Βράχος από βασάλτη ορθόνονταν πλάι στα υποστηλώματα η πέτρινη ιδιοσυγκρασία της Ζένθα, μονόλιθος στο γραφείο της Σοφού. Σκληραγωγημένη από το χρόνο, από μάχες με γεύση στυφού κρασιού και πολιτικές με μυρωδιές από πυρακτωμένο ατσάλι, ύψωνε βούληση οπλισμένη με ρώμη έναντι σε λυσσαλέα κύματα πάγου. Κρύσταλλα γεωμετρικής τελειότητας ανέβλυζαν από εξαγριωμένες βιολετί πηγές. Oι ακμές τους χάιδευαν το ίδιο το πέπλο του Αιθέρα με θανατηφόρο άγγιγμα και πάνω του εντυπώνονταν έγκαυμα παγετού. Η Ζένθα στύλωσε τα πόδια στη γη. Από τη γη έρχονταν και στη φωτιά σφυρηλατήθηκε. Βαθιά ριζωμένη στο έδαφος του γραφείου της, πανύψηλο βουνό μισού αιώνα εμπειρίας, γίνονταν ένα με το βασικό στοιχείο της ηπείρου, έτοιμη να καταδυθεί στα ποτάμια πάγου που ξεχύνονταν απέναντί της. Δεν επέτρεπε να την καταπνίξουν. Όσο κι αν φουσκώσει το νερό, αδυνατεί να παρασύρει το βράχο που προσεκτικά ρίζωσε στην πλαγιά κι ας μετατράπηκε σε παροδική όχθη εκείνη. Θα στέκονταν αγέρωχη στο πόστο της, μέχρι ο χείμαρρος να ξεφουσκώσει, τα νερά να ησυχάσουν και να υποχωρήσυν.
Όφειλε να δώσει δίκιο στην Αρχι-Εφευρέτρια για την καλομελετημένη πρόβλεψη, η οποία άφηνε απαράλλαχτη όμως την προσέγγιση της Ζένθα, ακόμη κι αν το μέλλον εκτυλίσσονταν σαν ζωντανή περιγραφή μπροστά στα πεισματάρικα μάτια της. Ατένισε τη θεόρατη φιγούρα στα λευκά, έτσι όπως στέκονταν σε εκκρηκτική ετοιμότητα στο εσωτερικό του κατωφλίου. Λυτή, η πλούσια κώμη χύνονταν πυκνή στο σώμα της και διαθλούσε το φως του ήλιου, έκαμπτε τις ακτίνες του έτσι που έμοιαζαν να στεφανώνουν τη φιγούρα της Ιλίντιεν σε στεφάνι θείας τιμωρίας. Τα σφιχτά χείλη της Σοφού σχεδόν λύθηκαν από επιθυμία να πάρουν σχήμα μισού χαμόγελου. Θαύμαζε το αιθέριο τέρας, ενώ αυτοσυγχαίρονταν για την επιλογή που έκανε ενάμιση χρόνο πριν. Παράλληλα βλαστημούσε, πότε το Ξωτικό για την επιπόλαιη και αλαζονική παρορμητικότητα της νιότης και πότε τη νωχελικότητα ενός γερασμένου μυαλού που άργησε να αναγνωρίσει πως ο τροχός γυρίζει ταχύτερα από το δικό της βηματισμό.
Δεν της πρόσφερε κάθισμα και η Ιλίντιεν δε ζητιάνεψε να ξαποστάσει, μόνο στέκονταν εκεί, πλάι στην πόρτα, να αναμετρούνται με τα μάτια. Υπό άλλες συνθήκες, η Ζένθα θα προσπαθούσε να συζητήσει μαζί της. Ήταν πολύ έξυπνη για να μπλέξει σε αχρείαστες αψιμαχίες και η εγκράτεια στην πόζα της Ιλίντιεν έδειχνε πως γνώριζε τη βιογραφία της Πολεμίστριας που δε σπαταλούσε δυνάμεις. Εάν δεν είχε προηγηθεί η αποχώρηση του Αλάσσιου, οι συνεχείς διαμαρτυρίες και αντιρρήσεις που έφερε στη στάση των Σοφών, η Ζένθα θα ξεδίπλωνε το μεγαλοπρεπή χάρτη του Ήθεριντ στο κέντρο του δωματίου και θα εξέταζε την οπτική που είχε να προσφέρει η ιππίλαρχος Ιλίντιεν Άτρας για τη νέα απειλή που ξεφύτρωνε σαν δηλητηριασμένος κισσός. Θα εξηγούσε τη θέση της Ακαδημίας στους Πολεμιστές, τη συμφωνία περί ουδετερότητας, την προτεραιότητα που έχει η ασφάλεια των μαθητών και τον κίνδυνο που διατρέχουν από την παραβίαση των συμφωνιών που εξασφάλιζαν τη βιωσιμότητα της Ακαδημίας. Όχι όμως τώρα. Η Ιλίντιεν Άτρας δεν μπήκε στο γραφείο της για να διεκδικήσει εξηγήσεις για την όποια απειλή. Εισέβαλε με αγένεια, με θράσσος που η καταγωγή της τη γαλούχησε, για να υπερασπιστεί τη θεωρητική ανωτερότητα ενός μεσήλικα Ξωτικού που εξιδανίκευσε και θεοποίησε, όλα στο όνομα και στην τιμή της Θαλανίλ. Η Ιλίντιεν Άτρας δεν ήταν μέρος της Ακαδημίας, αλλά ένας ακόμη συνεργάτης, ένας κατάσκοπος ίσως, για την αρχαία πατρίδα ή ακόμη χειρότερα, για τον αδερφό της, τον πραγματικό τύρρανο.
Η Ιλίντιεν φλέγονταν, γλώσσες της παγερής φωτιάς της Οργής τάιζαν αγριωπό νέκταρ την ξεγυμνωμένη της ψυχή. Μπροστά της, η ενσάρκωση της σταθερότητας και της στενομυαλιάς. Ακίνητη, η Σοφός των Πολεμιστών την κοίταζε με πεποίθηση και ακαμψία βουνού που όσο κι αν λυσσάξει στις κορυφές του ο αέρας, αυτές δε θα λυγίσουν. Πριν ανοίξει με βία εκείνη τη σκαλιστή πόρτα, πριν πατήσει το πόδι της μέσα στο χώρο της Ζένθα, γνώριζε ότι δε θα μπορούσε να εκμαιεύσει απαντήσεις. Μπορούσε μόνο να τις ξεριζώσει. Οι απαντήσεις ήταν κρυμμένος ανθός και το πείσμα ρίζες ζιζανίου, χόρτο έναντι στο οποίο έπρεπε να βάλει όλη της τη δύναμη. Απαιτούνταν να σηκώσει το χώμα, να τραβήξει από δεξιά και αριστερά, αν ήλπιζε να φέρει στο φως τα άνθη που αναζητούσε. Δεν υπήρχε χρόνος να σπαταλήσουν πια. Με κάθε ανατολή ο κόμπος περιπλέκονταν. Άκρες ανυπολόγιστες προστίθονταν στη θηλιά του κι εκείνη, κάθε που έσφιγγε, κατέπνιγε ζωές, κατά κύριο λόγο αθώες. Με κάθε επιστολή, οι σελίδες της ιστορίας μαύριζαν και οι Σοφοί παρέμεναν αμέτοχοι, σταθεροί στην ασφάλεια και τα γηρατειά τους, ακλώνητοι στις θέσεις τους, στην υπευθυνότητα που έπρεπε να χρησιμοποιούν ως κινητήρια δύναμη και όχι ως μανδύα κύρους.
