Σοφός Πολεμίστρια Ζένθα
Η Ζένθα γεννήθηκε πριν από 70 χρόνια, την 24η μέρα του μήνα Ιοβέρ, το έτος 1235. Η πόλη της γέννησής της είναι η πόλη Οφολίρ στους πρόποδες των Βουνών της δόξας, γνωστή και ως πόλη του Σιδήρου.
Ήταν το τρίτο παιδί του Ρέιντρορ και της Κολμέρθα Κραγγούτ, μέλη οικογένειας με μεγάλη παράδοση στη σιδηρουργία και στην πολεμική τέχνη. Ο τόπος που μεγάλωσε ήταν τα ορυχεία της Οφολίρ, όπου ήρθε αντιμέτωπη σχετικά νωρίς με τον αδυσώπητο κόσμο, καθώς έχασε τα δύο μεγαλύτερα της αδέρφια, όταν κατέρρευσαν ύστερα από σεισμό δύο δευτερεύουσες, υποστηρικτικές στοές. Η απώλεια λοιπόν σε συνδυασμό με τον εργατικό μόχθο και την πολεμική εκπαίδευση, συνέθεσαν εξ ‘ αρχής τον καμβά της νεανικής ζωής της.
Καθώς αναγκάστηκε να αναλάβει περισσότερα βάρη στην οικογένεια, σύντομα, κοντά στην ενηλικίωσή της, είδε σε όνειρο μία τεχνική μάχης, την οποία ουδέποτε είχε ξαναδεί ή έστω ακούσει να αναφέρεται. Κρυφά λοιπόν, βρήκε έναν σιδηρουργό και του παρήγγειλε κάτω από άκρα μυστικότητα τον ειδικό οπλισμό και ξεκίνησε να εκπαιδεύεται μόνη της στο μικρό άλσος έξω από την πόλη, από όπου περνούσαν τα γάργαρα ρυάκια που διέρρεαν τις πλαγιές των βουνών.
Είχε φανταστεί όλη τη φόρμα κινήσεων, τη φιλοσοφία τους, την κινησιολογία τους, γεγονός που την ώθησε στο να σχεδιάσει και συγκεκριμένη πολεμική εξάρτηση για την σωματική της ασφάλεια. Ταυτόχρονα επιδόθηκε και στην παραδοσιακή εκπαίδευση των νάνων πολεμιστών, ώστε να τελειοποιήσει την τεχνική της. Η θεωρητική εκπαίδευση δεν της έλειψε εξίσου και σύντομα είχε μία ποικιλόμορφη κατάρτιση και γενική γνώση όλων των φατριών.
Η αυταπάρνηση και η απόλυτη συγκέντρωση στην προετοιμασία της, έκρυβε έναν υπερβατικό πόθο ο οποίος της γεννήθηκε εκεί στους πρόποδες των βουνών της Δόξας, να διεκδικήσει τη θέση του Σοφού και Φύλακα της Λίθου των Νάνων, της Λίθου της Δύναμης. Τα χρόνια πέρασαν και τη στιγμή που ένιωσε έτοιμη, παρουσιάστηκε τη μέρα των 35ων γενεθλίων της στη μητέρα της, αποκαλύπτοντάς της τον κρυφό σκοπό για τον οποίο είχε επενδύσει τόσα πολλά όλα αυτά τα χρόνια.
Ήταν ήδη αναγνωρίσιμη ανάμεσα στους κύκλους της πόλης της, για την δύναμη και τη μαχητικότητά της και για την αποτελεσματικότητά της στις εργασίες των μεταλλείων, κοντράροντας στα ίσα φημισμένους μεταλλουργούς της Οφολίρ, με χρόνια εμπειρίας και κατάρτισης. Η αναμονή της θα τερματιζόταν 5 χρόνια αργότερα, όταν το Συμβούλιο των Νάνων συγκάλεσε στην πρωτεύουσα Κόνραμ το κονκλάβιο της χώρας για τους αγώνες ανάδειξης του νέου Σοφού τους. Για τρεις μέρες στη Μεγάλη Παλαίστρα της Πόλης, θα συγκρούονταν σε μάχη σώμα με σώμα οι υποψήφιοι μέχρι να ανακηρυχθεί νικητής εκείνος ο οποίος θα έπειθε το Συμβούλιο για την ισχύ του σώματος, του πνεύματος και της ψυχής του, ώστε να του εμπιστευτούν τη Λίθο της Δύναμης.
