Rasnarry Academy

Το προσκύνημα της Καταιγίδας: Μέρος 2ο [Σίνγκεν]

Αιολίς Ιντούν

  • Βοηθός Καθηγητή
  • Rising Star Poster
  • Άνθρωπος - Αλχημιστής
    • Προφίλ
    • ΦΧ

  • Badges: (View All)
    Second year Anniversary Φυλή των Ανθρώπων One year Anniversary Η Καλοκαιρινή Πένα (2020) Το Ζευγάρι του Καλοκαιριού (2020) Ζευγάρι του Μήνα, Δεκέμβριος 2019
«Ιολίτα!»
«Ποίμανδρε!»
Το Βήμα του Ανέμου δρασκελίστηκε με μια ανάσα. Δεν υπήρχε χρόνος. Η Ιντούν σχεδόν πέταξε προς το μέρος που η παιδική φωνούλα έβγαινε ξέπνοη. Ιολίτα τη φώναζε όταν μάθαινε να μιλάει, τότε που δε μπορούσε να προφέρει όλα τα γράμματα και αυτό σήμαινε πώς ο Ποίμανδρος θα εμφανίζονταν σαν μωρό.

Απόκοσμα χέρια, σαν ρίζες σε αποσύνθεση ξεπετάχτηκαν δεξιά και αριστερά. Στόχος τους το μικρό σωματάκι στο κέντρο ενός αόρατου δαπέδου. Πίσω του δέσποζαν οι μεγάλες ξύλινες πύλες. Το μωρό Ποίμανδρος έκανε να τρέξει με την ταχύτητα ενός τρίχρονου παιδιού. Χέρια τον έφτασαν και από τις δύο κατευθύνσεις, άνοιξαν απειλιτικά για να αρπάξουν τα πόδια του.

«Φράγμα ως τον ουρανό!» η Ιντούν φώναξε, υψώνοντας τον αγκώνα της σε εγκάρσια θέση, καθώς επικαλέστηκε το Φράγμα του Ανέμου.

Η μωρουδιακή μορφή του Ποίμανδρου έμεινε ακίνητη. Δεξιά και αριστερά του, ο αέρας, σαν να καθοδηγούνταν από μεγάλα έμβολα, συμπιέστηκε βεβιασμένα και πλαισίωσε το παιδί. Όσα από τα απόκοσμα χέρια είχαν πλησιάσει το μωρό, κατέρρεαν υπό το βάρος της προστατευτικής αέρινης μάζας, αφήνωντας ακίνητα κομμάτια τους στο εσωτερικού του αέρινου τοίχου.

«Όχι τον αδερφό μου!» μονολόγησε η Ιντούν, φανερά πεισμωμένη.

Έξω από το φράγμα της, τα επιτιθέμενα μέλη προσέκρουαν στο εξωτερικό περίβλημα με μανία.  Κάθε φορά που έκρουαν, τινάσονταν πίσω. Μαζεύονταν μίζερα, σαν λαβωμένα φίδια και ύστερα, με πρωτοφανή εκρηκτική δύναμη, εκτινάσονταν για να σπάσουν τον τοίχο της μεγάλης αδερφής.

Η Ιντούν προχώρησε προς το μικρό της αδερφό με προσοχή. Θα μπορούσε να πετάξει προς το μέρος του ή να πραγματοποιήσει άλλη μία σειρά από βήματα. Οι ενέργειές της όμως απαιτούσαν συγκέντρωση και η Ιντούν φοβόταν να διακινδυνεύσει τον τρόπο που βρήκε να προστατέψει τον αδερφό της. Επέλεξε λοιπόν να κρατήσει το Φράγμα ενεργό και να το τροφοδοτήσει με τον Αιθέρα της, κάνοντας προσεκτικά βήματα προς τη διάσωση του μωρού Ποίμανδρου.

Τα απόκοσμα χέρια αποτραβήχτηκαν. Αυτή η λεπτομέρεια ήταν καινούρια στο όνειρό της και η Ιντούν που αναμένονταν να έχει απώλεια συνείδησης, σημείωσε την αλλαγή. Έριξε μία κλεφτή ματιά στο μωρό και του έγνεψε να πλησιάσει προς το μέρος της. Παρά την εξαφάνιση των χεριών, η Ιντούν κρατούσε το Φράγμα ενεργό, για να εξασφαλίσει ότι ο Ποίμανδρος θα συνέχιζε τα ασταθή του βήματα μέχρι να τη φτάσει. Στόχος ήταν να συναντηθούν στο κέντρο. Τώρα τον έβλεπε μπροστά της. Είχαν πλησιάσει αρκετά και η Ιντούν υπολόγιζε πως βρίσκονταν δύο μήκη χεριών μακριά της. Λίγη ακόμη υπομονή. Θα έσκυβε, θα τον έπαιρνε αγκαλιά και θα μπορούσε να το ρωτήσει γιατί εμφανίζονταν στα όνειρά της. Λίγη ακόμη υπομονή με το Φράγμα ορθωμένο. Η υπομονή και η προσοχή δεν την απογοήτευαν ποτέ.

Ο Ποίμανδρος βρίσκονταν σχεδόν μία αγκαλιά μακριά. Τα γόνατα της Ιντούν τρεμόπαιξαν, καθώς ένιωσε το έδαφος να δονείται ελαφρά. Ενστικτωδώς, πρόσταξε τον αδερφό της να σταματήσει. Πριν τελειώσει τη φράση, το έδαφος ράγισε και ατέλειωτα χέρια, σαπισμένα κλαδιά ξεπήδησαν από το έδαφος με ορμή. Η Ιντούν αναπήδησε στον αέρα, προσπαθώντας να αποφύγει το άγγιγμά τους. Γνώριζε καλά πως θα μετατρέπονταν σε ξύλα μόλις θα την έπιαναν και ετοιμάστηκε να εξαπολύσει τις αέρινες λεπίδες της. Τα χέρια άνοιξαν απειλητικά και άλλαξαν απότομα πορεία.

«Όχι!» φώναξε με όλη της τη δύναμη καθώς τα χέρια τυλίγονταν και πάλι γύρω από τον ακίνητο Ποίμανδρο.

Ξυλοποιήθηκαν γύρω του ασφυκτικά, πριν η Ιντούν καβαλήσει τον άνεμο για να το φτάσει. Όσο γρήγορα κι αν γλίστρησε πάνω του, τα χέρια απομάκρυναν αστραπιαία το φιμωμένο μωρό μακριά, πίσω από τις πύλες. Το έδαφος τον κατάπιε. Η Ιντούν έσκασε με φόρα στο μασίφ ξύλο της δεξιάς πύλης και σωριάστηκε κάτω ανήμπορη. Ξανά αποτυχία. Η Αλχημίστρια ενέδωσε σε λυγμούς. Μάταια έστελνε τον άνεμο ενάντια στις στοιβαρές πύλες.

Πλάι στην ηττημένη Ιντούν, μία αγέρωχη φιγούρα πήρε μορφή. Τα μαλλιά της πύρινα, έπεφταν πλούσια ως τα γόνατα.
«Εσύ γιατί ήρθες; Θέλεις να με εμπαίξεις;» η Αλχημίστρια τη ρώτησε πιέζοντας το κεφάλι στο ξύλο. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμια.

«Με φοβάσαι Αιολίδα;»
«Σας ζήτησα όλους να με φωνάζετε Ιντούν!»
«Γιατί αρνείσαι το όνομά σου;» η περήφανη φιγούρα στέκονταν σε απόσταση αναπνοής. Δεν επιχείρησε καμία κίνηση παρηγοριάς όμως.
«Γιατί δεν ήμουν αρκετά τυχερή να γεννηθώ Αρχαίο Ξωτικό με όμορφο όνομα! Γιατί τα παιδιά του χωριού με κορόιδευαν Λεωνίδα μικρή! Γι’ αυτό!»
«Και δεν τους έδειξες τι σημαίνει Άνεμος;» ρώτησε ατάραχη η φιγούρα με τη γεροδεμένη κορμοστασιά.
«Είσαι τρελή!; Θα μπορούσα καταλάθος να τους πληγώσω!»
~
Οι γλάροι, ταραχοποιοί στεριάς και θάλασσας, είχαν συμφωνήσει να διαταράξουν κάθε έννοια ηρεμίας, πετώντας πάνω από τα πελαγίσια νερά, ζητιανεύοντας ξεδιάντροπα τα αποφάγια των επιβατών του πλοιαρίου.

Γλάροι!

Η Ιντούν τινάχτηκε από το συνδυασμό σκοροφαγωμένου σανιδιού και μουχλιασμένου σανού που αποκαλούνταν κρεβάτι. Δραπέτευσε γρήγορα από την κουκέτα της και ανέβηκε στο κατάστρωμα, για να διαπιστώσει με τα μάτια όσα της προμήνυαν τα αυτιά. Ναι! Όπως ακριβώς μαρτυρούσε η παρουσία των αγενών δίποδων ζητιάνων, σε λίγη ώρα θα έπιαναν λιμάνι.

Γεύτηκε στα χείλη της αλμύρα, όπως κάθε φορά που αποφάσιζε να περάσει χρόνο στην κουπαστή. Αποφάσισε πως η αλμύρα ήταν καλύτερη από τη μούχλα, ακόμη κι αν τσιμπούσε κι έτσι, η Ιντούν έπιασε μια γωνιά στην κουπαστή για να καθαρίσει τις σκέψεις της, όσο περίμενε το Σίνγκεν να εμφανιστεί.

Τρεις μήνες είχαν περάσει από την ημέρα που οι δύο Αλχημιστές δραπέτευσαν από το Ναό των Σινόντα. Κάθε άλλο παρά άπραγοι έμειναν σε αυτό το χρονικό διάστημα. Πριν ο Σίνγκεν αρχίσει να τρέχει προς κάποιο φανταστικό ναό με σύννεφα, η Ιντούν έγραψε στην Ακαδημία αναφέροντας αρχικά ότι οι δυο τους δε θα επέστρεφαν με την υπόλοιπη αποστολή στο νησί και ζητούσε άδεια για την αποστολή τους, εξηγώντας τα πιθανά εκπαιδευτικά και προσωπικά οφέλη. Η απάντηση, θετική, όπως αναμένονταν, τους βρήκε στην Ισαχάρ, όπου σταμάτησαν για προμήθειες και πληροφορίες. Ευτυχώς για την αποστολή τους και οι δύο γνώριζαν ότι η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του Ήθεριντ βρίσκονταν στην Ισαχάρ, την πόλη που λειτουργούσε ως το κύριο πέρασμα στη χώρα των Βαλησίνων.

Ο Σίνγκεν, πάντα σίγουρος για τον εαυτό του, συννεοήθηκε με τους αρμόδιους της Βιβλιοθήκης, εξασφαλίζοντάς τους πρόσβαση σε όλους τους τομείς με το όνομα της Ακαδημίας, υπό τη συνθήκη ότι θα έδιναν μερικές διαλέξεις στη διαχείριση της μαγείας σε επίδοξους νεαρούς μαθητές. Αφού έχωσε την Ιντούν με τη δικαιολογία ότι ο χειρισμός των παιδιών ήταν η ειδικότητά της, βάλθηκε να μαζεύει πληροφορίες από τους ντόπιους για παράξενα μέρη της χώρας των Βαλησίνων. Η Ιντούν δεν έχασε χρόνο. Την πρώτη ημέρα, μεταξύ μελέτης και διδασκαλίας, έγραψε ένα γράμμα και το ταχυδρόμησε στο κατάλληλο άτομο, πληρώνοντας αδρά για να το λάβει σύντομα. Το γράμμα έφτασε δύο εβδομάδες αργότερα και ενώ οι δύο Αλχημιστές βρίσκονταν πολύ κοντά στη λύση. Ένα κοριτσάκι γύρω στα δέκα, έφερε το φάκελο με το βουλοκέρι της Ακαδημίας στην Ιντούν τρέχοντας, εμφανώς χαρούμενη που της ανέθεσαν εκείνο το σημαντικό έργο. Ο Σίνγκεν ξαφνιάστηκε κάπως, αλλά η περιέργειά του για το περιεχόμενο υπερίσχυσε και βάλθηκε να μάθει ποιος τους είχε γράψει και πληροφορήθηκε θριαμβευτικά από τη σύντροφό του ότι η βοήθεια μόλις είχε καταυθάσει, διαβάζοντας δυνατά το συμμετρικό και ευανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα.

«Αγαπητή κυρία Βοηθέ Καθηγητή του Αέρα και της Φωτιάς Αιολίδα Ιντούν,
Τα θερμά μου συγχαρητήρια! Από όλες τις ψυχές της Ακαδημίας, θα με αναγκάσεις να σου πω μπράβο σου που έμπλεξες με τις κακές παρέες! Αδερφάκι μου, όπως σχολίασε και το αδερφάκι μου, χρειαζόσουν οπωσδήποτε μία καλή δόση περιπέτειας για να θρέψεις αυτή τη φλόγα! Ελπίζω όταν επιστρέψεις, να μη διστάζεις να καψαλίσεις μερικά μπατζάκια που το χρειάζονται κατεπειγόντως!
Σε επίπεδο Ακαδημίας, μάθαμε ότι οι υπόλοιποι φίλοι σου, μικροί και μεγάλοι, επιστρέφουν από τη Σιράν σώοι και αβλαβείς, αν και πολύ αμφιβάλω για την ψυχική τους υγεία όταν συνοδεύονται από τις Τρελές Πολεμίστριες. Κατά τα άλλα, ο Έλιοτ κάνει αποχή από τα μαθήματα μέχρι να επιστρέψεις ή να τον πάρεις μαζί σου αντί για τον Σινόντα (ίσως και να έχει δίκιο), η Χελένα λέει ότι πρέπει να πάτε από τη μητέρα της σας να σας φιλέψει πίτα με φύκια και γυαλιστερές (λυπάμαι που θα αρνηθώ τέτοια γνώση, αλλά αν το τολμήσεις δε θέλω να ξέρω) και οι Σοφοί ετοιμάζονται για την ετήσια συνάντηση με τους αρχηγούς όλων των κρατών (θα πέσει πολύ γέλιο!)
Όσων αφορά την ερώτησή σου, αρχικά να σου εκφράσω τη βαθειά ευγνωμοσύνη μου για την εμπιστοσύνη σου στο πρόσωπό μου. Με τιμά ιδιαίτερα η προτίμησή σου, ακόμη περισσότερο όταν βρίσκεσαι στην Ισαχάρ, γι’ αυτό και δε θα σε απογοητεύσω. Ο στίχος που μου έγραψες υπάρχει σε ένα παλιό Βαλησίνικο θρύλο που εξηγεί πώς η Φυλή τους αναδύθηκε από τη θάλασσα. Το σημείο που σας ενδιαφέρει για την αποστολή σας υπάρχει πραγματικά και είναι ένα μεγάλο σύμπλεγμα νησιών. Το ταξίδι μέσω θάλασσας είναι τρεις ημέρες και θα φύγετε από το λιμάνι της Σιλάλι. Όπως λέει ο θρύλος, θα δείτε αυτό που ψάχνετε μόλις φτάσετε εκεί. Προσοχή όμως, μπορείτε να πλησιάσετε μόνο στις Ιερές Ημέρες. Δυστυχώς δε βρίσκω καμία άλλη αναφορά γι’ αυτές, μπορείτε όμως να βασιστείτε στους ντόπιους.
Σε παρακαλώ, ότι νέο και ενδιαφέρον βρείτε, σημείωσέ το ή σχεδίασέ το για να μπορέσω να το μελετήσω κι εγώ όταν γυρίσετε.
Είθε η Μητέρα να σας προσέχει! Σας αποχαιρετώ με τις θερμότερες ευχές μου για επιτυχία και αποφυγή κάθε τροφικής δηλητηρίασης,
Άρντα Δ’ Γκροντ»


Το γράμμα που έκλεινε με τη χαρακτηριστική σφραγίδα της διασταυρούμενης πένας και σκαπάνης, λειτούργησε ως πυξίδα μέχρι και το λιμάνι της Σιλάλι. Εκεί, το όνομα της Ακαδημίας τους εξασφάλισε ασφαλές πέρασμα στο σύμπλεγμα Γκαγκ ‘τι, που τους υποδέχονταν για πρώτη φορά στα παρθένα, καταγάλανα νερά του.