"Πρέπει να με ακούσεις!" πρώτη έσπασε τη σιωπή η Ιλίντιεν. Είχε μείνει σιωπηλή πέντε ημέρες. Είχε μείνει σιωπηλή σαράντα χρόνια. Το βιολετί κλείδωσε εξαγριωμένο στα καστανά μάτια που περιστοιχίζονταν από τις ουλές του πολέμου και του χρόνου. Έκανε ένα βήμα μπροστά.
"Δε χρωστάω να απαντήσω σε αλαζονικές προσταγές πριγκίπισσα." η απάντηση της Ζένθα ήρθε με φωνή που έμοιαζε με καλοτροχισμένο μέταλλο. Συμπαγές, γυαλιστερό, σκορπούσε σπίθες.
"Πρέπει επιτέλους να ακούσεις!" Η Ιλίντιεν επέμεινε με ένα ακόμη βήμα.
Η Ζένθα παρατήρησε πως η Πολεμίστρια δεν τσίμπησε και επέμεινε. "Αυτά που έχεις να μου πεις, τα έχω ξανακούσει." της απάντησε σε μία προσπάθεια να την αποθαρρύνει. Αντίθετα, κάτι φάνηκε να παίρνει μορφή στο απόκοσμο βιολετί της Ιλίντιεν, κάτι αιχμηρό και διαπεραστικό.
Ήταν σειρά της Ιλίντιεν να διεκδικήσει το δικό της κομμάτι στο έδαφος. Δύο δυνατά πόδια πήραν θέση στο πάτωμα με πρόθεση να μείνουν ακλόνητα ώσπου η Ιλίντιεν να πετύχει το σκοπό της. Η Ζένθα το αντιλήφθηκε.
"Αν ήρθες να μου ζητήσεις το λόγο που δεν απέτρεψε κανείς τον Αλλάσιο από την αποχώρηση, θα σου υπενθυμίσω πως σε αυτήν την Ακαδημία, ο Σεβάσμιος Θεραπευτής είχε πάντα αυτό που σας λείπει στη μεγαλοπρεπή σας πατρίδα, ελεύθερη βούληση. Και αν θεωρείς πως όφειλα να ακούσω τις προειδοποιήσεις του εξαιτίας της καταγωγής και της φήμης του, θα σου ξεκαθαρίσω πως δεν περίμενα ένα Ξωτικό να μου μάθει ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος."
"Μπορούσε να σου μάθει όμως να νοιάζεσαι κι εσύ και οι υπόλοιποι!"
"Ώστε πονάς...", διαπίστωσε με ειρωνεία η Ζένθα και χάρηκε με το πρώιμο θρίαμβό της. Ανταπέδωσε το σκληρό βλέμμα την Ιλίντιεν, με σκοπό να τοποθετήσει τον εαυτό της ψηλότερα από το ύψος του Ξωτικού.
"...και γι' αυτόν το λόγο δε θα σε ακούσω. Στη μέρα μου δεν υπάρχει χρόνος για φερέφωνα και ο στρατιώτης δε διαθέτει την ωριμότητα να κατανοήσει τη θυσία του Πολεμιστή, αδερφή του Ίλεθ." Το βέλος της Ζένθα βρήκε στόχο. "Εδώ σταματάς."
Αν η Ιλίντιεν φορούσε πανοπλία, τότε η αιχμή θα είχε βρει το ράγισμα στο μέταλλο και θα μπήγονταν στον αγκώνα. Δε θα τη σκότωνε, αλλά ο πόνος θα την τύφλωνε, θα αποσυντονίζονταν, η συγκέντρωσή της θα εξατμίζονταν. Τέτοιο βέλος έριξε η Ζένθα με τη διπλή προσβολή. Η Ιλίντιεν δεν ήξερε ποια αιχμή την πλήγωνε περισσότερο. Αυτή που η Ζένθα την αποκάλεσε στρατιώτη ή που της απευθύνθηκε ως αδερφή του Ίλεθ; Σε εκείνο το σημείο σταμάτησε, αφού πρώτα άνοιξε την κερκόπορτα για να ξεχυθούν σαν βρωμόνερα οι αμιβολίες.
Κάθε ανατολή, η Ιλίντιεν κάνει ένα βήμα προς τον ουρανό κι όμως ο άνεμος την αποκαλεί αδερφή του Ίλεθ. Κάθε ανατολή κατακτά ένα βουνό, σκοτεινό και απότομο, όπως η άβυσσος της καρδιάς της, κι όμως ο στρατιώτης δεν υπερβαίνει το φράγμα του Πολεμιστή. Απροσδιόριστα ρεύματα θυμού και απογοήτευσης στροβιλίστηκαν στη λίμνη της καρδιάς της. Τα νερά βάθυναν σε αποχρώσεις σκούρες μπλε. Κάθε ανατολή θα έχανε λίγη από τη λάμψη της για την Ιλίντιεν. Κάθε ακτίνα θα τη γεύονταν πικρή, διαποτισμένη από τη σκιά του Ίλεθ που εναγκάλιζε το κεφάλι της Ιλίντιεν με στενάχωρη πίεση. Ένα μέγεθος για όλους, όπως το κράνος του στρατιώτη.
