Κι άλλα μυστικά, πολλά μυστικά, περίτεχνα ντυμένα για το απαίδευτο μάτι, όχι όμως για την Ιντούν. Ο ρόλος της μεγάλης αδερφής είχε σίγουρα ατέλειωτες ευθύνες, αλλά με την εξάσκησή τους, είχε και τα καλά του, όπου ένα από αυτά ήταν και η παρατηρητικότητα. Μπροστά της λοιπόν, ο Σίνγκεν συνέχισε να εμφανίζεται άνετος, αλλά ο δισταγμός του τρεμόπαιξε φευγαλαία τα νεύρα στους κροτάφους του και η Ιντούν με την άπειρη προϋπηρεσία και το γερακίσιο μάτι το πρόσεξε.
Αντίστοιχα πρόσεξε και τις αρχικές υπεκφυγές του περί μη ενδιαφέρουσας ιστορίας, αλλά δε θορυβήθηκε. Έγειρε πίσω υπομονετικά, στα μάτια της άσβεστο ενδιαφέρον και τον κοίταξε με το απαλό, αλλά πεισματικό ύφος που μαρτυρούσε ότι δεν σκόπευε να το κουνήσει ρούπι. Τελικά της διηγήθηκε μία απλουστευμένη εκδοχή αυτοανακάλυψης και φιλίας. Η νεαρή Αλχημίστρια διαπίστωσε ότι τα υποτιθέμενα τέρατα που έφτιαχνε με το μυαλό της, αγχωτικά αποκυήματα, ίσως τελικά και να μην ήταν τόσο ανύπαρκτα. Για την Ιντούν δεν υπήρχε ο ανταγωνισμός για μια θέση στον ήλιο, αλλά ο ύπουλος και μνησίκακος ανταγωνισμός εκείνου που δε μπορεί ο άλλος να φτάσει. Επικεντρώθηκε όμως στα λόγια του Σίνγκεν. Της έκανε εντύπωση ο Κοτάρο. Μέσα της τον καταλάβαινε. Αν δεν υπήρχε η Ακαδημία, η Ιντούν και οι δυνάμεις της θα πήγαιναν χαμένες, δε θα υπήρχε μέρος να διοχετευθούν, στη χειρότερη, θα τις εκμεταλλεύονταν κάποιος επιτήδιος για πενιχρό αντάλλαγμα.
Η Ιντούν έκρινε ότι οι πολιτικές της οικογένειας του Σίνγκεν ήταν λανθασμένες. Θα μπορούσαν να αναδείξουν τις δυνάμεις του Κοτάρο και παράλληλα να περιορίσουν την επιρροή ή την προβολή που η υπο-οικογένειά του θα είχε στο τραπέζι των Πρεσβύτερων ή όπως ήταν οργανωμένοι τέλος πάντων. Σε καμία περίπτωση δεν ενέκρινε την απομάκρυνση ενός τέτοιου μέλους ή ακόμη χειρότερα την αναχαίτιση της πορείας ενός χρήσιμου στρατιώτη. Υπέθεσε ότι μέχρι και την ημέρα της δοκιμασίας, ο Κοτάρο ίσως να εμπιστεύονταν την οικογένεια του Σίνγκεν. Συνέχισε να την εμπιστεύεται μετά από τέτοια τροπή; Η Ιντούν ύψωσε τα φρύδια με απορία. Αν ποτέ τον πετύχαιναν μπροστά τους, ίσως και να έβρισκε το θάρρος να τον ρωτήσει.
Άκουσε το Σίνγκεν να περιγράφει τη δική του στιγμή και τον αναπάντεχο τρόπο με τον οποίο δάμασε τον κεραυνό. Παρά την τραγωδία, κανείς δε μπορούσε να του στερήσει τον προσωπικό του θρίαμβο και την κατάκτηση μίας κορυφής πέρα από τα όρια του εαυτού του. Αν και ο ίδιος παραξενεύτηκε για την ψυχραιμία του, στα αυτιά της Ιντούν αντηχούσε ως άλλη μία εξαίσια περίσταση όπου ο μαθητής βρίσκεται στο κρίσιμο σημείο και η εσωτερική του μάχη πυροδωτεί μία απότομη εξέλιξη. Έτσι δε γίνονταν με όλους; Ήταν η σειρά της όμως να απαντήσει.