Το μήνα Μαλ, V μήνα του 1275, λοιπόν, 32 υποψήφιοι συγκεντρώθηκαν από όλη τη χώρα των Νάνων, έτοιμη να κάνουν τα πάντα για κατακτήσουν την τόσο σημαντική θέση του Σοφού. Η Ζένθα είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει στις πρώτες μάχες τον παραδοσιακό τρόπο μάχης των νάνων για να κρατήσει για τις πιο δύσκολες αναμετρήσεις την προσωπική τεχνική της.
Οι πρώτες δύο αναμετρήσεις της ήταν σχετικά βατές και τις κέρδισε γρήγορα καθώς υπερτερούσε των αντιπάλων της και σε τεχνική και σε δύναμη. Χρησιμοποιώντας μία μεγάλη ξύλινη ασπίδα με μεταλλική μύτη και μία κυρτή σπάθα, υπέταξε σχεδόν αναίμακτα τους αντιπάλους της, κερδίζοντας τις εντυπώσεις. Τη δεύτερη μέρα, είχαν μείνει πια 8 μαχητές και ο επόμενος αντίπαλός της δεν θα ήταν τόσο εύκολος για την ίδια.
Είχε ακούσει φήμες για τον πολεμιστή με το όνομα Χέλντρεμ και τη συνήθεια του να επισκέπτεται μία φορά το χρόνο τη Σνιτάρ και να λούζεται με υγρό χρυσό. Είχε καταφέρει μόνος του να καθαρίσει από ληστές την πεδιάδα του Ρομίρ και συνήθιζε να φέρει δύο ξίφη με ανάποδες κυρτώσεις. Η ασπίδα της δε θα κρατούσε πολύ απέναντι στο ξίφος με τη μύτη προς τα έξω, σαν γάντζο. Με το ξύλινο μέρος της αχρηστεμένο, η Ζένθα έσπασε με το πλατύ μέρος του δικού της σπαθιού τα υπολείμματα ξύλου και κράτησε μόνο τη μεταλλική βάση , περιορίζοντας κατά πολύ την αμυντική της ακτίνα, γεγονός όμως που της έδωσε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Αλλάζοντας τεχνική, χρησιμοποιώντας πλέον τη σπάθα ως αμυντικό όπλο και τη μεταλλική βάση σαν μία σιδερογροθιά, κατάφερε να επιφέρει ένα χτύπημα τόσο ισχυρό στο σαγόνι του που τον σώριασε στην άμμο.
Στους 4 ήξερε ότι έπρεπε να φέρει στο προσκήνιο το μυστικό της. Παρουσιάστηκε στην αρένα με δερμάτινη εξάρτηση, φέροντας έναν κοντό διπλό πέλεκυς στο δεξί της χέρι ενώ το αριστερό της χέρι καλυπτόταν από έναν μεταλλικό κύλινδρο, με εσωτερική λαβή, που σκέπαζε το βραχίονά της και στην κορυφή του είχε σφυρηλατημένη την κεφαλή ενός πολεμικού σφυριού με ακίδες να προεξέχουν. Κανείς δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ο αντίπαλός της λεγόταν Φόκντραν και κρατούσε καταγωγή από το πανάρχαιο γένος των Ναζέλ. Ασυνήθιστα ψηλός και γεροδεμένος για νάνος, ο Φόκτραν έφερε μονό πέλεκυ, κοντό και μπρούτζινη ασπίδα σε σχήμα 8 με ακονισμένες τις εξωτερικές εσοχές της.
