1
Σιράν / Το προσκύνημα της Καταιγίδας: Μέρος 2ο [Σίνγκεν]
« στις: Μάιος 31, 2020, 09:58:34 μμ »
«Ιολίτα!»
«Ποίμανδρε!»
Το Βήμα του Ανέμου δρασκελίστηκε με μια ανάσα. Δεν υπήρχε χρόνος. Η Ιντούν σχεδόν πέταξε προς το μέρος που η παιδική φωνούλα έβγαινε ξέπνοη. Ιολίτα τη φώναζε όταν μάθαινε να μιλάει, τότε που δε μπορούσε να προφέρει όλα τα γράμματα και αυτό σήμαινε πώς ο Ποίμανδρος θα εμφανίζονταν σαν μωρό.
Απόκοσμα χέρια, σαν ρίζες σε αποσύνθεση ξεπετάχτηκαν δεξιά και αριστερά. Στόχος τους το μικρό σωματάκι στο κέντρο ενός αόρατου δαπέδου. Πίσω του δέσποζαν οι μεγάλες ξύλινες πύλες. Το μωρό Ποίμανδρος έκανε να τρέξει με την ταχύτητα ενός τρίχρονου παιδιού. Χέρια τον έφτασαν και από τις δύο κατευθύνσεις, άνοιξαν απειλιτικά για να αρπάξουν τα πόδια του.
«Φράγμα ως τον ουρανό!» η Ιντούν φώναξε, υψώνοντας τον αγκώνα της σε εγκάρσια θέση, καθώς επικαλέστηκε το Φράγμα του Ανέμου.
Η μωρουδιακή μορφή του Ποίμανδρου έμεινε ακίνητη. Δεξιά και αριστερά του, ο αέρας, σαν να καθοδηγούνταν από μεγάλα έμβολα, συμπιέστηκε βεβιασμένα και πλαισίωσε το παιδί. Όσα από τα απόκοσμα χέρια είχαν πλησιάσει το μωρό, κατέρρεαν υπό το βάρος της προστατευτικής αέρινης μάζας, αφήνωντας ακίνητα κομμάτια τους στο εσωτερικού του αέρινου τοίχου.
«Όχι τον αδερφό μου!» μονολόγησε η Ιντούν, φανερά πεισμωμένη.
Έξω από το φράγμα της, τα επιτιθέμενα μέλη προσέκρουαν στο εξωτερικό περίβλημα με μανία. Κάθε φορά που έκρουαν, τινάσονταν πίσω. Μαζεύονταν μίζερα, σαν λαβωμένα φίδια και ύστερα, με πρωτοφανή εκρηκτική δύναμη, εκτινάσονταν για να σπάσουν τον τοίχο της μεγάλης αδερφής.
Η Ιντούν προχώρησε προς το μικρό της αδερφό με προσοχή. Θα μπορούσε να πετάξει προς το μέρος του ή να πραγματοποιήσει άλλη μία σειρά από βήματα. Οι ενέργειές της όμως απαιτούσαν συγκέντρωση και η Ιντούν φοβόταν να διακινδυνεύσει τον τρόπο που βρήκε να προστατέψει τον αδερφό της. Επέλεξε λοιπόν να κρατήσει το Φράγμα ενεργό και να το τροφοδοτήσει με τον Αιθέρα της, κάνοντας προσεκτικά βήματα προς τη διάσωση του μωρού Ποίμανδρου.
Τα απόκοσμα χέρια αποτραβήχτηκαν. Αυτή η λεπτομέρεια ήταν καινούρια στο όνειρό της και η Ιντούν που αναμένονταν να έχει απώλεια συνείδησης, σημείωσε την αλλαγή. Έριξε μία κλεφτή ματιά στο μωρό και του έγνεψε να πλησιάσει προς το μέρος της. Παρά την εξαφάνιση των χεριών, η Ιντούν κρατούσε το Φράγμα ενεργό, για να εξασφαλίσει ότι ο Ποίμανδρος θα συνέχιζε τα ασταθή του βήματα μέχρι να τη φτάσει. Στόχος ήταν να συναντηθούν στο κέντρο. Τώρα τον έβλεπε μπροστά της. Είχαν πλησιάσει αρκετά και η Ιντούν υπολόγιζε πως βρίσκονταν δύο μήκη χεριών μακριά της. Λίγη ακόμη υπομονή. Θα έσκυβε, θα τον έπαιρνε αγκαλιά και θα μπορούσε να το ρωτήσει γιατί εμφανίζονταν στα όνειρά της. Λίγη ακόμη υπομονή με το Φράγμα ορθωμένο. Η υπομονή και η προσοχή δεν την απογοήτευαν ποτέ.
