Οι μάχες του άλλου γκρουπ δεν ενδιέφεραν την Ιλίντιεν στο ελάχιστο, καθώς το μόνο που την ένοιαζε ήταν να ακούει ότι ο Σεβάσμιος Χέργκολορ κέρδιζε. Έτσι, ακόμη και όταν το όνομα του Σιδηρόφρακτου άρχισε να ακούγεται εντονότερα, η Ιλίντιεν φρόντισε επιμελώς να μην του δώσει σημασία. Εξάλλου, πριν τη μάχη επικεντρώνονταν περισσότερο στον εαυτό της. Βέβαια, ο όρος “επικεντρώνονταν” δεν έδινε κολακευτική χροιά στην εθιμοτυπική διαδικασία που η Ιλίντιεν υποβάλλονταν πριν τη μάχη. Οι συμπολεμιστές και αντίπαλοι που τύχαινε να βρεθούν ή να περάσουν από το χώρο προετοιμασίας έβλεπαν ένα Ξωτικό να πλέκει τα πλούσια μαλλιά της σε όλο και πιο περίπλοκες πλεξούδες με κάθε νίκη. Όντως, αυτό συνέβαινε στην επιφάνεια, κάθε νίκη της Ιλίντιεν επέτασσε να λύσει και να ξαναφτιάξει τα μαλλιά της σε μία περισσότερη πλεξούδα από πριν και ύστερα να τις συνδυάσει όσο πιο περίτεχνα ήταν δυνατό. Η διαδικασία της αυτοφροντίδας, της συστηματικής κίνησης αποτελούσε μία σιωπηλή τελετουργία κατά την οποία, η Λαζτάνα βυθίζονταν σε ύπνωση. Οι ήχοι, οι κραυγές και οι επευφημίες έσβηναν γύρω της, καθώς ο χώρος και χρόνος διαστρεβλώνονταν στη σιωπή και την έλλειψη χρωμάτων. Εκεί, στο μέρος που όλα έμεναν ακίνητα, αναβίωνε η μάχη. Κάθε μάχη εκτυλίσσονταν και πάλι μπροστά στα μάτια της, από εκείνη που μόλις είχε κατακτήσει, μέχρι και το μακρινό παρελθόν.
Η Ιλίντιεν παρατηρούσε τον εαυτό της και τον αντίπαλο. Κάτω από την επίδραση της στρέβλωσης, οι κινήσεις τους ήταν αργές. Οι ματιές των αντιπάλων αντικατοπτρίζονταν στο ασυνείδητο και οι προθέσεις αναδύονταν ξεκάθαρες. Συνειδητοποιούσε το βήμα που ετοιμάζονταν να γίνει, το άκρο που θα επέλεγε να χτυπήσει. Κατά τη διάρκεια της τελετουργίας, η Ιλίντιεν έβλεπε τα λάθη της, τα ανοίγματα που έχασε και δεν εκμεταλλεύτηκε, τις στιγμές που μπορούσε να προφυλαχτεί καλύτερα, αλλά και τις ανταλλαγές που επέλεξε να εκτελέσει σωστά.
Αυτός ο αόρατος, για τους άλλους, λήθαργος, την έφερνε πιο κοντά με τα όπλα της. Φρόντιζε να τα έχει πάντα στην αγκαλιά της όσο κρατούσε η τελετουργία. Στον αγέννητο χώρο, τα όπλα της έπαιρναν μορφή. Εκεί, μπορούσε να κραδαίνει το Λίριλαν σαν να πιάνονταν χέρι με χέρι. Ήξερε τη φωνή του σάκραμ της, το φιλί που παρακαλούσε να ελευθερωθεί, την αγκαλιά του μαστιγίου, το χορό του, ανέκαθεν εναρμονισμένος με τον Αιθέρα και το κάλεσμα, όπως εκτελούσαν μαζί τους βηματισμούς και τις φιγούρες της χορογραφίας. Με το πέρας της τελετουργίας, η Ιλίντιεν αναδύονταν συντονισμένη με τον εαυτό και τα όπλα της. Πολεμιστής και λεπίδα ήταν ένα αναπόσπαστο εργαλείο, οι δύο όψεις ενός νομίσματος.