Αποφάσισε να κρατήσει αμυντική στάση για να μελετήσει τις κινήσεις του. Κάθε κίνηση επίθεσης, έθετε το δεξί της χέρι σε κίνδυνο εξαιτίας της ιδιόρρυθμης ασπίδας του. Η θωράκιση του αριστερού της χεριού, κρατούσε άνετα τις επιθέσεις του Φόκντραν και κάποια στιγμή ο πέλεκύς του πιάστηκε στη βάση του σφυριού της και μάγκωσε στην εσοχή που ενωνόταν με τον μεταλλικό κύλινδρο. Σαφώς και δε θα άφηνε την ευκαιρία να πάει χαμένη, με ένα βαρύ χτύπημα του όπλου της, άφησε τον Φόκντραν μόνο με την ασπίδα του και εκείνη είχε πια την ευκαιρία να επιτεθεί και να πάρει τη νίκη.
Αριστερό πόδι μπροστά, αριστερό χέρι στο ύψος του λαιμού και ο πέλεκυς ψηλά πάνω από το κεφάλι της. Μικρά βήματα προς το μέρος του, προσεκτικά, περιμένοντας το κατάλληλο άνοιγμα. Ο Φόκντραν της κλώτσησε άμμο για να την τυφλώσει και εκεί βρήκε την ευκαιρία της, γρήγορη πιρουέτα προς τα δεξιά, μπλοκάρισμα της ασπίδας του με το αριστερό της χέρι και ολόκληρη η αριστερή του πλευρά εκτεθειμένη. Δεν κατάφερε θανατηφόρο χτύπημα, όμως η λεπίδα της τον βρήκε αρκετά στα πλευρά του κορμού, ώστε να τον πετάξει κάτω αιμόφυρτο και εξουδετερωμένο.
Την τρίτη μέρα, το απόγευμα έλαβε χώρα η τελευταία μονομαχία. Αντίπαλος της ο «εκλεκτός» του Συμβουλίου. Ορφανός, μεγάλωσε υπό τη φροντίδα του Μπάζονλιρ Λάβαροκ, ενός από του γέροντες του Συμβουλίου, όταν βρέθηκε ως βρέφος εγκαταλελειμμένος πριν πολλά χρόνια κατά τη διάρκεια της τότε Γιορτής του Σφυριού. Λόρντριμ Λάβαροκ, το όνομά του, 45 ετών, εκπαιδευμένος, υπό την αιγίδα του συμβουλίου, για αυτή την στιγμή, όλη του τη ζωή.
Το ίδιο και εκείνη, έτοιμη στην αρένα τον μετρούσε καθώς έφτανε, γεροδεμένος με φαρδιές πλάτες, με αστραφτερή πανοπλία και ένα τεράστιο πολεμικό σφυρί με ξύλινη δερματόδετη λαβή και μεταλλική μύτη στην κεφαλή του. Ήξερε ότι η αναμονή και η άμυνα σε αυτή την περίπτωση δε θα είχαν αποτέλεσμα. Ήλπιζε μόνο να κρατήσει ο κύλινδρος τα χτυπήματα του σφυριού. Ξεκίνησαν!
Ο χειρισμός του σφυριού του ήταν τόσο φυσικός, σαν προέκταση του χεριού του. Εκείνη απέφευγε με δυσκολία τη λεπτή μεταλλική μύτη του σφυριού, όπου με ένα πετυχημένο χτύπημα θα την τραυμάτιζε σοβαρότατα καθιστώντας την ανήμπορη να συνεχίσει. Η κλαγγές των όπλων συνέθεταν μία υπόκωφη θανατηφόρα μελωδία καθώς κανείς από τους δύο δεν ήταν σε θέση να καταφέρει κάποιο αποτελεσματικό χτύπημα.