Ο Ποίμανδρος βρίσκονταν σχεδόν μία αγκαλιά μακριά. Τα γόνατα της Ιντούν τρεμόπαιξαν, καθώς ένιωσε το έδαφος να δονείται ελαφρά. Ενστικτωδώς, πρόσταξε τον αδερφό της να σταματήσει. Πριν τελειώσει τη φράση, το έδαφος ράγισε και ατέλειωτα χέρια, σαπισμένα κλαδιά ξεπήδησαν από το έδαφος με ορμή. Η Ιντούν αναπήδησε στον αέρα, προσπαθώντας να αποφύγει το άγγιγμά τους. Γνώριζε καλά πως θα μετατρέπονταν σε ξύλα μόλις θα την έπιαναν και ετοιμάστηκε να εξαπολύσει τις αέρινες λεπίδες της. Τα χέρια άνοιξαν απειλητικά και άλλαξαν απότομα πορεία.
«Όχι!» φώναξε με όλη της τη δύναμη καθώς τα χέρια τυλίγονταν και πάλι γύρω από τον ακίνητο Ποίμανδρο.
Ξυλοποιήθηκαν γύρω του ασφυκτικά, πριν η Ιντούν καβαλήσει τον άνεμο για να το φτάσει. Όσο γρήγορα κι αν γλίστρησε πάνω του, τα χέρια απομάκρυναν αστραπιαία το φιμωμένο μωρό μακριά, πίσω από τις πύλες. Το έδαφος τον κατάπιε. Η Ιντούν έσκασε με φόρα στο μασίφ ξύλο της δεξιάς πύλης και σωριάστηκε κάτω ανήμπορη. Ξανά αποτυχία. Η Αλχημίστρια ενέδωσε σε λυγμούς. Μάταια έστελνε τον άνεμο ενάντια στις στοιβαρές πύλες.
Πλάι στην ηττημένη Ιντούν, μία αγέρωχη φιγούρα πήρε μορφή. Τα μαλλιά της πύρινα, έπεφταν πλούσια ως τα γόνατα.
«Εσύ γιατί ήρθες; Θέλεις να με εμπαίξεις;» η Αλχημίστρια τη ρώτησε πιέζοντας το κεφάλι στο ξύλο. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμια.
«Με φοβάσαι Αιολίδα;»
«Σας ζήτησα όλους να με φωνάζετε Ιντούν!»
«Γιατί αρνείσαι το όνομά σου;» η περήφανη φιγούρα στέκονταν σε απόσταση αναπνοής. Δεν επιχείρησε καμία κίνηση παρηγοριάς όμως.
«Γιατί δεν ήμουν αρκετά τυχερή να γεννηθώ Αρχαίο Ξωτικό με όμορφο όνομα! Γιατί τα παιδιά του χωριού με κορόιδευαν Λεωνίδα μικρή! Γι’ αυτό!»
«Και δεν τους έδειξες τι σημαίνει Άνεμος;» ρώτησε ατάραχη η φιγούρα με τη γεροδεμένη κορμοστασιά.
«Είσαι τρελή!; Θα μπορούσα καταλάθος να τους πληγώσω!»
~
Οι γλάροι, ταραχοποιοί στεριάς και θάλασσας, είχαν συμφωνήσει να διαταράξουν κάθε έννοια ηρεμίας, πετώντας πάνω από τα πελαγίσια νερά, ζητιανεύοντας ξεδιάντροπα τα αποφάγια των επιβατών του πλοιαρίου.
Γλάροι!