Κατάλευκα, από την ένταση, δάχτυλα χαλάρωσαν, αποσύρθηκαν από τη γροθιά που στιγμές πριν συσπειρώνονταν. Γόνατα με γωνίες που αμβλύνθηκαν σε εγκατάλειψη της στάσης ετοιμότητας, αγκώνες που κατέβηκαν σε παραίτηση. Στρατιώτης, όχι Πολεμίστρια. Αδελφή του Ίλεθ, όχι Ιλίντιεν. Επιχείρησε να αντιμετωπίσει τη Σοφό των Πολεμιστών για να υπερασπιστεί ένα Ξωτικό που εξιδανίκευσε και θαύμαζε. Χωρίς να έχει κάτι νέο να προσφέρει, χωρίς να έχει επιχείρημα να εκφέρει. Το στέρνο της Ιλίντιεν έδειχνε πως οι κοφτές ανάσες της Οργής αντικαταστάθηκαν από βαθύτερες, μελαγχολικές εισπνοές. Τα σοφά μάτια της Ζένθα ζωγράφιζαν τον τρόπο με τον οποίο χαμήλωσε η Ιλίντιεν το κεφάλι στη Σοφό. Άλλη μία νίκη με οικονομία δυνάμεων.
Η Ιλίντιεν επιδίωξε να συγκρουστεί με την κορυφαία της Φατρίας, αλλά η Ζένθα μετατόπισε τη σύγκρουση στο εσωτερικό της υφιστάμενής της. Καταλάβαινε πως στα λόγια της σοφού υπήρχε μία αντίφαση που, η καλά στοχευμένη επίθεση ενάντια στους φόβους της Ξωτικοπολεμίστριας ύψωσε πυκνή ομίχλη, αρκετή για να συγκαλύψει την αλήθεια, εφόσον η Ιλίντιεν επέλεγε να παραμείνει άπραγη. Αλλά πού να πάει; Η ψυχική της αιμοραγία τη μετέτρεψε σε βραδυκίνητη πριγκήπισσα, παγιδεύμενη σε τοίχους απαξίωσης που ύψωσε η αυθεντία. Ανήμπορη, η εύθραυστη φιγούρα της ψυχής της κουλουριάστηκε στη σκιά του τοίχους για να περιμένει τη μοίρα της με παθητικότητα ταιριαστή σε άβουλα ζωντανά. Η ιδέα πως ήταν ακόμη ένας στρατιώτης, εύκολα διαχειρίσιμη από τους ανώτερους άνοιγε αμέτρητες, αόρατες πληγές στο ήδη καταπονημένο κορμί. Κάτω από τα δάκρυα του αναπόφευκτου πλανήθηκε μία ερώτηση, σχεδόν δεν ακούστηκε μέσα στο σκοτάδι.
"Γιατί με κάλεσαν τότε στην Ακαδημία;"Μία χαραμάδα εμφανίστηκε στο συμπαγές σώμα του τοίχους και από μέσα της διήλθε μία ηλιαχτίδα. Κέντρισε το ηττημένο πρόσωπο της Ιλίντιεν κι εκείνη, όσο αδύναμη κι αν κείτονταν στη γη, στράφηκε να την αντικρίσει. Στο διαπεραστικό, αλλά αδύναμό της φως αναπαράγονταν σκηνές από το παρελθόν, από το παρόν και το μέλλον. Η Ιλίντιεν άγγιξε τη χαραμάδα κι εκείνη διευρύνθηκε. Περισσότερο, παχύτερο φως ρίχτηκε στην άλλη μεριά του τοίχους. Στα μάτια της Ζένθα, ίσως και των υπόλοιπων, φαίνονταν ακόμη σαν στρατιώτης.
Όχι όμως για όλους. Εκείνος την εμπιστεύτηκε. Αυτό της είχε γράψει. Ναι, η Ιλίντιεν διέκρινε το νόημα των λόγων του. Δεν ήταν αστείο όσα της έγραψε, ούτε και εξομολόγηση αγάπης. Όχημα ήταν η αγάπη, αγωγός της εμπιστοσύνης.
Η χαραμάδα ξεχείλωσε κι άλλο, το φως εντονότερο.
Την εμπιστεύονταν, ο Άλαθας την εμπιστεύονταν. Ενάντια σε όλους του Σοφούς, ενάντια στο Βασιλιά και στον Ίλεθ, ο Σεβάσμιος Άλαθας Φίνλουεν εμπιστεύτηκε στην Ιλίντιεν τα μυστικά της τελευταίας του αποστολής.
Χαραμάδες εμφανίστηκαν κατά μήκος του τοίχου, η ομίχλη σάλευε με φόβο.
Η εμπιστοσύνη του σήμαινε μονάχα ένα, τη θεωρούσε ικανή. Στο στρατιώτη που στέκονταν με το κεφάλι σκυφτό μεταλαμπάδεψε την ευθύνη των μαθητών, του Ήθεριντ.
Τμήματα του τοίχους γκρεμίζονταν, ενώ στα μάτια της κοιμώμενης Ιλίντιεν ξυπνούσε μια νέα ανατολή.
Στη Λαζτάνα με τη μοχθηρή Κουναχυάντα έριξε το βάρος του κόσμου. Γιατί μπορούσε να το ζευτεί, επειδή μπορούσε να το αντέξει.
Το τείχος κατέρρευσε με απόκοσμο κρότο, οι ήχοι του αναδύθηκαν από τα άβαθα της προϊστορίας. Η πληγωμένη Ιλίντιεν βρήκε τη δύναμη να σταθεί ξανά. Στα ματωμένα πόδια της απλώνονταν μία λωρίδα ξηρής γης και γύρω κόχλαζαν βάλτοι. Ύψωσε τα βιολετί της μάτια σαν και κοίταξε, όχι μέσα από τον εαυτό της, αλλά μέσα από κάτι άλλο, οικείο και ταυτόχρονα διαφορετικό. Γνώριζε το δρόμο, πέρασε σε αυτόν μήνες μελέτης. Με κάποιο τρόπο ήξερε. Κι έτσι έκανε το πρώτο βήμα.
Η Ζένθα παρατηρούσε την αναχαιτισμένη μορφή της Ιλίντιεν να σκληραίνει και πάλι. Σαν να βυθίστηκε σε όνειρο και να επανήλθε, σαν να σταμάτησε για την Πολεμίστρια ο χρόνος. Τα μάτια τους διασταυρώθηκαν μόνο για μια στιγμή, το δευτερόλεπτο πριν το φράγμα σπάσει, έμπειρο καφέ και αναστημένο μωβ.
Η Ιλίντιεν έφτασε τη Ζένθα σαν πάνθηρας, νύχια αρπακτικού προτεταμένα, αποφασισμένα να σκίσουν το θύμα τους σε κομμάτια, όμως τα αντανακλαστικά της Σοφού παρέμεναν καλο-ακονισμένα. Είδε την Ιλίντιεν να διανύει την απόσταση με απάνθρωπη ταχύτητα, περισσότερο σαν τυφώνα, παρά σαν διαδοχή κινήσεων, αλλά μόλις η μορφή πήρε και πάλι σχήμα μπροστά της, η Ζένθα, που είχε σπάσει τις γυάλινες προθήκες πίσω από την καρέκλα της, πέταξε μια σφύρα στη μεριά της Ιλίντιεν. Η Πολεμίστρια ανταποκρίθηκε σαν από ένστικτο και έπιασε τη Σφύρα στον αέρα. Το βάρος της και η κίνηση στην οποία ήδη βρίσκονταν η Ιλίντιεν δεν της επέτρεψαν να πραγματοποιήσει χτύπημα, κάτι που έδωσε το απαιτούμενο δευτερόλεπτο στη Ζένθα να ανασύρει τη δική της Σφύρα.
