερους νταήδες την επόμενη. Η Ιντούν κάθισε στο σκαμπουδάκι που της πρόσφερε η κυρία και άφησε τις συλφίδες να πετάξουν ελεύθερες και να παίξουν με τους νταήδες όσο λαχταρούσαν, εξάλλου, αργά ή γρήγορα θα έμπαιναν στη θέση τους.
Δεν άργησαν να πυκνώσουν οι επισκέπτες της αγοράς μετά τον καυγά. Νοικοκυρές και υπάλληλοι από την ακρόπολη περιδιάβαιναν τους αυτοσχέδιους διαδρόμους με τη ζέση του ξέγνοιαστου αγοραστή, ενώ οι φωνές τους, χαιρετισμοί, παζάρια, χωρατά, προστέθηκαν σε εκείνες των πολιτών για να συνθέσουν την ημερήσια, λαϊκή μελωδία. Ανταλλάχθηκαν τα πρώτα νέα για την επίσκεψη των μπράβων νωρίτερα, διαδόθηκαν οι πρώτες φήμες και ο κόσμος φύτεψε τους σπόρους της κοινωνικής κατακραυγής ή της αγανάκτησης.
Το πρώτο κύμα ζωντάνιας βρήκε την Ιντούν σκεπτική. Ήταν αλήθεια λοιπόν όσα της είπαν εχθές οι κυρίες των Βέννα και η μαφία είχε κάνει την πώληση προστασίας συνήθεια. Σκέψεις για να πάρει την κατάσταση στα χέρια της εγκαταστάθηκαν για τα καλά στο μυαλό της. Ήταν γνωστό ότι η Αιολίδα δεν άντεχε το άδικο, όπως και την κακομεταχείριση των αδύναμων. Μέρος της ταυτίζονταν με εκείνες τις κυρίες και τους γεράκους, καθώς δεν ξεχνούσε ποτέ τις καταβολές της. Σε αντίθεση με τους απλούς πολίτες όμως, η Ιντούν είχε δυνάμεις. Δε θα ήταν σωστό και ευγενές να τις χρησιμοποιήσει προς όφελος των φτωχών; Δε θα ήταν ορθό να τους υπερασπιστεί; Ίσως για πρώτη φορά σε μεγάλη κλίμακα αναγνώριζε πως οι δυνάμεις της μπορούσαν να είναι ευεργετικές και όχι καταστροφικές, ότι είχαν νόημα. Αν δεν προορίζονταν να προστατέψουν ανώνυμες, μικρές Ιντούν από τη ληστεία των ονείρων τους από αυτεπάγγελτους νταήδες, τότε τι χρησιμότητα είχαν εξαρχής; Το δίλημμα ήταν ορατό. Να δράσει ή όχι; Σε εκείνη τη χρονική στιγμή ήταν μόνη της, άρα αν τους κυνηγούσε δε θα εξέθετε ούτε την Άρυα, ούτε το Γκλίριον, ούτ ετην αποστολή και θα κατάφερνε ένα πλήγμα στη μαφία. Δεν είχε σημασία που οι νταήδες είχαν απομακρυνθεί, η απόσταση ήταν αμελητέα για την Αιολίδα. Δύο από τις συλφίδες ήταν ήδη πάνω τους και θα την οδηγούσαν στο κρυσφήγετό τους. Μία μπάλα φωτιάς ήταν όλο κι όλο, ένας Μέλανας Ήλιος να τους θυμήσει τι δεν πρέπει να κάνουν στον κόσμο την ανατολή!
“...αυθεντικός Μέναδρος Ιντούν στην καλύτερη τιμή κύριοι!” Ηδύμελη, επιτηδευμένη φωνή παρενόχλησε τη δίνη σκοτεινών σκέψεων της Ιντούν και την προσγείωσε ανώμαλλα στην πραγματικότητα.