Η Ιντούν τινάχτηκε από το συνδυασμό σκοροφαγωμένου σανιδιού και μουχλιασμένου σανού που αποκαλούνταν κρεβάτι. Δραπέτευσε γρήγορα από την κουκέτα της και ανέβηκε στο κατάστρωμα, για να διαπιστώσει με τα μάτια όσα της προμήνυαν τα αυτιά. Ναι! Όπως ακριβώς μαρτυρούσε η παρουσία των αγενών δίποδων ζητιάνων, σε λίγη ώρα θα έπιαναν λιμάνι.
Γεύτηκε στα χείλη της αλμύρα, όπως κάθε φορά που αποφάσιζε να περάσει χρόνο στην κουπαστή. Αποφάσισε πως η αλμύρα ήταν καλύτερη από τη μούχλα, ακόμη κι αν τσιμπούσε κι έτσι, η Ιντούν έπιασε μια γωνιά στην κουπαστή για να καθαρίσει τις σκέψεις της, όσο περίμενε το Σίνγκεν να εμφανιστεί.
Τρεις μήνες είχαν περάσει από την ημέρα που οι δύο Αλχημιστές δραπέτευσαν από το Ναό των Σινόντα. Κάθε άλλο παρά άπραγοι έμειναν σε αυτό το χρονικό διάστημα. Πριν ο Σίνγκεν αρχίσει να τρέχει προς κάποιο φανταστικό ναό με σύννεφα, η Ιντούν έγραψε στην Ακαδημία αναφέροντας αρχικά ότι οι δυο τους δε θα επέστρεφαν με την υπόλοιπη αποστολή στο νησί και ζητούσε άδεια για την αποστολή τους, εξηγώντας τα πιθανά εκπαιδευτικά και προσωπικά οφέλη. Η απάντηση, θετική, όπως αναμένονταν, τους βρήκε στην Ισαχάρ, όπου σταμάτησαν για προμήθειες και πληροφορίες. Ευτυχώς για την αποστολή τους και οι δύο γνώριζαν ότι η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του Ήθεριντ βρίσκονταν στην Ισαχάρ, την πόλη που λειτουργούσε ως το κύριο πέρασμα στη χώρα των Βαλησίνων.
Ο Σίνγκεν, πάντα σίγουρος για τον εαυτό του, συννεοήθηκε με τους αρμόδιους της Βιβλιοθήκης, εξασφαλίζοντάς τους πρόσβαση σε όλους τους τομείς με το όνομα της Ακαδημίας, υπό τη συνθήκη ότι θα έδιναν μερικές διαλέξεις στη διαχείριση της μαγείας σε επίδοξους νεαρούς μαθητές. Αφού έχωσε την Ιντούν με τη δικαιολογία ότι ο χειρισμός των παιδιών ήταν η ειδικότητά της, βάλθηκε να μαζεύει πληροφορίες από τους ντόπιους για παράξενα μέρη της χώρας των Βαλησίνων. Η Ιντούν δεν έχασε χρόνο. Την πρώτη ημέρα, μεταξύ μελέτης και διδασκαλίας, έγραψε ένα γράμμα και το ταχυδρόμησε στο κατάλληλο άτομο, πληρώνοντας αδρά για να το λάβει σύντομα. Το γράμμα έφτασε δύο εβδομάδες αργότερα και ενώ οι δύο Αλχημιστές βρίσκονταν πολύ κοντά στη λύση. Ένα κοριτσάκι γύρω στα δέκα, έφερε το φάκελο με το βουλοκέρι της Ακαδημίας στην Ιντούν τρέχοντας, εμφανώς χαρούμενη που της ανέθεσαν εκείνο το σημαντικό έργο. Ο Σίνγκεν ξαφνιάστηκε κάπως, αλλά η περιέργειά του για το περιεχόμενο υπερίσχυσε και βάλθηκε να μάθει ποιος τους είχε γράψει και πληροφορήθηκε θριαμβευτικά από τη σύντροφό του ότι η βοήθεια μόλις είχε καταυθάσει, διαβάζοντας δυνατά το συμμετρικό και ευανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα.
