Νύχτωσε νωρίς. Μακρύτερες έπεφταν οι σκιές στις παρυφές του δάσους. Το νερό της λίμνης μελάνιασε σαν να αγρίεψαν τα φιλόξενα νερά της. Σίγασαν οι κάτοικοι της ημέρας, αποσύρθηκαν φοβισμένοι στα λαγούμια και τις φωλιές τους. Σύντομα, το δάσος θα γέμιζε με ιπτάμενους κυνηγούς, επάγρυπνοι να περιπολούν από φυλλωσιά σε φυλλωσιά για μικρά, ξεστρατισμένα ζώα. Μόναχα μια σκιά διάβηκε το σούρουπο με καμάρι. Η σκιά εκείνη δεν έκρυβε φόβο στην καρδιά. Είχε δει το φόβο, στο φόβο και το σκοτωμό κάλπασε με ρώμη, βγήκε θριαμβευτικά από το θανατικό. Βγήκε από το δάσος νωχελικά, αγνοώντας επιδεικτικά τους σερνόμενους και ιπτάμενους κινδύνους του, δεν το είχε σε τίποτα να τους ποδοπατήσει. Πλησίασε την όχθη, εκεί που το άλλο της μισό ίσα που ανάσαινε μαρμαρωμένο. Έγειρε μπρος τη μουσούδα, ξεφύσηξε στα μαύρα μαλλιά. Απαλά, έδωσε στοργή και πήρε χάδι. Η Ιλίντιεν σηκώθηκε. Πέταξε το τραχύ της φόρεμα και το γήινο πέπλο. Βάδισαν πλάι πλάι άλογο και ξωτικό, μέχρι που το νερό της λίμνης έφτανε στο πιγούνι. Δε χαίρονταν, δεν έπαιζε κανείς. Στέκονταν βουβοί εκεί, αγγίζοντας τα μέτωπά τους.
Εξαγνισμένοι πια, βγήκαν στην ακτή. Η Ιλίντιεν ντύθηκε παρόμοιο φόρεμα στα χρώματα των πευκοδασών της Θαλανίλ. Ίδιο το πέπλο, ακόμη παχύ. Μπροστά τους, ένα κερί ζωντάνεψε για να τους κρατήσει συντροφιά, ψυχοπομπός που οδηγεί τα πνεύματα των αγαπημένων στην ασφάλεια. Ο Ουρουφίνουε κάθισε στα δεξιά της Ιλίντιεν χωρίς να σκοπεύει να σηκωθεί. Ακούμπησε το σαγόνι του στο κεφάλι της θλιμμένος.
«Το έχουμε ξανακάνει φίλε μου», ψυθίρισε η Ιλίντιεν για πρώτη φορά μετά από ώρες, «ακριβώς όπως με το Ντούριλ»
Ξεκουράστηκε μέχρι να την καλέσει η αυγή. Πριν ξεκινήσει το διαλογισμό της πότισε και πάλι το μέρος που φύτεψε το σπόρο και επέστρεψε στο διαλογισμό της σιωπηλή.
~
Δέος και ησυχία στη βασιλή σάλα. Γονατισμένη η Ιλίντιεν προσφέρει τις υπηρεσίες της στο Βασιλιά των Ξωτικών, τον Εκλεκτό. Ζητά άδεια και επίσημα να περάσει την υπέρτατη Δοκιμασία, να κατακτήσει τα Βουνά της Δόξας. Το ταξίδι αυτό επιτρέπονταν σε Πολεμιστές που είχαν αποδείξει τον εαυτό τους, σε εκείνους που έδειχναν ζήλο ή διέθεταν τεράστιες δυνατότητες. Η Ιλίντιεν είχε επιδείξει και τα τρία όσο ακόμη φοιτούσε στην Ακαδημία της Θαλανίλ. Της έμεναν δύο σημαντικές προκλήσεις όμως, η κατάκτηση της Οργής και η υπέρβαση του Ίλεθ. Φυσικά, ο μεγάλος αδερφός είχε επίσης κατακτήσει τα Βουνά της Δόξας στα χρόνια της. Η Ιλίντιεν δε μπορούσε να αφήσει την ευκαιρία να περάσει έτσι, διακινδυνεύοντας να τη χαρακτηρίσουν κατώτερη του αδερφού.