Η Αιολίδα κοίταξε γύρω, αλλά από τη σαστιμάρα της δε μπορούσε να διακρίνει την πηγή της φωνής. Την κατεύθυνση της έδειξε μία από τις συλφίδες της, εκείνη που της μετέφερε και τα λόγια, μέσα στα οποία αναγνώρισε το όνομα του αγαπημένου της καλλιτέχνη και αρωγό στην απελευθέρωσή τους. Η Ιντούν σηκώθηκε από τη θέση της και διέσχισε το πλήθος, ώσπου έφτασε νοτιοδυτικά, κοντά στο κατάστημα που αγόρασε τα φορέματά της. Καταμεσής των ρουχάδικων και καταστημάτων ποικίλης ύλης ξεχώριζε η πολύχρωμη επιγραφή του ενός και μοναδικού καταστήματος τέχνης, με μοναδικό σκοπό την πώληση εξαιρετικά σπάνιων κομματιών σε ευγενείς και συλλέκτες.
Σε αντίθεση με την κύρια αγορά, αυτά τα καταστήματα μόλις που ξεκινούσαν να ανοίγουν. Προφανώς και οι πλούσιοι της Βορέλ δε θα ξυπνούσαν νωρίς ή δε θα κατέβαιναν στην αγορά την ίδια ώρα με τους απλούς πολίτες. Η Αιολίδα περπάτησε με προσοχή στο ευκατάστατο σοκάκι για να παρατηρήσει τον υποτιθέμενο πίνακα από μακριά, αν και ήταν σίγουρη πως με τα ρούχα που φορούσε δε θα της έδινε κανείς σημασία. Έτσι, έφτασε σε ένα από τα διπλανά καταστήματα που πουλούσαν τμήματα πανοπλιών και μεταλλικά γλυπτά “υψηλής τέχνης” και έκανε πως κοιτάζει.
Αρχικά, δεν κατάφερε να ξεχωρίσει ποιος από τους πίνακες της βιτρίνας θεωρούνταν Μένανδρος Ιντούν, πράγμα ύποπτο από μόνο του. Ο καταστηματάρχης την έβγαλε από την απορία και τη δύσπιστη γκριμάτσα που είχε πάρει και δεν καταλάβαινε, καθώς έδειξε και πάλι τον πίνακα σε ένα επίδοξο πελάτη. Η Ιντούν πλησίασε κι άλλο, με τα δύσπιστα μάτια πάντα πάνω στον καμβά. Ο υποτιθέμενος πίνακας απεικόνιζε μία καθημερινή σκηνή από τον εσωτερικό κήπο ενός μεγάλου ναού… Τα φρύδια της Αιολίδας κατέβηκαν κοντά στα μάτια και τα χείλη της συσπειρώθηκαν σε μία πολύ πιεσμένη γκριμάτσα που οι συλφίδες αντίκρισαν και γέλασαν.
“...Καθημερινή σκηνή; Ο δικός μου ο αδερφός; Καθημερινή; Σκηνή; Ο αδερφός μου...;” σκέφτηκε και η περιέργεια την έπρωξε να κάνει ένα ακόμη βήμα προς τον πίνακα. Η Ιντούν φάνηκε να το σκέφτεται πολλή ώρα.
“Χμμμμμ” αναρωτήθηκε όσο παρατηρούσε. “Χμμμμ”, αλλά κάτι δεν την έπειθε. “....Ίιιιιιιιιιιιιιισως και να μπορούσε να είναι αυθεντικός αν μπορούσα να δω… ΧΧΧΜΜΜΜΜΜΜΜ!”
Η Ιντούν αποφάσισε πως το συγκεκριμένο θέμα όφειλε να προσεγγιστεί με την αντίστοιχη σοβαρότητα. Με τα καθημερινά της ρούχα δε θα την άφηναν να μπει στο κατάστημα, ούτε να κοιτάξει τη βιτρίνα απ’ έξω, γι’ αυτό και γύρισε γρήγορα στο δωμάτιο, άλλαξε στο κίτρινο, δαντελωτό φόρεμα που αγοράστηκε για “σκοπούς έρευνας” από τον προϋπολογισμό της Ακαδημίας Ράζναρυ και κατέβηκε πάλι στην αγορά με ύφος “Ιλίντιεν” μείον στοιβαρότητα, μείον απειλητική αύρα, συν καλοσυνάτο βλέμμα.
“ΧΧΧΧΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ!” ο πίνακας της τριβέλιζε το μυαλό.
Πέτυχε τον “πωλητή τέχνης” την ώρα που υποδέχονταν μία πραγματικά πλούσια Ξωτικιά. Η γυναίκα ήταν ντυμένη στα κόκκινα, το ύφασμα των ρούχων της σχεδόν έλαμπε στον ήλιο και τα τελειώματα ήταν όλα κεντημένα στα χρυσά, ακόμη και στα μαλλιά της φορούσε χρυσά στολίδια. Ο καταστηματάρχης την καλωσόρισε με ατέλειωτες τιμές. Παραλίγο να πάθει λουμπάγκο από τις υποκλίσεις. Όσο η Ιντούν πλησίαζε με καμάρι για την επιτυχία του αδερφού της και ανανεωμένη αποφασιστικότητα να μην επιτρέψει να αμαυρωθεί το όνομα του άστρου της, όπως τον έλεγε, αρωματικό τσάι είχε προσφερθεί στην κυρία, όπως και μία παχιά, αναπαυτική καρέκλα για να ξεκουράσει τα καθόλου κουρασμένα, ευγενικά και ατροφικά της οπίσθια.
Σχεδόν στην είσοδο, ο καταστηματάρχης βρίσκονταν σε περιγραφική έκσταση. Αποθέωνε τις φόρμες και τους ρυθμούς του καλλιτέχνη, παίνευε τα χρώματα. Διαφήμιζε στην εξέχουσα καλεσμένη του με το σκεπτικό βλέμμα την ποιότητα της μπογιάς και το άφθαρτο υλικό του καμβά. Η κυρία φάνηκε να μαλακώνει όταν ο πωλητής τη διαβεβαίωσε πώς ο πίνακας ήταν μοναδικός και το πρόσωπό της σχεδόν φωτίστηκε, όταν, με άκρως συνωμοτικό ύφος της έδειξε το βαθύτερο μυστικό του έργου, την υπογραφή του ίδιου του Μένανδρου. Η Ξωτικοκυρά σηκώθηκε από την πολυθρόνα της ικανοποιημένη για την επιλογή της και τη σπανιότητα της αγοράς της, για το απόκτημα που εκτόξευε το κύρος και τη φήμη της μεταξύ κυριών της υψηλής κοινωνίας. Η κυρία άπλωσε το χέρι και ο καταστηματάρχης της το φίλησε με ευλάβεια, χαρούμενος από τα βάθη της ψυχής του για την τύχη που επιτέλους του χαμογελούσε και με το άλλο, έτεινε την παλάμη να λάβει το βαρύ πουγκί που έμελλε να διογκώσει το κομπόδεμά του.
“Αυτό το πράμα δεν είναι Μένανδρος Ιντούν.” ακούστηκε γλυκά η ήρεμη φωνή της Αιολίδας από την είσοδο και η ιεροτελεστία της ανταλλαγής πάγωσε.
Ο καταστηματάρχης γύρισε προς το μέρος της με φουσκωμένες φλέβες και μάτια έτοιμα να ξεπεταχτούν από τις κόγχες. “Ύβρις!” ούρλιαξε και το χέρι που εκτείνονταν με ευλάβεια ικέτη, υψώθηκε στον ουρανό σε αναζήτηση θείας δίκης. “Ύβρις σουσουράδα συκοφάντισσα!” έβρισε την Ιντούν, η οποία είχε βρει το θάρρος να πλησιάσει τον πίνακα. Η Ξωτικιά είχε αποσύρει το χέρι και το πουγκί της. “Και τι ξέρεις εσύ τυχάρπαστη που μπήκες να αμφισβητήσεις την αυθεντικότητα των έργων μου! Έξω από εδώ!” έκανε να την πλησιάσει, αλλά ταυτόχρονα κοντοστάθηκε.
