6
« Τελευταίο μήνυμα by Αιολίς Ιντούν στις Μάιος 01, 2022, 10:55:18 μμ »
Όταν όλα τελείωσαν και η σκόνη της μάχης κατακάθισε, η Ιντούν, απορροφημένη στις σκέψεις και την αυτοτιμωρία της, έμεινε με τα μάτια στο έδαφος. Η Αλχημίστρια δεν ήθελε να αντικρίσει την πράξη που μόλις είχε διαπράξει κι ας είχε χρησιμοποιήσει τον Αέρα ενάντια σε έναν κατά συρροή βασανιστή, σε έναν άνδρα αμετανόητο. Εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε να σκεφτεί ούτε το ξωτικοπαίδι, ούτε το Σίνγκεν, ούτε κανέναν. Μάλλον, το μυαλό της ήταν ιδιαίτερα απασχολημένο με την επανάληψη της σκηνής όπου οι Λεπίδες του Ανέμου έσκαβαν περίτεχνες τομές στο δέρμα και τους μύες του αντιπάλου της, μέχρι να δει το σώμα του να πέφτει άψυχο στο έδαφος και η σκηνή ξεκινούσε την περιπαικτική εισαγωγή της ξανά, υπό την προσποίηση του δίκαιου.
Η Ιντούν, με οδηγό τις ενοχές της, παραδόθηκε για λίγο ή για πολύ στο ρυάκι της αυτολύπησης και ξέχασε πως ο χρόνος κυλούσε, μέχρι που ένιωσε τον αριστερό της ώμο να ταλαντώνεται δυνατά και μαζί του, να ακολουθεί και το υπόλοιπο κορμί της.
~
«Έι.» έφτασε στα αυτιά της σαν ψίθυρος. Τα αυτιά της βρήκαν γνώριμη τη φωνή που της μιλούσε και αποφάσισαν να την ακολουθήσουν για λίγο.
«Έι!.» επανέλαβε η φωνή, δυνατότερα αυτή τη φορά. Η Ιντούν, μέσα στην ταλάντωση που δε σταματούσε, κατάφερε να επιστρέψει τη συγκέντρωση στα μάτια της με κόπο. Τότε συνειδητοποίησε πως ένα τεράστιο, αλλά ανέκαθεν γνώριμο χέρι την πήγαινε μπρος πίσω, εκτός ισορροπίας, αλλά πάντα συγκρατημένα.
«Τι;» ίσα που κατάφερε να εκπνεύσει, χωρίς να πάρει τα μάτια από το έδαφος.
«Αιόλιδα.» είπε επιτακτικά ο Αναξίμανδρος.
«Τι;»
«Κοίτα με!»
«Όχι!» απάντησε συριχτά η Ιντούν. Αντί να την αφήσει όμως ο αδερφός της, την έπιασε πιο σφιχτά από τον ώμο.
«Κοίτα με!» είπε πιο επιτακτικά, με φωνή που γνώριζε ακριβώς τις σκέψεις που μαστίγωναν τη μεγάλη αδερφή του, ενώ εκείνη έσφιγγε το στόμα και κουνούσε το κεφάλι αρνητικά.
Ο Αναξίμανδρος, αποφασισμένος να τη συνεφέρει, άρπαξε την αδερφή του από τους ώμους. «Κοί-τα-ΜΕ!» Με κάθε του συλλαβή, κουτούλησε τα μέτωπά τους κάπως δυνατά, ενώ την ανακινούσε, σε μία προσπάθεια να την ξυπνήσει με μία κίνηση που γνώριζε πως η αδερφή του σιχαίνονταν.
