Κάτι τέτοιες στιγμές, πραγματικά αναρωτιόταν αν είχαν κάνει ένα τεράστιο λάθος με το να έρθουν στην Ακαδημία.
Πώς θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη στην αδερφή της και τους υπόλοιπους, όταν εξερευνούσε τα κατσάβραχα παρέα με δυο αχώνευτα ανήλικα; Θεώρησε πως η Ιλίντιεν θα της έδειχνε τον απαραίτητο σεβασμό –ή έστω ένα ψήγμα του– όταν δέχτηκε την αποστολή, αλλά όχι. Τουλάχιστον θα είχε και εκείνη σύντομα στο χέρι τη φράση δύναμης, και θα μπορούσε να τη μοιραστεί με τους κατάλληλους. Ή μήπως... Κι αν την ανακάλυπτε μόνο εκείνη; Αυτό κι αν θα τους ανέβαζε επίπεδο.
Ίσως τα πράγματα να μην είναι τόσο άσχημα τελικά, σκέφτηκε, μα ένα βλέμμα στις λασπωμένες μπότες της, αρκούσε για να την επαναφέρει. Το παίρνω πίσω, σκέφτηκε αηδιασμένη.
Είχε αφήσει τα κορίτσια να προπορευτούν, με τη δικαιολογία πως θα ήταν καλό να προσέχει τα νώτα τους. Δε δίστασαν στιγμή• άλλωστε ήταν ξεκάθαρη η ένταση μεταξύ τους.
Τις άφησε λοιπόν να χαζολογούν μπροστά, όσο εκείνη προσπαθούσε να ανακαλύψει αν κάποιο από τα πνεύματά της γνώριζε την Ισαχάρ. Γιατί ναι, εκείνη δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν, αλλά δεν επρόκειτο να το παραδεχτεί. Μια Μαέραλ δεν έχει κανέναν λόγο να τριγυρνά σε κατσικοχώρια των ανθρώπων, και μάλιστα σε ένα κατσικοχώρι βρομερό όπως αυτό.
Θεώρησε πως έφτασαν στο... Λανγκετζάγκι; Λανγκατζόνγκι. «Λανγκοτζάνγκα», όπως τη διόρθωσε ο φιλομαθής Θεραπευτής της, όταν είδε από μακριά αυτό το έκτρωμα που οι άνθρωποι ονόμαζαν κάστρο. Όμως συνέχισαν να προχωρούν, και να προχωρούν, μέχρι που Λεξάνα συνειδητοποίησε πως αυτό που είδε, ήταν στην πραγματικότητα η πρωτεύουσα. Ναι μεν δεν περίμενε και πολλά από τους ανθρώπους, αλλά αυτό... τουλάχιστον αστείο.
Όταν όντως έφτασαν στο Λανγκ... –ας το λέμε κατσικοχώρι, το ίδιο είναι– η Λεξάνα πέρασε σε μια φάση μόνιμης ανατριχίλας, αηδίας και αποστροφής. Αν είναι δυνατόν να μένει κάποιος σε μια περιοχή όπως αυτή. Μα πώς επιβιώνουν; Θα προτιμούσε να αυτοκτονήσει, παρά να ζει μια ζωή μεσ' τη βρόμα και τη σαπίλα.
Η Άρντα και η Κέννα της άνοιξαν τον δρόμο, αφήνοντάς της τα ηνία για τη συνάντηση με τον Δήμαρχο. Προσπάθησε να διώξει όλες αυτές τις σκέψεις και να συγκεντρωθεί, βάζοντας τον Θεραπευτή της να βρει έναν τρόπο να την κάνει να νιώσει καλύτερα. Τουλάχιστον να έχει την αίσθηση ότι μυρίζει κάτι όμορφο όσο θα του μιλάει, και όχι αυτήν την μπόχα —κάτι που τελικά αποδείχθηκε αδύνατον, αφού ο ίδιος ο Δήμαρχος έζεχνε περισσότερο απ' όλους τους μαζί.
Δεν πρόλαβε καν να ξεστομίσει την ψεύτική της καλημέρα, πριν αυτός ο καταϊδρωμένος χοντρομπαλάς πεταχτεί από την σφηνωμένη στα οπίσθια καρέκλα του, ξερογλείφοντας τα χείλη του καθώς την πλησίαζε. Η Λεξάνα άπλωσε το γαντοφορεμένο χέρι της προς το μέρος του, έτοιμη να αδειάσει το περιεχόμενο του στομαχιού της όταν πρόσεξε τα απομεινάρια από τα σάλια που άφησε επάνω τους. Θα τα έκαιγε με το που έβγαινε από δω μέσα.
