Οι ώρες δεν περνούσαν με τίποτα εκείνο το απόγευμα.
Είχε μόνο λίγες μέρες που η ομάδα τους είχε επιστρέψει από τη νήσο Ουρίβ, και στην Ακαδημία τα πράγματα δεν ήταν ιδιαίτερα καλά.
Τουλάχιστον σωματικά, χάρη στο άγγιγμα, κανείς δεν είχε επιστρέψει με τραύματα. Μα καθένας είχε κλειστεί στον εαυτό του, και κουβαλούσε μέσα του το βάρος του "αν". Θα ήταν άραγε ο Ναρ τώρα μαζί τους, αν κάποιος είχε κάνει κάτι διαφορετικά;
Η Άρυα πλησίασε το παράθυρο. Τράβηξε λίγο την κουρτίνα, μα το βλέμμα της έπεσε κατευθείαν στην αντανάκλασή της, και όχι έξω. Μόρφασε. Δεν αναγνώριζε πλέον το πρόσωπό της.
Πέρασε τα δάχτυλα πάνω από τα σημάδια στο μάγουλο. Πρόσεξε τα χέρια της, που ήταν και εκείνα γεμάτα με αυτά τα κατάλευκα σημάδια, και τα άπλωσε μπροστά για να τα παρατηρήσει.
Τι στο καλό μου συνέβη; , σκέφτηκε αναστατωμένη για ακόμα μια φορά.
Αυτό αναρωτιόταν από την ημέρα που γύρισαν. Στο μεγαλύτερο κομμάτι της επιστροφής από την Ουρίβ, προσπαθούσε να κρυφτεί από τους υπόλοιπους, ντρεπόταν. Έπειτα, όταν έφτασαν και μετά, κλείστηκε στο δωμάτιό της και δεν άφηνε ούτε την Μοργκέιν να δει τις περισσότερες φορές. Φοβόταν. Πώς θα την αντιμετώπιζαν πλέον; Ένιωθε σαν φρικιό.
Ώρες ατελείωτες γυρνούσε πάνω - κάτω στο δωμάτιο. Δε μπορούσε να μείνει για μια ζωή κρυμμένη. Έπρεπε κάτι να γίνει. Έπρεπε κάτι να κάνει. Να βρει έναν τρόπο να τα εξαφανίσει. Μα πώς, αφού δεν είχε ιδέα από τι προήλθαν εξ' αρχής!
Αυτό είναι! , σκέφτηκε και σταμάτησε απότομα το πήγαινε - έλα. Πρέπει απλά να βρω κάποιον που να ξέρει. Κάποιον που να μπορεί να μου πει τι στο καλό είναι αυτά τα σημάδια. Και έπειτα, ίσως υπάρχει και τρόπος να τα ξεφορτωθώ!
Χτύπησε δύο φορές παλαμάκια, ενθουσιασμένη με τη σκέψη και μόνο ότι θα μπορούσε να βρει μια άκρη. Έτρεξε στην ντουλάπα της, την άνοιξε, και κοίταξε το εσωτερικό εξεταστικά.
Μακρύ παντελόνι, σίγουρα ζακέτα, και ένα φουλάρι για να κρύβει το λαιμό. Ίσως γάντια; Μπα όχι, θα φανεί παράξενο τέτοια εποχή. Ζακέτα με τσέπες, ναι. Κλειστά παπούτσια. Λυτά μαλλιά, όσο γίνεται να κρύβουν το πρόσωπο, και θα περπατώ σκυφτή. Ναι, ωραία, αυτό ίσως πιάσει , σκεφτόταν καθώς έβαζε ένα ένα τα κομμάτια.
Άνοιξε την πόρτα του κοιτώνα διστακτικά. Σε όλη τη διαδρομή περπατούσε όσο πιο γρήγορα γινόταν. Αγνόησε τις μια δυο φορές που άκουσε το όνομα της, και άνοιξε παραπάνω το βήμα της. Δεν ήθελε να δει κανέναν. Ή μάλλον, δεν ήθελε να την δει κανένας. Έφτασε στα γραφεία των καθηγητών, και χτύπησε νευρικά την πόρτα του. Καμία απάντηση. Χτύπησε άλλη μια φορά και έπειτα δοκίμασε να την ανοίξει. Κλειδωμένα.
Κατευθύνθηκε προς τον πίνακα ανακοινώσεων, και έψαξε το όνομά του. Δεν είχε μάθημα εκείνη την ώρα. Αυτό της άφηνε μία μόνο επιλογή• την βιβλιοθήκη.
Μερικά λεπτά αργότερα έμπαινε ήσυχα στο χώρο. Ήξερε ότι εδώ, αν έκανες ησυχία, κανείς δε σου έδινε σημασία. Πλησίασε την βιβλιοθηκάριο, και με σκυμμένο το κεφάλι την ρώτησε μήπως γνώριζε αν βρισκόταν εδώ ο καθηγητής της. Εκείνη της έδειξε τον τομέα ιστορίας. Την ευχαρίστησε, και κατευθύνθηκε προς τα κει.
Γνήσιος ιστορικός, χωμένος στα βιβλία του κάτω από το φως των κεριών, δεν την πήρε χαμπάρι μέχρι που τον πλησίασε αρκετά.
«Καλησπέρα καθηγητά Νάντριελ. Σας έψαχνα» Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι δεν είχαν ποτέ συστηθεί. «Δεν έχουμε γνωριστεί επίσημα, αν και ήμασταν κι οι δυο στην Ουρίβ...», ξεκίνησε, μα είδε πως την κοιτούσε κάπως παράξενα. Δεν την θυμόταν ή την είχαν αλλάξει τόσο τα σημάδια; Έκανε ένα βήμα ακόμα, και σήκωσε παραπάνω το κεφάλι υπό το φως των κεριών. «Είμαι η Άρυα».