Ο Σίνγκεν φάνηκε στο κατάστρωμα μετά από λίγο. Από το περπάτημά του, η Ιντούν κατάλαβε ότι ήταν γεμάτος ανυπομονησία. Είχε μάθει πολλά για το συνάδελφο και συνταξιδιώτη της αυτούς τους τρεις μήνες από τον τρόπο που συμπεριφέρονταν και μόνο. Ήξερε πως, αφού αφιερώνονταν μία στιγμή στον ενθουσιασμό του, θα την αναζητούσε με το βλέμμα του και μόλις την αντίκριζε, όπως γίνονταν εκείνη τη στιγμή, θα πετούσε κοντά της. Γνώριζε επίσης πως αν πεινούσε θα της γκρίνιαζε, όσο μεγαλύτερη η πείνα, τόσο περισσότερη και η γκρίνια, όπως και αν παρατηρούσε κανένα αρσενικό να κινείται γύρω της σε ακτίνα τριών μέτρων, θα μιλούσε και θα γελούσε δυνατά, προσπαθώντας να εξασφαλίσει την αναπόσπαστη προσοχή της. Η Ιντούν πάντα γελούσε με εκείνη την ανακάλυψη. Δεν περίμενε ότι θα μάθαινε ότι νοιάζεται για εκείνη μέσα από τη φλυαρία του. Ήταν ακόμη πιο κωμικό όμως, όταν τη σύγκρινε με άλλες γυναίκες. Ο Σίνγκεν δεν έβγαζε μιλιά, αλλά στράβωνε συνεχώς τη μύτη με πολύ χαριτωμένο τρόπο όταν άγνωστες προσπαθούσαν να παραβγούν μαζί της ή να την κοροϊδέψουν, σαν να εξέφραζε την προτίμησή του με αυτόν τον τρόπο. Αυτές τις ενθαρυντικές πληροφορίες, η Ιντούν προτιμούσε να κρατήσει για τον εαυτό της κι ας της χάριζαν ευτυχία.

Του χαμογέλασε γλυκά σε μια προσπάθεια να φανεί ανέμελη, αλλά έπαιρνε όρκο πως ο Σίνγκεν είχε προσέξει πως είχε ξυπνήσει για άλλη μία φορά ταραγμένη. Στην αρχή του ταξιδιού, η Ιντούν προσπάθησε να κρύψει τους εφιάλτες της. Σκέφτηκε όμως ότι αργά η γρήγορα ο Σίνγκεν θα την ανακάλυπτε, οπότε επέλεξε να τον εμπιστευτεί. Δεν είχαν καταφέρει να φτάσουν σε κάποια εξήγηση. Όταν βρήκαν τον Αναξίμανδρο στην Ισαχάρ, τους διαβεβαίωσε πως όλα έβαιναν καλώς στο χωριό.

«Φτάσαμε», του έγνεψε ανατολικά, εκεί που τα νερά βάφονταν με εξωτικές αποχρώσεις.

Μπροστά τους βρίσκονταν το λιμανάκι του πρώτου νησιού και ενός από τα μεγαλύτερα. Στα νησιά Γκαγκ’τι υπήρχαν μόνο σκόρπια ψαροχώρια, καλαμωτές καλύβες και μικρές, ξύλινες προκυμαίες. Πριν κατέβουν από το παλιό σκαρί που τους έφτασε ασφαλείς, η Ιντούν ατένισε τον ουρανό. Μπροστά τους, όχι πολύ μακριά, ένα μεγάλο σύννεφο δέσποζε στον ηλιόλουστο ουρανό. Στέκονταν εκεί αμετακίνητο, σαν να είχε βρει το θρόνο του από καιρό. Από μακριά, η συνεχόμενη βροχούλα που έριχνε το κάτω μέρος του φαίνονταν σαν ένα αραχνοϋφαντο, μουντό σεντόνι. Στις άκρες του, εκεί που σταγόνες ξέφευγαν από το συννεφιασμένο θόλο και έπαιζαν με το φως, δημιουργούνταν διπλά και τριπλά ουράνια τόξα, πλαισιώνοντας το θέαμα με χάρη.

Η Ιντούν απορροφήθηκε από την εναλλαγή χρωμάτων και φωτεινοτήτων για μια στιγμή. Ο πρώτος ναός, όπου κι αν βρίσκονταν, έκρυβε μεγάλη ομορφιά.


Σίνγκεν Σινόντα

«Να και αν είσαι Καθηγητής της Ακαδημίας, να και αν δεν είσαι.» είπε ο γεροδεμένος γραφιάς, χτυπώντας τις δυο του παλάμες μεταξύ τους σαν ένα μονό χειροκρότημα σε κάθε «να», μια χειρονομία που στην Ισαχάρ έδειχνε αδιαφορία και οριακή περιφρόνηση. Ένας άντρας γύρω στα τριάντα, πιο ψηλός και γεροδεμένος από τον τυπικό γραφιά, ήταν το μοναδικό εμπόδιο μεταξύ του Σίνγκεν και της βιβλιοθήκης που είχε τις πληροφορίες που χρειάζονταν. Με χαμόγελο και άνεση, ο Σίνγκεν είχε διαβεβαιώσει την Ιντούν πριν λίγα λεπτά ότι θα έκανε τη συνεννόηση και τον είχε πάρει στην άκρη να μιλήσουν οι δύο τους, αλλά τα πράγματα ήταν δύσκολα, ο άντρας απέναντί του όχι μόνο ήταν ξεκάθαρα πεισματάρης, αλλά ήταν και σε πολύ κακή διάθεση.

«Έλα τώρα φίλτατε Ηλιόμετρε, σίγουρα..» ξεκίνησε να λέει ο Σίνγκεν με χαμόγελο, αλλά ο άντρας ρουθούνισε δυνατά.

«Ηλιόδωρος!» διόρθωσε και συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο. «Δεν με νοιάζει ποιος είσαι και τι θέλεις, ξέρω τους τύπους σαν και εσένα, μεγάλα μούτρα. Θα χρειαστεί να περάσουν κάποιοι μήνες για να εξακριβώσουμε τα λεγόμενα και τους ισχυρισμούς σου. Ως τότε, δεν μπαίνεις!» είπε και όρθωσε το ανάστημά του.

«Σου ζητώ να το ξανασκεφτείς φίλτατε Ηλ..»

«Ηλιόδωρε!» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, διακόπτοντας πάλι τον Σίνγκεν, ο οποίος γύρισε για να δει μια ιδιαίτερα ελκυστική, νεαρή γυναίκα, γραφέας κρίνοντας από την αμφίεσή της. Ο Ηλιόδωρος απευθείας ορθώθηκε και άλλο.

«Α, Σίνλα, α….πώς και από εδώ? Εννοώ, καλά έκανες και ήρθες, μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι?» είπε, μετά έκανε παύση. «Όχι ότι δεν χαίρομαι απλά όταν έρχεσαι για παρέα…» πρόσθεσε, ξεκάθαρα λιγότερο σίγουρος για τα λόγια του σε σχέση με πριν.

Η γυναίκα έριξε μια περίεργη ματιά στον Σίνγκεν, και μετά χαμογέλασε ζεστά στον Ηλιόδωρο. «Ναι, χρειάζομαι τη βοήθειά σου με το έργο του Καρ’Κάγκαν, έχω προσπαθήσει να εντοπίσω παραλληλισμούς με την ιστορία των αδερφών Κόμι, αλλά έχω κολλήσει…ξέρω ότι είσαι από τους πιο αφοσιωμένους μελετητές του…μπορείς να με βοηθήσεις?» του είπε, κοιτάζοντας τον με μεγάλα μάτια.

Ο Ηλιόδωρος σχεδόν ίδρωσε. «Μα…φυσικά! Ναι, βεβαίως, γιατί όχι? Στείλε μου τις σημειώσεις σου να τις δω, και θα βοηθήσω όπως μπορώ.» είπε, τρίβοντας το πίσω μέρος του κεφαλιού του με το χέρι του.΄

«Ευχαριστώ, είσαι ο καλύτερος!» είπε χαρούμενα η Σίνλα και έφυγε με αέρινο βήμα. Ο Ηλιόδωρος έμεινε να την κοιτά με λαχτάρα και μελαγχολία, και μετά αναστέναξε.

«Ηλιόοοδωρέεεε…..» είπε ο Σίνγκεν με τον πιο πονηρό τόνο του και με το πιο πλατύ χαμόγελό του. Ο γραφέας τινάχτηκε, σχεδόν έχοντας ξεχάσει την παρουσία του, και τα χείλη του έγιναν μια στενή, θυμωμένη και ντροπιασμένη γραμμή.

«Σου αρέσει η κοπέλα, έτσι δεν είναι Ηλιόδωρε? Αλλά…αν και εραστής των βιβλίων, δεν σε βλέπω και πολύ μεγάλο μετρ της τέχνης της…προσέγγισης του άλλου φύλου, έτσι δεν είναι~?» ρώτησε ο Σίνγκεν, πλησιάζοντάς τον.

«Πάψε! Δεν ξέρεις τίποτα, δεν σε αφορά, απλά εξαφανίσου!» είπε ο άντρας, κοκκινίζοντας.

«Α ναι ε? Στο όνομα της έρευνας και της ιερότητας της αναζήτησης της αλήθειας, ακολούθησε με για πέντε λεπτά, και αν μετά μου πεις να εξαφανιστώ, δεν θα με δεις ποτέ!» είπε ο Σίνγκεν με στόμφο και έτρεξε σε ένα κοντινό τραπέζι για να αρπάξει ένα κομμάτι χαρτί και μία πένα. Ο Ηλιόδωρος ξαφνιάστηκε και τον ακολούθησε, και τον έφτασε όταν ο Σίνγκεν τέλειωσε να γράφει λίγες γραμμές και δίπλωσε το χαρτί.

«Έχεις τρία λεπτά!» ξεφύσηξε σαν ταύρος ο γραφέας, και ο Σίνγκεν έτρεξε πάλι, αυτή τη φορά προς εκεί που πήγε η Σίνλα. Γρήγορα έφτασε κοντά, και κρύφτηκε πίσω από μία γωνία καθώς η Σίνλα σταμάτησε και κοίταζε ένα ηλιακό ρολόι με ενδιαφέρον. Όταν τον έφτασε ο Ηλιόδωρος, ο Σίνγκεν τον τράβηξε και αυτόν στη γωνία.

«Δες.» του ψιθύρισε. Φύσηξε απαλά, και το χαρτί έφυγε από το χέρι του. Μια απαλή ροή ανέμου το οδήγησε στα πόδια της γυναίκας, η οποία το πρόσεξε και έσκυψε να το πάρει. Το άνοιξε, και….όταν τελείωσε να το διαβάζει, τα μάγουλά της είχαν ένα πανέμορφο κοκκίνισμα. Κοίταξε τριγύρω, σαν να προσπαθούσε να δει ποιος μπορεί να το είχε στείλει, αλλά δεν είδε κάποιον, και μετά…το φύλαξε στην τσέπη της και έφυγε.

Φυσικά, ο Σίνγκεν είχε το πιο αυτάρεσκο χαμόγελο, την έκφραση της νίκης καθώς κοίταξε τον Ηλιόδωρο. «Λοιπόοοοον….? Τι λες να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο? Εγώ, φίλε μου Ηλιόδωρε θα σου μάθω πώς να κερδίσεις την καλή σου, και εσύ θα αφήσεις τη δική μου καλή να διαβάσει όσο επιθυμεί η ψυχή της.» είπε ο Σίνγκεν.

«Σε…σε καμία περίπτωση!» είπε ο Ηλιόδωρος.

«Σίγουρα…?»

«….καλά λοιπόν. Αλλά θα πρέπει να κάνετε και διαλέξεις, αλλιώς θα βρω τον μπελά μου!» είπε ο άντρας με δυσφορία, αναγνωρίζοντας ότι χρειαζόταν τη βοήθεια αυτού του τέρατος.

«Σύμφωνοι, φίλτατε Ηλιόδωρε!» είπε ο Σίνγκεν με πλατύ χαμόγελο και έδωσαν τα χέρια.
--------------------------------------
«Ανάθεμα και αν έχω δει πιο μαλακό κάβουρα από εσένα λεβεντόπαιδό μου!» δήλωσε ο ηλιοκαμμένος άντρας που είχε προσεγγίσει ο Σίνγκεν. Από την πρώτη μέρα ταξιδιού με το πλοίο, ο Σίνγκεν θέλησε να βρει κάτι να κάνει όσο θα ταξίδευαν για να περάσει η ώρα, και είχε προσεγγίσει τον «Ανεμοκυνηγό» του πλοίου, τον Αλχημιστή που ήταν υπεύθυνος για να πηγαίνει το πλοίο σωστά με οποιοδήποτε καιρό. Ο Σίνγκεν είχε ακούσει ότι «κάβουρας» σήμαινε ο στεριανός, που ακόμα και όταν είναι στη θάλασσα θα προσπαθούσε να περπατήσει, ή κάτι τέτοιο.

«Τη θάλασσα δεν την ξέρω μεγάλε, αλλά από εκεί που έρχομαι οι άνεμοι που κάνεις εδώ ούτε για να πετάμε χαρταετό δεν κάνουν!» απάντησε ο Σίνγκεν με άνεση, σταυρώνοντας τα χέρια του στους ώμους του και ισιώνοντας το παράστημά του, και χαμογέλασε.

Κάπως έτσι ξεκίνησε ένας ανταγωνισμός που στο τέλος του θα οδηγούσε σε αμοιβαίο σεβασμό, και ίσως φιλία. Ο Σίνγκεν, μέσα από προκλήσεις που του έβαζε ο Ανεμοκυνηγός του πλοίου, κατάλαβε πώς κανείς χειριζόταν τον άνεμο για να το προωθήσει…ήθελε απρόσμενα πολλή σκέψη και τέχνη! Από την άλλη, ο Σίνγκεν με τον τρόπο που έκανε τα πράγματα έδειξε στον άντρα, που είχε μάθει την Αλχημεία με πρακτικό, διαφορετικό τρόπο, μερικές νέες τεχνικές που θα του ήταν χρήσιμες.
-----------------------------
«Πανέμορφο….» είπε απαλά ο Σίνγκεν σαν απάντηση, όταν η Ιντούν ανακοίνωσε ότι έφτασαν. Αλλά ο άντρας δεν κοιτούσε το σύννεφο όταν μίλησε, και ας ήταν πρωτόγνωρο και πανέμορφο. Κοιτούσε το πρόσωπό της και την έκφρασή της, καθώς η ίδια είχε συνεπαρθεί από το θέμα μπροστά τους. Ναι, ο Σίνγκεν πλέον ήξερε που βρίσκονταν η πραγματική ομορφιά.