Ξαφνικά ο Λάβαροκ, βρήκε ένα άνοιγμα και χτύπησε τον κορμό της με το σώμα του σφυριού, κόβοντάς της την ανάσα, καθώς εκείνη παραπατούσε προς τα πίσω για να βρει ισορροπία, έπιασε χαμηλά τη λαβή του σφυριού και το σήκωσε ψηλά για τη χτυπήσει με τη μεταλλική μύτη στο κεφάλι της, σκοτώνοντάς την ακαριαία. Σήκωσε το αριστερό της χέρι ψηλά για να αμυνθεί και κατάφερε για μία στιγμή να κρατήσει την κίνηση του σφυριού, όμως δεν άντεξε. Καθώς η ακίδα του σφυριού κατευθυνόταν στο κεφάλι της, με μία κίνηση απελπισίας μάζεψε όση δύναμη είχε και έφερε ψηλά τον πέλεκυ για να στηρίξει το αριστερό χέρι, φτιάχνοντας ένα Χ με τις κεφαλές των δύο της όπλων. Η σύγκρουση ήταν σφοδρότατη και κατάφερε να σπάσει τη μεταλλική μύτη του σφυριού. Παρ’ όλα αυτά η ορμή της κίνησης του Λάβαροκ δεν κάμφθηκε και το σφυρί έφτασε μέχρι το κεφάλι της. Η ακίδα δεν είχε σπάσει από τη ρίζα της και η μεταλλική προεξοχή που έμεινε στο σώμα του σφυριού, χώθηκε στα αριστερό της φρύδι και σύρθηκε κατά μήκος του προσώπου της μέχρι το σαγόνι, προξενώντας ένα βαθύ κόψιμο από το οποίο οριακά σώθηκε το μάτι της.
Μέσα στη ζάλη της και με την αριστερή της μεριά τελείως τυφλή από το αίμα, συνειδητοποίησε πως το χτύπημα του αντιπάλου της και η αλληλουχία της κίνησης, έφερε τον πέλεκύ της σε απόσταση αναπνοής από τον αριστερό του μηρό. Το σκέφτηκε μόνο για μία στιγμή και έριξε το σώμα της μπροστά με όση δύναμη της απέμεινε και βύθισε βαθιά το όπλο της ψηλά στο μηρό του. Η κραυγή του πόνου του έκοψε την ανάσα στην αρένα. Η Ζένθα στηρίχθηκε, με όση δύναμη τράβηξε από την ψυχή της, στο αριστερό της χέρι, άφησε τον κύλινδρο να πέσει από το χέρι της χαλαρώνοντας τη λαβή της και σήκωσε τον πέλεκυ για να φέρει το τελειωτικό χτύπημα. Ήταν και η τελευταία στιγμή της μονομαχίας.
Έτεινε το χέρι της στον αντίπαλό της και τον υποβοήθησε να βγουν μαζί από την αρένα και να κατευθυνθούν προς το Συμβούλιο των Νάνων. Αφού άφησε το Λαβαροκ στους δικούς του να περιποιηθούν τα τραύματά του, χαιρέτησε τους πρεσβύτερους του Συμβουλίου έναν έναν και αποσύρθηκε για να ετοιμαστεί για τη βραδινή γιορτή. Η οικογένειά της έσπευσε άμεσα να την προϋπαντήσει και να την συγχαρεί για τον θρίαμβό της. Αφού δέχθηκε τη φροντίδα του γιατρού, πλύθηκε, έδεσε το αριστερό της μάτι και βγήκε στη μέση της αρένας όπου γνώρισε την αποθέωση από τη φυλή των Νάνων.
Ο Αρχηγός του Συμβουλίου, Θόκντραεν Χάντεορν, της παρέδωσε τη λίθο της Δύναμης και της έδωσε ένα στοργικό φιλί στο μέτωπο. Από εκείνη τη στιγμή και πέρα, ήταν η Σοφός της φυλής των Νάνων και προστάτιδα της Λίθου μέχρι το τέλος.