Ζυγίστηκαν. Η Ιλίντιεν βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση με το ύψος της και το ακατάλληλο όπλο, γεγονός στο οποίο είχε καλά υπολογίσει η Σοφός. Αντίθετα με την αντίπαλό της, η Ζένθα κράδαινε ένα πιστό σύντροφο καλοζυγισμένο στα χέρια της. Η Ιλίντιεν μελέτησε το χώρο και την αντίπαλό της. Στη διαύγεια της Οργής, όλες οι πιθανές εκβάσεις ξετυλίγονταν με ακρίβεια στο νου του Ξωτικού. Στην περίπτωση που η Ιλίντιεν επέλεγε να πολεμήσει αμυντικά, θα ανέμενε την κίνηση της Ζένθα, η οποία δε θα έρχονταν ποτέ, σίγουρα όχι μέχρι τα χέρια της Ξωτικιάς λυγίσουν από την κούραση κι έτσι θα έχανε. Αν επέλεγε να κινηθεί επιθετικά, η Ιλίντιεν επιφορτίζονταν με την ανάγκη να ξεπεράσει τη Σοφό των Πολεμιστών στην ίδια της την τεχνική, καθώς η δύναμη από μόνη της δεν αρκούσε ενάντια στους Νάνους, κι έτσι θα έχανε.
Επιτέθηκε στη Σοφό με ένα ορμητικό χτύπημα από ψηλά. Σπίθες ξεπετάχτηκαν καθώς τα μέταλλα συγκρούστηκαν. Η κλαγγή της σύγκρουσης εκκωφαντική στο στενό χώρο. Η Ζένθα ανταπέδωσε με πλαγιοκόπηση, κάτι που η Ιλίντιεν αντιλήφθηκε γρήγορα και απέκρουσε με ταχύτητα, σε έναν αγώνα γρήγορης επικράτησης ή αργής συντριβής. Έκανε ένα βήμα μπροστά και κατέβασε τη σφύρα από απόσταση, με τα μακριά της χέρια για μοχλούς. Προσπαθούσε να εισέλθει στο χώρο της Σοφού, αλλά οι άμυνες της Ζένθα ήταν συμπαγείς σαν τη φυλή της. Η Ιλίντιεν επιχείρησε και πάλι να πιέσει, αλλά η Ζένθα αντεπιτέθηκε και παραλίγο να εκμηδενίσει την απόσταση στην οποία την κρατούσαν τα χέρια της Ιλίντιεν. Η ξωτικοπολεμίστρια αντιστάθηκε. Γλίστρησε η λαβή της σφύρας στις παλάμες της και απέκρουσε με βραχυμένο κράτημα.
Η Ιλίντιεν ευχαριστούσε τη Ζένθα για το παρολίγον χτύπημά της. Δε θα άντεχε να κρατά τη σφύρα με τα χέρια προτεταμένα για πολύ, είχε να φάει και να πιει πέντε ημέρες. Αν και ήταν λιγότερο κουραστικό, δε θα μπορούσε επίσης να συνεχίσει να μάχεται με κοντή λαβή ενάντια στη Σοφό, μιας και έτσι εξαναγκάζονταν να παίξει το παιχνίδι της. Ήδη αισθάνονταν τους μύες της να καίνε. Πάνω στη μάχη ξεκίνησε να αποπληρώνει το δάνειο που χρωστούσε στην ασιτία. Στέκονταν όρθια εις βάρος του οργανισμού της και ο κάματος, απαράλλαχτος για τους ζωντανούς κάθε Φυλής, απομάκρυνε μονάδες των δυνατότερων και ενεργοβόρων τμημάτων της Ιλίντιεν, τους μύες.
Σε αυτό το κυνηγητό ενάντια στο χρόνο και την κούραση, η Λαζτάνα επιτέθηκε με μία σειρά επιδέξιων χτυπημάτων. Οι καμπύλες των επιθέσεων διαγράφονταν ομαλότερα όσο συχνότερα επιτείθονταν, οι γωνίες των χτυπημάτων ξεκίνησαν να ταιριάζουν με την τοποθέτηση των ποδιών της Πολεμίστριας, σαν κομμάτια ενός τρισδιάστατου παζλ, που έπρεπε να σύρει προς την οπή, μέχρι να ταιριάξουν με τα υπόλοιπα μέρη. Ανταλλαγή μετά την ανταλλαγή, η Ιλίντιεν έπαψε να χειρίζεται τη σφύρα σαν ξένο σώμα, αλλά σαν μακρινό ξαδέρφι των μεγάλων τσεκουριών. Πέρασε σε μακρύ κράτημα για να αποφύγει την επέλαση της Σοφού. Έκανε ένα βήμα πίσω, αλλά την επόμενη στιγμή, λύγισε γόνατα, έστρεψε τους αστραγάλους μπροστά, ενώ η λαβη γλίστρησε και πάλι για να επιτεθεί με εγγύτητα. Οι οξυμένες της αισθήσεις απειλήθηκαν από ένα λήθαργο ύπουλο όμως. Η όραση θόλωσε. Την ώρα που απέκρουε την επόμενη ενισχυμένη επίθεση της Ζένθα, η οποία μάντεψε την αδυναμία της Πολεμίστριας, ο κόσμος δονήθηκε. Στο θολό της πεδίο, η μορφή του Αλλάσιου πήρε σάρκα και οστά με το χέρι προτεταμένο. Εκείνος που την είχε εμπιστευτεί. Πήρε δύναμη από την ανάμνηση και κλείδωσε την αντίπαλη σφύρα με τη δική της. Κανένας λήθαργος δεν ήταν αρκετός να τη σταματήσει. Η Σοφός αποσύρθηκε στο παράθυρο. Δεν άργησε να σπάσει το τζάμι καθώς απέφυγε ένα χτύπημα από το Ξωτικό. Η Ζένθα χαμογέλασε στον εαυτό της, γιατί είχε φέρει την Ιλίντιεν στο σημείο που ήθελε. Χωρίς να χάσει χρόνο, βρέθηκε στο περβάζι του πραθύρου με ένα σάλτο, ενώ το επόμενο χτύπημα της Ιλίντιεν συνέτριψε την κλειδαριά που το κρατούσε κλειστό. Η Ζένθα ετοιμάστηκε να πηδήξει. Το ξαφνιασμένο βλέμμα της Ιλίντιεν τη γέμισε με ακόμη μεγαλύτερη ζωντάνια.