«Κυρίες μου», έκανε, προσπαθώντας να ρίξει μια οκτάβα τη φωνή του. «Με ποιες έχω την τιμή να συναναστρέφομαι σήμερα;»
«Λεξάνα Μαέραλ» απάντησε αμέσως, χωρίς να μπει καν στον κόπο να συστήσει τις μαθήτριες.
«Πόση δύναμη μπορεί να χωρέσει σε μία και μόνο πρόταση...» σχολίασε εκείνος, κοιτώντας την από πάνω μέχρι κάτω.
Η Λεξάνα έριξε το βλέμμα για μια στιγμή στο έδαφος, σε μια κίνηση που για τους γύρω της φάνηκε λες και περνούσε μια τούφα μαλλιά πίσω από το μυτερό αφτί της• κανείς δεν πρόσεξε το στιγμιαίο κόκκινο των ματιών της.
«Πώς θα σου φαινόταν αν του τα πάγωνα;» σχολίασε ο Αλχημιστής δίπλα της, και η Λεξάνα αμέσως χαμογέλασε, με τον Δήμαρχο να το παίρνει λανθασμένα πάνω του.
«Ακαδημία Rasnarry», συνέχισε εκείνη με ανανεωμένη διάθεση. «Βρισκόμαστε εδώ για ένα πολύ –τόνισε κάπως νιαζιάρικα– σημαντικό ζήτημα, και χρειαζόμαστε την πολύτιμη βοήθειά σας».
«Στη διάθεσή σας, ό,τι θέλετε...»
«Το υπόλοιπο μισό του χάρτη για τον εγκαταλελειμμένο ναό στα νότια», μπήκε η Λεξάνα κατευθείαν στο ψητό.
«...εκτός από αυτό», συμπλήρωσε τη φράση του ο Δήμαρχος, αλλάζοντας αμέσως ύφος.
Η Λεξάνα τον ακολούθησε, με τη στάση της να αλλάζει απότομα —άλλωστε δεν άντεχε άλλο να του κάνει τα γλυκά μάτια.
«Μήπως τώρα;» ρώτησε και πάλι ο Αλχημιστής της.
«Αγαπητέ μου, θεωρώ πως μπορούμε να βρούμε μια λύση, τι λέτε;» ρώτησε, βγάζοντας από την κάπα της ένα πουγκί γεμάτο χρυσά. Το πέταξε πάνω στο γραφείο του, ενώ εκείνος γυρνούσε πίσω στη θέση του, προσπαθώντας να σφηνώσει για ακόμα μια φορά.
Αν και φάνηκε να το σκέφτεται για μια στιγμή, σύντομα το έσπρωξε πίσω προς το μέρος της Λεξάνα.
«Δεν είναι χρηματικό το ζήτημα», σχολίασε.
«Ε μη μου πεις πως τώρα δεν είναι η κατάλ...», ξεκίνησε ο Αλχημιστής, μα η Λεξάνα τον έδιωξε από κοντά της πριν την πείσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, και χαμογέλασε στον Δήμαρχο όσο πιο πειστικά της επέτρεπε η εξαντλημένη υπομονή της.
«Σίγουρα θα υπάρχει κάτι που θα μπορούσα να σας προσφέρω σε αντάλλαγμα», έκανε μια ύστατη προσπάθεια. Παρατήρησε τον λιγούρη να την κοιτά εκτενώς, μα σύντομα θυμήθηκε πως υπήρχαν δύο ακόμα άτομα στον ίδιο χώρο και μαζεύτηκε στη θέση του.
«Είναι κομμάτι της προσωπικής μου συλλογής, και δεν προορίζεται για κανέναν άλλο εκτός από μένα. Και τώρα, αν δεν έχετε κάποιο άλλο ζήτημα, μπορείτε να πηγαίνετε».
Ήξερε πολύ καλά ότι μέσα σε μερικά λεπτά, μπορούσε να τον κάνει να παρακαλά, για να της δώσει ολόκληρη τη συλλογή του.
Δεν ήταν όμως αυτή η κατάλληλη στιγμή. Όχι όσο υπήρχαν κι άλλοι μπροστά.
«Κορίτσια, φεύγουμε» δήλωσε αποφασιστικά, και έκανε μεταβολή χωρίς να κάνει καν τον κόπο να μαζέψει το πουγκί με τον χρυσό. Δεν πρόλαβε να περάσει την πόρτα, και τα γάντια της βρίσκονταν ήδη στο έδαφος.
Αυτό θα το πλήρωνε πολύ ακριβά.
Κανείς δεν λέει όχι σε μια Μαέραλ.