Λίγο αργότερα, ο Σίνγκεν κατέβηκε με την Ιντούν και είδε ότι αυτό το μέρος ήταν αρκετά μικρό, όπως είχαν ακούσει. Ένα ψαροχώρι με καλύβες, που τα παιδιά έτρεχαν από εδώ και από εκεί, σε ξηρά και θάλασσα, και οι μεγάλοι έκαναν τις δουλειές τους, χωρίς να δίνουν στους νεοφερμένους ιδιαίτερη σημασία.

Ή μάλλον, δεν έδιναν τόση σημασία στην Ιντούν και το Σίνγκεν, αλλά προσέγγισαν γρήγορα το πλήρωμα του πλοίου για να δουν αν υπήρχε κάτι να εμπορευτούν και να ανταλλάξουν με τους καρπούς της τέχνης τους. Το χωριό αυτό είχε ιδιαίτερα ικανούς τεχνίτες στο σκάλισμα ψαροκόκκαλων, και τα έργα τους είχαν ζήτηση σε όλη την ήπειρο.

«Θα κανονίσω για την αποψινή μας διαμονή, Ιντούν.» είπε ο Σινγκεν. Ακόμα και αν ήθελαν να γυρίσουν τα υπόλοιπα νησιά, οι αποστάσεις ήταν τόσο μικρές που δεν τους εμπόδιζε κάτι από το να γυρίσουν σε αυτό για να κοιμηθούν.

Πολύ σύντομα ο Σίνγκεν και ένας ηλικιωμένος, καμπούρης Βαλησσίνος γέροντας φώναζαν δυνατά ο ένας στον άλλο, κάνοντας έντονες χειρονομίες με τα χέρια τους. Το αν αυτό γινόταν επειδή ο γέρος δεν άκουγε καλά, δεν ήξερε τη γλώσσα καλά, ή αν και οι δύο επιδίδονταν σε έντονες διαπραγματεύσεις δεν ήταν σαφές.


Αιολίς Ιντούν

  • Βοηθός Καθηγητή
  • Rising Star Poster
  • Άνθρωπος - Αλχημιστής
    • Προφίλ
    • ΦΧ

  • Badges: (View All)
    Second year Anniversary Φυλή των Ανθρώπων One year Anniversary Η Καλοκαιρινή Πένα (2020) Το Ζευγάρι του Καλοκαιριού (2020) Ζευγάρι του Μήνα, Δεκέμβριος 2019
Η Ιντούν χαμογέλασε στο πλήθος, αλλά το πλήθος την προσπέρασε. Γυναίκες, μικρής και μεγάλης ηλικίας, μανάδες με τα νεογέννητα στην αγκαλιά και κοφίνια με αγαλματάκια στο άλλο χέρι, έπεσαν σαν τις μύγες στους ναύτες του καραβιού. Από το αμπάρι βγήκαν καφάσια με ξύλα και εργαλεία, αλλά και κρέας παστωμένο, πηγή τροφής που έλλειπε από τα νησιά. Θαλασσοκαμμένοι άνδρες έφτασαν με τα δικά τους δοχεία γεμάτα ιριδίζοντα ψάρια που αντανακλούσαν τον ήλιο σε κάθε τους γύρισμα.

«Πρέπει να πάρω από ένα για κάθε αδέρφι μου», σκέφτηκε καθώς κινούνταν προς το Σίνγκεν, «και για τον μικρούλη μου τον Έλιοτ... και για την Αλέξα... και για την Άρυα... και τη Μοργκέιν... και τη Σολ και ... ω Μητέρα! Μάθε με να λέω όχι!»

Οι φωνές των δύο συνομιλητών διέκοψαν τις σκέψεις της και την επανέφεραν στην πραγματικότητα για λίγο. Δεν έκανε τον κόπο να προσπαθήσει να καταλάβει τί προσπαθούσε να συννεοηθεί ο Σίνγκεν, του είχε αφήσει τις κοινωνικότητες εξ’ ολοκλήρου, μιας και η Ιντούν απολάμβανε περισσότερο να την αναλυτική σκέψη και την παρατήρηση.

Τι κοινό είχαν τα νησιά μπροστά τους; Από το μέρος που στέκονταν, η Ιντούν μπορούσε να διακρίνει μόνο όσα βρίσκονταν δεξιά και αριστερά της. Κοινή μορφολογία. Χρυσή η άμμος στις παραλίες τους, έδινε στην ημέρα μία αφύσικη φωτεινότητα που μόνο οι ντόπιοι θα μπορούσαν να αντέξουν. Της θύμισε το καβουρδισμένο ψωμί και την αφράτη κόρα του όταν βγαίνει από το φούρνο, στα σημεία που βρέχονταν από τη θάλασσα. Πολλά, μικρά κοχύλια βρίσκονταν διάσπαρτα, μισοθαμμένα στην καβουρδισμένη άμμο.

«Θα μπορούσα να φτιάξω βραχιολάκια για όλες», της ήρθαν οι φίλες της και πάλι στο μυαλό.

Επέτρεψε στα μάτια της να χαθούν στο γαλαζοπράσινο των ήρεμων κυμάτων. Η περιοχή σχημάτιζε ατόλες, το οποίο σήμαινε ότι ο βυθός ήταν γεμάτος κοράλλια και άλλα καλούδια που δύσκολα έβρισκε κανείς στη Νεδάρ. Το χαμηλό βάθος και η σκέδαση του φωτός έδιναν εκείνη τη σμαραγδένια απόχρωση στο υγρό στοιχείο. Απλώνονταν παντού σαν οθφαλμαπάτη και ενώνονταν κρυφά με τον ουρανό σε κάποιο μακρινό ορίζοντα που ξέφευγε από την αντίληψή τους.

Μεταξύ των νησιών, μικρές βάρκες πηγαινοέρχονταν και ω! Πολύχρωμα κεφάλια, πότε βυθίζονταν και πότε αναδύονταν από το νερό! Τα μάτια της Ιντούν άνοιξαν διάπλατα, χαμογέλασε αμήχανα. Νεαροί Βαλησίνοι και Βαλησίνες παραγκώνιζαν τις βάρκες σε ένδειξη γενναιότητας και νιότης, προτιμώντας να κολυμπήσουν ως το διπλανό νησί! Ήταν τόσο κοντά; Πριν ολοκληρώσει τη σκέψη της, τέσσερις κοπέλες, δύο από το νησί που κατέβαιναν και δύο από το απέναντι, σταμάτησαν στη μέση της διαδρομής. Τα μαλλιά τους πράσινα και γαλάζια, της μίας μωβ. Χαιρετήθηκαν σε μία τοπική διάλεκτο που η Ιντούν δεν κατανοούσε, αλλά μπορούσε να ακούσει ότι χαχάνιζαν. Οι φίλες βούτηξαν και πέντε λεπτά αργότερα, οι τρεις αναδύθηκαν, με πρόσωπα κάπως απογοητευμένα. Πέρασαν άλλα δύο λεπτά, όπως το υπολόγισε η Ιντούν, πριν αναδυθεί και η τέταρτη, που την υποδέχτηκαν με γέλια και επευφημίες.

Τα νησιά λοιπόν, ήταν πολύ κοντά. Θα μπορούσαν να ταξιδέψουν σαν να αναπηδούν από βράχο σε βράχο, ώσπου να φτάσουν στο κέντρο του συμπλέγματος, εκεί που βρίσκονταν το σύννεφο. Κρίνοντας από τις αποστάσεις, θα τους έπαιρνε σίγουρα τρεις ημέρες ως το κέντρο.

«Μπορείτε να επισκεφθείτε το ναό μόνο τις ιερές ημέρες», θυμήθηκε να της εξηγούν και αναρωτήθηκε ποιες και πότε ήταν αυτές οι ιερές ημέρες.



upload photos online
« Τελευταία τροποποίηση: Ιούνιος 25, 2020, 09:23:35 μμ by Αιολίς Ιντούν »


Σίνγκεν Σινόντα

"Εντάξει λοιπόν!!!" φώναξε ο Σίνγκεν δυνατά, και έδωσε ορμητικά το χέρι του. Ο ηλικιωμένος Βαλησσίνος το έσφιξε με παρόμοια ορμή παρά την ηλικία του, και οι δύο άντρες κοιτάχθηκαν έντονα για μια μεγάλη στιγμή, και έγνεψαν ο ένας στον άλλο. Είχαν φτάσει σε συμφωνία. Ακόμα και αυτό το τελευταίο κοίταγμα ήταν σαν διαγωνισμός για το ποιός θα κοίταζε μακριά πρώτος ή ποιός θα τραβούσε το χέρι του, και γι' αυτό παρατάθηκε ακόμα περισσότερο η στιγμή. Εν τέλει, η φωνή μιας Βαλισσίνης ακούστηκε από μακριά να καλεί τον γέρο, και αυτό έκανε και τους δύο να κοιτάξουν προς τα εκεί και να απεμπλακούν.

Ο Σίνγκεν επέστρεψε στην Ιντούν, το βήμα του κάπως βαρύ σαν να είχε δώσει μάχη. "Πωπω, τη ανυπόφορος, επίμονος, δ΄ύσκολος γέρος! Ελπίζω να μη χρειαστεί να τον ξαναδώ ποτέ, ήταν σαν να πάλευα με καρχαρία!" αναστέναξε. Μετά όμως χαμογέλασε και ορθώθηκε. "Κανόνισα όμως τα διαδικαστικά!" της είπε εύθυμα, με τη διάθεσή του να αλλάζει γρήγορα σαν την κατευθυνση του πετάγματος των πουλιών όταν κάνουν ελιγμούς. "Υπάρχει μια ξύλινη καλύβα που δεν κατοικείται, και μπορούμε να μείνουμε εκεί." είπε. "Σε αντάλλαγμα, θα τους βοηθήσουμε να πιάσουν κάποια ψάρια. Τιτόκι λέγονται, και τα χρησιμοποιούν για μια τελετή ενηλικίωσης που θα γίνει σε δύο μέρες, σαν δόλωμα για...κάτι σαν τέρατα που θα ψαρέψουν οι νεαροί Βαλησσίνοι. Δεν πολυκατάλαβα." είπε, με το χέρι του να τρίβει το πίσω μέρος του κεφαλιού του.

"Πάμε." της είπε απαλά και ξεκίνησε να περπατά προς την κατεύθυνση που του είπε ο γέρος ότι είναι η καλύβα. "Αυτά τα τιτόκι που λες...είναι μικρά ψάρια, αλλά πολύ περίεργα. Έχουν την ικανότητα να γίνονται σχεδόν αόρατα...΄ή μάλλον, μπορείς να τα δεις μόνο από κάποιες γωνίες, αλλιώς φαίνονται μόνο τα μάτια τους." εξήγησε ο Σίνγκεν, ή τουλάχιστον μετέφερε αυτά που του είπε ο γέρος.

Καθώς μιλούσαν περνούσαν μέσα από τις καλύβες και τα σπίτια των Βαλησσίνων. Ήταν αρκετά, και υπήρχε κάτι σαν μεγάλος κεντρικός δρόμος, ο οποίος φαινόταν να εξυπηρετεί σκοπούς αγοράς. Υπήρχαν αρκετοί Βαλησσίνοι που κινούνταν στο δρόμο αυτό, φωνάζοντας, γελώντας, παζαρεύοντας. Υπήρχαν επίσης ενδιαφέρουσες μυρωδιές από πάγκους με φαγητό, κυρίως ψάρια που έψηναν. Η δραστηριότητα ήταν σχετικά έντονη, και κάποιοι έβαφαν ή στόλιζαν τα κτίριά τους και τα μαγαζιά τους, προφανώς για να προετοιμαστούν για τις μ΄έρες που θα ακολουθούσαν.

"Θα ομολογήσω ότι εγώ είμαι βουνίσιος τύπος, και δεν έχω ιδέα πώς να ψαρέψω τέτοια ψάρια της θάλασσας. Πιστεύω ότι θα πάμε βλέποντας και κάνοντας, εκτός αν έχεις κάποια ιδέα?" ρ΄ώτησε την έξυπνη γυναίκα δίπλα του, γυρνώντας να την κοιτάξει. "Α, εδώ!" είπε πριν προλάβει να πάρει κάποια απάντηση και έδειξε μια καλύβα με ένα σύμβολο σαν κοχύλι στην πόρτα. Προχώρησε και έσπρωξε την πόρτα, η οποία ήταν ξεκλείδωτη, και μέσα η καλύβα ήταν άδεια.

"Εδώ θα μείνουμε, μου είπε ο περίεργος γέρος!" είπε ο Σίνγκεν. Υπ΄ήρχαν 3 κρεβάτια μέσα, μια ντουλάπα, αλλά λίγα πράγματα πέρα από αυτά. Από το ταβάνι κρεμόταν ένα μικρό κομμάτι δίχτυα με όμορφα βότσαλα μέσα και κοχύλια, μια μικρή νότα θαλασσινής διακόσμησης στο κατά τα άλλα λιτό μέρος. "Τι θα έλεγες σήμερα το βράδυ να γυρίσουμε την παραλία του νησιού Ιντούν?" ρώτησε ο άντρας. Και μετά, προσποιήθηκε ότι πήρε ένα πιο "'αβολο" και ντροπαλό ύφος. "Για...να αξιολογήσουμε τη μορφολογία της φυσικά, και να δούμε πού θα ήταν καλύτερο μέρος για να ψαρέψουμε αύριο!!" την "καθησύχασε".

Μετά όμως γέλασε και πήρε ένα πιο γνώριμο και παιχνιδιάρικο ύφος. "Επίσης όμως, επειδή μου αρέσει η σκέψη να δω τη θάλασσα να ζηλεύει και να αφρίζει όταν θα δει κάποια πιο όμορφη από αυτή να κάνει βόλτες, και είμαι περίεργος να δω πόσα από τα αστέρια του καθαρού, νυχτερινού ουρανού μπορώ να μετρήσω στα μάτια σου." της είπε και της έκλεισε το μάτι, χαμογελώντας της.


Αιολίς Ιντούν

  • Βοηθός Καθηγητή
  • Rising Star Poster
  • Άνθρωπος - Αλχημιστής
    • Προφίλ
    • ΦΧ

  • Badges: (View All)
    Second year Anniversary Φυλή των Ανθρώπων One year Anniversary Η Καλοκαιρινή Πένα (2020) Το Ζευγάρι του Καλοκαιριού (2020) Ζευγάρι του Μήνα, Δεκέμβριος 2019
Το γελάκι που της ξέφυγε ήταν τόσο αβίαστο, όσο και το πρωινό αέρακι που τρυπώνει στα δωμάτια των παιδιών, παίζει με τις ονειροπαγίδες τους και τα ξυπνά ευχάριστα. Σε αυτήν τη μάχη καρικατούρα που εκτυλίχθηκε μπροστά της, η Ιντούν δε μπορούσε να μη διασκεδάσει. Εξανεμίστηκαν όλες τις οι έγνοιες και πάλι. Υπεύθυνος ήταν ο Σίνγκεν για άλλη μία φορά. Η Ιντούν συνέχισε να γελά σιγανά. Αυτό το βαρύ βλέμμα του τη διασκέδαζε αφάνταστα. Ο καημένος, έκανε τεράστιες προσπάθειες να ωριμάσει, να δείξει υπεύθυνος στην αποστολή του και προς την Ιντούν που είχε μεγαλώσει συγκρατημένη και συνετή. Στο ταξίδι τους, οι αρετές της αυτές είχαν αναδειχθεί ακόμη περισσότερο και έμοιαζαν σαν να έβαζαν το Σίνγκεν σε σκέψεις. Από την αρχή αυτής της αναζήτησης είχε σοβαρέψει αρκετά, αλλά όσο περνούσε ο καιρός βελτιώνονταν. Δεν έλλειπαν όμως οι προσωπικές του νότες, όπως στην αχρειάστα υπερβολική στιγμή που είχε εξελιχθεί μόλις. Η Ιντούν τον ακολούθησε στην καλύβα με το κοχύλι στην εξώπορτα και ακόμη κρυφογελούσε. Ήταν τόσο χαριτωμένος όταν προσπαθούσε να εξηγήσει, να ξεναγήσει, να κατευθύνει. Διαπότιζε ότι έκανε με μία πρόσχαρη διάθεση που, τελευταία, ήταν κολλητική και στην Ιντούν.