"Νόμιζες είσαι η μόνη που διαφεύγει από τα παράθυρα;" είπε και βούτηξε.
Ραγίσματα εμφανίστηκαν στη σκληρή πέτρα γα να τονίσουν τον απόηχο του κερανυνού που στεφάνωσε το Άλμα της Αθλομάχης, επίδειξη εξουσίας, αλλά και αποτρεπτική προειδοποίηση για τους περίεργους μαθητές. Η Ιλίντιεν ακολούθησε με μία κραυγή ενθουσιασμού και πρόκλησης στο αγαπημένο της χόμπυ. Με αυτή τη βουτιά όμως δεν το έσκαζε, δεν έτρεχε να ξεφύγει από κανέναν. Αντίθετα, κυνηγούσε το χρόνο και μαζί του απαντήσεις. Τα τελευταία λόγια του Άλαθας ενοχοποιούσαν τον Ελντίν. Ο Ελντίν είναι φίλος της.
"Ζένθα πρέπει να με ακούσεις!" φώναξε και πάλι προς τη Σοφό, αλλά η απάντηση ήρθε με τη μορφή χτυπήματος.
Η Ιλίντιεν ίσα που το απέφυγε. Πάλεψε γερά να βρει την ισορροπία της, αφού η πτώση είχε καταναλώσει μεγάλο μέρος της ελάχιστης ενέργειάς της. Πριν λυγίσει, οι λέξεις βρήκαν δίοδο προς το συνειδητό. "
Ένας σκοτεινός οιωνός μας απειλεί όλους..." ήταν σαν της διάβαζε ο Άλαθας με φωνή που αψηφούσε το χώρο και το χρόνο. Η Ιλίντιεν έτριξε τα δόντια. Με καρπούς που πάλονταν από την ένταση, ύψωσε τη σφύρα για να αποκρούσει την επέλαση της Σοφού, όμως η Ζένθα δεν ολοκλήρωσε ποτέ την κίνησή της. Με ορμή που μόνο ένας Νάνος μπορούσε να διαθέτει, η Ζένθα άφησε την προσποίηση στη μέση. Έφερε τη δική της σφύρα προς το σώμα και έπειτα πλαγιοκόπησε την Ιλίντιεν που άργησε να αντιδράσει. Μέχρι να κατεβάσει το όπλο της για να αμυνθεί, η Σοφός πλησίαζε με το πλατύ μέταλλο τα πλευρά της Ξωτικιάς που έμειναν αφύλαχτα.
Η Ιλίντιεν προσγειώθηκε σχεδόν λιπόθυμη μερικά μέτρα μακριά, ενώ το όπλο που μόλις άρχισε να συνηθίζει, έπεσε αδέξια στο έδαφος. Αιχμηρά κομματάκια πέτρας αποκολήθηκαν από τη σύγκρουση και εκσφενδονίστηκαν προς κάθε κατεύθυνση, όπως και η αποφασιστικότητα της Ιλίντιεν. Ο κρότος του όπλου που εγκαταλήφθηκε διεύρυνε κι άλλο τον κλοιό των μαθητών που γίνονταν μάρτυρες σε αυτή τη μάχη τιτάνων.
"Κάντε πίσω!" ακούστηκε μια φωνή από μακριά. Ένας άνεμος έσπρωξε τους μαθητές πιο μακριά, ενώ αμέτρητα ζευγάρια μάτια εξέταζαν τη λευκή μορφή με ανησυχία και τρόμο.
Η Ιλίντιεν δεν αιμοραγούσε, παρά το ανυπέρβλητο χτύπημα που μόλις είχε δεχθεί. Το φόρεμα είχε σκιστεί στο σημείο που η σφύρα τη χτύπησε και αποκάλυπτε μία μεγάλη κοκκινίλα, αποτέλεσμα συσσωρευμένου Σθένους της Αθλομάχης. Τις επόμενες ημέρες αναμένονταν να μελανιάσει. Δεν την πονούσε όμως, όχι όσο πονούσε ο εγωισμός της που μελάνιασε χειρότερα. Στη σκέψη της αποστολής που ανέλαβε να φέρει εις πέρας στη θέση του Σεβάσμιου δαγκώθηκε και ποσπάθησε να συγκεντρωθεί. Διαπίστωσε πως η πτώση και ο κάματος της στέρησαν την όραση για λίγο. Δεν έβλεπε, μόνο άκουγε. Άκουσε το όπλο που χτύπησε στην πέτρα, άκουσε τα επιφωνήματα αιφνιδιασμού για τον αφοπλισμό της και εκείνα του θαυμασμού για τη Σοφό και την αστείρευτη δύναμή της, την εμπιστοσύνη που απέπνεε. Η Ιλίντιεν άκουσε τους τένοντές της να τρίζουν και τη φωνή του Άλαθας να χάνεται στον αέρα σαν αποστολή που η διωρία της χάθηκε προ πολλού. Πιο καθαρά από ποτέ, άκουσε τα σταθερά βήματα της Ζένθα να πλησιάζουν. Δεν ήταν ώρα να τα παρατήσει. Η Ιλίντιεν προσπάθησε να στηριχτεί στο χέρι της για να σηκωθεί ή έστω να καθίσει, αλλά το σώμα της δεν υπάκουγε. Προσπάθησε και πάλι, αυτή τη φορά με περισσότερο πείσμα, χωρίς να έχει αποτέλεσμα. Όσο κι αν πιέζονταν, το υπεράνθρωπο δώρο της Οργής την είχε εγκαταλείψει. Μπροστά στη Σοφό των Πολεμιστών δεν κείτονταν μία Πολεμίστρια, αλλά μία θνητή, απλά μία Ξωτικιά που μάχονταν να μην την καταπιεί η εξάντληση. Πήρε βαθιά ανάσα. Ακόμη και σαν απλή Ξωτικιά απαγορεύονταν να εγκαταλείψει την υπόσχεσή της.
"Τουλάχιστον άκουσέ με..." ψιθύρισε προς τη Ζένθα με κόπο. Έβαλε όλη της τη δύναμη να ψηλαφίσει το έδαφος γύρω, να καταλάβει που βρίσκονταν. Η Ζένθα γέλασε.