~
Οι ενοχές της Αιολίδας διακόπηκαν από μία άκρως αποκρουστική αίσθηση που είχε τις ρίζες της σε μελανές μέρες της παιδικής της ηλικίας. Όσο βαθιές κι αν ήταν ή νόμιζε ότι ήταν, δεν είχαν ελπίδα σύγκρισης με μια κακή ανάμνηση τόσο βαθιά ριζωμένη, που αναβίωσε αυτούσια, ακόμη και στη μέση της μάχης. Τις ενοχές εκτόπισε μονομιάς ο θυμός. Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, η Αιολίδα ένιωσε την όρεξη να ζεματίσει κάποιον, να τον καψαλίσει λιγάκι, ώσπου να την αφήσει ήσυχη. Έτσι, με τη σειρά της, έσφιξε τα δικά της δάχτυλα γύρω από τα δυναμωμένα μπράτσα του άνδρα που την κρατούσε. Έμπηξε τα νύχια της στα ρούχα του και η επιθυμία να του αφήσει εγκαύματα φλέγονταν τόσο, που τα δάχτυλά της ανέβασαν απότομα θερμοκρασία. Η Ιντούν ήθελε να σφίξει κι άλλο, αλλά ήθελε επίσης να τον κοιτάζει στα μάτια, να τον βλέπει την ώρα που θα φώναζε. Έσφιξε τα δόντια της τόσο που έτριξε το σαγόνι της και με μια κίνηση σήκωσε τα μάτια για να τον αντικρίσει.
Τα μάτια της, όταν έφτασαν στα δικά του, ήταν θολά, βουρκωμένα. Δυσκολεύονταν να επικεντρωθούν κι όμως, πίσω από το στρώμα των καυτών δακρύων διαγράφονταν ξεκάθαρα θυμός και μετάνοια, σύγχυση και λύπη. Τα δάχτυλα της Ιντούν κράτησαν τη θερμοκρασία τους, χωρίς όμως να χάσουν τον έλεγχο και να κάψουν τον αδερφό της. Η αντίδρασή της, στιγμιαία, ενστικτώδης, τη βοήθησε να έρθει αντιμέτωπη με την πραγματικότητα. Όταν οι πρώτες σταγόνες αυλάκωσαν τα μάγουλά της και είδε ξεκάθαρα τον αδερφό της, η Ιντούν κατάφερε να κουνήσει αρνητικά το κεφάλι, χωρίς να βγάλει μιλιά.
«Έπρεπε.» της είπε ο Αναξίμανδρος, για να δει άλλη μία αρνητική κίνηση. «Έπρεπε!»
Η Ιντούν δάκρυσε αηδιασμένη με τον εαυτό της άλλη μια φορά, αλλά ο αδερφός της δεν την άφησε σε ησυχία. Ο ίδιος είχε περάσει το ίδιο ακριβώς μονοπάτι αντιδράσεων προς το θάνατο ένα χρόνο πριν. Η εμπειρία του αυτή του έδινε τη δύναμη να αντέχει κάτω από το σουβλερό κάψιμο της αδερφής του και να προσπαθεί να την εκλογικεύσει μέχρι να τον κάψει ή να συνέλθει σε εκείνη τη στιγμή ανάγκης.
«Θα μπορούσες να είσαι εσύ.» της είπε
«Δεν είμαστε αυτό.» απάντησε για πρώτη φορά η Ιντούν
«Θα μπορούσα να είμαι εγώ στη θέση του παιδιού Αιολίδα, ο Ποίμανδρος, όπως τότε.»
«Όχι.» αρνήθηκε, χωρίς να αφήνονται από το αμοιβαίο γράπωμα.
«Ναι!»
«Δεν είναι όπως τα παιδιά εκείνα.»
«Είναι ακριβώς όπως τα παιδιά εκείνα!» η φωνή του Αναξίμανδρου έσπασε λίγο στην πικρή συνειδητοποίηση. «Είναι το ίδιο ακριβώς και χειρότερα. Δες! Καμία αρχή! Καμία ενοχή! Κανένας σεβασμός! Και έχουν όπλα! Και το ίδιο θα έκαναν κι εκείνα αν είχαν όπλα και το ξέρεις! Κοίτα γύρω σου! Αν δεν τον έριχνες, θα σε έριχνε πρώτος!»
«Δεν πειράζει!» απάντησε χωρίς να το σκεφτεί, αλλά τα δάκρυα δεν έπαψαν να αναβλύζουν.