Την τελετουργία την είχε διδαχθεί από τον Ίλεθ, όπως κι εκείνος την είχε διδαχθεί από τον πρόγονό τους, Λάνγκον Άτρας (Langon = longsword) κι εκείνος από τους προγόνους τους. Η súlë, όπως την ονόμαζαν ή Πνοή, ήταν μία παράδοση που τους κληροδότησε ο Μανκουεντάνο, ο οποίος, σύμφωνα με το Μύθο, είδε τα μονοπάτια προς την Ανατολή όταν έμαθε να αναπνέει στον ίδιο ρυθμό με τα όπλα του.
~
Της σύστησαν να προσέξει τον “Τεχνίτη”. Φυσικά, δεν το έκανε. Η Ιλίντιεν αναδύθηκε από την Πνοή της τη στιγμή που το πλήθος επευφημούσε το Σιδηρόφρακτο και πλησίασε στην αρένα για να πάρει θέση ενάντια στη Βαλησίνη πρωταθλήτρια.
“Είδες; Σιδηρόφρακτος!” της είπε και πάλι ο Χύαμ, που φαίνονταν ενθουσιασμένος με τον άνδρα. Η Ιλίντιεν του έριξε ένα αποκαρδιωτικό βλέμμα που το συμβούλευε να θυμηθεί την περηφάνεια του.
“Καταφράκτης”. απάντησε κοφτά και απομακρύνθηκε.
~
Στην επόμενη Πνοή, η Ιλίντιεν αναδύθηκε νωρίτερα. Θεώρησε πως διατηρήθηκε ο συντονισμός της με τα όπλα από τον προηγούμενο αγώνα. Πλησίασε την αρένα για να δει το Σιδηρόφρακτο να κουτσαίνει ελαφρά και αποχώρησε για να αναμετρηθεί με το Χύαμ.
Μετά τον αγώνα, οι Θεραπευτές την έλεγξαν, όπως όλους τους διαγωνιζόμενους και περιποιήθηκαν το κάψιμο γύρω από το ρούνο της μέσης της, που η Ιλίντιεν δεν είχε αντιληφθεί.
~
Στον αγώνα του Χέργκολορ, δεν υπήρχε χώρος για Πνοή. Η μόνη πνοή που υπήρχε επιβάλλονταν να αφιερωθεί στο Σεβάσμιο Πολεμιστή. Από το χώρο προετοιμασίας, η Ιλίντιεν και ένας ηττημένος Χύαμ παρακολουθούσαν με ευλάβεια και καμάρι την ευκολία με την οποία μελετούσε το Σιδηρόφρακτο. “Άξιος αντίπαλος”, παραδέχτηκε η Ιλίντιεν από τις πρώτες κιόλας ανταλλαγές. Κατάλαβε γιατί ο Χύαμ ήταν εκστασιασμένος με έναν Άνθρωπο και πήγε να του χτυπήσει τον ώμο σε συνθηκολόγηση, αλλά εκείνη τη στιγμή, η Κουναχυάντα του Σεβάσμιου Χέργκολορ εμφανίστηκε μέσα στην αρένα. Η Ιλίντιεν κράτησε την ανάσα της. Αυτό το όπλο το ιερό…
Στα χείλη της ήρθε σαν νερό, αλλά άφησε το ρυάκι να κυλήσει μέσα στο μυαλό της,
“Tarii nirene ilweni imma…” (Τον ουρανό τον ίδιο έκοψε, Καθώς πετά το Τάρι…)
Προς μεγάλη της έκπληξη, κάποιος από τους θεατές που γνώριζε τον Ίλμπριελ Χέργκολορ απήγγειλε το τραγούδι του Λαζτάνα, το μικρό ποίημα που τους συνόδευε από τη στιγμή που χρίζονταν και εξυμνούσε την καλύτερη αρετή τους, χαρακτηριστικό από το οποίο μπορούσε κάποιος να ταυτοποιήσει τον άγνωστο αντίπαλο και που τους συνόδευε στο θάνατο.