«Τέρατα είπες; Έλα Σίνγκεν, είσαι πιο έξυπνος από αυτό. Ο γέρος προσπαθούσε να σε φοβήσει», απάντησε καθώς διάβαιναν τα καλαμωτά σπίτια του χωριού. Οι ευωδίες της έφτιαχναν κι άλλο τη διάθεση και η Ιντούν ένιωθε σχεδόν παιχνιδιάρικα, συναίσθημα που μόνο με τα αδέρφια της ένιωθε.

«Αόρατα ή σχεδόν αόρατα;» τον πείραξε με ένα τεράστιο χαμόγελο. «Τι ώρα βγαίνουν; Πόσα θέλουμε;» Ένα κοριτσάκι με λαχανί μαλλιά την πλησίασε δείχνοντάς της ένα στεφάνι από θαλάσσιες ορχιδέες.

«Ωχ! Σαν τη Χελένα!» παρατήρησε, σκύβοντας στο ίδιο ύψος με το κοριτσάκι. Ο σωστός τρόπος για να συμπεριφερθείς σε ένα παιδί είναι να το αντιμετωπίζεις ισότιμα. Η Ιντούν το γνώριζε από τα μικρά της αδέρφια. Όταν έπρεπε να τα μαλώσει ή να τους ζητήσει κάτι να κάνουν, κατέβαινε πάντα στο ύψος τους, για να μη νιώθουν μειονεκτικά. Ακόμη κι όταν της έφερναν «θησαυρούς» που ξέθαβαν από τα χώματα, η Ιντούν κατέβαινε και πάλι στο ύψος τους για να τα δεχτεί.

Άπλωσε τα χέρια να πάρει το στεφάνι χαμογελώντας. Το κοριτσάκι, βλέποντας τη φιλική κίνηση της Ιντούν, ύψωσε τα χέρια και έγνεψε αρνητικά.

«Α! Θέλεις να μου το βάλεις εσύ;» ρώτησε γλυκύτατα και έσκυψε το κεφάλι. Το κοριτσάκι της απόθεσε το στεφάνι όπως όπως μιας και τα χεράκια της δεν είχαν ακόμη τη δεξιοτεχνία ενός ενήλικου, αλλά ήταν καταχαρούμενη για το δημιούργημά της. Η Ιντούν, αντί να διορθώσει το στεφάνι έτσι απλά, χαμογέλασε πλατιά στο κοριτσάκι και τη βοήθησε.

«Τι όμορφο που είναι!!!! Χμμ, μήπως θα φαινόταν καλύτερα το δώρο σου αν το στρίβαμε λίγο προς τα δεξιά;» είπε και το στερέωσε σωστά, ενώ το κοριτσάκι έγνεφε. «Πανέμορφο όπως κι εσύ που το έφτιαξες!!!!» αναφώνησε με πηγαίο ενθουσιασμό. Έβγαλε προσεκτικά ένα άνθος και της το πέρασε στα μαλλιά. «Αυτό είναι το δικό μου δώρο για εσένα πανέμορφο λουλουδάκι.» Το κοριτσάκι έφυγε χοροπηδώντας και τρελό από χαρά.

Γελούσε και πάλι με τα λεγόμενα του Σίνγκεν. «Δεν είσαι βουνίσιος τύπος Σίνγκεν, είσαι παιδί της πόλης!» του εξήγησε και χαχάνισε με τις αθώες αυταπάτες του, «αλλά ούτε κι εγώ είμαι θαλασσινός τύπος. Φαντάζομαι δολώνουμε, πετάμε και περιμένουμε στη σωστή γωνία; Θα το δούμε τέλος πάντων.»

Επικεντρώθηκε στη γρήγορη τακτοποίηση των πραγμάτων τους. Στο μεταξύ, ήδη σκέφονταν βόλτες και μπάνια, όταν τα ανέφερε ο Σίνγκεν.

«Σαφέστατα», αποκρίθηκε με προσποιητή σοβαρότητα, «πρέπει να βρούμε το σωστό μέρος φυσικά» και γέλασε αθόρυβα άλλη μία φορά, «και ... ναι, σίγουρα θα μας πάρει βράδυ, έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας και φοβάμαι πως τα άστρα δε θα θέλουν να καθρεφτιστούν πουθενά αν δεν κάνουμε γρήγορα» είπε και του έκανε μία μικρή, παιχνιδιάρικη τσιμπιά στον αγκώνα. Φορούσε το προκλητικό της χαμόγελο και επιτέλους, το ευχαριστιόταν δίχως τύψεις.


Σίνγκεν Σινόντα

O Σίνγκεν γέλασε, βλέποντας την Ιντούν να χαλαρώνει. Ίσως της έκανε καλό αυτό το μέρος, με τους αργούς ρυθμούς του, με την ομορφιά του και την ατμόσφαιρα προσμονής για τις ιερές μέρες, μακριά από πράγματα και μέρη που τους είχαν προβληματίσει. Μια περιπέτεια, μια πορεία προς κάτι ανώτερο, μια πορεία που μοιράζονταν.

"Γρήγορα λοιπόν!" είπε με πρόσχαρο τόνο. Της έπιασε το χέρι και την οδήγησε έξω, και πολύ σύντομα, οι δύο τους περπατούσαν ήρεμα στις παραλίες του νησιού, γυρίζοντάς το. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και μυριάδες αστέρια τον στόλιζαν. Ο ήχος της θάλασσας ήταν απαλός και ρυθμικός, και το μαύρο των νερών έσπαγε σε μερικά σημεία, καθώς ψαράδες με μικρά, μπλε και πράσινα φώτα είχαν βγει για να ψαρέψουν. Η νύχτα είχε μια ευχάριστη δροσιά που έφερνε ο θαλασσινός αέρας.

"Ωραία είναι εδώ. Ήσυχα." είπε ο Σίνγκεν καθώς περπατούσαν. "Αν κανείς γεννηθεί, μεγαλώσει και ζήσει όλη του τη ζωή εδώ, μπορώ να φανταστώ ότι θα είναι ένας πολύ ήρεμος, γαλήνιος και ικανοποιημένος Βαλησσίνος. Μακριά από τις δυσκολίες που έχουμε δημιουργήσει εμείς οι ίδιοι για τους εαυτούς μας στην ενδοχώρα." σχολίασε ο Σίνγκεν, σκεπτόμενος.

Μετά κοίταξε πάνω ,προς τον ουρανό, και ξαφνικά χαμογέλασε. Υπήρχαν πολλά αστέρια, πολλοί αστερισμοί, αλλά το μάτι του έπεσε σε κάτι συγκεκριμένο. "Ιντούν, εκεί!" είπε, και έφερε το πρόσωπό του δίπλα στο δικό της, σχεδόν μάγουλο με μάγουλο, σήκωσε το χέρι της με το δικό του για να της δείξει, ΄ωστε να κοιτάξουν στο ίδιο σημείο. Αλλά εκεί που έδειχνε....δεν υπήρχαν αστέρια, παρά μόνο ένα σκοτεινό κενό πλαισιωμένο από αστέρια, σχεδόν αφύσικο.

"Το βλέπεις? Αυτό εμείς το λέμε "ο Αστερισμός του Κλέφτη"!" είπε πρόσχαρα και γεμάτος ενέργεια ξαφνικά. "Βγάζει νόημα σε πρώτο άκουσμα παρά το παράδοξο, σωστά? Ο κλέφτης δεν θέλει να φαίνεται!" είπε και έγνεψε.

"Υπάρχει όμως μια ιστορία που λέμε εμείς." συνέχισε με χαμόγελο, ξέροντας ότι στην Ιντούν αρέσουν οι ιστορίες. "Ο Κλέφτης είναι ένα αρχαίο πνεύμα, ΄ένας από τους χιλιάδες μικρούς θεούς της παράδοσής μας, ο Τζιάν. Όπως φαντάζεσαι, είναι ένα πνεύμα της παραπλάνησης, της κατεργαριάς και της κλοπής, και έχουμε πολλές ιστορίες για τα κατορθώματά του, το πώς αλλάζει μορφές για να κάνει τις σκανδαλιές του!" είπε ο Σίνγκεν, και ο τόνος της φωνής του έδειχνε πως του άρεσε αυτός ο χαρακτήρας.

"Η ιστορία μας λέει όμως, ότι το πιο πολύτιμο πράγμα που έκλεψε ο Τζιάν ήταν η αγάπη και η καρδιά της Σουν, ενός θηλυκού πνεύματος που έπαιζε μουσική στα αστέρια! Ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλο και....ο Τζιάν χρησιμοποίησε πονηριά την έκλεψε από ένα πανίσχυρο, εκδικητικό πνεύμα που την κρατούσε φυλακισμένη για να παίζει μουσική μόνο για εκείνον!" είπε ο Σίνγκεν. Μετά όμως, σοβάρεψε κάπως.

"Αλίμονο, η ευτυχία του Τζιάν και της Σουν ήταν σύντομη. Το εκδικητικό πνεύμα κατάφερε να τους βρει, και για να εκδικηθεί τον Τζιάν, και να ειρωνευτεί την αγάπη που είχε για θησαυρούς, φυλάκισε την Σουν σε ένα δαχτυλίδι και το πέταξε στον κόσμο μας. Τα αστέρια που βλέπεις να πέφτουν, κάποιοι λένε, είναι η ηχώ αυτού του γεγονότος που παραμένει." εξήγησε ο Σίνγκεν καθώς περπατούσαν.

"Ο Τζιάν όμως δεν τα παράτησε, ούτε δίστασε! Άφησε τη θέση του στον ουρανό ανάμεσα στα άλλα πνεύματα, και κατέβηκε εδώ, στον κόσμο μας για να την βρει, γιατί η αγάπη του για την Σουν ήταν αληθινή και πάνω από κάθε τι άλλο. Στις περισσότερες ιστορίες, έχει πάρει τη μορφή ενός ηλικιωμένου γυρολόγου, ειδικού στα κοσμήματα, που ζητά από αυτούς που συναντά να εκτιμήσει και να ανταλλάξει τα δαχτυλίδια τους, συχνά δίνοντάς τους απρόσμενα πράγματα ως αντάλλαγμα, από αυτά που στο παρελθόν είχε κλέψει." είπε ο Σϊνγκεν.

"Κάποια στιγμή, λέει η γριά Χάτσουμο, ο Τζιάν, ως γυρολόγος, συνάντησε τον Κάγκουν." συνέχισε ο νεαρός άντρας με χαμόγελο. "Σε αντάλλαγμα για ένα δαχτυλίδι που είχε βρει ο Κάγκουν σε κάποια αρχαία ερείπια, ο Τζιάν ζωντάνεψε τη σκιά του Κάγκουν! Από τ΄ότε, ο Κάγκουν μπορούσε να την στέλνει μακριά από το σώμα του για να κατασκοπεύει και να κάνει κρυφά θελήματα." είπε ο Σίνγκεν, κοιτάζοντας την Ιντούν στα μάτια, χαμογελώντας.

"Κάποιες νύχτες, ανάβω ένα κερί στον Τζιάν, ζητώντας την προστασία του, και υποστηρίζοντάς τον στο δικό του αγώνα. Αυτός που πολεμά για την αγάπη δεν σταματά μπροστά σε χείμαρο, γκρεμό ή καταιγίδα." είπε, κρατώντας το χέρι της, κοιτώντας τα αστέρια που καθρεφτίζονταν στα μάτια της.
« Τελευταία τροποποίηση: Ιούνιος 15, 2020, 12:10:30 μμ by Σίνγκεν Σινόντα »


Αιολίς Ιντούν

  • Βοηθός Καθηγητή
  • Rising Star Poster
  • Άνθρωπος - Αλχημιστής
    • Προφίλ
    • ΦΧ

  • Badges: (View All)
    Second year Anniversary Φυλή των Ανθρώπων One year Anniversary Η Καλοκαιρινή Πένα (2020) Το Ζευγάρι του Καλοκαιριού (2020) Ζευγάρι του Μήνα, Δεκέμβριος 2019
Πήρε το χέρι του και ακολούθησε όλο χαρά. Το σύννεφο στη μέση του συμπλέγματος τους κοίταζε με ειλικρινή περιέργεια έτσι που περιφέρονταν ανέμελλα στα δρομάκια του χωριού. Ο Σίνγκεν επιβράδυνε όταν έφτασαν στην παραλία, το τρέξιμο έγινε χαλαρό περπάτημα, όπως ο άνεμος γίνεται δροσερό αεράκι. Η Ιντούν παρατήρησε ότι το χέρι του βρίσκονταν ακόμη με το δικό της. Δεν είπε τίποτα. Το χαμόγελό της μόνο, γλυκό και ευαίσθητο, φανέρωνε την αισιοδοξία και την προσμονή για τη νέα αυτή εμπειρία που σύντομα θα ξεδιπλώνονταν μπροστά της.

Τον άκουσε να της διηγείται το μύθο για τον Αστερισμό του Κλέφτη, καθοδηγώντας το χέρι της, σαν να ήθελε να την ξεναγήσει στην παράδοση μέσα από τα μάτια του. Ίδιες παραδόσεις, διαφορετικές λεπτομέρειες.

«Στη δική μας παράδοση, το κόσμημα είναι περιδέραιο. Λένε πως όποια το φορά έχει μεγάλη τύχη. Όλα αυτά, μέχρι να το ζητήσει ο γυρολόγος. Τότε, μπορεί να ζητήσει μια ευχή.»

«Δεν ήξερα ότι πιστεύεις», συνέχισε με γλυκιά φωνή, φανερά χαλαρωμένη. Η Ιντούν έγυρε το κεφάλι της στον ώμο του Σίνγκεν και ατένισε τα αστέρια μαζί του. Είχε συντονιστεί με τη ρυθμική κίνηση των κυμάτων. Οι σφιγμοί της είχαν πέσει σε επίπεδα ασφάλειας. Δεν το ήξερε εκείνο το μέρος κι όμως, ένιωθε πως θα μπορούσε να είναι σπίτι της. Η Ιντούν, με μάτια μισόκλειστα από την κούραση, προσπάθησε να δει πέρα από την ατόλη.