Ο Αναξίμανδρος την ταρακούνησε ακόμη πιο δυνατά και είπε τα λόγια που, ενδόμυχα, γνώριζε ότι θα της ταρακουνούσαν την ψυχή τόσο ώστε να τη συνεφέρουν.
«Δεν πειράζει;! Θα άφηνες δηλαδή να σε ρίξουν και μετά να σκοτώσουν το ξωτικοπαίδι; Και μετά τη Μοργκέιν; Και μετά την Άρυα; Και τη Σολ; Και την Αλέξα; Και τον Κάσσανδρο; Θα τον άφηνες να σε περάσει και να φτάσει στο σπίτι; Θα άφηνες έτσι τον Νίκανδρο που είναι στο χωράφι αυτήν την ώρα; Θα τον άφηνες να φτάσει στον Κλέανδρο και στον Ποιμανδράκο; Πες! Αιολίδα! Θα τον άφηνες;!»
Η Ιντούν εισέπνευσε βίαια, σαν το πρώτο σοκ μετά από δυνατή σφαλιάρα, μια στιβαρή σφαλιάρα συνειδητοποίησης, στην οποία, το χέρι του Αναξίμανδρου δε συμμετείχε ποτέ. Τα δάκρυα στέρεψαν μονομιάς. Τα μάτια της συναντήθηκαν με εκείνα του αδερφού της και σε εκείνη την ανταλλαγή, η Ιντούν συνειδητοποίησε πόσο είχαν μεγαλώσει, πόσο ο κόσμος τους άλλαξε και πόσο ο αδερφός της προχώρησε με την αλλαγή. Για πρώτη φορά, παρατήρησε πως τα μάτια του δεν έμοιαζαν πια τόσο παιδικά, πως γύρω τους διαγράφονταν οι πρώτες γραμμές ανησυχίας και έγνοιας.
Η Αιολίδα κατάλαβε πως όσα της έλεγε τα είχε σκεφτεί, τα είχε ζήσει. Ο Αναξίμανδρος και αναμφίβολα, ο Κάσσανδρος, ωρίμαζαν στην πραγματικότητα, όσο εκείνη ονειροπολούσε στην ασφάλεια της Ακαδημίας.
Η Ιντούν έκλεισε τα μάτια, γεμάτη απογοήτευση στα παιδικά της όνειρα που πέθαιναν παρέα με τους κλέφτες. Η φαντασία ότι μετά από την Ακαδημία όλα θα ήταν ιδανικά και ότι ο κόσμος θα άλλαζε προς το καλύτερο, ξεθώριασε. Δεν είχε αλλάξει αλλάξει τίποτα. Έτσι όπως οι δυνατοί απειλούσαν και κορόιδευαν του αδύναμους, όταν ήταν παιδί, έτσι και τώρα, εκμεταλλεύονταν και κακοποιούσαν με διαφορετικά μέσα. Γιατί είχε παραμελήσει την αλήθεια; Εξάλλου, μέσα από την ίδια ιδεολογία δεν είχε δράσει για να προστατεύσει το ξωτικοπαίδι; Γιατί παράλληλα θεωρούσε πως όλα θα λύνονταν με ευγενικές κουβέντες στη μέση του πουθενά; Η Αιολίδα κοίταξε και πάλι τον αδερφό της. Από το βλέμμα κατάλαβαν και οι δυο πως μοιράζονταν ισάξια την αλήθεια πλέον.
«Τελειώσαμε λοιπόν, τους διώξαμε.» είπε άχρωμα
«Όχι.» της απάντησε ο Αναξίμανδρος. «Δεν τελειώσαμε ακόμη. Δεν ήταν αυτοί οι εχθροί μας.»