"Μέχρι εχθές σε θεωρούσα άξια. Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε μέχρι εχθές. Σχεδόν κέρδισες τη θέση σου στο Γκραχλ, αλλά την εγκατέλειψες πριν καλά καλά την εξασφαλίσεις. Είναι γνωστό πως οι Λαζτάνα υποστηρίζεστε, περίμενα καλύτερη κρίση από μέρους σου όμως."
"Δεν είπε ποτέ ψέματα!" φώναξε η Ιλίντιεν για να αιτιολογήσει ότι η τυφλή εμπιστοσύνη στον Άλαθας προέκυπτε επάξια, αλλά άφησε την αντίρρηση στη μέση. Ο αέρας μπροστά γέμισε από τον ήχο του μετάλλου που κινείται με μεγάλη ταχύτητα και την ίδια στιγμή, η Πολεμίστρια έψαξε βαθιά για τα τελευταία αποθέματα δύναμης. Η Ιλίντιεν έριξε το βάρος δεξιά και κατρακύλησε την ώρα που η σφύρα προσγειώθηκε με μεταλλικό θρίαμβο στο σημείο που κείτονταν πριν λίγο. Η όρασή της παρέμενε θολή.
"Ρομαντικές ιδεολογίες!" Η Ζένθα κατέβασε και πάλι τη σφύρα για να επικρατήσει στην Ιλίντιεν, αλλά η αντίπαλός της διέφυγε και πάλι. "Πρακτικότητα μηδέν!" Το όπλο της έσπασε και πάλι τις πέτρες του προαυλίου σε μία ακόμη έγκαιρη διαφυγή της Ιλίντιεν. Πόσες τις έμεναν ακόμη;
Η Ιλίντιεν αναλογίστηκε την κατάστασή της. Μολύβι τα άλλωτε ανάλαφρα πόδια της. Τα χέρια και το σώμα της πονούσαν πιο πολύ από ποτέ. Παρόλο που δεν είχε τραυματίσει κανένα από τα ζωτικά της όργανα χάρη στο Σθένος της Αθλομάχης, το χτύπημα της Ζένθα την άφησε με πλευρά ραγισμένα. Θα έπρεπε να προσπαθήσει να σηκωθεί. Μέσα της γνώριζε πως ακόμη κι αν έπεφτε, ο Άλαθας θα σηκώνονταν και πάλι. Αν στη θέση της γκρεμίζονταν ο Ίλεθ, θα ορθώνονταν κύριος του τραυματισμού του, όσο θανάσιμος κι αν ήταν. Όμως η Ιλίντιεν δεν ήταν ο Ίλεθ, στην κουρασμένη της καρδιά αμφέβαλλε αν της άξιζε να την αποκαλούν αδερφή του όταν δε μπορούσε να κάνει τη Σοφό της Φατρίας τους να δει. Σύννεφα μαύρα βάρυναν για άλλη μια φορά τις σκέψεις της, καθώς η σφύρα αλυχτούσε στο πλάι. Γιατί δε μπορούσε να πείσει τη Σοφό να την ακούσει; Τι περισσότερο έπρεπε να συμβεί για να δουν οι Σοφοί την αλήθεια, τον κίνδυνο που ελόχευε;
"Πώς μένετε άπραγοι μετά την αρπαγή του Αλμέρ;" έσπασε εν τέλει. "Ο Αλλάσιος προσπάθησε να σας προειδοποιήσει για να μην πονέσετε όπως πονάει! Έχασε το Δάσκαλό του!"
Αντί τα λόγια της να συνετίσουν τη Ζένθα, την εξαγρίωσαν ακόμη περισσότερο. Η όραση της Ιλίντιεν άρχισε να ξεκαθαρίζει και η πρώτη εικόνα που είδε ήταν μία εξοργισμένη Νάνος, στεφανωμένη από το θυμό και τη μεγαλοπρέπειά της να τρέχει καταπάνω στο Ξωτικό με τη δύναμη δέκα Πολεμιστών και κραυγή που πήγαζε από τα έγκατα των βουνών.
"Αδύναμη!" ούρλιαξε και σχεδόν εκσφενδόνισε τη σφύρα προς την Ιλίντιεν. Το χτύπημα ήταν τόσο βαθιά εμποτισμένο με θυμό που έχασε από μόνο του το στόχο.
"Αδύναμη!" Η Ιλίντιεν απόρρησε με την έκρηξη.
Βαριές ανάσες εγκατέλειπαν τα πνευμόνια της Σοφού, ένα μίγμα εξαγρίωσης και καταπόνησης, αλλά η μουδιασμένη Ιλίντιεν αντιλαμβάνονταν μόνο εχθρικότητα στο χνώτο της.
"Αδύναμη!" επανέλαβε. "Είστε όλοι ίδιοι! Δέσατε τα ιδανικά σας σε ένα πρόσωπο! Έδεσες τα ιδανικά σου σε ένα πρόσωπο! Δεν έχεις βούληση! Δεν έχεις θέληση! Δεν πολεμάς για εμάς! Πολεμάς για εκείνον!"
Η ένταση των λόγων της ενισχύθηκαν από τον υπόκωφο ήχο της επόμενης επίθεσής της.
"Σήμερα είσαι με το μέρος μας! Αν αύριο σε διατάξουν να επιστρέψεις στη Θαλανίλ, θα εγκαταλείψεις κάθε σου φίλο, κάθε άτομο που λες ότι αγαπάς και προστατεύεις!" Η Ζένθα παραλίγο να σφυροκοπήσει και πάλι την Ιλίντιεν.
"Δε θα σε ακούσω! Αρνούμαι να σε ακούσω! Ότι έρχεται από τα Ξωτικά είναι στρεβλές πληροφορίες! Πολεμάς γα εκείνον! Όχι για εμάς! Μόνο για εκείνους! Μάχεσαι για το σφετεριστή του Ήθεριντ, τον Ίλεθ Άτρας και όταν θα φέρει το θάνατο μέσα από το διχασμό, θα σταθείς στο πλευρό του αδερφή του Ίλεθ, πάνω από τα πτώματα των μαθητών που σε εμπιστεύτηκαν!"