«Πρέπει να γεννήθηκα με τη δύναμη του αέρα, δεν ξέρω...» σήκωσε ελαφρά τους ώμους της, δημιουργώντας δροσερά ρευματάκια που ενώθηκαν με τα μεγαλύτερα ρεύματα αέρα και έγιναν ένα.
«Νομίζω ότι οι γονείς μου το κατάλαβαν αμέσως. Εγώ πάντως, από τη στιγμή που άρχισα να καταλαβαίνω τον εαυτό μου, θυμάμαι και τον άνεμο να με συνοδεύει. Ήταν σαν βρίσκονταν μαζί μου για να παίξουμε με το σχήμα που έπαιρναν τα σύννεφα, για να χορέψουμε παρέα με τα κλαδιά, να ζωγραφίσουμε στον ουρανό με πολύχρωμα ροδοπέταλα. Ανέμελη παιδική ηλικία ως επί το πλείστον. Δεν έλλειπε ούτε από εμένα ο ανταγωνισμός, όμως στη δική μου περίπτωση, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση ενός φαινομενικά φυσιολογικού παιδιού σε μια φυσιολογική πόλη, ο ανταγωνισμός ήταν μοχθηρός και κακόβουλος.
Ξέρεις, για το μέσο αγρότη της Ιερελάρ, η Αλχημεία δεν είναι τέχνη, όπως αντιμετωπίζεται στην Ακαδημία, όπου μελετάται και καλλιεργείται. Η Αχλημεία και κάθε τι παρεκκλίνον από το σεβαστό τρίπτυχο Πολεμιστής-Εφευρέτης-Θεραπευτής θεωρείται αλλοκοτιά. Μια αλλοκοτιά που στον κάτοχό του χαρίζει –θεωρητικά- μεγάλη δύναμη και στους γύρω σπέρνει το φόβο και την καχυποψία.
Δεν κινήθηκε λοιπόν, ποτέ κάποιο συνομίληκο ή μεγαλύτερο παιδί εναντίον μου, κινήθηκαν όμως ενάντια στα αδέρφια μου και συγκεκριμένα, ενάντια στον Αναξίμανδρο. Ο καημένος, δεν είχε πάντα τη γεροδεμένη κορμοστασιά του, ούτε το πελώριο ύψος του. Σαν παιδάκι ήταν ισχνό και κοκαλιάρικο –μετρούσα τα πλευρά του και γελούσα-, με κόκκινα μαγουλάκια, όπως ακριβώς είναι τώρα ο Ποίμανδρος.
Κάποιος θεώρησε έξυπνο να τον τραμπουκίσει, αλλά ο Αναξίμανδρος ήταν πάντα δυνατός και τον έσπασε στο ξύλο. Αυτός που του επιτέθηκε τότε, θεώρησε εξυπνότερο να τον τραμπουκίσει μαζί με ένα φίλο του. Δυστυχώς τις έφαγαν πάλι και γύρισαν στις μανάδες τους κλαμμένοι και λασπωμένοι. Αφού δύο εναντίον ενός δε μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα, αποφάσισαν ότι πέντε εναντίον ενός τους εξασφάλιζε πλεονέκτημα.
Έτσι κι έγινε. Νωρίς το απόγευμα της ίδιας ημέρας πάνω που ο Αναξίμανδρος κοκορεύονταν στους φίλους του για τις κλωτσιές που έριξε στα καλάμια των αντιπάλων, οι επιτιθέμενοι του όρμηξαν από πίσω. Ευτυχώς πρόσεξε όταν έπεσε, αλλά τα μούτρα του έγιναν καινούρια...»
Ένα μικρό γελάκι της ξέφυγε στην ανάμνηση του αστεία αξιολύπητου Αναξίμανδρου, αλλά το συμμάζεψε γρήγορα και συνέχισε.
«Έφαγε πολλές και έδωσε πολλές μέχρι να τους βρω να κυλιούνται στο χώμα. Ένας από τους φίλους του έτρεξε στο σπίτι μας, με προορισμό τους γονείς, αλλά τον πρόλαβα στην εξώπορτα. Μόλις μου περιέγραψε την κατάσταση, φύγαμε τρέχοντας και όταν έφτασα, ο Αναξίμανδρος ήταν μέσα στα αίματα.