«Πώς το ξέ-»
«Γιατί αυτοί έστησαν προσωρινή κατασκήνωση, σε ανοιχτό μέρος, χωρίς πυρσούς και αποθηκευτικό χώρο και με τα πράγματα έτοιμα να φύγουν ανά πάσα στιγμή Αιολίδα. Δεν είναι αυτοί, γι’ αυτό συγκεντρώσου, φρόντισε τα κορίτσια και τον καινούργιο σου προστατευόμενο και βάδισε μαζί μας, όσο προχωράμε με το Σίνγκεν, που φαίνεται πιο ψημένος.»
Η Ιντούν συνοφρυώθηκε και πήγε να απαντήσει, αλλά ο Κάσσανδρος την έκοψε αυτή τη φορά, με ύφος που είχε στερέψει από παιδικότητα.
«Είναι όπως τα λέει. Ξέχνα τις αηδίες περί μαθημάτων και θεωρίας τη μαμάς, εδώ είναι πραγματική ζωή. Αν δεν έχεις σκοπό να σπάσεις τα αυγά και κάθεσαι και κλαις για κάθε λωποδύτη από τον οποίο έσωσες το χωριό, πήγαινε πίσω να διαβάσεις.»
«Κι εσύ;!» απάντησε φανερά θιγμένη. Η Ιντούν σφίχτηκε, μισόκλεισε τα μάτια, αλλά δεν παραδέχτηκε στους αδερφούς της ότι είχαν δίκιο.
«Θα δείτε παλιοβρωμοπαίδια που μου το παίζετε και ώριμοι…» σκέφτηκε και στράφηκε προς τις υπόλοιπες.
Η Ιντούν έλεγξε την Αλέξα και τη Σολ που φαίνονταν καλά.
«Είστε υπέροχες.» είπε και τους εξήγησε πως πρέπει να συνεχίσουν να είναι επάγρυπνες και τους ζήτησε να ετοιμαστούν για να συνεχίσουν. Ύστερα απευθύνθηκε στη Μοργκέιν.
«Σε ευχαριστώ.» της είπε με ευγνωμοσύνη για όσα έκανε και όσα δεν είπε, για τη διπλή φύση της δύναμής της, εσωτερικής και εξωτερικής. Της έγνεψε και θεώρησε πως θα καταλάβαινε ότι δεν ήταν σε κατάσταση να πει περισσότερα.
Έπειτα, κατευθύνθηκε προς την Άρυα και τον Έζρα, αλλά δεν πλησίασε. Τους άφησε στη στιγμή τους. Αν μη τι άλλο, γνώριζε πολύ καλά την αξία ενός αδερφού ή περισσότερων. Ένα μικρό, πικρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στην άκρη των χειλιών της και την ίδια στιγμή, νόμιζε ότι όλοι την έβλεπαν.
Ύψωσε τα μάτια και αντίκρισε το βλέμμα του Σίνγκεν. Η Ιντούν κοκκίνισε στιγμιαία στην ηρεμία της προετοιμασίας. Ήταν από τη ντροπή που μπορεί να φάνηκε αδύναμη και από τη σύγκρουση που είχε με τα αδέρφια της. Για μια στιγμή σάστισε και δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει ή να πει. Αντ’αυτού, σήκωσε νευρικά τον αντίχειρα σε μια ένδειξη ότι τα πήγε καλά και κατεύθυνε γρήγορα το βλέμμα της στα ξωτικοαδέρφια. Γονάτισε στο μέρος τους και τους αγκάλιασε και τους δυο, αφού βεβαιώθηκε πως η πληγή από το τσεκούρι στην πλάτη του Έζρα είχε σταθεροποιηθεί. Ζήτησε συγγνώμη από την Άρυα και της εξήγησε πως βρήκε τον Έζρα σε απελπιστική κατάσταση και πως έπρεπε να τον βοηθήσουν με καθαρό μυαλό.
Αφού βοήθησε τα ξωτικά να συμμαζευτούν και να γίνουν ξανά μέρος της ομάδας, απευθύνθηκε στα δικά της αδέρφια.
«Σπηλιά των προγόνων;»
Ο Αναξίμανδρος και ο Κάσσανδρος έγνεψαν καταφατικά και ξεκίνησαν.