H Σύλβια ήξερε ότι αυτή η πορεία ήταν η βέλτιστη, θα είχε τις μικρότερες απώλειες από την πλευρά της, το μικρότερο ρίσκο. Οι φωνές ενός Σοβερίνου δίπλα της της τράβηξαν την προσοχή, και όταν γύρισε να κοιτάξει είδε΄ ότι δεν είχε προλάβει να κρυφτεί πίσω από το θόλο της και ένα βέλος είχε διαπεράσει τον ώμο του. Έπρεπε να τον βοηθήσει, ένα επιπλέον άτομο θα ήταν χρήσιμο τις επόμενες μέρες.
Γρήγορα η Σύλβια έτρεξε κοντά του, και τα μαλλιά της έγιναν καστανόξανθα, τα μάτια της στο χρώμα του φουντουκιού, καθώς Αναβίωσε τη Θεραπευτή.
"Θα γίνεις καλά, κρατήσου τώρα." του είπε απαλά, καθώς με μια απότομη αλλά σίγουρη κίνηση τράβηξε το βέλος, κάνοντάς τον να ουρλιάξει, και με το άλλο της χέρι που έλαμπε με λευκό φώς άγγιξε την πληγή του, κλείνοντάς την, χαρίζοντάς του ανακούφιση. Τ΄ώρα, έπρεπε να αλλάξει πάλι και...
Είναι σαράντα ψυχές. Σαράντα πλάσματα...ποιός μπορεί να αφαιρέσει τόσες ζωές με μια κίνηση του χεριού, με μια λέξη δύναμης, με τη δύναμη της θέλησής του? Ποιός δικαιούται να κάνει κάτι τέτοιο?
Οι σκέψεις την παρέσυραν. Δάγκωσε το κάτω χείλος της και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά στο στήθος της, γεμάτη αγωνία. Και μέσα της ήξερε ότι είχε δίκιο. Το αισθανόταν και με το πνεύμα του Αλχημιστή αλλά η ψυχρή λογική της είχε υπερισχύσει. Το ήξερε όμως. Δεν μπορούσε έτσι απλά να σκοτώσει τόσα πλάσματα. Έπρεπε όμως να προστατέψει τους αμάχους Σοβερίνους!
Μπορώ να δείξω ΄έλεος. Θα είναι επικίνδυνο, αλλά οι ζωές που πρέπει να προστατέψω δεν είναι μόνο πίσω μου.
Το σώμα της έλαμψε με λευκό φως, μία, δύο, τρεις φορές, καθώς χρησιμοποίησε ενισχυτική μαγεία για να αυξήσει την ταχύτητα, τη δύναμη και την αντοχή της, έστω και λίγο...θα το χρειαζόταν, γιατί θα έκανε κάτι πολύ ανόητο, και πολύ ηρωικό. Φοβόταν...φοβόταν τόσο πολύ! Πώς θα προτιμο΄ύσε να είναι κάπου αλλού, να διαβάζει, να κοιτάζει τα άστρα. Τα πόδια της έτρεμαν, η καρδιά της πετούσε!
Αναβίωσε πρώτα το Χειμώνα, και με μιά φοβερή ιαχή, αιχμηρές στήλες από πάγο υψώθηκαν ανάμεσα στον καταυλισμό και τον αντίπαλο, η μία μετά την άλλη, σε τέτοια απόσταση που τα άλογα δεν θα μπορούσαν να περάσουν και οι αναβάτες θα έπρεπε να κατέβουν και να προχωρήσουν πεζοί. Οι στήλες εξαπλώθηκαν ημικυκλικά ώστε να μην μπορούν οι εχθροί να ελιχθούν γύρω τους και να περάσουν με τα άλογα. Αυτό που θα έκανε ήταν ανόητο, πολύ ανόητο, και είχε κοστίσει πολλή ενέργεια, αλλά ήξερε τι είχε αποφασίσει.