“Να, δείτε εδώ.” είπε με απόλυτη φυσικότητα η Ιντούν. “Αυτά τα χρώματα δεν είναι φυτικά, όπως τα χρώματα του Ιντούν. Αν τους ρίξεις νερό ξεθωριάζουν.” με το δάχτυλο έξυσε το χρώμα και η φωτεινότητά του θόλωσε στο σημείο που είχε ακουμπήσει. “Ο Μένανδρος Ιντούν χρησιμοποιεί μόνο φυτικά χρώματα, δηλαδή, χρώματα με αιθέρια έλαια,τα οποία διαλύονται μόνο σε διαλύτες με βάση το λάδι ώστε να κρατάνε περισσότερο. Επιπλέον, αυτό το λούστρο σίγουρα δεν το πέρασε ο… ο καλλιτέχνης. Ο Μένανδρος Ιντούν είναι ψυχαναγκαστικός τύπος και ποτέ δε θα περνούσε λούστρο πάνω από πίνακα με τόση απροσεξία. Δε θα άντεχε να τον κοιτάξει από πλάγια και η στρώση του να μην είναι εντελώς λεία. Κοιτάξτε από εδώ.” παρότρυνε το διαμαρτυρόμενο καταστηματάρχη και την αγοράστρια που ακολούθησε την οδηγία, αν ήταν να σώσει τα χρήματά της. Όντως, αν κανείς κοίταζε τον πίνακα από πλάγια, θα έβλεπε πως το λούστρο είχε περαστεί βιαστικά, ότι έκανε βουναλάκια και πεδιάδες. Η Ξωτικιά έριξε ένα βλέμμα προδοσίας στον καταστηματάρχη που έριξε το βάρος και πάλι στην Ιντούν για να σώσει την πώλησή του.
“Δεν είναι στοιχεία αυτά για να ενοχοποιήσεις την αυθεντικότητα τούτου του έργου, τα λόγια σου είναι μομφές!”
“Μα δεν είναι μόνο αυτά.” συνέχισε ατάραχη η Ιντούν. “Ο Μέναδρος είναι ταξιδευτής, αλλά αγαπάει βαθιά την πατρίδα του, την περιοχή της Νεδάρ, ιδιαίτερα τα μοναδικά λουλούδια της, τα Ιλάλιν, οπότε φροντίζει πάντα να προσθέτει αποχρώσεις από τη χρωστική που βγάζει το άνθος του Κοραλλένιου ποταμού. Όπως πληροφορήθηκα πρόσφατα, το χρώμα έχει και τη δική του ονομασία πια, Ρόδινο της Νεδάρ.” συμπλήρωσε η Ιντούν από τα τελευταία νέα που της είχε γράψει ο αδερφός της. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη και η περηφάνεια της βαθιά.
“Ψέμματα!” ξέσπασε ο καταστηματάρχης αλλά οι κινήσεις του έπαψαν με ένα νεύμα της Ξωτικιάς. Όταν η Ιντούν ανέφερε το νέο χρώμα κέρδισε την εμπιστοσύνη της αγοράστριας που, σαν φίλη της τέχνης γνώριζε αυτή τη νέα καταχώρηση.
“Συνεχίστε παρακαλώ.” έδωσε η ίδια το λόγο στην Ιντούν που στράφηκε και πάλι προς τον πίνακα.