«Σίνγκεν», είπε σχεδόν σαν να ψιθύριζε και έδειξε την επιφάνεια της θάλασσας. «Κοίτα τα ψάρια, βγαίνουν στην επιφάνεια» τα έκλεισε για λίγο, ακούγωντας τις ανάσες τους και τους ήχους των κυμάτων και ύστερα έκανε ένα κόπο να τα ανοίξει. «Τα τιτόκι είναι αόρατα στο νερό. Μήπως δεν είναι αόρατα στον αέρα;»

Τα βλέφαρά της βάρυναν απότομα. Είχε καιρό να κοιμηθεί φυσιολογικά και η κούραση επιδρούσε επιτέλους πάνω της εκείνη τη νύχτα. Προσπάθησε λίγο να το παλέψει, αλλά δεν τα κατάφερε. Η δροσερή αυρά της θάλασσας και η ζεστασιά του Σίνγκεν την υπερνίκησαν και η Ιντούν αποκοιμήθηκε εκεί, στην παραλία, αναζητώντας τη λύση στο γρίφο τους.


Σίνγκεν Σινόντα

Ο Σίνγκεν κράτησε τη νεαρή γυναίκα πριν τα μαλλιά της να ακουμπήσουν την άμμο της παραλίας. Πόσο γρήγορα κοιμήθηκε! Ο Σίνγκεν σκέφτηκε τότε, πώς η Ιντούν αφιέρωνε τόση ενέργεια σε ό,τι έκανε, αλλά και στους ανθρώπους γύρω της. Την κοίταξε εξεταστικά. Θυμόταν ότι τις προηγούμενες νύχτες είχε θέμα με τον ύπνο της, αλλά τώρα…τουλάχιστον προς το παρόν, ο ύπνος της φαινόταν ήσυχος, και αυτό τον ανακούφισε.

«Καλή σκέψη, Ιντούν. Κοιμήσου τώρα. Όλα θα πάνε καλά.» είπε απαλά, σχεδόν ψιθυριστά, χαμογελώντας αχνά. Την σήκωσε στα χέρια του και την μετέφερε πίσω στην καλύβα τους, όπου την εναπόθεσε απαλά στο κρεβάτι και τη σκέπασε.

«Όνειρα γλυκά.» είπε ήσυχα, και πήγε στο δικό του κρεβάτι, όπου πέρασε αρκετό χρόνο με τις σκέψεις του, προτού κοιμηθεί και ο ίδιος. Στον ύπνο του ήταν κάπως ανήσυχος. Δεν είδε κάποιο όνειρο, αλλά αισθανόταν μια παρουσία να τον βαραίνει κάπως, και ήξερε πως ήταν το σύννεφο, ή μάλλον, το Πνεύμα που ίσως να είχε διαισθανθεί ότι ένας διεκδικητής πλησίαζε.

Την επόμενη μέρα ξύπνησε νωρίς, πιο νωρίς από την Ιντούν, αλλά παρά τον ύπνο του αισθανόταν πολύ ενέργεια. Ίσως ήταν η προσμονή. Έφτιαξε ένα απλό αλλά νόστιμο πρωινό για τον ίδιο και την Ιντούν, η μυρωδιά των αυγών και του τυριού πιθανότατα το ερέθισμα που θα ξυπνούσε τη γυναίκα.

«Είπες κάτι χτες, πριν κοιμηθείς.» της είπε καθώς ετοιμάζονταν. «Τα Τιτόκι είναι σχεδόν αόρατα μέσα στο νερό….αλλά στον αέρα? Εύλογη ερώτηση.» είπε, κοιτώντας την. «Το ερώτημα είναι, πώς μπορούμε να τα πετάξουμε στον αέρα? Το σκεφτόμουν χτες το βράδυ. Στο νερό, εμείς οι δύο δεν έχουμε πολλές επιλογές.

"Αλλά….» είπε με ένα χαμόγελο. «Μπορώ να πάρω λίγο αέρα κάτω εκεί μαζί μου.» είπε και πήρε μια βαθιά ανάσα, επιδεικτικά γεμίζοντας τα πνευμόνια του με αέρα, για να εξηγήσει τι εννοούσε.

«Φιού!» είπε, εκπνέοντας. «Θα μπορούσα, αν δω ψάρια, με μια ξαφνική ανάσα, να δημιουργήσω αρκετή αναταραχή για να τα πετάξω έξω από την επιφάνεια για λίγο…» είπε τρίβοντας το πιγούνι του, καθώς το πρώτο μισό ενός σχεδίου σχηματιζόταν. 



Αιολίς Ιντούν

  • Βοηθός Καθηγητή
  • Rising Star Poster
  • Άνθρωπος - Αλχημιστής
    • Προφίλ
    • ΦΧ

  • Badges: (View All)
    Second year Anniversary Φυλή των Ανθρώπων One year Anniversary Η Καλοκαιρινή Πένα (2020) Το Ζευγάρι του Καλοκαιριού (2020) Ζευγάρι του Μήνα, Δεκέμβριος 2019
Ήρεμη νύχτα σαν τη θάλασσα. Έξω από την καλύβα ακούγονταν μόνο οι γρύλλοι και οι ρηχοί αναστεναγμοί της υδάτινης θεάς. Παραδομένη στο φυσικό της υπνωτικό, η Ιντούν κατάφερε να ξεκουραστεί χωρίς να τεθούν τα συνηθισμένα εσωτερικά της ερωτήματα, χωρίς πύρινη Πολεμίστρια, χωρίς παγιδευμένο Ποίμανδρο. Σειρά είχε να τη βασανίσει κάτι άλλο. Της ήρθε και πάλι στο μυαλό, συνοδευόμενο από τη μυρωδιά του τηγανητού αυγού. Η Ιντούν δεν άνοιξε αμέσως τα μάτια της. Επιθυμούσε να μιλήσει πρώτα με τον εαυτό της και έπειτα με όλους τους άλλους.

Για ποιον ξεκίνησε όλο αυτό το ταξίδι; Υπήρχε μία εμφανής απάντηση, αλλά η Ιντούν αναζητούσε τις καλυμμένες. Είχε ταξιδέψει προφανώς για το Σίνγκεν. Τι σήμαινε όμως «για το Σίνγκεν;» Παρόμοιες φράσεις είχε ακούσει κατά καιρούς από τη μητέρα της. «για εσάς, για τα παιδιά μου» και την εξόργιζε όταν τις πρόφερε, διότι έδειχνε μία παραίτηση. Όταν ευαγγελίζονταν πως έκανε κάτι «για τα παιδιά της» τους έλεγε με άλλα λόγια πως έβαζε τον εαυτό της σε δεύτερη προτεραιότητα και μάλιστα χωρίς να το θέλει. Έπειτα, τους έτριβε τη θυσία της στα μούτρα για να πάρει την αποδοχή που από τον ίδιο της τον εαυτό είχε στερήσει. Έμμεσα, τους κατηγορούσε. Εάν «για το Σίνγκεν» σήμαινε πως η Ιντούν έβαζε σε δεύτερη μοίρα τα όνειρα και τις μάχες της, τότε θα ήταν αξιοπρεπές προς τον εαυτό της να σηκωθεί και να φύγει εκείνη τη στιγμή. Σκέφτηκε βαθύτερα. Τι της πρόσφερε το ταξίδι; Θεωρητικά, κάθε ταξίδι είναι μία εμπειρία και ένα μάθημα. Ποιο θα μπορούσε να είναι το μάθημα της Ιντούν, ώστε να μην αναλάβει το ρόλο κομπάρσου στο έργο μίας εντονότερης προσωπικότητας;

Η Ιντούν άνοιξε τα μάτια όταν ολοκλήρωσε την προσωπική της ψυχολογική αυτομαστίγωση και καλημέρισε το Σίνγκεν. Αν και γλυκιά όπως πάντα, παρέμενε απορροφημένη στις σκέψεις της. Υπό άλλες συνθήκες, θα είχε τρέξει από το χάραμα να ετοιμάσει πρωινό για όλους, μόνο που εκείνο το πρωινό αισθάνονταν ότι ήταν ωραία η αίσθηση να της ετοιμάσουν το πρωινό για μια φορά στην ενήλικη ζωή της. Αν και απλό, η γεύση του ήταν διαφορετική όταν σου το πρόσφεραν. Η Ιντούν το απόλαυσε και ενημέρωσε τον εαυτό της πως άξιζε περισσότερα τέτοια πρωινά στο μέλλον. Όταν τελείωσε, άκουσε προσεκτικά το Σίνγκεν, ενώ έπλενε τα σκεύη.

«Να μια ισότιμη συναλλαγή», σκέφτηκε «και τα δύο μέλη της ομάδας συνέβαλλαν στην ολοκλήρωση αυτού του γεύματος».

«Είναι συχνά τα τιτόκι Σίνγκεν; Τι σου είπε ο γέρος;» το ρώτησε όταν επέστρεψε στη θέση της. «Θα μπορούσες να το κάνεις όλο αυτό, αλλά κάποια στιγμή θα κουραστείς. Πόσο ρηχά βγαίνουν;»

Παρόλο που της έλειπαν αρκετές πληροφορίες, προτίμησε να ολοκληρώσει το σχέδιό τους, ώστε να περάσουν στη δράση μόλις ήταν έτοιμοι.

«Ναι, θα μπορούσες να τα βγάλεις για λίγο από την επιφάνεια της θάλασσας. Χμμ, αν είναι σχεδόν αόρατα στο νερό, τότε φαντάζομαι πώς στον αέρα και στον ήλιο θα ιριδίζουν. Τι χρώμα έχουν τα μάτια τους; Θα με βοηθούσε πολύ να μπορώ να τα ξεχωρίσω από τα υπόλοιπα ψάρια. Πιστεύω πως θα ήταν καλύτερο να χρησιμοποιήσω την πτήση μου. Δε θα με πείραζε να εξασκηθώ λίγο, γλιστρώντας στον αέρα για να τα μαζέψω. Ναι! Αυτό θα κάνω. Εγώ θα ίπταμαι και μόλις τα ψάρια τιναχτούν πάνω από την επιφάνεια, μπορώ να χρησιμοποιήσω την Πλεύση του Αιόλου για να τσακώσω τα τιτόκι. Τα υπόλοιπα θα τα αφήσουμε να επιστρέψουν ζωντανά στο σπίτι τους, το νερό.»


Σίνγκεν Σινόντα

Ο Σίνγκεν έξυσε για λίγο το πίσω μέρος του κεφαλιού του, καθώς η Ιντούν τον βομβάρδισε με πολύ σωστές ερωτήσεις. Χρειάστηκε να στίψει το μυαλό του για να θυμηθεί τι του είχε πει ο γέρος, και αν τα είχαν συζητήσει όλα αυτά εκεί που φώναζαν ο ένας στον άλλο και πάσχιζαν να συνεννοηθούν. Τι δύσκολος γέρος! Ο Σίνγκεν ξεφύσηξε στην ανάμνηση, ευτυχώς ξεμπέρδεψε μαζί του!

"Τα μάτια τους..νομίζω...χρυσά? Κάτι τέτοιο. Και αν είναι συχνά....δεν είναι και τα πιο συχνά ψάρια, όχι, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι και υπερβολικά σπάνια. Νομίζω ότι με το σχέδιο που λες, κάθε φορά μάλλον θα μπορούμε να βγάζουμε δύο ή τρία, ίσως και περισσότερα αν είμαστε τυχεροί και ικανοί." είπε.

"Ωραίο σχέδιο, όντως. Περίμενε!" της είπε, και περπάτησε γρήγορα μακριά προς κάτι ψαράδες. Μετά από μια γρήγορη συνεννόηση, επέστρεψε με ένα μεγάλο, πλεχτό καλάθι σε κάθε χέρι του, και τα άφησε κοντά στην Ιντούν, στην παραλία. "Μπορείς να τα πετάς εδώ, τι λες?" είπε με χαμόγελο.

"Τώρα ανυπομονώ, Ιντούν! Πάμε να δείξουμε σε αυτούς τους ψαράδες πως ψαρεύεις με τον άνεμο!!" είπε με ενθουσιασμό και ένα μεγάλο χαμόγελο. Με γρήγορες κινήσεις, ο νεαρός άντρας έβγαλε τις μπότες του και την μπλούζα του, φανερώνοντας ότι η κορμοστασιά του είναι αθλητική και αρκετά γραμμωμένη, και πλησίασε το νερό.

"Φύγαμε!! Πάμε να το δοκιμάσουμε!" της είπε με το ίδιο χαμόγελο, και, παίρνοντας μια πολύ βαθιά ανάσα, βούτηξε στο νερό. Τα πνευμόνια του μπορούσαν να πάρουν μέσα περισσότερο αέρα από ό,τι ενός φυσιολογικού ανθρώπου, σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούσε να παραβγεί Βαλησσίνους. Είχαν άλλο σχέδιο, οι δύο τους.

Ο Σίνγκεν κολύμπησε κάτω από το νερό γοργά και με ρευστές κινήσεις, έχρι που εντόπισε ένα σημείο που είχαν μαζευτεί αρκετά ψάρια διαφορετικών ειδών, μάλλον πλούσιο σε τροφή, κοντά σε κάτι βράχια. Πλησίασε με πιο ήρεμες κινήσεις για να μην τα τρομάξει πολύ. Θα ορκιζόταν ότι, κάποιες φορές, με την άκρη του ματιού του, έπιανε ένα ΄άλλο είδος ψαριού για πολύ λίγο...ή μήπως το φανταζόταν? Αν όχι, υπήρχαν τιτόκι εκεί.

Προσεκτικά, κολύμπησε χαμηλά ώστε να είναι κάτω απ΄ό τα ψάρια, και να κοιτά προς τα πάνω. Έφερε τα χέρια του μπροστά του, σαν έτοιμος να σπρώξει και...

"ΧΑΑΑΑΑΑΑ!!!!" εξέπνευσε γρήγορα, όλο τον αέρα που είχε στα πνευμόνια του, και γρήγορα τον έσπρωξε και τον χειρίστηκε με κινήσεις των χεριών. Κάτι σαν έκρηξη συνέβη κάτω από το νερό, και αρκετά ψάρια τινάχθηκαν σπαρταρώντας προς τα πάνω και έξω από την επιφάνεια της θάλασσας, εκεί που η Ιντούν λογικά θα πετούσε και θα περίμενε για να τα δει και να ξεδιαλέξει τα τιτόκι.


Αιολίς Ιντούν

  • Βοηθός Καθηγητή
  • Rising Star Poster
  • Άνθρωπος - Αλχημιστής
    • Προφίλ
    • ΦΧ

  • Badges: (View All)
    Second year Anniversary Φυλή των Ανθρώπων One year Anniversary Η Καλοκαιρινή Πένα (2020) Το Ζευγάρι του Καλοκαιριού (2020) Ζευγάρι του Μήνα, Δεκέμβριος 2019
«Καλάθι λες...» μονολόγησε κοιτάζοντας μία το πλεχτό καλάθι στην αγκαλιά της και μία τους ψαράδες, «πολύ φοβάμαι πως θα με δυσκολέψει...»

Ο Σίνγκεν βρίσκονταν ήδη στη θάλασσα, κολυμπώντας για να ανακαλύψει ή τουλάχιστον, για να προσπαθήσει να αντιληφθεί σημεία που το φως άλλαζε πορεία και πρόδιδε την παρουσία των μικρών ψαριών που αναζητούσαν. Όσο περισσότερα, τόσο καλύτερα για εκείνους.

«Πόσα να χρειαζόμαστε άραγε;» αναρωτήθηκε η Ιντούν με τα ανάλαφρα πηδηματάκια της στο Βήμα του Ανέμου, «και πώς εξασφαλίζω ότι θα μείνουν όλα μέσα σε αυτό το καλάθι;» στάθηκε σκεφτική μερικές στιγμές, μετέωρη πάνω από το νερό, όπως οι σκέψεις της.