«Αγαπητή κυρία Βοηθέ Καθηγητή του Αέρα και της Φωτιάς Αιολίδα Ιντούν,
Τα θερμά μου συγχαρητήρια! Από όλες τις ψυχές της Ακαδημίας, θα με αναγκάσεις να σου πω μπράβο σου που έμπλεξες με τις κακές παρέες! Αδερφάκι μου, όπως σχολίασε και το αδερφάκι μου, χρειαζόσουν οπωσδήποτε μία καλή δόση περιπέτειας για να θρέψεις αυτή τη φλόγα! Ελπίζω όταν επιστρέψεις, να μη διστάζεις να καψαλίσεις μερικά μπατζάκια που το χρειάζονται κατεπειγόντως!
Σε επίπεδο Ακαδημίας, μάθαμε ότι οι υπόλοιποι φίλοι σου, μικροί και μεγάλοι, επιστρέφουν από τη Σιράν σώοι και αβλαβείς, αν και πολύ αμφιβάλω για την ψυχική τους υγεία όταν συνοδεύονται από τις Τρελές Πολεμίστριες. Κατά τα άλλα, ο Έλιοτ κάνει αποχή από τα μαθήματα μέχρι να επιστρέψεις ή να τον πάρεις μαζί σου αντί για τον Σινόντα (ίσως και να έχει δίκιο), η Χελένα λέει ότι πρέπει να πάτε από τη μητέρα της σας να σας φιλέψει πίτα με φύκια και γυαλιστερές (λυπάμαι που θα αρνηθώ τέτοια γνώση, αλλά αν το τολμήσεις δε θέλω να ξέρω) και οι Σοφοί ετοιμάζονται για την ετήσια συνάντηση με τους αρχηγούς όλων των κρατών (θα πέσει πολύ γέλιο!)
Όσων αφορά την ερώτησή σου, αρχικά να σου εκφράσω τη βαθειά ευγνωμοσύνη μου για την εμπιστοσύνη σου στο πρόσωπό μου. Με τιμά ιδιαίτερα η προτίμησή σου, ακόμη περισσότερο όταν βρίσκεσαι στην Ισαχάρ, γι’ αυτό και δε θα σε απογοητεύσω. Ο στίχος που μου έγραψες υπάρχει σε ένα παλιό Βαλησίνικο θρύλο που εξηγεί πώς η Φυλή τους αναδύθηκε από τη θάλασσα. Το σημείο που σας ενδιαφέρει για την αποστολή σας υπάρχει πραγματικά και είναι ένα μεγάλο σύμπλεγμα νησιών. Το ταξίδι μέσω θάλασσας είναι τρεις ημέρες και θα φύγετε από το λιμάνι της Σιλάλι. Όπως λέει ο θρύλος, θα δείτε αυτό που ψάχνετε μόλις φτάσετε εκεί. Προσοχή όμως, μπορείτε να πλησιάσετε μόνο στις Ιερές Ημέρες. Δυστυχώς δε βρίσκω καμία άλλη αναφορά γι’ αυτές, μπορείτε όμως να βασιστείτε στους ντόπιους.
Σε παρακαλώ, ότι νέο και ενδιαφέρον βρείτε, σημείωσέ το ή σχεδίασέ το για να μπορέσω να το μελετήσω κι εγώ όταν γυρίσετε.
Είθε η Μητέρα να σας προσέχει! Σας αποχαιρετώ με τις θερμότερες ευχές μου για επιτυχία και αποφυγή κάθε τροφικής δηλητηρίασης,
Άρντα Δ’ Γκροντ»
Το γράμμα που έκλεινε με τη χαρακτηριστική σφραγίδα της διασταυρούμενης πένας και σκαπάνης, λειτούργησε ως πυξίδα μέχρι και το λιμάνι της Σιλάλι. Εκεί, το όνομα της Ακαδημίας τους εξασφάλισε ασφαλές πέρασμα στο σύμπλεγμα Γκαγκ ‘τι, που τους υποδέχονταν για πρώτη φορά στα παρθένα, καταγάλανα νερά του.