Η διαδικασία ήταν απλή. Ο υποψήφιος θα περνούσε ένα μήνα στα Βουνά, με στόχο να φτάσει στην κορυφή. Μαζί του θα είχε ένα όπλο της επιλογής του, ένα χειμωνιάτικο μανδύα που χρησίμευε επίσης σαν βραδυνό σκέπασμα, ένα παγούρι και μία τσακμακόπετρα. Ο υποψήφιος αποτύγχανε εφόσον περνούσε ο μήνας και δεν είχε φτάσει στην κορυφή, εάν εγκατέλειπε ή εφόσον πέθαινε. Οι κανονισμοί όριζαν επίσης ότι ο υποψήφιος θα συνοδεύονταν από ένα άτομο που είχε κατακτήσει τα Βουνά της Δόξας στο παρελθόν. Ο ρόλος του συνοδού διπλός. Λειτουργούσε σαν κριτής και μάρτυρας του υποψήφιου, έτσι ώστε να αναφέρει την πρόοδό του με το πέρας της δοκιμασίας. Συνόδευε επίσης και ως Οδηγός. Ο συνοδός δεν είχε το δικαίωμα να μιλά, να κατευθύνει ή να βοηθά τον υποψήφιο σε οτιδήποτε, αλλά είχε τη δυνατότητα να επέμβει μέχρι και δύο φορές, εφόσον κρίνονταν απαραίτητο. Ο συνοδός μπορούσε να προέρχεται από τη Φατρία των Πολεμιστών, των Αλχημιστών ή των Θεραπευτών. Τα Βουνά της Δόξας ήταν κοινή κατάκτηση για τους σκληροτράχηλους Πολεμιστές και Αλχημιστές, αλλά και για όσους Θεραπευτές ήθελαν να πιέσουν τον εαυτό τους πέρα από τα κοινά όρια, αναζητώντας τα σπανιότερα βότανα που φύτρωναν μόνο σε εκείνες τις κορυφές. Και οι τρεις Φατρίες διεκδικούσαν τον τίτλο του Άριστου.
Στη Βασιλική Αίθουσα με τους κρεμαστούς, διάφανους κρυστάλλους και τις πλατινένιες κουρτίνες είχαν συγκεντρωθεί οι Άριστοι της Θαλανίλ, απαντώντας στο κάλεσμα του Βασιλιά, όπου κι αν βρίσκονταν στον Ήθεριντ. Αριστερά παρατάχθηκαν οι Αλχημιστές. Άμρα Νάελεθ, Κάλαρελ Κελβάρις, Ράλνορ Ίαρμις, Μέριελ Ύλασυς, Λυάρι Σμάλντυ ήταν μερικοί μόνο από αυτούς που γνώριζε. Δεξιά, συμβολίζοντας την αιώνια υποστήριξη, οι Θεραπευτές. Όριμ Ουλανέλις, Τάνυλ Νάερικ, Λάζιαρ Πέρβαλουρ, Άλαθας Φίνλουεν. Οι Πολεμιστές, πιστοί στο συμβολισμό της προστασίας, στέκονταν εκατέρωθεν της πόρτας. Λάρελ Κρισλάνα, Έλροαν Γιελβίρε, Ίλμπριεν Χέργκολορ, Γκάλαν Χελέτρις, Ντούριλ Νολάριον, Ίλεθ Άτρας. Ο Ίλεθ απουσίαζε.
«Καλύτερα», σκέφτονταν συνεχώς η Ιλίντιεν, που προτιμούσε να περάσει μόνη της τη δοκιμασία, παρά να τη συνοδέψει ο Ίλεθ. Μέρα με τη μέρα γίνονταν καταπιεστικότερος, εριστικός και φανατισμένος.
Ο Βασιλιάς ξεκίνησε τη διαδικασία. «Άριστοι. Στη δόξα του Βασιλιά προσφέρει με αυταπάρνηση τις υπηρεσίες της αυτή η Πολεμίστρια. Κρίθηκε Άξια για το ήθος, τα ανδραγαθήματα και την πίστη στα ιδανικά.»
«Άξια!» αναφώνησαν οι Άριστοι ακολουθώντας την αποδοχή του Βασιλιά.
«Σήμερα ζητά να κριθεί γενναία και Άριστη, απαρνούμενη τον εαυτό της για τη λαμπρή Ιστορία της Θαλανίλ. Αποδέχομαι την προσφορά σου, εγώ ο Έλντρεντ Εννάλα Γ’ ο Απαστράπτων και καλώ τους υποψήφιους Συνοδούς.»
