Ο Έζρα ακολούθησε τον Ντρεκ με τα ρούχα στα χέρια σχεδόν τρέχοντας• δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσει να την δει. Εκείνος παραμιλούσε και τον έβριζε, μάλλον απογοητευμένος που ο Έζρα είχε προλάβει να τελειώσει με τα ρούχα, και έτσι δεν του δινόταν η ευκαιρία να ξεσπάσει και πάλι πάνω του.
Ήθελε τόσο πολύ να κοιτάξει πίσω έστω για μια στιγμή, να αναγνωρίσει τη φιγούρα της από μακριά και να σιγουρευτεί ότι το μυαλό του δεν του έπαιζε παιχνίδια. Ότι όλο αυτό ήταν όντως αληθινό. Μα ο Ντρεκ στεκόταν σχεδόν στο πλάι του, δεν μπορούσε να το ρισκάρει.
Από την άλλη, αν η κοπέλα ήταν εκεί, αυτό σήμαινε ότι μόλις είχε πετάξει την καλύτερη ευκαιρία που θα του δινόταν ποτέ για να αποδράσει.
Ίσως και την τελευταία.
Το κεφάλι του πονούσε υπερβολικά πολύ. Δεν το σκέφτηκε ιδιαίτερα• ήξερε ότι θα ακολουθούσαν συνέπειες, αλλά έπρεπε να το κάνει, έπρεπε να σιγουρευτεί.
Με το αριστερό του χέρι, τράβηξε και πέταξε κάτω ένα γιλέκο όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Φρόντισε να είναι σε σημείο με αρκετά χόρτα, για να μην φαίνεται με την πρώτη ματιά και ακολούθησε τον Ντρεκ μέχρι το δέντρο του.
Το δέντρο του.
Πικρία.
Άφησε τα ρούχα στη λεκάνη, και έπιασε το σκοινί που του πέταξε ο Ντρεκ.
«Θα το δέσεις από εδώ...» έκανε, δείχνοντάς του ένα σχετικά μικρό δέντρο, «...μέχρι εκεί», κατέληξε, με το δάχτυλο καρφωμένο σε ένα χοντρό κλαδί στην απέναντι μεριά.
«Ντρεκ... νομίζω... νομίζω ότι δεν φτάνει», απάντησε κάπως μαζεμένα, καθώς κοιτούσε το σχοινί.
Εκείνος χτύπησε τα χέρια του δυνατά μια φορά, και άρχισε να τα τρίβει μεταξύ τους καθώς τον πλησίαζε. Ο Έζρα δεν χρειαζόταν να τον κοιτάξει για να καταλάβει τι θα ακολουθούσε. Αφού θα το έτρωγε που θα το έτρωγε το ξύλο, τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή.
«Ωχ!», φώναξε, και ο μεγαλόσωμος άνδρας τον πλησίασε με περιέργεια.
«Τι έγινε πάλι;» φώναξε μέσα στο αφτί του και τον έπιασε δυνατά από το μπράτσο.
«Ντρεκ, είμαι ένας άχρηστος, με συγχωρείς», έκανε ο Έζρα χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. «Μόλις κατάλαβα ότι λείπει το γιλέκο του Θεόρ. Μάλλον μου έπεσε στ...»
Ο Ντρεκ του άρπαξε το σχοινί και η ανάσα του κόπηκε με μιας. Ένιωθε το στέρνο του άνδρα να ακουμπάει στην πλάτη του, κρατώντας αντίσταση, καθώς τύλιξε με αυτό τον λαιμό του, τραβώντας δυνατά.
«Δε φτάνει για τα ρούχα, ε;» έκανε χαιρέκακα. «Νομίζω ότι φτάνει όμως για να σε πνίξω, τι λες;» του ψιθύρισε στο αφτί, καθώς ο Έζρα πάλευε να ελευθερωθεί.
«Ρε βλάκα!», ακούστηκε ένας βρυχηθμός, και ένα παπούτσι εκτοξεύθηκε προς το μέρος του Ντρεκ. Πρέπει να τον πέτυχε, γιατί η λαβή του χαλάρωσε αμέσως. Ο Έζρα έπεσε στο έδαφος για ακόμα μια φορά, με την πραγματικότητα να του χτυπάει βίαια το πρόσωπο.
Έπρεπε να την είχε ακολουθήσει.
Έπρεπε να την είχε ακολουθήσει.
Έπρεπε να την είχε ακολουθήσει.
Τα βήματα του αρχηγού πλησίασαν βαριά κοντά τους.
«Αν τον σκοτώσεις, θα γίνεις το καινούργιο δουλικό. Κατάλαβες;» ρώτησε, χωρίς να περιμένει απάντηση.
