Η Λυριεν κοίταξε τη Σαγιανε.Φαινοταν τόσο διαφορετική,τόσο χαλαρή.Γυρισε μετά προς τη Χελενα.Στέκονταν και οι δύο φίλες της ,σαν να την πλαισίωναν.Αυτο ήθελε η Λυριεν βαθιά μέσα στην καρδιά της .Ήταν η ώρα,να τους εξηγήσει.
"Κορίτσια, ωραία και χαλαρά περνάμε.Ομως πρέπει να σας εξηγήσω κάποια πράγματα.Το ταξίδι αυτό,έχει μεγάλη σημασία για εμένα..."
Η Λυριεν έκανε μια μικρή παύση.Ενα αστέρι μόλις είχε πέσει και το έπιασε με την άκρη του ματιού τής."Κάποιος πρόγονος μου,έφυγε από τον ουρανό,και έρχεται να μου δώσει τύχη" θυμήθηκε η Λυριεν τις δοξασίες και χαμογέλασε άχνα.Καθε βοήθεια ήταν ευπρόσδεκτη...Συγκεντρώθηκε πάλι στις φίλες της,που περίμεναν τη συνέχεια με αγωνία.
"Ας κάτσουμε κάπου πιο ήσυχα όμως,δεν θέλω να με ακούσουν όλοι." Με το βλέμμα της,σάρωσε το κατάστρωμα.Ναυτες, επισκέπτες και βαβούρα...
"Πάμε προς την πρύμνη,είναι πιο ήσυχα από ότι βλέπω" είπε η Λυριεν και ξεκίνησε με αυτοπεποίθηση να περπατάει.Η θέα Ωκεανία,έσπρωχνε με απαλούς κυματισμούς το ξύλινο πλοίο.
Όταν βρήκε μια σανίδα κατάλληλη,προέτρεψε τα κορίτσια να κάτσουν.
"Νομίζω τώρα είναι καλύτερα",είπε χαμογελώντας καθώς την φώτιζε το αχνό φως της Σελήνης.Σταθηκε όρθια απέναντι από τα κορίτσια και συνέχισε.
"Λοιπόν...Τι έλεγα? Πάλι ξέχασα!"είπε κοιτώντας μακριά."Αααα ναι, τί θα κάνουμε στο ταξίδι.Αυριο το πρωί,όταν θα φτάσουμε στη Σιλάλι,θα είναι ακριβώς ένας χρόνος από τότε που έφυγε ο Παππούς.Θα γίνει μια μικρή τελετή στα νερά της θάλασσας.Θα έχει κόσμο,γιατί όπως ξέρετε ο Παππούς ήταν στο παλάτι κάποια χρόνια.Οποτε σίγουρα θα είναι κάποιος εκπρόσωπος και θα είναι και ο δήμαρχος της Σιλάλι."
Γύρισε στη Χελενα και γέλασαν μαζί.Ο Δήμαρχος,ήταν ένας ψηλός, εύσωμος Βαλησινος,με λέπια σε όλο του το στρογγυλό πρόσωπο,και μιλώντας,θαρρουσες ότι άκουγες ένα ψάρι να μιλάει μέσα στο νερό.Προφανως τον είχε δεί και η Χελενα σε κάποιες από τις γιορτές,γιατί γέλασε.
"Έχω κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες, οπότε μάλλον θα ρίξουμε λουλούδια στα νερά, προσφορά στη Θεά Ωκεανία και μετά το κοχύλι με την τέφρα θα το πάω εγώ κολυμπώντας στα κρυστάλλινα νερά,να είμαι σίγουρη ότι θα φτάσει στους Ρετιαριους.Μετα θα πάμε λίγο στο σπίτι μου.Δεν θα ήθελα να έρθει κάποιος άλλος, εκτός από τη σύντροφό του παππού.Εκει ,θα φάμε ψαρόσουπα από "φραντούρι" με λιμπόφυκα.Ειναι γλυκόξινο φαγητό,θα σας αρέσει."
Η Λυριεν τόσην ώρα,κοιτούσε τις φίλες της καθώς ήταν απέναντι τους όρθια.Τωρα τις παραμέρισε κι έκατσε ανάμεσα τους στη σανίδα.Τους έπιασε τα χέρια και ένιωσε πραγματικά αγαλλίαση.Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή.Ειχε έρθει η ώρα να πάει στο σπίτι της.Ενα σπίτι άδειο,με τα πράγματα τους στην ίδια θέση που τα άφησαν τόσο καιρό που έλειπε.Πολυ πιθανό,να είναι ακόμα και τα εργαλεία του,επάνω από κάποιο έργο του,που δούλευε τον τελευταίο καιρό.Θα ήταν δύσκολο για τη Λυριεν αυτό το ταξίδι, αλλά είχε μαζί τα κορίτσια και σίγουρα είχε και την εύνοια της θεάς.Τις αγκάλιασε και έμεινε εκεί λίγη ώρα,για να νιώσει τη ζεστασιά από τις καρδιές τους...