“Πόσοι βρίσκονται στο παλάτι;” ρώτησε το Χύαμ με μάτια που άστραφταν και πήρε μέρος στην κατάνυξη, παρατηρώντας το Σιδηρόφρακτο με προσοχή. Τα Ξωτικά τραγούδησαν δυνατότερα και έψαξαν βαθύτερα, ενώ αποθέωναν τον Ίλμπριελ Χέργκολορ, σαν προάγγελοι της Μητέρας. Ο Σεβάσμιος δε δυσκολεύτηκε να αποσπάσει μέρος του όπλου του Σιδηρόφρακτου και να διαπεράσει την πανοπλία του, θέαμα που η Ιλίντιεν δεν πρόλαβε να δει, γιατί η προσοχή της κατευθύνθηκε στον απότομο πόνο που ο ρούνος στη μέση της έστειλε σαν κεραυνό σε όλο της το κορμί. Η Ιλίντιεν ταράχτηκε.
“Κίνδυνος στην Ακαδημία;” σκέφτηκε και έτρεξε μακριά από την αρένα για να βρει ένα γρήγορο τρόπο να επικοινωνήσει μαζί τους, αλλά γρήγορα σταμάτησε, καθώς οι σκέψεις ξεκαθάριζαν στο μυαλό της. Κάποιος βρίσκονταν σε κίνδυνο όπως φαίνονταν, κάποιος αγαπημένος, αλλά δεν είχε κάτι να φοβάται. Ο Λάντριαν είχε μείνει στην Ακαδημία. Ότι και να ήταν, θα το αντιμετώπιζε χωρίς να χρειάζεται τη βοήθειά της, οπότε το μόνο που είχε να κάνει ήταν να απολαύσει τους αγώνες και να αφήσει τον πόνο να σιγοσβήσει.
Η Ιλίντιεν άρχισε και πάλι να τραγουδά στο δρόμο για την αρένα. Το τραγούδι του Λαζτάνα αντηχούσε πιο δυνατό από ποτέ και τα Ξωτικά ακούγονταν σίγουρα μέχρι θανάτου. Ξαναφάνηκε σε μια στιγμή παύσης, όπου ο Σιδηρόφρακτος φάνηκε να γυρίζει προς το μέρος τους.
“Ε;” ήταν το μόνο που σκέφτηκε μέσα στο τραγούδι. Κοίταξε το Χύαμ και το ρώτησε με μια κίνηση αν γνωρίζονται με τον τύπο που ανασήκωνε τους ώμους του, αλλά συμπέρανε ότι κουβαλούσε κι εκείνος ψυχολογικά, όπως όλοι τους, οπότε συνέχισε να τον παρακολουθεί τραγουδώντας για το Σεβάσμιο Χέργκολορ, μέχρι που η παραφωνία από τις κερκίδες άρχισε στα αλήθεια να την εκνευρίζει.
“Ποιο είναι το πρόβλημά σας ρε αγριόζωα, γαμώ τον Άρθερ!” φώναξε προς τις κερκίδες και ο Χύαμ την τράβηξε από μανίκι σκανδαλισμένος.
“Εσύ τραγούδα δυνατότερα!” φώναξε στο Χύαμ και την ίδια στιγμή γρύλισε από τον πόνο ενός ακόμη καψίματος.
“Μέλκορ, είμαι δίπλα σου!” σκέφτηκε στη θύμιση του αγαπημένου της προσώπου και φαντάστηκε ότι του έστελνε όλη της τη δύναμη.
Ο Σιδηρόφρακτος ξερίζωσε την κομμένη κεφαλή της σφύρας και τα πλήθη συνταράχτηκαν, μαζί και οι δύο Λαζτάνα που επευφήμησαν την ατρόμητη κίνηση.