Σιγή επανήλθε στην αίθουσα.
«Από τους Αλχημιστές, Ράλνορ Ίαρμις». Ο συγγενής του Άιραμ έκανε βήμα μπροστά «Κρίνεις τον εαυτό σου Άξιο Συνοδό;»
«Πες όχι, πες όχι, πες όχι, πες όχι, πες όχι, πες όχι»
«Όχι Εκλεκτέ»
«Ναι!»
«Άμρα Νάελεθ» η κατάξανθη ιδρύτρια του τάγματος της Φωτιάς έκανε ένα βήμα μπροστά.
«όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι,όχι»
«Όχι Εκλεκτέ»
«Ναι Θεά!»
«Από τους Θεραπευτές, Λάζιαρ Πέρβαλουρ»
«Άλαθας Φίνλουεν, Άλαθας Φίνλουεν, Άλαθας Φίνλουεν, Άλαθας Φίνλουεν, Άλαθας Φίνλουεν»
«Όχι Εκλεκτέ»
«Άλαθας Φίνλουεν, Άλαθας Φίνλουεν, Άλαθας Φίνλουεν», η Ιλίντιεν σχεδόν ψιθύριζε τις σκέψεις της
«Άλαθας Φίνλουεν». Ο Αλλάσιος έκανε ένα βήμα μπροστά.
«δέξου, δέξου, δέξου, δέξου, δέξου, δέξου, δέξου, δέξου, δέξου»
«Όχι Εκλεκτέ»
«Ω Θεά, γιατί φτύνεις κατάμουτρα ετούτη εδώ τη δούλη;»
Οι βαριές πόρτες άνοιξαν διάπλατα πριν ειπωθεί το επόμενο όνομα. Η Ιλίντιεν δεν κουνήθηκε, ούτε και οι Άριστοι. Τα μάτια τους όμως γύρισαν με περιέργεια και φθόνο για να διαπιστώσουν ποιος βλάσφημος τολμούσε να διακόψει το Βασιλιά σε τόσο κρίσιμη στιγμή. Αιθέρια, ο μανδύας του θρόιζε σε κάθε βήμα και οι ήχοι από το πάτημα της ασήκωτης, σιδερένιας μπότας έσπαζαν τη μονοτονία της σιωπής.
«Τα σέβη μου, ω Εκλεκτέ», η βελούδινη, μπάσα φωνή διαπότισε την αίθουσα με την ακαταμάχητη χροιά της, θρυματίζοντας όποια υπόνοια ύβρης πλανιόταν στην ατμόσφαιρα.
«Συγωρέστε την αργοπορία αυτού του ταπεινού υπηρέτη καθώς απέκρουε άλλη μία παραβατική μετακίνηση των Νάνων», ο εισβολέας υποκλήθηκε υποδειγματικά. Ύστερα, τίναξε το μανδύα και ορθώθηκε περήφανα δίπλα στη γονατισμένη Ιλίντιεν.
«Επιτρέψτε μου να σας εξοικονομήσω πολύτιμο χρόνο για τα καθήκοντά σας Εκλεκτέ. Δε θα μπορούσα να μην κριθώ Άξιος για την τιμή του Συνοδού της ίδιας μου της αδερφής. Παραχωρήστε μας την τιμή ο οίκος Άτρας να σας αποδείξει επανηλλειμένα την αφοσίωσή του.»
«Ωραία! Την πατήσαμε! Πικρό της μάνας μου φιλί στο αγένητο παιδί σου, Ήθεριντ δε με ήθελες, ξυπνώ στη μαύρη αυγή σου...»
Ο Βασιλιάς δεν το σκέφτηκε πολύ. «Ίλεθ Άτρας, χρίζεσαι Συνοδός!»
~
Στην αυλή των Φίνλουεν επικρατούσε κοσμοσυρροή. Η έπαυλη ήταν στολισμένη με λουλούδια από τη σκεπή ως τα θεμέλια. Μουσική ακούγονταν από την πίσω αυλή. Γέλια και χαχανητά από το εσωτερικό και τα μπαλκόνια σηματοδοτούσαν τη χαρά που γιόρταζε η οικογένεια εκείνη τη μέρα.