Η σφύρα κατέβηκε με ορμή χειμμάρου στο κεφάλι της Ιλίντιεν. Πάγωσε ο χρόνος. Η αυλή της Ακαδημίας χάθηκε από το οπτικό της πεδίο. Μπροστά της πεδιάδα και μακριά ένα μαρμάρινο ύψωμα. Τα ερείπια της Σοβέης. Η Ιλίντιεν εισέπνευσε με βία τον καπνισμένο από καμμένη σάρκα και αίμα, αέρα. Λεπίδες διασταυρώνονταν ακόμη στο υπόβαθρο. Κόκκινο το χώμα, είχε βαφτεί από το αίμα χιλιάδων υπερασπιστών στα ασημοπράσινα. Ο συνασπισμός της Ακαδημίας. Ένα χρώμα για τις πανοπλίες τους, κοινό χρώμα για το αίμα τους κι ας προέρχονταν από διαφορετικές Φυλές. Το βλέμμα της έπεσε σε ένα πτώμα χωρίς χαρακτηριστικά και ρόμπες κοκκινισμένες. Το μόνο του διακριτικό, μακριά πράσινα μαλλιά που κατέληγαν σε φούξια. Η Ιλίντιεν έφερε το χέρι στο στόμα για να πνίξει το λύγμο. "Όχι Μητέρα!" Δυο ακόμη κορμιά κείτονταν παραπέρα. Το χέρι του ενός είχε μείνει στη μέση της μεταμόρφωσης. Από το άλλο έμενε μόνο ένα σκουλαρίκι με αμέθυστο. Η Ιλίντιεν βόγγηξε και ακολούθησε το μονοπάτι του θανάτου. Μια ομάδα παιδικών σωμάτων έπεσαν μαζί στη μάχη. Κορίτσια με μαλλιά γαλάζια, με σώματα μικρά και καμμένα, μία με το κεφάλι ξυρισμένο. Σε μικρή απόσταση ένας άνδρας και μία γυναίκα μπρούμυτα. Η στάση τους έδειχνε πως προστάτευαν την ομάδα. Έπεσαν εκεί, πιασμένοι χέρι χέρι ακόμη και στο θάνατο. "Γιατί;" ψιθύρισε, αλλά οι λυγμοί έπνιξαν τα λόγια της, "γιατί;" Η Σοβέη φλέγονταν και πάλι. Τη μαγνήτισε. Η Ιλίντιεν προχώρησε. Αναζητούσε ζωντανούς, κάποιοι έπρεπε να είχαν επιβιώσει. Όποια ελπίδα κι αν είχε θρυμματίστηκε μόλις τα μάτια της αντίκρισαν ένα μακελειό ατέλειωτο. Στρατιώτες με σπασμένες πανοπλίες είχαν διασκορπιστεί σε όλες τις μεριές, σαν από έκρηξη. Ένα Ξωτικό με μαλλιά ασημένια και ένας Νάνος, όχι, μία Νάνος πέθαναν διαμελισμένοι, αλλά μαζί. "Όχι!" Από τα χείλη της διέφυγε απαρηγόρητη κραυγή τη στιγμή που μέσα στα πτώματα ξεχώρισε μπλε μαλλιά. Έτρεξε γρήγορα προς εκείνο το σημείο. "Σαγιάνε! Σαγιάνε!" Η Ιλίντιεν απομάκρυνε πτώματα από το σωρό, για να απελευθερώσει το σώμα της φίλης της, εκείνη που αποκαλούσε αδερφή της. Τα κατάφερε. Θώρακας ποδοπατημένος και το μπράτσο της απλωμένο, σαν να προστάτευε. Αλλά ποιον; Λίγο πιο δίπλα, το φως σκεδάστηκε σε τσαλαπατημένα, κόκκινα μαλλιά. Η Ιλίντιεν άγγιξε το κεφάλι στο αιματοβαμμένο έδαφος για να τιμήσει τον ηρωισμο της φίλης της. Δεν κοίταξε καν προς τους Προστάτες μακριά δεξιά, ήξερε τι θα αντίκριζε. Κρατησε το βλέμμα κάτω... και τότε είδε τα ρούχα της. Η Ιλίντιεν δε φορούσε ασημοπράσινα. Δε φορούσε καν πανοπλία. Το φόρεμά της λευκό, πένθιμο. Το φόρεμα με το οποίο αποχαιρέτησε το Ντούριλ.
Το όραμα την έσπρωξε μπροστά, την ανάγκασε να κινηθεί. Πήρε μαζί της μια χούφτα χώμα και συνέχισε. Ελάχιστοι στέκονταν. Ψήλα, επάνω στο λόφο, τα πτώματα των εχθρών σχημάτιζαν ανάχωμα. Όλα κομμένα, όλα στραπατσαρισμένα, όλα από μία λεπίδα. Ο άνδρας βρυχήθηκε ενάντια στους Θεούς και όρμηξε στο επόμενο κύμα. Φορούσαν μαύρα και το θώρακα κοσμούσε ένα αστέρι. Δεν ήταν το έμβλημα του Άρθερ. Το αστέρι είχε ακτίνες επτά. "Μέλκορ!" Η Ιλίντιεν ξεκίνησε να τρέχει, αλλά το όραμα δεν την άφηνε. "Μέλκορ!" Δίπλα στον άνδρα στάθηκε ακόμα μια φιγούρα, με ηθικό σπασμένο και τρίαινα που γυάλιζε από αίμα. Η Ιλίντιεν κατέβαλε τιτάνια προσπάθεια να τους φτάσει, χωρίς να κινείται βήμα. "Μέλκορ!"
Στο πλάι της, μία φιγούρα ξένη, αλλά ταυτόχρονα γνώριμη πήρε μορφή, αν και παρέμενε άϋλη. "
Για ποιους πολεμάμε;" τη ρώτησε. Η Ιλίντιεν έχασε τη μιλιά της, κυρίως από τη μορφή που της απηύθυνε το λόγο. Ήταν μία Ξωτικιά, αρκετά κοντύτερη, αλλά γεροδεμένη. Είχε τα μαύρα, μακριά μαλλιά που η Ιλίντιεν γνώριζε, τα ίδια, μεγάλα μωβ μάτια, τις ίδιες γωνίες. Στο δεξί ώμο φορούσε το μικρό λάβαρο του Σύμβουλου του Βασιλιά. Κι όμως, η Ιλίντιεν δεν ανακαλούσε το όνομα της γυναίκας που μιλούσε. Η Ξωτικιά που θα μπορούσε να είναι παραλλαγή της Ιλίντιεν, έγνεψε με κατανόηση. Από το λαιμό της τράβηξε ένα μενταγιόν σιδερένιο που κατέληγε σε μια πλακέτα. Πάνω της βρίσκονταν σκαλισμένο το Τάρι και στο κεφάλι του η κορώνα. Κι όμως, το οικόσημο φαίνονταν τόσο διαφορετικό, τόσο... αρχαίο.
"Ο χρόνος μας πιέζει", εξήγησε με ακατανίκητη ψυχραιμία η γυναίκα και ρώτησε πάλι την Ιλίντιεν, η οποία απάντησε ότι πολεμούν για τη Μητέρα. Η γυναίκα έγνεψε και πάλι. Αυτή τη φορά ρώτησε ποιοι ανήκουν στη Μητέρα. Η Ιλίντιεν δίστασε για λίγο. Η πρώτη απάντηση θα μπορούσε να ανήκει στον Ίλεθ, γι' αυτό και δεν την πρόφερε ποτέ. Δε χρειάστηκε όμως να ψάξει μέσα της. Η απάντηση ήταν εκεί. "
Όλοι" σκέφτηκε και πριν μιλήσει, η γυναίκα εξαϋλώθηκε.
