Το ομαλό σκρατσάρισμα της βούρτσας σήμαινε πως όλο το νεκρό τρίχωμα είχε αφαιρεθεί. Η Ιλίντιεν την καθάρισε και ξαναχτένισε το Φιν για να λάμψει. Ξεκίνησε από το λαιμό, στιβαρότερος από κάθε άνδρα, ακόμη κι από Νάνο, κατέβηκε στους ώμους των μπροστινών ποδιών. Η βούρτσα ανηφόρισε και ύστερα κατηφόρισε στους ξεπεταγμένους μύες του σκληροτράχηλου ζώου, κύλησε στη ράχη. Ένα αδιόρατο χαμόγελο αποτυπώθηκε στα χείλη της Ιλίντιεν στην αίσθηση της γεροδεμένης ράχης, του τέλειου σκαριού. Ο Ουρουφίνουε θα μπορούσε κάλλιστα να υπηρετεί ως μοντέλο γλύπτη. Είχε γεννηθεί όλα όσα ζητούσε ένας καλλιτέχνης και είχε μετουσιωθεί σε όσα ζητουσε ένας Πολεμιστής. Η αγάπη και η περηφάνια εκείνου του χαμόγελου ήταν μεταδοτική. Ο τεράστιος, πολεμικός επιβήτορας έστρεψε τη μουσούδα του προς την Ιλίντιεν. Το λευκό σημάδι, σαν αστέρι, στο κέντρο του μετώπου του ξεχώριζε υπό το φως των δαυλών για να προσθετει επιπλέον λόγους που αυτό το άλογο ήταν ξεχωριστό. Άνοιξε τα ρουθούνια του μια φορά, σαν να πειραματίζονταν και τα επανέφερε. Περίμενε μέχρι η αναβάτριά του να τελειώσει το χτένισμα και όταν πλησίασε ξανά τη ράχη του, ο Ουρουφίνουε φύσηξε με δύναμη στο λαιμό της Ιλίντιεν. Τα μαλλιά της, εξίσου στιλπνά και υγιή, ανασηκώθηκαν γύρω από τον κάτασπρο λαιμό της, όπου ο επιβήτορας φυσούσε για παινχίδι. Κατάφερε να γαργαλήσει την Ξωτικοπολεμίστρια με ευκολία, ήταν φανερό από το γάργαρο γέλιο της. Η χαρά μετατράπηκε σε σπάνια, γλυκιά φυσιογνωμία. Αναδείκνυε ακόμη περισσότερο τα όμορφα χαρακτηριστικά της, αλλά η Ιλίντιεν φυλούσε τέτοιες στιγμές μόνο για το Φιν και το Λάντριαν. Άπλωσε τα μπράτσα της, καλογυμνασμένα σαν του αλόγου, τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό του. Ο Φιν σταμάτησε να τη φυσά μόνο όταν η αναβάτης του το φίλησε τρυφερά στα πλαϊνά της μουσούδας και πάνω από τη μύτη. Άλογο και Ξωτικό άγγιξαν τα μέτωπα κι έμειναν εκεί με τα μάτια κλειστά. Δεν ήταν φίλοι, η έννοια της φιλίας δεν ήταν αρκετή για να περιγράψει τη σχέση τους. Δεν ήταν ούτε μάνα και παιδί, δεν ήταν ερωτευμένοι. Συμπολεμιστές ήταν κάτι λιγότερο από ότι πραγματικά ήταν, γιατί ο Φιν κατείχε ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής της Ιλίντιεν.
Της χλιμίντρισε χαμηλόφωνα.
"Τους άκουσα" αποκρίθηκε.
Η Ιλίντιεν υποδέχτηκε τους μαθητές με τη συνηθισμένη της πολεμική κορμοστασιά. Έξω το στήθος, ψηλά το κεφάλι, πόδια ακλόνητα στο έδαφος, ενώ τους μελετούσε. Της ήταν γνώριμη η μορφή της Άρυα. Προπονήθηκαν σκληρά μαζί και το περπάτημα, οι κινήσεις της απομνημονεύτηκαν στη συνείδηση της Πολεμίστριας. Ο συμμαθητής της όμως, Ξωτικό κι εκείνος, δεν της ήταν γνωστός. Η Ιλίντιεν πρόσεξε το περπάτημά του, τον τρόπο που κρέμονταν τα χέρια του κουρασμένα• δεν προπονούνταν σωστά, αλλά η προπόνηση διορθώνονταν. Δεν της έκανε εντύπωση το σκουλαρίκι του, καθένας διεκδικούσε τη μοναδικότητά του με διαφορετικό τρόπο, ούτε τα λευκά μαλλιά. Ήταν σπανιότερα από τις γνωστές αποχρώσεις, αλλά πολλές αρχαίες οικογένειες διέθεταν μέλη με χιονισμένα κεφάλια -ο όρος που χρησιμοποιείται στη Θαλανίλ. Ακόμη και τα μάτια του δεν της φάνηκαν παράξενα. Πολλοί θα μπορούσαν να έχουν παραλαγές του βιολετί, λίγοι σαν τους Άτρας. Αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν η εγκράτεια στα βήματά του, ο σταθερός ρυθμός στο περπάτημα. Κατά πάσα πιθανότητα, κάποιος από τους γονείς του ανήκε στη φατρία της. Έπιασε τον εαυτό της να εγκρίνει το νεαρό, γιατί έκανε βήματα πειθαρχείας και επιμονής.
Όταν πλησίασαν, τα χείλη της ανασηκώθηκαν κάπως στα αριστερά και σχημάτισαν μισό χαμόγελο, από εκείνα που απέπνεαν σιγουριά και ταυτόχρονα αποτελούσαν πρόκληση. Τα μάτια της καρφιά, επικεντρώθηκαν κατευθείαν στον άγνωστο, χωρίς να αφήνουν περιθώρια για υπονοούμενα ή μυστικά.
"Καλησπέρα." Χαιρέτησε και ήταν περισσότερο διαταγή, παρά παιχνίδι.