Τα αδέρφια Άτρας έφτασαν στην είσοδο. Μία καμάρα από ορτανσίες τους υποδέχτηκε. Ο Ίλεθ, το αρχέτυπο της Θάλανιλ στέκονταν αγέρωχος και γοητευτικός, ντυμένος σε βαθύ μπλε. Τα μαλλιά του καλοχτενισμένα και στιλπνά, αναδείκνυαν τις υπέροχες γωνίες του. Μάτια βιολετί φωτίζονταν, κάνοντας αντίθεση με το λευκό της επιδερμίδας του. Δίπλα του η εικοσάχρονη Ιλίντιεν. Η αδερφή του, σαν να τους είχε δημιουργήσει ο ίδιος ζωγράφος, μόνο που τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε ψηλή κοτσίδα. Μικρά διαμαντάκια πλέκονταν στο δικό της μαύρο-μπλε, αγκαλιάζοντας με μια αιθέρια λάμψη το σημείο που τα μαλλιά της ανασηκώνονταν. Καρφίτσα με αμέθυστους στόλιζε τη βάση της κοτσίδας. Ο Ίλεθ της είχε κάνει δώρο ένα πανέμορφο φόρεμα στο χρώμα του αγαπημένου της λουλουδιού, του Υάκινθου. Στα μανίκια και το στήθος λαμπύριζαν διάφανοι κρύσταλλοι, που διοχέτευαν τη λάμψη του ανοιχτού ιώδους. Οι κρύσταλλοι, δεμένοι πάνω σε παγέτες, κατηφόριζαν στη μέση της, όπου σχημάτιζαν μια πανέμορφη ζώνη, αναδεικνύοντας τις καμπύλες του σώματός της, όπου πρόσφατα άρχισε να ωριμάζει. Μία καμπάνα με στρώσεις από ακριβό τούλι, διάσπαρτο με τα ίδια κρύσταλλα έφτανε ως τους αστραγάλους της και ένα ζευγάρι ταιριαστές γόβες τελευταίας μόδας είχαν φτάσει μαζί με το φόρεμα. Την εμφάνιση ολοκλήρωνε ένα υπέροχο ζευγάρι κρεμαστά σκουλαρίκια από χαλαζία και ροζ αχάτη. Η νεαρή Ιλίντιεν έδειχνε πιο εκθαμβωτική και παράλληλα, πιο άβολη από ποτέ.
«Σταμάτα να ξύνεσαι!» ψυθίρισε ο Ίλεθ πριν εισέλθουν στην έπαυλη
«Αυτές οι παγέτες με φαγουρίζουν» είπε και έξυσε έντονα τη μέση της, όσο κανείς δεν την έβλεπε.
«Κάτω τα χέρια!»
Η Ιλίντιεν αποκρίθηκε στη διαταγή ενστικτωδώς, αλλά μετά τον κοίταξε με ύφος ξινισμένο.
«Μην περπατάς γρήγορα, δε μπορώ να περπατήσω με αυτά τα παλιοπάπουτσα!» διαμαρτυρήθηκε
«Ω θεοί, γιατί μου στείλατε αυτό το παιδί; Αυτά τα παλιοπάπουτσα στοιχίζουν μια περιουσία, όπως και το φόρεμα επίσης. Πρόσεχε να μην τα χαλάσεις!»
Έπιασε την Ιλίντιεν να προσπαθεί να ξύσει αδέξια το κεφάλι της σε μια προσπάθεια να χαλαρώσει την ένταση. Το ύφος του Ίλεθ ήταν γεμάτο αποδοκιμασία.
«Τιιιιιιιιιι;;;; Με σφίγγει η κοτσίδααααα!»
Τα αδέρφια Άτρας έφτασαν στη μπροστινή αυλή με κόπο. Μόλις εκατό μέτρα περπάτημα, η Ιλίντιεν γκρίνιαζε ότι ο αδερφός της έτρεχε και σχεδόν κούτσαινε στις γόβες, ενώ ο Ίλεθ την τραβούσε, προσπαθώντας παράλληλα να κρατήσει ένα αξιοσέβαστο ρυθμό και τη μύτη του ψηλά. Τους υποδέχτηκε η Νέσσα Φίνλουεν, η γλυκύτατη μητέρα του Άλαθας. Η γυναίκα τους καλοσώρισε με πραγματική χαρά και τους είπε να περάσουν μέσα.
«Συμπεριφέρσου σαν κυρία!» είπε χωρίς να την κοιτάζει και δεν πρόσεξε που του έβγαλε τη γλώσσα και ανασήκωσε κοροϊδευτικά τα ρουθούνια.