“Hrangon imma!” (Σκληρέ μου!), βρυχήθηκε η Ιλίντιεν ενθαρρυντικά προς το Σιδηρόφρακτο και έψαλε το τραγούδι του Χέργκολορ με αναζοπυρωμένη ζέση. Πίστευε στο Σεβάσμιο, πίστευε στο Λαζτάνα, στην κληρονομιά και την ανατροφή της, στο αίμα της. Κι όμως, στο τελευταίο Άλμα της Αθλομάχης άρχισαν να φαίνονται οι ρωγμές στον, κατά τα άλλα, απροσπέλαστο τοίχο αφοσίωσης στη φυλή της, γιατί τον τελευταίο χρόνο, η Ιλίντιεν είχε δει με τα μάτια της και είχε βιώσει με την ύπαρξή της πώς εκεί έξω υπήρχαν κι άλλοι “Άριστοι”. Στον Ήθεριντ ανέτελλαν δυνάμεις και προσωπικότητες μοναδικές, όπως ο αγαπημένος της Λάντριαν, όπως τούτος εδώ ο Σιδηρόφρακτος που ακολούθησε το Χέργκολορ στο Κυνήγι του Τάρι και κανείς δε μπορούσε να αμφισβητήσει ότι η φυλή της δεν ήταν η μόνη που έβγαζε ήρωες. Γι’ αυτό και όταν ο Σιδηρόφρακτος πέρασε το Σεβάσμιο, η Ιλίντιεν πίστευε ακόμη στη νίκη του, όχι ως πεποίθηση, αλλά ως προσευχή, ως ελπίδα, η οποία θρυμματίστηκε όταν το σώμα του Ίλμπριελ Χέργκολορ προσέκρουσε στο έδαφος.
~
...Και ο κλήρος έπεσε σε εκείνη. Πίσω από την ανοιχτή είσοδο του αγωνιστικού χώρου κάθονταν η Ιλίντιεν Άτρας με μάτια κλειστά, πλαισιωμένη από το Ράταρ Χύαμ και τον Ίλμπριελ Χέργκολορ που οι Θεραπευτές φρόντισαν γρήγορα και αποτελεσματικά. Πριν βυθιστεί στο λήθαργο της προετοιμασίας, έστειλε προσευχή στη Μητέρα να κρατήσει τους αγαπημένους της ασφαλείς, να λήξει όποια αναταραχή αφύπνιζε το ρούνο της για να καταφέρει να συγκεντρωθεί στην επόμενη μάχη.
“Mahta!” (Κράτα), πρόσταξε το Χύαμ με βαριά φωνή και του έδωσε να κρατήσει μία από τις παχιές πλεξούδες της, ώστε να μπορέσει να τις δέσει. Ηττημένος και ταπεινωμένος, ο Χύαμ υπάκουσε χωρίς να διαμαρτυρηθεί, μέχρι η Ιλίντιεν να ολοκληρώσει την προετοιμασία της. Αποτύπωσε τις κινήσεις του Σιδηρόφρακτου στο νου της, τον άγριο τρόπο που πολεμούσε, απόλαυσε τις παντοδύναμες φόρμες του από τη θέση του θεατή. Ύστερα είδε την ίδια. Διέφεραν στη δύναμη, μειονέκτημα που η Ιλίντιεν μπορούσε να αντισταθμίσει με την ευελιξία της, αν επέλεγε να τη χρησιμοποιήσει.
“ Barfan!” (Αρμάτωσέ με)
Ο Χύαμ πλησίασε με το περιτραχήλιο στα χέρια, άλλα του το πήρε ο Χέργκολορ που ανέλαβε από μόνος του να το δέσει στην Ιλίντιεν. Θεώρησε τιμή να βοηθήσει στην προετοιμασία της. Από το σάκο που είχε φέρει μαζί της, οι Λαζτάνα έβγαλαν τις επωμίδες και τις προσάρτησαν στον περίτεχνο θώρακα που η Ιλίντιεν φορούσε ως φόρεμα και ύστερα ως προστατευτικό. Της πέρασαν τους βραχίονες, που έκλεισαν ερμητικά γύρω από το δέρμα της. Η Ιλίντιεν σηκώθηκε και στάθηκε με τα πόδια λίγο ανοιχτά, τόσο ώστε να της συνδέσουν τους προφυλακτήρες στο κάτω μέρος του θώρακα, τις επιγονατίδες και τέλος, τις περικνημίδες με τα ατσάλινα παπούτσια ως τον αστράγαλο που φορούσε εξαρχής. Η Λαζτάνα τέντωσε τα χέρια και με μία συντονισμένη κίνηση, οι σύντροφοι της φόρεσαν τα γάντια.