Ο Ντρεκ έφτυσε στο έδαφος μέσα στα νεύρα, μα δεν μίλησε.
«Και τώρα», συνέχισε ο Ντραξ, «εσύ, πήγαινε και βρες το γιλέκο που έχασες, και ο Ντρεκ θα δέσει το σχοινί στο σωστό μέρος αυτήν τη φορά. Έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε και πάλι.
Ο Έζρα δεν είχε σκοπό να περιμένει παραπάνω εκεί. Ευχαρίστησε τον αρχηγό για την μεγαλοψυχία του -ξερνάω- και έτρεξε προς το ποτάμι. Ήξερε ακριβώς πού την είχε πετάξει, αλλά ο σκοπός του δεν ήταν αυτός, προφανώς.
Δεν είχε και πολλές ελπίδες να την δει εκεί. Είχαν περάσει αρκετά λεπτά, και ακόμη κι αν βρισκόταν κοντά, η αλυσίδα του δεν τον άφηνε να ψάξει πάρα μόνο μέχρι το ποτάμι.
«Αιολίδα!», φώναξε ψιθυριστά, με την καρδιά του να χτυπά τόσο δυνατά, που ένιωθε τον παλμό της στο λαιμό του. Η διπλή απόπειρα του Ντρεκ να τον πνίξει σήμερα, έκανε τους κτύπους ιδιαίτερα βασανιστικούς, οπότε πήρε μια ανάσα και προσπάθησε να ηρεμήσει.
Πώς αλλιώς του το είχε πει να δεις...
«Ιντούν!», φώναξε αυτήν τη φορά λίγο πιο δυνατά, αλλά καμία απάντηση. Δεν ήταν πουθενά.
Από την άλλη, ίσως ποτέ να μην υπήρξε. Αυτό θα εξηγούσε πολλά.
Προσπάθησε να ανακαλέσει στη μνήμη του όσα του είχε πει, και ένα πράγμα πετάχτηκε κατευθείαν στο μυαλό του• είχε αναγνωρίσει τις δυνάμεις του! Ναι! Ναι! Φυσικά! Την είχε αναγνωρίσει και εκείνος με την ενεργειακή του αίσθηση! Τι χαζός που ήταν!
Κοίταξε προς την κορυφή της μικρής πλαγιάς που τον χώριζε από τη σιχαμερή του ομάδα, και έκατσε κάτω για να ηρεμήσει. Αυτό ίσως και να μην έπιανε, γιατί ένιωθε πως ο αιθέρας του είχε πια στερέψει εντελώς, αλλά δεν είχε κάτι να χάσει με το να προσπαθήσει. Ενεργοποίησε για ακόμα μια φορά την ενεργειακή του αίσθηση, και παρακάλεσε να νιώσει κάτι, μια μικρή κίνηση, μια ανεπαίσθητη αλλαγή. Συγκεντρώθηκε προς τον ουρανό –άλλωστε από εκεί είχε κάνει την εμφάνισή της η Αιολίδα– και άφησε το μυαλό του να ταξιδέψει.
Περίπου είκοσι μέτρα μακριά, και για μια μόνο στιγμή, η ενέργειά του έπιασε δυό αύρες στον ουρανό, πριν χαθούν για πάντα.
Ώστε ήταν αλήθεια• είχε όντως μόλις πετάξει την μεγαλύτερη ευκαιρία της ζωής του.
~~~
Κάποιες ώρες αργότερα, ο Έζρα καθόταν στο έδαφος με την πλάτη στο δεντράκι του, προσπαθώντας με κόπο να μασουλήσει μια κατάξερη φέτα ψωμί. Ήταν ευγνώμων γι' αυτό• δεν θυμόταν καν πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε φάει ψωμί. Ο Ντρεκ τον είχε αφήσει στην ησυχία του από τότε που παρενέβη ο αρχηγός, ακόμα κι όταν ο Έζρα έριξε ένα συγκρατημένο, ειρωνικό χαμόγελο στο θέαμα του σχοινιού, δεμένου σε δύο άλλα δέντρα.
Μόλις τελείωσε με το ψωμί, έχωσε κρυφά τη χούφτα στην τσέπη του, αναζητώντας έναν από τους καρπούς που είχε βρει νωρίτερα. Διάφορα μουρμουρητά ανάμεσα στην ομάδα τον έκαναν να σταματήσει και να ανασηκωθεί, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Αρκετοί από τους βρομιάρηδες είχαν αρχίσει να μαζεύονται ο ένας κοντά στον άλλο, όλοι όμως πλάτη σε αυτόν. Ο Έζρα προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος μόλις τους είδε να βγάζουν στη φόρα τα όπλα τους, μα μια γνωστή φωνή τον έκανε να παγώσει στη θέση του.
«Αυτός θα έρθει μαζί μου».
Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από το έδαφος. Δεν μπορούσε να κοιτάξει. Δεν γινόταν να συμβαίνει αυτό!
Ήταν τρελή! Της είχε πει ότι ήταν επικίνδυνο.
Ήταν τρελή! Είχε γυρίσει πίσω για εκείνον.
Ήταν τρελή! Αλλά εκείνη τη στιγμή, ένα μικρό κομμάτι της καρδιάς του τη λάτρευε.
«Κύριοι, δεν την έχω δει ξανά έτσι...», ακούστηκε μια αντρική αυτήν τη φορά φωνή, και ο Έζρα σήκωσε αμέσως το κεφάλι να τους κοιτάξει.
Μα τα χίλια ελάφια! Ευτυχώς δεν ήταν μόνη!
«...και εμείς δεν είμαστε τυχαίοι τραχανοπλαγιάδες σε αντίθεση με εσάς. Σας το λέω από την καρδιά μου, η καλύτερη επιλογή σας είναι απλά να φύγετε και να δείτε άλλη μια ανατολή του ήλιου».
Το παλικάρι μπροστά του, φαινόταν να ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Ο Έζρα ζήλεψε την αυτοπεποίθησή του, και ταυτόχρονα ζητωκραύγαζε από μέσα του που ήταν μαζί με την Αιολίδα.
«Χα!» σκέπασε τα μουρμουρητά ένα τρανταχτό επιφώνημα. Ο Ντραξ, στριφογύρισε μια φορά το γεμάτο καρφιά ρόπαλό του, και έπειτα το γύρισε προς το μέρος του Έζρα.
«Θες αυτόν;» έκανε δύσπιστα, και έπειτα γύρισε να τον κοιτάξει και ξέσπασε σε γέλια. Η ομάδα ακολούθησε το παράδειγμά του, γελώντας και βρίζοντας ταυτόχρονα.
«Έλα μαζί μας και θα μπορείς να του κάνεις παρέα!» φώναξε κάποιος από την ομάδα, και δυο τρία άτομα τον χτύπησαν ενθαρρυντικά στην πλάτη. Περισσότερα τα γέλια.
Ο Έζρα κοιτούσε πλέον φανερά τρομαγμένος. Πώς θα τα έβαζαν οι δυο τους με τόσα άτομα; Το ήξερε ότι είχαν δυνάμεις, τους είχε νιώσει νωρίτερα στο ποτάμι, αλλά και πάλι, οι αντίπαλοί τους ήταν πολλοί περισσότεροι.
Έπρεπε να τους βοηθήσει.
Αν δεν ήταν τώρα η στιγμή, τότε πότε;
«Είσαι ομορφούλα» είπε ο Ντραξ, κάνοντας ένα απειλητικό βήμα προς τα μπροστά. «Και οι άντρες μου έχουν καιρό να δουν τέτοιο σωματάκι... έτσι παιδιά;»
Επευφημίες και σφυρίγματα ακούστηκαν από την ομάδα. Ο Έζρα άρχισε να τρέμει από την αγωνία και τα νεύρα του. Δεν του είχε απομείνει αιθέρας. Έπρεπε να τους βοηθήσει και δεν μπορούσε, την πιο ακατάλληλη στιγμή!
«Σου υπόσχομαι μικρή μου ότι θα κάνεις παρέα στον φίλο σου, αφού όμως κάνεις πρώτα παρέα σε μας. Εσύ μπορείς να κοιτάς» έκανε προς το μέρος του νεαρού.
«Σκάσε!» του φώναξε ο Έζρα, που δεν άντεχε άλλο να ακούει, σε μια προσπάθεια να του τραβήξει την προσοχή και να τους δώσει την ευκαιρία να ξευφύγουν, πριν να είναι αργά.
«Ωω, για δες ποιος τολμά και αντιδρά!» φώναξε ο αρχηγός, και ανάμεσα στα νευριασμένα πρόσωπα, ο Έζρα ξεχώρισε τα λαμπερά μάτια του Ντρεκ.
Ήρθε η ώρα σου, σκουπίδι, διάβασε τα χείλη του.
«Αλλά με εσένα θα ασχοληθώ αργότερα –άλλωστε, δεν μπορείς να πας και πουθενά», τον κορόιδεψε. «Οι κυρίες προηγούνται!» φώναξε, και στιφογυρνώντας το ρόπαλο στο χέρι του, άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους, με την ομάδα να τον ακολουθεί, φωνάζοντας από ενθουσιασμό. Ο Έζρα άπλωσε αμέσως τα χέρια του στο έδαφος, σε μια προσπάθεια να αναπληρώσει ένα κομμάτι της χαμένης του δύναμης, πριν να ήταν αργά.
Είθε ο αιθέρας να κερδίσει.