Ο Άλαθας βρίσκονταν στην πίσω αυλή, εκεί που ήταν και η καρδιά της γιορτής. Γύρω του, δεκάδες φίλοι και ακόμη χειρότερα, δεκάδες γυναίκες προσπαθούσαν να κλέψουν λίγο από το χρόνο του. Ο εορτάζων ήταν ντυμένος στα κόκκινα. Τα μαλλιά του, πάντα στην εντέλεια, έπεφταν ανέμελλα στην πλάτη του και το χαμόγελό του, ευγενικό και αστραφτερό μάγευε τους επισκέπτες του. Μαγεύτηκε και η μικρή Ιλίντιεν. Έμεινε να κοιτάζει αποσβολωμένη.
Ο Ίλεθ, που την είχε αγκαζέ όλη αυτήν την ώρα, έγνεψε από μακριά στον Άλαθας. Ευτυχώς τους πρόσεξε και γύρισε να τους χαιρετήσει. Πρέπει να της έφυγε το χέρι τόσο δυνατά που χαιρέτησε. Με τη φόρα της πάτησε τον Ίλεθ που βλαστήμησε σιγανά, αλλά δεν άφησε να φανεί τίποτα.
«Άλαθας! Γεια!»
Ο υπερχαρούμενος χαιρετισμός της Ιλίντιεν έμεινε μετέωρος, καθώς μια πεντάδα πανέμορφων ξωτικών περικύκλωσαν τον Άλαθας. Η Ιλίντιεν αναστέναξε ηττημένη.
«Θα τον χαιρετίσουμε από κοντά όταν έρθει η σειρά μας», εξήγησε ήρεμα ο Ίλεθ, με τη βαθιά, βελούδινη φωνή του. Οι λόγοι που τα δύο αδέρφια ήθελαν να χαιρετήσουν δεν είχαν καμία σχέση και ο ένας δεν υποπτεύονταν τους λόγους της άλλης.
«Επίτρεψέ μου», συνέχισε ο Ίλεθ δείχνοντας μερικούς αξιωματικούς. «πρέπει να χαιρετήσω και να τσουγκρίσω μαζί τους. Μην κουνηθείς μέχρι να επιστρέψω! Επιβάλλεται να χαιρετήσουμε μαζί!»
Η Ιλίντιεν απέμεινε μόνη της στη μέση του δωματίου, χωρίς στήριγμα ή αυτοπεποίθηση. Δεν εμπιστεύονταν τον εαυτό της να περπατήσει με τις γόβες και δεν είχε όρεξη να μιλήσει σε κανέναν. Έτσι, έμεινε εκεί να κοιτάζει πώς ο Άλαθας συνομιλούσε με όλες τις ξωτικιές οικογενειών σαν και της δικής της.
«Και αυτός είναι ο λόγος που δε θα σε κοιτάξει ποτέ! Γιατί είσαι α-νη-λι-κο και έχεις πολύ δρόμο ακόμη να γίνεις σαν κι αυτές» ένα γνωστό χέρι έδειξε τον Άλαθας και την παρέα του. Η φωνή παιχνιδιάρικη, γεμάτη ζαβολιά.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;!» Η Ιλίντιεν γύρισε σαστισμένη και παράλληλα χαρούμενη προς τον Άιραμ, χωρίς να κουνήσει τα πόδια της.
«Με ρωτάς σοβαρά;»
«Ναι, τι κάνεις εσύ εδώ;»
«Ιλίντιεν. Τι χρώμα έχουν τα μαλλιά μου;»
«Κόκκινα.»
Ο Άιραμ την κοίταξε με νόημα.
«Ε και;» τον ρώτησε ακόμη αστειχείωτη η Ιλίντιεν
«Η μάνα μου είναι Φίνλουεν!»
«Αλήθεια;;;;;»
«Ω θεοί, θα σε χτυπήσω.» Ο Άιραμ κοίταξε γύρω του συνομωτικά. «Να σου πω, πού είναι ο αρχηγός;» ρωτώντας για τον Ίλεθ.
«Τσουγκρίζει»
«Ωραία. Τι λες να εγκαταλείψουμε την αποστολή νυφοπάζαρο και να πάμε για κανένα κρασί;»
Η Ιλίντιεν τον κοίταξε ανήσυχη.
