Όνομα: Αιολίς Ιντούν
Φυλή: Άνθρωπος
Μέλος Οικογένειας: Όχι
Ηλικία: 21
Φατρία: Αλχημιστές
Εμφάνιση Χαρακτήρα: Κάπως ψηλή και κάπως αδύνατη, η Ιντούν φροντίζει να ακονίζει το σώμα της το ίδιο καλά με το μυαλό της. Περιποιείται τα μαύρα της μαλλιά που πάντα κρατά μαζεμένα σε ψηλή κοτσίδα, ώστε να φαίνεται το κατάλευκο δέρμα της. Αν και τα μάτια της είναι απλώς καστανά, πολλοί παραδέχονται πως το αμυγδαλωτό τους σχήμα τα κάνει μοναδικά. Δε βάφεται, αλλά σε επίσημες περιστάσεις αρέσκεται σε ένα κόκκινο κραγιόν που αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά της. Τις ώρες που περνά στη βιβλιοθήκη επιλέγει να φορέσει άνετα ρούχα, τις πυτζάμες της, αν της δίνονταν η ευκαιρία. Στην προπόνηση όμως, θα τη βρει κανείς με μαύρο κολλάν και μπλούζες σε έντονα χρώματα.
Προσωπικότητα: Το όνομά της είναι Αιολίς, αλλά η Ιντούν επιμένει πως το επίθετό της έχει καλύτερη ακουστική. Ιδιαίτερα συνεσταλμένη και μοναχική, κοινωνικά αγχώδης, προτιμά την ασφάλεια της σιωπής και της ησυχίας. Κάπου κάπου έχει μεγάλη όρεξη για ποιοτικές συζητήσεις. Δεν τρώει πολύ, αλλά όταν αγχώνεται, συχνό φαινόμενο, μασάει νευρικά ότι βρει μπροστά της. Όσο κι αν δε φαίνεται, ξέρει να λειτουργεί σε μεγάλες ομάδες και να ακούει όσους έχουν πρόβλημα. Της αρέσει να εργάζεται σκληρά, μια συνήθεια που ξεκίνησε ως ενοχή, ύστερα ως δικαιολογία για απομόνωση, έπειτα ως καταφύγιο, καθώς μέσα από τη μάθηση και τον πειραματισμό μπορεί να ανακαλύπτει.
Προϊστορία Χαρακτήρα: Η Ιντούν μεγάλωσε με τις φράσεις «δε μας φτάνουν τα χρήματα», «θυσίασα τη ζωή μου για εσάς» και «δε με βοηθάει κανείς». Είναι εύκολο να μαντέψει κανείς πως οι σχέσεις με τη μητέρα της δεν είναι και οι καλύτερες. Είναι η πρωτότοκη μίας σχετικά φτωχής οικογένειας τεχνιτών με τη φαεινή ιδέα να γεννήσουν άλλα επτά αγόρια. Τα παιδιά μεγάλωσαν προσπαθώντας να μην κάνουν θόρυβο, καθώς ο μπαμπάς κοιμόταν, ύστερα από δύο και τρεις δουλειές, για να μπορεί να τους συντηρεί. Η Ιντούν βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού, μελετούσε και βοηθούσε παράλληλα τα αδέρφια της με τα μαθήματά τους, το φαγητό, το μπάνιο και το παιχνίδι. Τους αγαπά πάρα πολύ και την αγαπούν κι εκείνοι.
Όταν τη δέχθηκαν στην Ακαδημία, το γιόρτασε η οικογένεια, αλλά και όλο το χωριό, που βρίσκεται κοντά στη Νεδάρ. Σαν μαθήτρια βρήκε το θησαυρό της στα βιβλία και το στίβο, εξασκώντας τις δυνάμεις του αέρα και της φωτιάς, στις οποίες έχει κλίση. Διακρίθηκε γρήγορα για το ταλέντο της να συντονίζει εύκολα ομαδικές εργασίες, αλλά και να λειτουργεί ανεξάρτητα. Παρόλο που δεν είχε ποτέ μεγάλες παρέες, οι συμμαθητές της έβρισκαν πάντα ένα πρόθυμο αυτί να τους ακούσει στις δύσκολες στιγμές τους και κάποιον να τους εξηγήσει τα μαθήματα που δεν κατανοούσαν. Έχαιρε πάντα μεγάλης εκτίμησης από τους Καθηγητές της, οι οποίοι της πρότειναν γρήγορα να γίνει Βοηθός Καθηγητή.