«Αχ Σίνγκεν», αναστέναξε, «τρέχεις σαν τον κεραυνό. Λάμπεις μια στιγμή και ύστερα χάνεσαι», κούνησε το κεφάλι της φανερά απασχολημένη.

Φούσκωσε η επιφάνεια. Σταγόνες νερού χοροπήδησαν χαρούμενες στον αέρα. Ένα παιχνίδι είχε ξεκινήσει για το θαλασσινό νερό που αγαπούσε τη συνεχή ροή και τις αλλαγές περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Κι άλλες σταγόνες ακολούθησαν τις αδερφές τους, στρουμπουλότερες, γαλαζωπές και μπλε, λευκές από αφρό. Έπαιζαν όλες μαζί στη σφαιρική τους ευτυχία και ο ολόλαμπρος ήλιος συμμετείχε στο χορό τους. Έστελνε πρωινές ακτίνες να δροσιστούν στον αέρα και διασκέδαζε έτσι που το νερό τις σκέδαζε. Έπεφταν αλλού, στην άμμο, στις φυλλωσιές των δέντρων και αντανακλούσαν μια ευχάριστη διάθεση που η ζωή διέθετε πότε πότε. Ανάμεσα στα ενθουσιασμένα άβια, τα ψάρια, δεν έμειναν αμέτοχα κι ας μην το είχαν σχεδιάσει. Γκρίζα λέπια και πρασινωπά, χροιές πορτοκαλί πρόσθεταν στην ποικιλία της χαράς. Τρία από τα ψάρια δεν έμοιαζαν με τα υπόλοιπα. Πέρασαν γρήγορα μπροστά στα μάτια της Ιντούν. Λέπια περλέ που ιρίδιζαν κάθε που τα χτυπούσε το φως, μικρό σώμα, μεγάλα μάτια, χρυσά. Τα τιτόκι!

Πριν φτάσουν στο ζενίθ της πορείας τους, το μυαλό της Ιντούν είχε υπολογίσει πόσο έπρεπε να επιταχύνει και ποια πορεία θα ακολουθούσε για να τα αποθέσει όλα στο καλάθι της. Έσπρωξε με δύναμη τον ουρανό και γλίστρησε ανοδικά και πλάγια. Λύγιζε το σώμα της δεξιά και αριστερά, λίγες μοίρες για να μη χάσει ισορροπία και επιτάχυνση που έχτισε με δεξιοτεχνία, αποφεύγοντας παράλληλα τα ψάρια που δεν ήθελαν. Μία στιγμή πριν η ψαριά φτάσει στο ζενίθ, η Ιντούν βρίσκονταν σε ανοδική πορεία. Άπλωσε το καλάθι που κρατούσε στα χέρια και παρέσυρε το πρώτο ψαράκι στην πλεχτή της φυλακή, αλλάζοντας πορεία την κατάλληλη στιγμή. Βούτηξε πατινάροντας ταχύτατα στον αέρινο διάδρομο που είχε δημιουργήσει και οι αλμυρές σταγόνες τη δρόσιζαν έτσι που άγγιζαν τα μαλλιά και το δέρμα της. Πρόλαβε το δεύτερο ψάρι μόλις άρχισε την καθοδική του πορεία. Με μια γρήγορη κίνηση, το αριστερό της χέρι ήρθε από πίσω του κρατώντας το καλάθι και το άρπαξε, γυρνώντας σε μία ακόμη γρηγορότερη κατεβασιά. Ούτε το τρίτο είδε από πού του ήρθε. Βρέθηκε να κάνει παρέα στους φίλους του πριν χαθεί στην ασφάλεια του νερού.

«Όχι!» αποφάσισε η Ιντούν και άφησε τον αέρα να την ωθήσει στην ακτή.

Πέταξε το καλάθι στην αμμουδιά χωρίς να βάλει δύναμη. Πλεγμένα καλάμια γρατσούνισαν την άμμο και επιβράδυναν, μέχρι που το πλεχτό με τα τρία τιτόκι έμεινε ακίνητο στην ακροθαλασσιά. Η Ιντούν, που δεν περίμενε το σταμάτημα του καλαθιού άλλαξε πορεία μόλις έγυρε τον κορμό της δεξιά. Πριν ο Σίνγκεν ξαναβουτήξει στη θάλασσα για άλλη μια φουσκοθαλασσιά, έφτασε μια παρέα γηραιών ψαράδων, πάνω που ετοιμάζονταν να ανέβουν στις βάρκες τους.

«Συγγνώμηηηη!» αναφώνησε καθώς άρπαξε μία απόχη, φανερά ενθουσιασμένη από τη σκανδαλιά της και το ταχύτατο πατινάρισμα, αυτή η αίσθηση ζωντάνιας που της χάριζε απίστευτη ορμή στην πλεύση του Αιόλου. Πρώτη φορά τη χρησιμοποιούσε σε τόσο μεγάλη ταχύτητα.

Ήταν υπέροχο!

Η Ιντούν έσπρωξε και πάλι τον άνεμο προς τα πίσω, σε μία νέα αιθέρια εκκίνηση. Αυτή τη φορά γλίστρησε με ακόμη περισσότερη σιγουριά προς τη θάλασσα.

«Πάμε ξανά!» αναφώνησε πανηγυρικά στο Σίνγκεν που δεν έχανε στιγμή απόλαυσης από αυτό το ψάρεμα-παιχνίδι. Έτσι δεν έπρεπε να είναι η καθημερινότητα; Γεμάτη χαρά και ξεγνοιασιά;

Η Ιντούν κύκλωσε έγυρε και πάλι για να κυκλώσει την περιοχή που ετοιμάζονταν να σηκώσει ο Σίνγκεν. Πήρε ύψος με πόδια λυγισμένα και το χέρι με την απόχη τεντωμένο για ισορροπία προς τα κάτω. Τα ψάρια πέταξαν και πάλι, το ίδιο και η Ιντούν. Αυτή τη φορά, χρησιμοποιώντας τη σημαντικά ελαφρύτερη απόχη, γράπωσε τέσσερα τιτόκι πολύ πιο εύκολα και όπως τα υπόλοιπα ψάρια επέστρεψαν στη θάλασσα, αναφωνητά θαυμασμού έφτασαν στα αυτιά της από τους ψαράδες εκεί κοντά.

Πλέον το διασκέδαζε με την ψυχή της. Πέταξε γρήγορα στη στεριά και άφησε τα ψάρια στο καλάθι, μέχρι να πάρει ανάσα ο Σίνγκεν. Γύρισε και ξεκίνησαν τον επόμενο γύρο με ένα τεράστιο χαμόγελο, από αυτά που σπάνια είχε τη χαρά να απολαμβάνει. Σύντομα, οι δύο Αλχημιστές έγιναν θέαμα. Οι Βαλησίνοι του χωριού μαζεύτηκαν στην ακτή να απολαύσουν τους Αλχημιστές που σήκωσαν το νησί στο πόδι με τα καμώματα και τα εγκάρδια γέλια τους. Τα γυναικόπαιδα στην παραλία κρατούσαν την ανάσα τους κάθε φορά που η θάλασσα και τα ψάρια της πετούσαν, ύστερα ζητοκραύγαζαν με τις εναέριες πιρουέτες και τα πιασίματα της Ιντούν. Τα παιδιά έκαναν το μεγαλύτερο σαματά με τις φωνές και τους θριαμβευτικούς χορούς τους.

Το πανηγύρι κράτησε πάνω από μία ώρα και το καλάθι των Αλχημιστών έγινε ασήκωτο από την ιριδίζουσα ψαριά τους. Η Ιντούν πέταξε για άλλη μία φορά και ελίχθηκε σαν σιλφίδα, αρπάζοντας με την απόχη δύο τελευταία τιτόκι. Τα έβγαλε στη στεριά υπό τα χειροκροτήματα των χωριανών που ζητοκραύγαζαν. Παρασυρμένη από τη γιορτινή ατμόσφαιρα και την επιτυχία τους ζητοκραύγασε κι αυτή, κοιτάζοντας το Σίνγκεν που έβγαινε από το νερό.

Ύψωσε μια τελευταία φορά τα χέρια και το γέλιο της αντήχησε γάργαρο. Ήταν κουρασμένη, είχε καταμουσκευτεί από το νερό και τον ιδρώτα, αλλά ήταν χαρούμενη, πολύ πολύ χαρούμενη.


Σίνγκεν Σινόντα

Όταν ο Σίνγκεν κατάλαβε τι ακριβώς έκανε η Ιντούν πάνω από την επιφάνεια του νερού, κατάλαβε ότι υπήρχε μια πρόκληση για εκείνον: Έπρεπε να καταφέρει να βγει στην επιφάνεια όσο πιο γρήγορα γινόταν μετά την εκπνοή του, για να προλάβει κάθε φορά να απολαύσει το θέαμα της αιθέριας γυναίκας που ελισσόταν σε ρεύματα αέρα, ανάμεσα σε λαμπερές σταγόνες, και με ένα χαμόγελο στα χείλη και μια τόσο ελκυστική συγκέντρωση στα μάτια έπιανε ψάρια στο καλάθι της. Ναι...η Ιντούν διασκέδαζε, και αυτό την έκανε τόσο πιο υπέροχη στα μάτια του!

Όταν το ψάρεμα ολοκληρώθηκε, ο Σίνγκεν βγήκε από το νερό με ένα κατακόρυφο άλμα και ας μην πάτωνε, κάτι που έδειχνε τη φυσική κατάσταση και την εκπαίδευσή του. Με ένα ρεύμα ανέμου ώθησε τον εαυτό του προς τα μπρος, προς την πλάτη της Ιντούν που κοίταζε τους ανθρώπους του νησιού και χαιρετούσε. Η αύρα πάνω στην οποία ταξίδεψε ήταν ο προάγγελος για την Ιντούν, πριν τα χέρια του να αγκαλιάσουν τη μέση της από πίσω.

"Αφέσου." της είπε απαλά, τα χείλη του χαμογελαστ΄α καθώς ψιθύρισαν....και με ένα ΄΄αλμα και ένα ρεύμα αέρα, ο Σίνγκεν σήκωσε ψηλά και τους δύο, εκτελώντας μια ημικυκλική πορεία, πρωτού ένα τελευταίο ρεύμα αέρα τους κατεβάσει κατευθείαν προς το νερό, ταυτόχρονα στροβιλίζοντάς τους. Ο Σίνγκεν συνέχισε να την κρατά καθώς επιτάχυναν, οι Βαλησσίνοι κράτησαν την ανάσα του, και με ένα δυνατό ήχο το ζευγάρι έσκασε μέσα στο νερό, προστατευμένο από την δύναμη της κρούσης από ένα στρώμα αέρα.

Ήταν μια δολοφονική τεχνική που η Ιντούν είχε ξαναδεί στην πρωινή εξάσκηση του Σίνγκεν, αλλά τώρα...τώρα ήταν απλά ένας τρόπος να την παρασύρει στο νερό για να βουτήξει και αυτή, να διασκεδάσουν. Όταν βγήκαν από το νερό, οι Βαλησσίνοι χειροκρότησαν, και σιγά σιγά, το πλήθος διαλύθηκε. Οι νησιώτες πήραν το καλάθι με τα ψάρια, και οι δύο Αλχημιστές επέστρεψαν στο δωμάτιό τους για να στεγνώσουν να φάνε κάτι.

---------

"Ω ναι, αυτό θα είναι πολ΄ύ καλό!" είπε ο Σίνγκεν καθώς παρατήρησε τη σκηνή μπροστά του. Το χωριό του νησιού ήταν γεμάτο ζωή εκείνο το βράδυ, και με περισσότερο κόσμο απ' ό,τι θα περίμενε κανείς. Υπήρχαν φαναράκια στους δρόμους, χάρτινα με σχήματα από στρογγυλά ψάρια, καβούρια, χταπόδια ή θαλασσοπούλια και φως σε λευκό, ροδακινί, κίτρινο, μπλε η πράσινο χρώμα. Οι δρόμοι μοσχομύριζαν λαχταριστές λιχουδιές, καθώς πάγκοι είχαν στηθεί κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, γεμάτου από μεγάλους και παιδιά, οικογένειες και παρέες που περνούσαν καλά.

Δεν ήταν μόνο πάγκοι με φαγητό όμως. Υπήρχαν πολλοί πάγκοι τεχνητών, που είχαν φυλαχτ΄ά και στολίδια σκαλισμένα από κόκκαλα σπάνιων ψαριών, όστρακα, υπέροχες πέτρες...Υπήρχαν τεχνουργήματα και εξωτικά όπλα από μέταλλο, εργαλεία και τελετουργικά ή συμβολικά αντικείμενα, αγάλματα...ήταν μια νύχτα γεμάτη από πλούτο κουλτούρας.

Κατα μήκος των σκεπών υπήρχαν σκοινιά από τα οποία κρέμονταν χρωματιστά μαντήλια και πανιά που ανέμιζαν ήρεμα με το θαλασσινό, δροσερό αε΄ρακι, ενώ το ίδιο αεράκι μετ΄έφερε μουσική και τραγούδια από δέκα και πάνω διαφορετικά μέρη. Ήταν μια νύχτα κεφιού και γιορτής.