Ακατάπαυστη βροχή από βέλη χτύπησαν την κορυφή του λόφου. Ο άνδρας έβαλε την πλάτη του μπροστά. "Μέλκορ! Μέλκορ Μη!" Η Ιλίντιεν άπλωσε το χέρι της για να φτάσει τους άνδρες. Εκείνη τη στιγμή, δύο λεπίδες κινήθηκαν προς το νεαρό. "ΟΧΙ!"
Η όραση πυρακτώθηκε στα μάτια της Ιλίντιεν, έτσι όπως αναζοπυρώθηκε μέσα της η Οργή. Πριν το πολεμικό σφυρί της Ζένθα προσγειωθεί στο κεφάλι της, η Ιλίντιεν σήκωσε το αριστερό της πόδι και το έφερε με υπεράνθρωπη δύναμη στο γόνατο της Σοφού, η οποία έχασε για πρώτη φορά την ισορροπία της. Η σφύρα έχασε το στόχο της και η Ιλίντιεν δραπέτευσε άλλη μία φορά, για να σηκωθεί όρθια, σαν να επανήλθε από τους νεκρούς. Στα μάτια της, η Σοφός δεν είδε ήττα, αλλά κάτι διαφορετικό, είδε πεποίθηση.
Χωρίς να περιμένει, η Ιλίντιεν αναχαίτισε τη φόρα της Σοφού με μία μανούβρα. Ήρθε πιο κοντά στο δικό της όπλο, αλλά δε μπορούσε ακόμη να το φτάσει. Η Ζένθα, παρασυρμένη από τη δική της λύσσα, όρμηξε χωρίς να υπολογίζει τίποτα, η επανάκαμψη της Ιλίντιεν την είχε γεμίσει με νέα θέληση να την κατατροπώσει. Έτσι, έσφιξε τα χέρια γύρω από τη λαβή του ακατανίκητου όπλου της και στόχευσε κατευθείαν στο Ξωτικό. Η Ιλίντιεν γονάτισε και γλίστρησε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Άρπαξε το όπλο της, που τώρα φάνταζε πιο βαρύ από ποτέ και γύρισε να αντιμετωπίσει τη Ζένθα που ανασυγκροτήθηκε σε επιθετική στάση. Οι δύο Πολεμίστριες επιτέθηκαν ταυτόχρονα. Οι σφύρες υψώθηκαν και ξεκίνησαν την πορεία τους για πλάγιο χτύπημα. Η Ζένθα επανέλαβε την προσποίησή της. Πριν ξεκινήσει την κίνηση, άλλαξε κατεύθυνση και έφερε τη σφύρα πάνω από το κεφάλι, όμως ούτε η Ιλίντιεν επιτέθηκε ποτέ. Την ίδια στιγμή που η Ζένθα άλλαζε στάση, άφησε τη σφύρα από τα χέρια της. Περιστράφηκε στο δεξί της πόδι σαν αστραπή και με το αριστερό, χτύπησε τη Ζένθα στη μέση, καθώς βρέθηκε πίσω της. Η Σοφός σκουντούφλησε μπροστά, αλλά η Ιλίντιεν δε σταμάτησε. Με τη σφύρα δε μπορούσε να κερδίσει εκείνη τη μάχη. Έπαψε να πολεμά με τους όρους της αντιπάλους της τη στιγμή που αποφάσισε ότι έπρεπε να κερδίσει, έπρεπε να εισακουστεί. Όχι για τα Ξωτικά, όχι για τον Αλλάσιο. Ο Σεβάσμιος ήταν η σπίθα, αλλά η Ιλίντιεν ήταν η φλόγα. Δεν πολεμούσε καν για τον εαυτό της. Οι Άτρας ήταν δοχεία, δοχεία και πρόμαχοι της Μητέρας. Πολεμούσαν για τα παιδιά της, είναι η λεπίδα των αδύναμων. Η Ιλίντιεν γρονθοκόπησε τη Ζένθα δίχως έλεος και στόχος της ήταν πάντα οι αρθρώσεις. Κάθε χτύπημα στερούσε από τη Σοφό και λίγη από την αλαζονεία της. Την είχε κρίνει λάθος. Την είχε κρίνει σύμφωνα με την εμφάνιση και αρνούταν να δει πως εκείνα τα χτυπήματα της Ιλίντιεν ήταν για να προστατέψουν τη Χελένα και την Αλέξα, την Άρυα και τη Μοργκέιν, τη Σολ, την Ιντούν. Το πέλμα της βρήκε στα πλευρά της πρεσβύτερης Πολεμίστριας. Εξαπέλυσε όλη της τη δύναμη με μία κραυγή, γιατί με αυτή τη δύναμη είχε επιφορτιστεί να προστατέψει τη Σαχρά, την Κέννα και το Βαλύριον που θα του τις έβρεχε και πάλι. Ανάθεμα, η επόμενη γροθιά, δυνατότερη από τις υπόλοιπες, ήταν για την Άρντα. Δεν είχε νόημα να ζει σε ένα κόσμο χωρίς Νάνους και χοντροκομμένα αστεία. Χωρίς τη μαγεία των φίλων της. Ακατάπαυστη βροχή από βέλη εξαλύθηκαν προς το λόφο. Η Ιλίντιεν έσκισε τον αέρα με την ιαχή της και οι μαθητές σχεδόν σκόρπισαν όταν είδαν τη Σοφό τους να προσγειώνεται με την πλάτη της προς την κατεύθυνσή τους. Η τρίαινα τρεμόπαιξε. Πριν προλάβει η Ζένθα να σηκωθεί, η Ιλίντιεν είχε στα χέρια της και πάλι τη σφύρα. Έτσι όπως η αντίπαλος της ράγισε τα πλευρά, η Ιλίντιεν της θρυμμάτισε κάθε άμυνα. Η τρίαινα σταθεροποιήθηκε.
Στην αυλή της Ακαδημίας Ράζναρυ, η Ιλίντιεν κράτησε σφιχτά τη σφύρα κοντά στο πρόσωπο της Σοφού, έτοιμη για την τελειωτική επίθεση.
"
Ήρθε η ώρα να με ακούσεις!" βρυχήθηκε και τα τζάμια ράγισαν.
https://youtu.be/pICAha0nsb0[Ολοκληρώθηκε]