Κατά την αποφοίτησή της, βρήκε μία μητέρα με κρίση ηλικίας και με το ένα πόδι στην παράνοια, να καταπιέζει και να γεμίζει ενοχές τα αδέρφια της. Οι γονείς της δε δέχθηκαν να την αφήσουν να χαράξει το δικό της μονοπάτι και την ανάγκασαν να μείνει στο σπίτι για να βοηθά τη μάνα της με το μεγάλωμα των αδερφών της. Δύο χρόνια μετά, έγραψε μία επιστολή στον παλιό Καθηγητή Αλχημείας, ο οποίος την ενημέρωσε πώς οι Βοηθοί Καθηγητών πληρώνονται. Την απάντηση είδε ο Αναξίμανδρος, δεύτερος στη σειρά και έπεισε τους υπόλοιπους να κάνουν εκστρατεία κατά των γονέων. Οι γονείς ενέδωσαν, με την προϋπόθεση ότι η Αιολίς θα στέλνει όλα τα χρήματα στο σπίτι, για να ξεπληρώσει το χρέος προς τους γονείς που τη μεγάλωσαν.
Ο ερχομός της στην Ακαδημία την έφερε αντιμέτωπη με ένα νέο Καθηγητή, τον Ελντίν Αρκάιν, που της έμαθε τα βασικά της διδασκαλίας. Τα υπόλοιπα ταλέντα, με τόση οικογενειακή εμπειρία, ξεδιπλώθηκαν από μόνα τους. Η Ιντούν προσθέτει μία διαφορετική νότα στην Αλχημεία, καθώς είναι αγαπητή από τους μαθητές για την ευγενική και προσιτή της φύση. Της πήρε κάποιους μήνες να βάλει σε τάξη το μυαλό και τις δυνάμεις της. Θεωρεί τον εαυτό της έτοιμο να εξερευνήσει νέα μονοπάτια.
Γονείς: Χάρις και Ωρίων Ιντούν
Αδέλφια: Αναξίμανδρος, Μένανδρος, Εύανδρος, Κάσσανδρος, Νίκανδρος, Κλέανδρος, Ποίμανδρος
Δείγμα Γραφής: Πάντα πλούσια η επιστροφή από το λιμάνι για την Ιντούν, γεμάτη λάφυρα. Μόνο που στα χέρια της δεν κρατούσε αντικείμενα ή φλασκιά. Ότι κουβαλούσε, το έσφιγγε σφιχτά στην αγκαλιά της. Για εκείνη ήταν θησαυρός, ότι πολυτιμότερο είχε. Αποσύρθηκε στη γωνιά της, στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη και άφησε τα δώρα της να ξεχυθούν στο τραπέζι. Μέτρησε προσεκτικά επτά φακέλους και ξαναμέτρησε, μην τυχόν της ξέφυγε τίποτα από τον ενθουσιασμό. Τους έβαλε σε σειρά, από το μεγαλύτερο προς το μικρότερο, όπως συνήθιζε. Κοντοστάθηκε. Είχε μεγάλη επιθυμία να δει εκείνα τα ολοστρόγγυλα, παιδικά γράμματα που γέμιζαν τα μάτια με δάκρυα χαράς. Αντέστρεψε τη σειρά των φακέλων και ξεκίνησε από εκείνο του Ποίμανδρος: «Αγαπημένη μου αδερφούλα,» ξεκίνησε να διαβάζει. Η ματιά της είχε ήδη θολώσει.