Τα μάτια της έγιναν χρυσαφιά, και τα μαλλιά της επέστρεψαν στο κανονικό τους λευκό-ροζ χρώμα. Αμέσως αισθάνθηκε την παρουσία του Πολεμιστή γύρω της. Ήταν...σχεδόν πατρική, σαν ένας δάσκαλος. Δεν ήταν απαραίτητα ένας καλός άνθρωπος, αλλά ήταν ένας σκληρός, τίμιος άνθρωπος, και κάποιες φορές αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσε να ζητήσει κανείς. Της θύμιζε τον δικό της πατέρα. Το σώμα της έγινε πιο ευαίσθητο, πιο ελαφρύ, και τα μάτια της συγκέτρωναν περισσότερες λεπτομέρειες. Η Σύλβια έκανε ένα βήμα μπροστά, έχοντας πάρει την απόφασή της, και για μια στιγμή ήταν η ψηλότερη παρουσία στο πεδίο της μάχης, ψηλότερη και από τους καβαλάρηδες.
Σε όσους μπορώ να δείξω έλεος, θα το κάνω. Όσοι είναι πέρα από αυτό, θα πέσουν σήμερα. Θα έχουν διασταυρώσει ισάξια ξίφη με ένα πολεμιστή, όχι μια καταιγίδα, και κανένας δεν θα πνίγεται στο άδικο τις τελευταίες του στιγμές.
Στα αυτιά της έφτασε ο ήχος από βούκινα, και ήξερε΄ ότι τα άκουγε μόνο αυτή, μέσα από το χρόνο. Βροντερά, περήφανα, εξανέμισαν το φόβο από την καρδι΄ά της. Δεν ήταν εκεί. Τα κρατούσε μια στρατιά που άστραφτε, που ατένιζε ένα πεδίο λουσμένο στο φώς....
Η Σίλβια τράβηξε το λεπτό ξίφος μονομαχίας της και το έφερε μπροστά της σε χαιρετισμό.
"Ας βρείτε συγχώρεση στο ατσάλι." είπε ήρεμα αλλά γεμάτη ενέργεια, κοιτάζοντας τους πεζούς πλέον επιτιθέμενους που έτρεχαν κατά πάνω τους.
Η Ιστορικός έτρεξε κατά πάνω τους, και καθώς είδε μια ομάδα δέκα ατόμων να χωρίζεται και να κινείται πλάγια, φώναξε στους φρουρούς να πάνε εκεί και να καλύψουν. Έπειτα, τίναξε τα πόδια της και με ένα άλμα εξαφανίστηκε...
...για να εμφανιστεί τρία μέτρα στον αέρα, πίσω από τον μπροστάρη των αντιπάλων. Στο ελεύθερο χέρι της είχε ένα μαχαίρι το οποίο με μια γρήγορη κίνηση πέταξε στον δεύτερο στη σειρά, καρφώνοντάς τον στον ώμο. Δεν έπεσε, αντίθετα εξαφανίστηκε και εμφανίστηκε πίσω από τον μπροστάρη, με πόδια λυγισμένα, χαμηλά στο έδαφος. Το ένα διαμάντι του ξίφους της έλαμψε και το ατσάλι της κινήθηκε με αστραπιαία ταχύτητα πίσω της, κόβοντας τους τένοντες στο πίσω μέρος και των δύο ποδιών του άντρα, αναγκάζοντάς τον να πέσει στο έδαφος με μια κραυγή έκπληξης και πόνου.
Τα πόδια της τινάχτηκαν πάλι καθώς σηκώθηκε και έτρεξε προς τον άντρα που είχε καρφώσει με το μαχαίρι της. Με το ξίφος της απέκρουσε ένα άτσαλο χτύπημα, και με το χειροφυλακτήρα του έριξε μια μπουνιά στο φάρυγγα, ρίχονοντάς τον κάτω χωρίς ανάσα. Το άλλο της χέρι ταυτόχρονα τραβούσε το μαχαίρι της από τον ώμο του.
Δύο εικόνες της χωρίστηκαν από την ίδια, και τρεις Σύλβιες επιτέθηκαν στους επόμενους τρεις, με το ξίφος τους να κινείται τόσο γρήγορα και με χάρη όσο τα φτερά ενός κολίμπρι, να σχίζει τον αέρα, τα δύο διαμάντια να λάμπουν. Ένας από τους τρεις έπεσε, αλλά ήταν θέμα δευτερολέπτων να ηττηθούν και οι υπόλοιποι.