Η εγκατάστασή της στην ακαδημία, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της. Αν και το σκληρό παρουσιαστικό της τρόμαζε στην αρχή, η Ζένθα μεγάλωσε γενιές και γενιές μαθητών, ανεξαρτήτου φατρίας και φυλής και έγινε ιδιαίτερα αγαπητή. Πίστευε ακράδαντα πως κάθε άτομο έπρεπε να φροντίζει για την προστασία του και για αυτό συνέθετε κάθε χρονιά σε συνεργασία με τους καθηγητές της Ακαδημίας πολυεπίπεδα σεμινάρια με τρόπους άμυνας και φιλοσοφίας της μάχης.
Απέφευγε τις ανόητες κόντρες και τους ανταγωνισμούς και αντιμετώπιζε κάθε μαθητή και καθηγητή αυτοτελώς. Οργάνωσε και επέβλεψε ολοκληρωτικά τη διαρρύθμιση του νέου στίβου και της παλαίστρας της ακαδημίας ενώ φρόντιζε για τη συντήρηση των όπλων που υπήρχαν για εκπαίδευση. Τα όπλα της, με τα οποία κέρδισε τις μονομαχίες, δεν τα ξαναχρησιμοποίησε. Ο δρόμος της ήταν διαφορετικός πλέον. Τα έφερε μαζί της, όμως και πλέον κοσμούσαν τον τοίχο του γραφείου της εσαεί.
Η συντροφιά της στην Ακαδημία ήταν η Σοβερίνη Σοφός Τέσσα η οποία είχε αντικαταστήσει τον προηγούμενο Σοβερίνο Σοφό Άνχελ αρκετά χρόνια πριν. Ήταν η αρχαιότερη εν ενεργεία Σοφός και δέθηκαν πολύ κατά τη διάρκεια των ετών, περνώντας τις μέρες τους στο νησί της Ακαδημίας, εκτελώντας με συνέπεια τα καθήκοντά τους. Υπήρχε κάτι μυστηριακό στην αλληλεπίδραση των Λίθων τους, της Δύναμης και της Ιδέας, δεδομένο που μεταφέρθηκε και στην καθημερινότητά τους.
Δεν αφέθηκε ποτέ στα χνάρια του έρωτα και των συναισθημάτων, πράγμα το οποίο της δημιουργούσε μία καταπίεση, παρ’ όλα αυτά επιζητούσε και μοίραζε ταυτόχρονα τη συντροφικότητα, βασικό κομμάτι της κοσμοθεωρίας της.
Απέφευγε τις συγκρούσεις και τις εντάσεις μεταξύ των Σοφών και των υψηλόβαθμων καθηγητών και πάντα προσπαθούσε να φέρεται σαν ενοποιητικός παράγοντας διατηρώντας τις ισορροπίες. Οι φήμες και οι ιστορίες την κατατάσσουν ανάμεσα στους πιο επιτυχημένους Σοφούς που έχουν περάσει, από τους ελάχιστους που κατανοούσε τις βασικές έννοιες της οικουμενικότητας του χαρακτήρα της Ακαδημίας.
Σήμερα, θα τη βρει κανείς να περιφέρεται στα μπαλκόνια της ακαδημίας και να χαζεύει τους πολεμιστές της, καμαρώνοντας και απολαμβάνοντας τους καρπούς των κόπων της, ενώ τα βράδια, εκείνα χωρίς πανσέληνο, τα βήματά της καταλήγουν απόμερα μέσα στο δάσος, έξω από τους χώρους της Ακαδημίας, όπου συνεχίζει να υπενθυμίζει στα δάχτυλά της, τη ζέση και τη φλόγα της μάχης κραδαίνοντας κάποιο όπλο και συνεχίζοντας την προσωπική της εκπαίδευση...