"Χα, η κυρία που μου μίλησε για σήμερα δεν υπερέβαλλε λοιπόν!" είπε ο Σίνγκεν, κοιτώντας την Ιντούν για την αντίδρασή της καθώς πλησίαζαν τον κεντρικό δρόμο και το πλήθος. ΄Στις συνομιλίες του με τους ντόπιους, μια γυναίκα της περιοχής του είπε ότι δεν έπρεπε να χάσει αυτή τη νύχτα, να βγάλει τη σύντροφό του βόλτα και να ντυθούν καλά αλλ΄α άνετα. Του είχε εξηγήσει ότι επειδή το επόμενο πρωί ξεκινούσαν οι Ιερές Μέρες, κατά τις οποίες απαγορευόταν το εμπόριο, αυτό το βράδυ γινόταν μια "μυστική" -σύμφωνα με την παράδοση αλλά πολύ φανερή στην πραγματικότητατ- τελευταία γιορτή στην οποία ο κόσμος θα είχε την ευκαιρία να χαρεί και να πάρει όμορφα πράγματα και καλό φαγητό για τις επόμενες μέρες. "Αυτό θα έχει ενδιαφέρον, και θα μας μείνει σίγουρα μια ιστορία να διηγηθούμε. Πρόσεξε απλά τα πράγματά σου τώρα που θα μπούμε στον κόσμο." της είπε με κάπως προστατευτικό τόνο. Είχε αρκετή εκπαίδευση για να ξέρει τι μπορούσε να κάνει ένα ελαφρύ χέρι σε αυτή την ατμόσφαιρα.
« Τελευταία τροποποίηση: Ιούλιος 02, 2020, 07:51:54 μμ by Σίνγκεν Σινόντα »


Αιολίς Ιντούν

  • Βοηθός Καθηγητή
  • Rising Star Poster
  • Άνθρωπος - Αλχημιστής
    • Προφίλ
    • ΦΧ

  • Badges: (View All)
    Second year Anniversary Φυλή των Ανθρώπων One year Anniversary Η Καλοκαιρινή Πένα (2020) Το Ζευγάρι του Καλοκαιριού (2020) Ζευγάρι του Μήνα, Δεκέμβριος 2019
Εκείνο το αεράκι που υψώθηκε έφερε αλμύρα. Αναδυόμενη η θαλάσσια αύρα τύλιξε το σβέρκο της χάδι καταπραϋντικό, δολοφονικά απαλό, στοργικά ηλεκτρισμένο. Ήξερε πως έρχονταν. Ο ερχομός του θα μπορούσε να της τσιγκλήσει την επιδερμίδα, μικροσκοπικές αστραπές. Από την άλλη μεριά της θάλασσας θα τον καταλάβαινε, θα αντιλαμβάνονταν πως ξεκινούσε για εκείνη από την άλλη πλευρά της ηπείρου. Αφέθηκε πριν της το ζητήσει γιατί ενδόμυχα πάντα αφήνονταν κι ας αντιμάχονταν με σθένος η καχυποψία και η ανασφάλεια. Έπλεκαν ένα σκληρό κέλυφος γύρω από τον πυρήνα της, εκεί φυλάκιζαν γλυκές ονειροπολήσεις και λόγια ανείπωτα, χάδια που τελευταία στιγμή αποτραβήχτηκαν. Ακρωτηρίαζε το ίδιο της το χέρι για να την προστατέψει από την πιθανότητα να πληγωθεί. Να την προστατέψει από τον εαυτό της. Αλλά τα κελύφη είναι φτιαγμένα από χιτίνη, από πετρώματα ασβεστικά και η φωνή του Σίνγκεν αστραπή, δόνηση ατμοσφαιρική που σείει βυθούς και ουρανούς. Τα κελύφη θρύψαλα σκορπίζονται, στα αυτιά της Ιντούν λόγια κρύσταλλα στην άκρη μιας ονειροπαγίδας παιχνιδίζουν στο θερινό αεράκι, ακαταμάχητο χαμόγελο. Ανυψώθηκαν. Πέταξε και έμοιαζε σαν να πετούσε για πρώτη και συνάμα χιλιοστή φορά όπως γλίστρησε στο ρεύμα. Στροβιλίστηκε το κορμί της στην κάθοδο και η καρδιά της ανεμόδερνε, έπαλλε σύννεφα και κύματα. Ηλιόλουστος βυθός. Κάτω, η άβυσσος της ψυχής της αγνάντευε χαμόγελα και φυσαλίδες. Ήταν έτοιμη να εφορμήσει για να καταπιεί πολύχρωμα πρίσματα, στιγμιαία, όσα με ευτυχία ανάβλυζαν στον απόηχο της χορευτικής τους κολύμβησης. Όχι! Κάτω από την άμμο και τα κοράλλια, εκεί που ο Σίνγκεν δεν έβλεπε, η πύρινη Πολεμίστρια του εφιάλτη επιτείθονταν στην άβυσσο και την εξοστράκιζε στις τάφρους που τη γέννησαν με την τρίαινα του παιδιού της. Νηνεμία στην ύπαρξη της Ιντούν. Γέλασε από ψυχής και έστειλε φούσκες αέρα στο Σίνγκεν, έκανε πως τον κυνήγησε ως τη στεριά και βγήκε μαζί του. Ανυπομονούσε να ετοιμαστεί για τη γιορτή.
 
~

Τόσα χρώματα, τόσα σχέδια! Η Ιντούν επιθυμούσε να γίνει ένα με τη γιορτή. Λίγες φορές άφηνε παράμερα τα σκούρα πράσινα και μπλε. Τέτοιο βράδυ ήταν κι εκείνο, φωτεινά ντυμένο κι η Ιντούν στο γαλάζιο. Ποια πράγματα; Ποιοι κλέφτες; Δεν είχε πολλά και δεν την ένοιαζε!

«Κοίτα Σίνγκεν!» έδειξε κατενθουσιασμένη πάγκους που λαμπύριζαν και αυτόματα μαγνητίστηκε προς την κατεύθυνσή τους. Βότσαλα και παράξενα κοχύλια ήταν εκεί και την περίμεναν. Δεμένα σε πράσινα σκοινάκια, πιασμένα σε βραχιόλια χεριών και ποδιών με πορτοκαλόχρωμα κοράλλια, άλλα σαν σκουλαρίκια με περίτεχνα διχτάκια και γούρια από σκαλισμένα κοκάλα ψαριού. Ήταν καλή τύχη να αγοράσει και ήθελε να επιστρέψει αναμνηστικά στους φίλους της όταν θα γυρνούσε. Μόνο που δεν ήξερε για πόσους θα έφταναν οι οικονομίες της. Ίσως και να έπαιρνε ένα αναμνηστικό ανά φατρία.

«Πόσο κάνουν;» ρωτούσε πάγκο πάγκο αφού πρώτα καλησπέριζε τους μικροπωλητές και παίνευε τη δουλειά τους. Ποιος ξέρει πόσο χρόνο αφιέρωναν καθημερινά και πόσο πρωτόγονα εργαλεία μπορεί και να είχαν. Σκέτα αριστουργήματα κρέμονταν και άστραφταν στα εκστασιασμένα μάτια της Αλχημίστριας.

«Ένα δέκατο» απάντησε ο πρώτος γεράκος, καμπούρης μα χαρούμενος κάτω από το γενναιόδωρο βλέμμα των θεών.
«Τι ένα δέκατο;» ρώτησε αντανακλαστικά η Ιντούν που νόμισε ότι παράκουσε.
«Ένα δέκατο κόρη!» είπε και έπιασε μια χούφτα χειροποίητα βραχιολάκια που τα ανασήκωσε κυματάκι και ύστερα ηρέμησαν ακίνητα στον πάγκο τους, «ένα δέκατο του Νταρίκ.»

Η Ιντούν σοκαρίστηκε. Μάτια διάπλατα ανοιχτά εστίασαν στον καμπούρη Βαλησίνο με τα κιτρινοπράσινα λέπια στους ώμους. Με κόπο μετακινήθηκαν στα μπιχλιμπίδια και ύστερα πέταξαν πάλι στο γέρο. «Ένα δέκατο του Νταρίκ;!!!!!!!!»

Η Ιντούν, δροσερό αεράκι μεταλλάχθηκε σε φλεγόμενο σίφουνα! Βήμα του Ανέμου και ήξερε! Γνώριζε τι ήθελε να αγοράσει, πόσα ήθελε να αγοράσει! Πέταξε από πάγκο σε πάγκο και το μάτι δεν την έπιανε. Αξιολόγηση εν ριπή οθφαλμού, γρήγορη ερώτηση, επόμενος πάγκος! «Αυτό εκεί;» πέταξε, «Γεια σας κυρία!», αιθέριο βήμα, «Το κόκκινο! Το κόκκινο!», η Ιντούν σε άλλο πάγκο, «Πολύχρωμα βραχιολάκια, τέσσερα θέλω!», έφτασε στην άκρη της αγοράς και μέχρι να κοιτάξουν αλλού, είχε γυρίσει στο κέντρο.
«Ένα, δύο, πέντε, εννιά» μονολόγησε, «μου λείπουν άλλα οχτώ!»  και η Ιντούν ξεσήκωσε με ανανεωμένο ενθουσιασμό τους πάγκους.
«Ποιο μας λείπει; Ποιο μας λείπει;» μέτρησε και υπολόγιζε ψιθυρίζοντας, «τα ροζ για τη Μοργκέϊν, την Άρυα, τη Χελένα, τα κόκκινα στην Αλέξα, τη Ζαάνα, το κίτρινο για την Άρντα, το γαλάζιο για τη Σολ...» ξεδιάλεξε μια χούφτα γούρια ψαροκόκκαλα από την κυριούλα με τα έντονα πορτοκαλί μαλλιά  και τα μέτρησε. «Ένα για τον καλούλη μου τον Έλιοτ, το ίδιο για τον Κλέανδρο, μωβ θα πάρει ο μεγάλος, θα κρατήσω το πράσινο για το Μένανδρο να του το δώσω την επόμενη φορά που θα το συναντήσω, σκούρα μπλε για τα δίδυμα και ένα για το μικρό μου Θεραπευτή, το Νίκανδρο. Πόσα μας μένουν;» Εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκε και πάλι το Σίνγκεν που απολάμβανε τη βόλτα τους ακούραστος και ξεκάθαρα διασκεδασμένος. «Α ναι! Ο Ποιμανδράκος και ο Σίνγκεν!»
«Δώστε μου αυτό το πορτοκαλί παρακαλώ, για παιδάκι γύρω στα δέκα και θέλω ακόμη ένα...» η Ιντούν σταμάτησε και δε μπορούσε να αποφασίσει. Τι θα μπορούσε να πάρει για το Σίνγκεν; Τι δώρο θα μπορούσε να του κάνει που δε θα φαινόταν υπερβολικά φθηνό και θα ανταποκρίνονταν στα γούστα του;

«Μαϊάννα! Μαϊάννα!» φώναξαν παιδιά με πολύχρωμα μαλλιά και έτρεξαν στα χωμάτινα δρομάκια, ανοίγοντας δρόμο.

Ο κόσμος ζητοκραύγασε και ξεκίνησε να χορεύει στο ρυθμό των τυμπάνων που χτυπούσαν χαρμόσυνα και ξεσηκωτικά. Ακόμη και οι μικροπωλητές σηκώθηκαν στο πόδι. Αυτό που αποκαλούσαν Μαϊάννα έστριψε από τη γωνιά και τα παιδιά τσίριξαν αναπηδώντας χαρούμενα. Η Ιντούν άφησε έναν ήχο θαυμασμού στο κεφάλι που πρόβαλε. Ήταν σμέρνα, έτσι της φαίνονταν από όσα είχε διαβάσει, αλλά δεν ήταν μια σμέρνα απλή. Αντί για γυμνό και γκρίζο κεφάλι, το ψάρι αυτό είχε κεφάλι χρυσό. Προς μεγάλη της έκπληξη, η Ιντούν διαπίστωσε πως το ψάρι δεν ήταν αληθινό και το κεφάλι ήταν κούφιο.

«Κινούμενη κούκλα!» διαπίστωσε και γέλασε κατενθουσιασμένη, ενώ λικνίζονταν στον ξεσηκωτικό ρυθμό χωρίς να το αντιλαμβάνεται.

Η κινούμενη Μαϊάννα χόρευε από το κεφάλι μέχρι και την ουρά και στο ολόχρυσο μακρύ της σώμα. Οι νέοι που βρίσκονταν κάτω από τα υφάσματα, εξασκημένοι και καλά συννεοημένοι, χτυπούσαν τα πόδια στο χώμα ρυθμικά, δίνοντας επιπλέον κίνηση στο χορό. Οι κάτοικοι συνόδευαν τα τύμπανα χτυπώντας παλαμάκια και χόρευαν, αναπηδούσαν τραγουδώντας ένα τραγούδι εξευμενισμού στην τοπική τους διάλεκτο. Η Ιντούν έπιασε τον εαυτό της να χοροπηδά, κουνώντας τα βραχιολάκια της σαν σείστρα και έγινε ένα με την τελετουργία. Η σμέρνα λικνίστηκε, σάλεψε και γλίστρησε σαν να κολυμπούσε με τις κινήσεις που έκαναν οι νέοι από κάτω. Από το κεφάλι της ξεπετάχτηκαν πολύχρωμα πτερύγια και εξαφανίστηκαν πάλι. Ο κόσμος την καλωσόρισε και ξεφάντωσε.

«Ναι!» σκέφτηκε η Ιντούν πάνω στο χορό, «μία χρυσή Μαϊάννα!» και ελίχθηκε αθόρυβα μέσα στο πλήθος και μέχρι τον πάγκο που τις είχε δει.

«Δώστε μου τη μεγαλύτερη!» προσπαθούσε να φωνάξει πάνω από τον κόσμο για να την ακούσει η κοπέλα με τα φούξια μαλλιά που πουλούσε τα φυλακτά-χρυσή Μαϊάννα.
«Θα δώσει τύχη και δύναμη στον καλό σου! Ευλογία για το κρεβάτι!» της φώναξε η κοπέλα που τα πουλούσε και της έκανε μια ξεκάθαρη χειρονομία γονιμότητας. Η Ιντούν λύθηκε στα γέλια.
«Δεν έχω καλό!» φώναξε η Ιντούν γελώντας ακόμη και έβαλε τη Μαϊάννα-φυλακτό στην τσάντα της.   
Αναπήδησε ξαφνιασμένη με το άγνωστο άγγιγμα στον αγκώνα της και γύρισε απότομα.
«Έλα ρε Σίνγκεν, με τρόμαξες!» ξεφύσηξε ανακουφισμένη και του γέλασε, αλλά μέσα της  αναρωτήθηκε γιατί της διέφυγε να τον αντιληφθεί.


Σίνγκεν Σινόντα

O Σίνγκεν απολάμβανε την ατμόσφαιρα της γιορτής, και ακόμα περισσότερο απολάμβανε το χαμόγελο, το βλέμμα και τις αντιδράσεις της Ιντούν καθώς έβλεπε όλα τα όμορφα πράγματα που εκτυλίσσονταν γύρω τους. Και μετά…ήταν η ώρα να εντυπωσιαστεί, καθώς η Ιντούν επιτέθηκε στους πάγκους με τη σιγουριά και την ακρίβεια ενός θηρευτή γεμάτου χάρη, χωρίς καμία σπατάλη χρόνου, κινήσεων, λόγου ή χρημάτων. Εντυπωσιακό, σίγουρα μια ικανότητα που η υπεύθυνη μιας πολυμελούς οικογένειας χρειαζόταν να αναπτύξει.

Ο νεαρός άντρας κατάφερε να μείνει δίπλα της μέχρι και πριν την εμφάνιση της Μαιάννα. Η μουσική δυνάμωσε πάνω που η Ιντούν ανέφερε τον Έλιοτ, και ο Σίνγκεν δεν άκουσε το όνομα, αλλά ένιωσε ένα ανεξήγητο σύγκρυο να διατρέχει τη σπονδυλική του στήλη για κάποιο λόγο. Και μετά…ω, χρώματα, τραγούδια, η Μαιάννα ήταν υπέροχη!

Ο Σίνγκεν, αέρινος και ήσυχος πραγματοποίησε ένα άλμα υποβοηθούμενο από τον άνεμο για να καταλήξει στην άκρη μιας σκεπής, και έτσι να μπορέσει να δει από ψηλά τους πάγκους. Αμέσως αποφάσισε τι ήθελε, και προσγειώθηκε στον σωστό πάγκο για να το αγοράσει. Στιγμές αργότερα, ήταν πάλι στο πλευρό της Ιντούν.

«Και εγώ μερικές φορές τρομάζω τον εαυτό μου με το πόσο γοητευτικός είμαι με αυτό το πανωφόρι.» της είπε πειρακτικά. Είχε φορέσει ένα ελαφρύ πανωφόρι στο χρώμα των ανθών της κερασιάς, ήταν από τα αγαπημένα του. “Τι θα έλεγες να-“ ξεκίνησε αλλά διακόπηκε ξαφνικά από έναν δυνατό ήχο. Ο ουρανός γέμισε φώτα και χρώματα, πυροτεχνήματα φώτισαν τη γιορτή, σε σχήματα ψαριών, πουλιών, κοχυλιών, σχεδόν σαν να δημιουργούσαν ένα τοπίο. «Πανέμορφο!!» είπέ ο Σίνγκεν καθώς το χέρι του βρήκε αυτό της Ιντούν σιωπηλά και το κράτησε.