Εισέπνευσε βαθιά στην ακροβασία μεταξύ του πραγματικού και του ακίνητου κόσμου. Τέρμα τα ψέματα. Ο Σιδηρόφρακτος ήταν αλήθεια, η αλήθεια που καλούνταν να αντιμετωπίσει μετά την ήττα του Χέργκολορ. Αυτό το κατόρθωμα και μόνο τον τοποθετούσε ως προτεραιότητα στη λίστα με τους Πολεμιστές που έπρεπε να νικήσει. Δεν ήξερε τι έκανε πριν και δεν ήθελε να ξέρει, αρκεί να τον λύγιζε. Η εμφάνιση ενός τέτοιου τέρατος δύναμης στην κόψη της ειρήνης κραύγαζε άμεσο κίνδυνο που επιβάλλονταν να μετρηθεί, γι’ αυτό και η Ιλίντιεν προετοιμάστηκε να τον αντιμετωπίσει με όλη τη σοβαρότητα που του άξιζε. Από αυτή τη μάχη ανέμενε να μάθει πολλά για τον αντίπαλό της και για την ίδια. Πόσο μπορούσε να αντέξει, ποια χτυπήματα μπορούσε να υπομείνει, ποια τα αδύναμα σημεία του. Όσο περισσότερο ανέλυε το Σιδηρόφρακτο, τόσο περισσότερο έπειθε τον εαυτό της πως έπρεπε να τον κερδίσει πάση θυσία. Όχι για την ίδια βέβαια. Αν ήταν να κερδίσει ή να χάσει για τον εαυτό της, ούτε που νοιάζονταν. Ανέκαθεν δεν την ένοιαζε για την ίδια, όπως και η οικογένειά της δε νοιάζονταν για εκείνη. Ας έπεφτε, δε θα την έκλαιγε δα και κανείς, η ύπαρξή της θα έσβηνε για πάντα, ίσως και να απάλλασσε τον οίκο της από το βάρος της παρουσίας της. Εκείνη όμως νοιάζονταν για άλλους. Με αυτόν τον αγώνα, η Ιλίντιεν ποθούσε να εξασφαλίσει ότι μπορούσε να αντισταθεί, ότι, αν στο άμεσο μέλλον το έφερνε έτσι η μάχη, θα μπορούσε να κρατήσει έναν εχθρό σαν το Σιδηρόφρακτο αρκετά για να διαφύγει ο Λάντριαν και να ζήσει.
Άπλωσε το χέρι στο Ράταρ Χύαμ. “I Cunahyandalda” (Την Κουναχυάντα σου)
Ο Χύαμ την κοίταξε αποσβολωμένος, αλλά η Ιλίντιεν παρέμεινε ακίνητη σαν πέτρα.
“I Cunahyandalda” επανέλαβε με πρόσωπο σοβαρό και αποφασισμένο. Τι περίμενε; Ότι θα έμπαινε η Ιλίντιεν στην τελική μάχη μόνο με το μαστίγιο;
Ο Χέργκολορ του έκανε νόημα να την παραδώσει. Από τη στιγμή που έχασε, ήταν υπόχρεός της.
Ο Χύαμ τράβηξε την Κυρτή Λεπίδα του και την παρέδωσε στην Ιλίντιεν με ένα αναστεναγμό, ενώ εκείνη τύλιξε το καλυμμένο χέρι της γύρω από τη λαβή του πανέμορφου όπλου με όλο το σεβασμό του κόσμου και θαύμασε την ομορφιά του.