Δεν ήξερα ότι τα παιδιά ήταν ποτέ ικανά για τόση κακία, ούτε σκέφτηκα ποτέ ότι ένα εφτάχρονο μπορεί να σκεφτεί τόσο πονηρά ώστε να χτυπήσει τον αδερφό μου για να πονέσει εμένα. Το κατάλαβα όταν έφτασα στον τόπο της «σφαγής» και γύρισε το βλαμμένο να με κοροϊδέψει ότι το ταλέντο μου δε μπορούσε να προστάψει τον αδερφό μου.
Νομίζω ότι εκείνη την ημέρα θύμωσα πραγματικά, για πρώτη φορά στη ζωή μου. Θεωρώ ότι δεν έχω ξαναθυμώσει τόσο πολύ έκτοτε. Θυμάμαι ότι το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να εκραγεί και πρέπει να είχαν αλλοιωθεί πολύ τα χαρακτηριστικά μου. Θυμάμαι ότι έφιγγα τις γροθιές μου τόσο πολύ που άσπρισαν από το θυμό. Το μυαλό μου αλυχτούσε για εκδίκηση! Σκόπευα να τους ρίξω χώμα στα μάτια, τίποτα παραπάνω, άντε και καμία πέτρα για να κλαψουρίσουν. Ο αέρας στροβιλήστηκε τόσο απότομα γύρω μου που τα έχασαν και μόνο από αυτό. Όσο τους έβλεπα να φοβούνται, τόσο φούντωνα και όσο φούντωνα και έβλεπα τον Αναξίμανδρο να κλαίει, τόσο βιαιότερος γίνονταν κι ο αέρας. Αυτοί που του επιτέθηκαν είχαν ήδη μετανιώσει και με κοίταζαν βουρκωμένοι.
Χωρίς να το καταλάβω, όλα γύρω μου ζεστάθηκαν απότομα. Τα παιδιά μπροστά μου έβαλαν τις φωνές και δύο τα έκαναν επάνω τους, αλλά το μόνο που έβλεπα ήταν ο αέρας, ρευστός, σαν να υγροποιήθηκε. Δε με παραξένεψε καν η όψη τους που άλλαζε αποχρώσεις προς το πορτοκαλί, το μόνο που με ένοιαζε ήταν να τα πονέσω. Τι να πονέσω όμως; Και τα πέντε το έβαλαν στα πόδια κακήν κακώς και μείναμε εγώ και ο Αναξίμανδρος να κοιταζόμαστε.
Το θυμάμαι να με κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια, ένας συνδυασμός θαυμασμού, ντροπής και φόβου. Από το πουθενά, έβαλε κι αυτός τις φωνές και με έδειχνε. Παραξενεύτηκα. Παραξενεύτηκα τόσο πολύ, που κοίταξα να δω τι πήγαινε στραβά. Όχι μόνο είχα πυρακτωθεί, αλλά τα ρούχα μου άρχισαν να παίρνουν φωτιά και δεν ήξερα τι να κάνω! Έβαλα κι εγώ τις φωνές!
Στο μεταξύ, ο μικρός είχε σηκωθεί, είχε πάει σε ένα πηγάδι και γέμισε ένα κουβά μέχρι πάνω. Χωρίς να το καταλάβω, μου πέταξε στην πλάτη ένα ολόκληρο κουβά παγωμένο νερό για να με σβήσει. Ήταν τέτοιο το σοκ, μου κόπηκε τόσο απότομα η ανάσα που έσβησε και η φωτιά και ο αέρας!
Οι γονείς μου έμαθαν ότι έχω κλίση προς τη φωτιά, βλέποντάς με λούτσα και μισοκαμμένη...»
Η Ιντούν δε μπόρεσε να κρατηθεί στην ανάμνηση αυτής της ιστορίας. Εκεί ψηλά στη σκεπή του πύργου, κάτοχος πλέον του αέρα και της φωτιάς, έγειρε προς τα πίσω και έβαλε τα γέλια με όλη της την καρδιά. Όσο απλές κι αν ήταν οι ιστορίες της, όσο κοινότυπες κι αν φαίνονταν σε κάποιον από οικογένεια με υψηλότερη κοινωνική θέση, για εκείνη ήταν πολύτιμες, οι κρίκοι μιας αλυσίδας που συνέδεε άρρηκτα τη μεγάλη αδερφή με τα μικρότερα αδέρφια της που λάτρευε περισσότερο και από τη ζωή της.