Αμέσως μετά, ένα βούκινο ακούστηκε και η γιορτή σταμάτησε, οι άνθρωποι σταμάτησαν, και όλοι μαζί φώναξαν. «Μαιάννα χακ’ τάννα!». Γρήγορα, οι πωλητές άρχισαν να μαζεύουν τους πάγκους τους, αλλά ο τρόπος που το έκαναν ήταν…εξασκημένος, οργανωμένος, σαν να περίμεναν ότι θα έπρεπε να συμβεί γρήγορα. Κάποιοι γονείς καθησύχασαν τα μικρά παιδιά που είχαν ξαφνιαστεί.

«….είναι απλά παιχνίδι, μην ανησυχείς. Το πνεύμα της Μαιάννα έρχεται να μας στείλει σπίτι, για να αρχίσουν οι Ιερές Ημέρες.» εξήγησε γλυκά μια μητέρα σε ένα κοριτσάκι.

«Είναι εδώ!!» ακούστηκε μια φωνή, και στην άκρη του δρόμου φάνηκε μια μεγάλη ομάδα ατόμων ντυμένα με σκούρα ρούχα σε αποχρώσεις του γκρι και του πράσινου, και ιχθυόμορφες μάσκες.

«Τρέξτε!!!» είπε μια άλλη φωνή, και το πλήθος άρχισε να τρέχει, αλλά οργανωμένα, ψύχραιμα, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να ποδοπατηθούν. Σαν να το είχαν κάνει πολλές φορές.

«Αυτή τη φορά θα μείνουμε τελευταίοι!» είπε μια ομάδα νεαρών που άρχισαν να κινούνται μαζί, με κάποιο σχέδιο.

Οι μασκοφόρες μορφές άρχισαν να τρέχουν για να πλησιάσουν τη γιορτή. Όταν έφταναν κάποιον, τον άγγιζαν ήρεμα, και το «θύμα» χαμογελούσε και αποχωρούσε από τη γιορτή, κάποιες φορές δίνοντας μια ευχή στο μασκοφόρο. Κάποιοι έτρεχαν, αλλά πολλές από τις μορφές εξαφανίζονταν και εμφανίζονταν κοντά στους φυγάδες, ακουμπώντας τους ελαφρά. Οι φυγάδες σταματούσαν ήρεμα και αποχωρούσαν.

«Πολεμιστές!» είπε ο Σίνγκεν. Και μετά χαμογέλασε στην Ιντούν.  «Τι λες να παίξουμε και εμείς?» της είπε με μάτια να λάμπουν. «Πάμε!!» της είπε, ακουμπώντας την στον ώμο για μια στιγμή, και μετά τρέχοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αν ήταν άλλοι, μπορεί να κρατούσαν χέρια, αλλά οι δύο τους δεν έπρεπε να περιορίσουν τις κινήσεις ο ένας του άλλου.

Μια μασκοφορεμένη μορφή εμφανίστηκε δίπλα στο Σίνγκεν και έτεινε το χέρι, αλλά ο Σίνγκεν έσκυψε γρήγορα και την απέφυγε, κύλησε μακριά στο έδαφος, και πήδηξε σαν ελατήριο σε μια σκεπή, και συνέχισε να τρέχει.

Μια δεύτερη μασκοφορεμένη μορφή έτρεχε πάνω στον τοίχο, τα πόδια της κολλημένα πάνω του, το σώμα παράλληλο στο έδαφος. Πήδηξε για να πιάσει το Σίνγκεν, αλλά ο Αλχημιστής δημιούργησε ένα κατακόρυφο ρεύμα αέρα για να σηκώσει την μορφή στον αέρα. Εξαφανίστηκε! Ήταν Σκιά του Αλ Ρασίντ!

«Ωχ!» ο Σίνγκεν τινάχτηκε προς τα μπρος, αποφεύγοντας το άγγιγμα που ερχόταν από πίσω του.

Κάτω, στο δρόμο,  μια άλλη μορφή  καβαλούσε ένα αιθερικό καρχαρία χρησιμοποιώντας το Άτι της Αθλομάχης, κατευθυνόμενη γρήγορα προς την Ιντούν και ακουμπώντας άλλους στο πέρασμά του! Ταυτόχρονα, μία δεύτερη μορφή έπεφτε από τον ουρανό με Άλμα της Αθλομάχης αλλά….

Μια ομάδα νεαρών Βαλησσίνων χρησιμοποίησε το νερό ενός βαρελιού, ελέγχοντάς το και στέλνοντάς το ενάντια στον μασκοφόρο Πολεμιστή που έπεφτε, χτυπώντας τον και βγάζοντάς τον εκτός πορείας. Σχεδόν αμέσως, ένας άλλος μασκοφόρος κούνησε τα χέρια του και το νερό του βαρελιού πάγωσε, κάνοντας τους Βαλησσίνους να τραπούν σε φυγή. Οι μασκοφόροι είχαν και Αλχημιστές! Και…φαινόταν ότι «απαλή σύγκρουση» ήταν εντός των κανόνων!


Αιολίς Ιντούν

  • Βοηθός Καθηγητή
  • Rising Star Poster
  • Άνθρωπος - Αλχημιστής
    • Προφίλ
    • ΦΧ

  • Badges: (View All)
    Second year Anniversary Φυλή των Ανθρώπων One year Anniversary Η Καλοκαιρινή Πένα (2020) Το Ζευγάρι του Καλοκαιριού (2020) Ζευγάρι του Μήνα, Δεκέμβριος 2019
«Ωωωωωωω!» έκανε η Ιντούν στη θέα των πυροτεχνημάτων, απαραίτητο δρώμενο όλων των εορτών. Από τους μικρούς στους μεγαλύτερους, σε ποιον δεν άρεσαν; Ήταν εκείνη η γοητεία της φωτιάς, η αναμονή που γεννούσε ο αργόσυρτος συριχτός ήχος τους και έπειτα Μπουμ! Σχήματα και χρώματα.

Το χέρι του Σίνγκεν, μεγάλο, σίγουρο, βρήκε το δικό της, μικρότερο, πρακτικό και πλέχτηκαν απαλά, τρυφερά. Δεν είπε τίποτα. Μόνο χαμογέλασε. Ήθελε να γείρει στον ώμο του. «Μη γύρεις, πάντα μπορεί να είναι καπρίτσιο». Σιχαμένη εσωτερική φωνή.

Κι ύστερα το βούκινο. Τα μάτια της Ιντούν επέστρεψαν στο έδαφος, εκεί που οι πωλητές μάζευαν, οι μικροί αποσύρονταν και οι νέοι έπαιρναν θέσεις. Πρώτοι φάνηκαν οι γκρι μασκοφόροι, τα προσωπεία τους αντιπροσώπευαν προστάτες θεότητες των νησιών και ιρίδιζαν στο φως του φεγγαριού, σημάδι της θείας αποστολής τους. Από μια μεριά, οι νέοι ξεκίνησαν την εφαρμογή του πλάνου τους. Φαίνονταν αποφασισμένοι. Πώς εκτυλίσσονταν το παιχνίδι όμως; Να, οι μασκοφόροι άγγιξαν κάποιον κι εκείνος έφυγε. Άγγιξαν κι άλλον. Αποχώρησε με ευχές.

«Δεν πρέπει να μας αγγίξουν λοιπόν», σκέφτηκε και τράβηξε το χέρι της από τη λαβή του Σίνγκεν.

Πρέπει να σκέφτονταν το ίδιο. Την ίδια στιγμή, ο Σίνγκεν αναγνώρισε ότι οι μασκοφόροι ήταν Πολεμιστές και την προσκάλεσε στο παιχνίδι κι ας ήταν φιλοξενούμενοι. Η Ιντούν έγνεψε καταφατικά και φορούσε το σίγουρο χαμόγελό της. Μόλις έφυγε ο Σίνγκεν, τα μάτια της επικεντρώθηκαν σε αυτόν που ερχόταν κατά πάνω της. Ταυτόχρονα άνοιξε την Ενεργειακή της Αίσθηση. Κυνηγητό. Με εφτά αδέρφια να αποφύγει όταν την κυνηγούσαν για παιχνίδι ή ζαβολιά, η Ιντούν θα αποδεικνύονταν ιδιαίτερα δύσκολος αντίπαλος. Για να μην υποτιμήσει την εκπαίδευσή τους όμως, θα παρέμενε προσεκτική καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού.

Επικεντρώθηκε στον Πολεμιστή που κάλπαζε κατά πάνω της και δε μπόρεσε να μη θαυμάσει τον υπερμεγέθη καρχαρία που συμβόλιζε το άτι του. Ανεπαρκής η διάσπαση. Τα μάτια της φλέγονταν από ενθουσιασμό και πάθος. Παρατήρησε κι εκείνον που ερχόταν από επάνω.  Βγήκε εκτός πριν τον περιλάβει. Η Ιντούν σήκωσε σε ασφαλή απόσταση ένα παχύ φράγμα του αέρα, αόρατο όμως, έτσι που ο Πολεμιστής νόμιζε πως είχε μείνει εκτεθειμένη. Ο καρχαρίας κάλπασε. Οι Αλχημιστές του νερού τώρα στράφηκαν προς εκείνη. Εκσφενδόνισαν μπάλες νερού. Γαλήνια, η Ιντούν έφερε την παλάμη στα χείλη και τα δάχτυλά της κοίταζαν μπροστά. Ο καρχαρίας ήταν προ των πυλών. Φύσηξε απαλά, όπως θα φυσούσε τους σπόρους ενός κλέφτη στο λιβάδι για να τους απελευθερώσει στο άγγιγμα του ανέμου και να τους διασπείρει μακριά. Σπόροι-σπίθες προσγειώθηκαν σε γόνιμο έδαφος, αέρα και θέριεψαν. Το φράγμα του αέρα αναφλέχθηκε σαν μια τουλίπα φωτιάς που άνθισε πεινασμένα προς τον ουρανό. Ο Πολεμιστής φοβήθηκε. Τράβηξε απότομα τα χαλινάρια του καρχαρία και άλλαξε έγκαιρα πορεία. Οι μπάλες νερού δεν είχαν την ίδια τύχη. Προσέκρουσαν με ένα παφλασμό πάνω στο φλεγόμενο τοίχο και αντί να το σβήσουν, μικρές εκρήξεις φωτιάς άνθισαν τα πέταλά τους μεταξύ νερού και τοίχου, γιατί το πρώτο οξυγόνο του νερού καταναλώνεται πάντα από τη φλόγα και το υδρογόνο εκρήγνυται.

«Αχ, αχ, δε διαβάζετε» μονολόγησε η Ιντούν.

Ότι έμεινε από τις μπάλες νερού έπεσαν στον τοίχο της Ιντούν και κατέπνιξαν τις φλόγες. Καπνοί αναδύθηκαν. Οι Αλχημιστές και ο Πολεμιστής που σταμάτησε παράμερα περίμεναν υπομονετικά. Όταν υποχώρησαν οι καπνοί, η Ιντούν ήταν άφαντη.

Το βήμα του ανέμου την είχε φέρει σε μία από τις καλαμωτές σκεπές των σπιτιών. Εκεί δε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη φωτιά της γιατί υπήρχε κίνδυνος να καταστρέψει κάποιο σπίτι και η Ιντούν, κάθε άλλο παρά καταστροφέας ή ασεβής φιλοξενούμενος ήταν. Θα στηρίζονταν στον άνεμο λοιπόν. Η σκεπή πάγωσε, ξαφνικά γλιστρούσε.
«Πλεύση του Αιόλου» πατινάζ αντί πατινάζ καβαλώντας τα ρεύματα. Μια φιγούρα με μάσκα εμφανίστηκε από δεξιά και άπλωσε το χέρι. Η Ιντούν πήδηξε ψηλά και την απέφυγε. Προσγειώθηκε λίγο πιο δίπλα, αλλά η φιγούρα εμφανίστηκε από πίσω της αυτή τη φορά. Ο Άνεμος βρυχήθηκε για την Ιντούν προς όλες τις κατευθύνσεις. Η φιγούρα εξαφανίστηκε. Ήταν μόνο ένας κλώνος. Μπροστά της και πάλι, αποζητούσε κυνηγητό και η Ιντούν θα το παρείχε. Βούτηξε στα δεξιά και με τα πόδια της άγγιξε τον ουρανό σαν να ήταν στερεός. Έσπρωξε γρήγορα και προς την αντίθετη κατεύθυνση, η Ιντούν πήρε ύψος. Πάτησε στο επόμενο αιθέριο σκαλί και επανέλαβε την κίνησή της τινάζοντας τον εαυτό της και πάλι δεξιά, ακόμη ψηλότερα. Η φιγούρα ακολουθούσε. «Πόσο αντέχεις να πετάξεις;» σκέφτηκε. Τα αιθέρια βήματα συνέχισαν με αυξανόμενη ταχύτητα. Έμοιαζε σαν να πατούσε σε αόρατα σκαλιά που την τίναζαν σαν ελατήρια πέρα δώθε. Είχε φτάσει πολύ ψηλά. Η φιγούρα δε μπορούσε να ακολουθήσει και την εγκατέλειψε για κάποιον ευκολότερο.

Η Ιντούν ξαπόστασε μια στιγμή και χαμογέλασε. Στα πόδια της είχε πανοραμική εικόνα του χωριού. Από το ύψος της μπορούσε να δει τους δρόμους, την κατεύθυνση που ήταν η αγορά και το σπίτι τους. Είχε ολοκληρωμένη εικόνα των σημείων που εκτυλίσσονταν το παιχνίδι. Οι Βαλησίνοι το διασκέδαζαν όσο κι εκείνη. Προετοίμαζαν τους εαυτούς τους για την ενηλικίωση με τον καλύτερο τρόπο. Από μακριά είδε το Σίνγκεν να επιδίδεται στα κόλπα του. Σχεδόν γέλασε. Δε βρισκόταν σε κίνδυνο.

Η φιγούρα που την κυνηγούσε εμφανίστηκε από το πουθενά. Τι έκανε η ενεργειακή της αίσθηση; Ή μήπως το Πέπλο του Αλ Ρασίντ ήταν τόσο δυνατό; Δεν υπήρχε χρόνος να το σκεφτεί, μία παλάμη εκτείνονταν προς το μέρος της. Η Ιντούν κράτησε την ανάσα της. Κάθε ίχνος Αλχημείας χάθηκε από τα πόδια της και το σώμα της εξαφανίστηκε αστραπιαία από τα μάτια της φιγούρας. Βουτιά στο κενό. Η Ιντούν άφηνε τη βαρύτητα να κάνει τη δουλειά της και έχανε ύψος με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Δε μπορούσε να αψηφήσει τη βαρύτητα και ο Πολεμιστής δε μπορούσε να υπερνικήσει τη βαρύτητα επίσης. Κάτω Αλχημιστές τους είδαν να πλησιάζουν, την Ιντούν σαν βολίδα από τον ουρανό και πίσω το διώκτη της. Ετοιμάστηκαν να αγγίξουν και τους δύο.

«Πλεύση του Αιόλου!» αυτή τη φορά βρυχήθηκε η Ιντούν και ένα αεράκι ανατάραξε τα μαλλιά των Αλχημιστών. Η Ιντούν καβάλησε γρήγορα το ρεύμα. Στιγμές πριν την αγγίξουν σηκώθηκε και πάλι όρθια, σερφάροντας μακριά, ενώ η φιγούρα του Πολεμιστή προσγειώνονταν άτσαλα μεταξύ των συγχωριανών του. Αγγίχτηκαν μεταξύ τους και βγήκαν από το παιχνίδι γελώντας με τη γκάφα τους.