“Isilma” ψιθύρισε προφέροντας το όνομα της μακριάς λεπίδας που ανέδυε λάμψη φεγγαρόφωτος. Τα χέρια της γραπώθηκαν γερά γύρω από τη χρυσή λαβή και τη ζύγισαν.
Εκείνη τη στιγμή, οι πόρτες του αγωνιστικού χώρου άνοιξαν διάπλατα. Σάλπιγγες που ανακοίνωναν τους διαγωνιζόμενους ηχούσαν από χαμηλά. Στις κερκίδες, το πλήθος ζητοκραύγαζε, παρόλο που δεν ήταν με το μέρος κανενός από τους δύο Πολεμιστές. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν ένα καλό, κατά προτίμηση βίαιο θέαμα.
Μπροστά και μακριά της, η Ιλίντιεν αντίκρισε τον αντίπαλο με τη βαριά πανοπλία να κάνει τα πρώτα βήματα και επικέντρωσε το βλέμμα της σε εκείνο. Ήλπιζε ότι την είχε δει, εύχονταν ότι πρόσεξε τη βλοσυρή ματιά που κάρφωσε επάνω του, πως ήξερε ότι έβγαινε για εκείνον. Ο Χέργκολορ της φόρεσε το κράνος και έριξε μια σφαλιάρα δυνατή στο μέταλλο για επιτυχία.
Ξαφνιασμένοι, οι θεατές κράτησαν την ανάσα τους στο μεταλλικό άκουσμα των βημάτων που προέρχονταν από τη μεριά της Ιλίντιεν. Στην αρένα ξεπρόβαλλε ακόμη μία φιγούρα με βαριά πανοπλία, σε χρώμα σκούρο πράσινο, με μία κάθετη ρίγα σε χρώμα ασημένιο, Ακαδημία Ράζναρυ. Οι θεατές άρχισαν και πάλι να επευφημούν στο θέαμα καθώς η Ιλίντιεν έπαιρνε θέση απέναντι από το θεόρατο Σιδηρόφρακτο με το κεφάλι ψηλά. Υποκλίθηκε στον αντίπαλο και μετά στον κριτή. Πριν ξεκινήσει η μάχη, η Ιλίντιεν στράφηκε προς το Βασιλικό ζεύγος.
“Ni vayda i serce pice yaisanya uparuva.” (Ορκίζομαι το αίμα στη λεπίδα μου να μη στεγνώσει)
Ελάχιστοι κατάλαβαν τα λόγια που οι Λαζτάνα ορκίζονταν μπροστά στο Βασιλιά τους πριν ορμήξουν στη μάχη, αλλά όλοι αισθάνθηκαν την πυγμή με την οποία ειπώθηκαν.
Η Ιλίντιεν στράφηκε ξανά προς τον αντίπαλο και έμμεινε ακίνητη. Τώρα που τον είχε απέναντι, αμίλητο και σοβαρό όπως εκείνη, αναγνώρισε πως η ώρα να επενδύσει όλες της τις δυνάμεις είχε φτάσει. Έτσι, η Ιλίντιεν μισόκλεισε τα μάτια και συγκεντρώθηκε στη μορφή του Σιδηρόφρακτου και τις πλάτες του που έκρυβαν τον ήλιο.
Γύρω της, η θερμοκρασία έπεσε απότομα. Τα μάτια της, από ζεστό βιολετί, παλινδρόμησαν σε παγωμένο μωβ, η πλάση πάγωσε. Η Ιλίντιεν άκουγε την ανάσα της, άκουγε και την ανάσα του αντιπάλου. Όλα ήταν ξεκάθαρα, οι ήχοι τους, οι κινήσεις, όλα διακριτά. Στο χώρο υπήρχε μόνο εκείνος και εκείνη με μυαλό καθαρό, με κρίση ξάστερη. Αυτός ο αντίπαλος θα λύγιζε μόνο αν έδινε τον καλύτερό της εαυτό. Η Ιλίντιεν ύψωσε την Κουναχυάντα του Ράταρ Χύαμ, πάτησε δυνατά στο έδαφος και επιτέθηκε στεφανωμένη με καθαρή Οργή.