«Οι υπόλοιποι περιμένουν.»
Σαν να φωτίστηκε, η Ιλίντιεν έγνεψε καταφατικά.
«Πώς φεύγουμε χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί; Έχει κανένα φράχτη;»
«Νομίζω ότι ξέρω πώς.»
Ο Άιραμ την οδήγησε σε ένα παρτέρι πλαϊνό, εκεί που ο φράχτης ήταν προσπελάσιμος.
«Στάσου! Δε μπορώ να τον περάσω με αυτή τη λατέρνα πάνω μου!» Η Ιλίντιεν, με μεγάλη χαρά, έβαλε το τούλι κόντρα στο γόνατο και με μία γρήγορη κίνηση το έσκισε σε μικρές λωρίδες. Τόσο απολαυστικό. Κρυσταλλάκια που έχασαν τις ραφές τους τινάχτηκαν παντού. Για να επισφραγίσει την απελευθέρωσή της, έβγαλε γρήγορα τις γόβες και τις πέταξε πάνω από το φράχτη, μακριά.
«Έχω ένα ζευγάρι αρβύλες στο σπίτι σου! Πάμε επειγόντως από κει!»
~
«Σου είπα πως ΕΠΡΕΠΕ να χαιρετήσουμε μαζί!»
Η Ιλίντιεν τινάχτηκε στον αέρα. Το κεφάλι της κουδούνιζε, αλλά δεν είχε την πολυτέλεια να νιώσει άσχημα. Δυο εξαγριωμένα βιολετί μάτια τη μαχαίρωναν σε κοντινή απόσταση. Πήγε να σηκωθεί, αλλά έμεινε στη θέση της. Αν παρέμενε καθιστή, ο Ίλεθ δε θα παρατηρούσε ότι είχε κάνει κρόσια το τούλι του φορέματός της. Πώς είχε κοιμηθεί; Γιατί ήταν μισή στο πάτωμα;
Στο κρεβάτι ροχάλιζε φαρδιά- πλατιά η Βεστέλ. Ο Έλαρκ και ο Ρούεναρ είχαν γύρει σε κάτι καρέκλες. Αυτό σήμαινε ότι κάπου εκεί γύρω πρέπει να είχε λιποθυμήσει και ο Άιραμ, όλο το μανίπουλο 8 σε απόλυτη αταξία.
«Ποιος ο λόγος που εγκατέλειψες τη γιορτή και ακόμη χειρότερα, εμένα; Τι μπορεί να ήταν τόσο σημαντικό ώστε να χάσεις τη δεύτερη ενηλικίωση του καλύτερου φίλου μου;»
«Ο φίλος σου είχε άπλετη παρέα», η Ιλίντιεν χασμουρήθηκε διάπλατα. Ο αδερφός της επέλεξε να το προσπεράσει.
«Την οποία και απέρριψε ομαδικά!»
«Μας ένοιαξεεεεεεεεεεεε!» είπε και έξυσε πάλι δυνατά το κεφάλι της, σε μια προσπάθεια να απαλύνει τον πόνο της χθεσινής κοτσίδας και του αλκοόλ. Παραήταν ζαλισμένη και μπορούσε εύκολα να κρύψει την ξαφνική της χαρά.
«ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΜΑΣ ΕΝΟΙΑΞΕ!»
Η Ιλίντιεν αιφνιδιάστηκε από το ξέσπασμα, σχεδόν κατάπιε τη γλώσσα της. Η υπνηλία την εγκατέλειψε απότομα, καθώς η επαγρύπνηση εισέβαλε με το ένστικτο του Πολεμιστή. Το μανίπουλο πετάχτηκε στο πόδι. Ο Ίλεθ ξαναβρήκε την ψυχραιμία του.
«Δε μπορείς να καταλάβεις», συνέχισε ήρεμα μα απειλητικά και πάλι, «αμφιβάλλω ότι θα καταλάβεις ποτέ...»
Γύρισε την πλάτη και έκανε να φύγει. Το χέρι του άνοιξε. Στο πάτωμα έπεσαν οι γόβες που η Ιλίντιεν τόσο ανέμελλα είχε εκσφενδονίσει στον αέρα ως ένδειξη ελευθερίας το προηγούμενο απόγευμα.
«Σου απαγορεύω να φοράς αρβύλες στις γιορτές», είπε και αποχώρησε σιωπηλός, μα έτοιμος να εκραγεί ξανά.