“Τι άλλο να προσθέσω; Είπατε, καθημερινή σκηνή. Ο Μένανδρος δεν είναι Άνθρωπος καθημερινός, η καθημερινότητα δεν το συγκινεί, γι’ αυτό και ταξιδεύει. Είδατε τους υπόλοιπους πίνακές του; Αποτυπώνει παράξενα τοπία, πρωτοφανή φαινόμενα, ηρωικές στιγμές. Δεν αρέσκεται να αναπαράγει, αλλά να εξερευνεί, γι’ αυτό και, εκτός από πίνακες φτιάχνει και χάρτες.” Η Ξωτικιά έγνεψε καταφατικά, επιβεβαιώνοντας τα λόγια της Ιντούν. “Ακόμη και η υπογραφή του είναι λάθος. Όχι ο γραφικός χαρακτήρας, αυτός είναι σχεδόν σωστός, εκτός από το ρο που το γράφει έτσι,” είπε η Ιντούν και σχεδίασε το ρο όπως της είχε δείξει άπειρες φορές ο αδερφός της. “Η θέση της όμως είναι λάθος. Όπως σας εξήγησα, είναι ψυχαναγκαστικός. Η υπογραφή του πρέπει να απέχει ακριβώς οχτώ εκατοστά από το κάτω δεξί άκρο του πίνακα.” Η γυναίκα έγνεψε και πάλι σε δικαίωση και ενθουσιασμό και η Ιντούν συνέχισε. “Ακόμη κι αυτό να πετυχαίνατε, ο α- ο συγκκριμένος καλλιτέχνης δε θα επέτρεπε την αντιγραφή τόσο εύκολα.”
Η Ιντούν έπιασε τον καμβά πάνω αριστερά και μπροστά στα έντρομα μάτια του πωλητή, κατέβασε το πανί και κούνησε το κεφάλι απογοητευμένη.
“Όπως σας είπα, ο καλλιτέχνης αγαπά την πατρίδα του και σε αυτήν την αγάπη βασίζεται και η μυστική του υπογραφή, η οποία, όπως βλέπω εδώ, δεν υπάρχει.”
Με μία κίνηση, στερέωσε και πάλι το πανί στο περίγραμμά του, έβγαλε τον πίνακα από το καβαλέτο και με μία ψύχραιμη κίνηση, ύψωσε το γόνατο και τον έσπασε σε δύο κομμάτια. Η Ιντούν, φανερά ευχαριστημένη που υπερασπίστηκε το άστρο της και ακόμη περισσότερο περήφανη για την ποιότητά του, γύρισε την πλάτη για να επιστρέψει στο σπίτι και να συναντήσει την Άρυα, αλλά η Ξωτικιά τη σταμάτησε με ένα γράπωμα από τον αγκώνα.
“Περιμένετε! Ποια είστε;” τη ρώτησε.
“Λήδα Σζγιόργκεν.” είπε φορώντας το γλυκό της χαμόγελο.
“Και πως ξέρετε όλες αυτές τις λεπτομέρειες; Τι επαγγέλεστε;”
Η Ιντούν παραλίγο να πει “Βοηθός Καθηγητή”, αλλά το έσωσε τελευταία στιγμή. “Εεεε, κριτικός τέχνης.”
“Έτσι εξηγείται!” αναφώνησε η γυναίκα και απόθεσε τα χέρια στους ώμους της Ιντούν. “Με σώσατε από σίγουρη απάτη! Λίγες ημέρες πριν άκουσα τις ίδιες λεπτομέρειες από τον επισκέπτη μου, αλλά δεν τις έλαβα υπόψη γιατί είναι κάπως εκκεντρικός από μόνος του, αλλά εσείς, εσείς είστε επαγγελματίας. Θέλω να έρθετε στο σπίτι μου, όχι, σας προσκαλώ να έρθετε στο σπίτι μου Λήδα Σζιόργκεν για να δείτε τη συλλογή μου με το κριτικό σας μάτι και να μου αποτιμήσετε τα έργα τέχνης μου. Σας παρακαλώ, μην αρνηθείτε, είστε επίσημη προσκεκλημένη μου.”
“Ναι, βεβαίως” απάντησε γρήγορα μεταξύ των ποταμιών πληροφοριών η Ιντούν, “πού μπορώ να σας βρω; πότε;”
“Θα με βρείτε στην ακρόπολη,” είπε η γυναίκα, “θα ζητήσετε την Καρμέγουεν Βάλμις, τη σύζυγο του Αρχιερέα της Μητέρας!”
“ΠΩΣ;” οι πιθανότητες εξερράγησαν στο μυαλό της Ιντούν.
[Carmewen = παρθένος της τέχνης]