Ο Σίνγκεν φάνηκε στο κατάστρωμα μετά από λίγο. Από το περπάτημά του, η Ιντούν κατάλαβε ότι ήταν γεμάτος ανυπομονησία. Είχε μάθει πολλά για το συνάδελφο και συνταξιδιώτη της αυτούς τους τρεις μήνες από τον τρόπο που συμπεριφέρονταν και μόνο. Ήξερε πως, αφού αφιερώνονταν μία στιγμή στον ενθουσιασμό του, θα την αναζητούσε με το βλέμμα του και μόλις την αντίκριζε, όπως γίνονταν εκείνη τη στιγμή, θα πετούσε κοντά της. Γνώριζε επίσης πως αν πεινούσε θα της γκρίνιαζε, όσο μεγαλύτερη η πείνα, τόσο περισσότερη και η γκρίνια, όπως και αν παρατηρούσε κανένα αρσενικό να κινείται γύρω της σε ακτίνα τριών μέτρων, θα μιλούσε και θα γελούσε δυνατά, προσπαθώντας να εξασφαλίσει την αναπόσπαστη προσοχή της. Η Ιντούν πάντα γελούσε με εκείνη την ανακάλυψη. Δεν περίμενε ότι θα μάθαινε ότι νοιάζεται για εκείνη μέσα από τη φλυαρία του. Ήταν ακόμη πιο κωμικό όμως, όταν τη σύγκρινε με άλλες γυναίκες. Ο Σίνγκεν δεν έβγαζε μιλιά, αλλά στράβωνε συνεχώς τη μύτη με πολύ χαριτωμένο τρόπο όταν άγνωστες προσπαθούσαν να παραβγούν μαζί της ή να την κοροϊδέψουν, σαν να εξέφραζε την προτίμησή του με αυτόν τον τρόπο. Αυτές τις ενθαρυντικές πληροφορίες, η Ιντούν προτιμούσε να κρατήσει για τον εαυτό της κι ας της χάριζαν ευτυχία.
Του χαμογέλασε γλυκά σε μια προσπάθεια να φανεί ανέμελη, αλλά έπαιρνε όρκο πως ο Σίνγκεν είχε προσέξει πως είχε ξυπνήσει για άλλη μία φορά ταραγμένη. Στην αρχή του ταξιδιού, η Ιντούν προσπάθησε να κρύψει τους εφιάλτες της. Σκέφτηκε όμως ότι αργά η γρήγορα ο Σίνγκεν θα την ανακάλυπτε, οπότε επέλεξε να τον εμπιστευτεί. Δεν είχαν καταφέρει να φτάσουν σε κάποια εξήγηση. Όταν βρήκαν τον Αναξίμανδρο στην Ισαχάρ, τους διαβεβαίωσε πως όλα έβαιναν καλώς στο χωριό.
«Φτάσαμε», του έγνεψε ανατολικά, εκεί που τα νερά βάφονταν με εξωτικές αποχρώσεις.
Μπροστά τους βρίσκονταν το λιμανάκι του πρώτου νησιού και ενός από τα μεγαλύτερα. Στα νησιά Γκαγκ’τι υπήρχαν μόνο σκόρπια ψαροχώρια, καλαμωτές καλύβες και μικρές, ξύλινες προκυμαίες. Πριν κατέβουν από το παλιό σκαρί που τους έφτασε ασφαλείς, η Ιντούν ατένισε τον ουρανό. Μπροστά τους, όχι πολύ μακριά, ένα μεγάλο σύννεφο δέσποζε στον ηλιόλουστο ουρανό. Στέκονταν εκεί αμετακίνητο, σαν να είχε βρει το θρόνο του από καιρό. Από μακριά, η συνεχόμενη βροχούλα που έριχνε το κάτω μέρος του φαίνονταν σαν ένα αραχνοϋφαντο, μουντό σεντόνι. Στις άκρες του, εκεί που σταγόνες ξέφευγαν από το συννεφιασμένο θόλο και έπαιζαν με το φως, δημιουργούνταν διπλά και τριπλά ουράνια τόξα, πλαισιώνοντας το θέαμα με χάρη.
Η Ιντούν απορροφήθηκε από την εναλλαγή χρωμάτων και φωτεινοτήτων για μια στιγμή. Ο πρώτος ναός, όπου κι αν βρίσκονταν, έκρυβε μεγάλη ομορφιά.
«Ποίμανδρε!»
Το Βήμα του Ανέμου δρασκελίστηκε με μια ανάσα. Δεν υπήρχε χρόνος. Η Ιντούν σχεδόν πέταξε προς το μέρος που η παιδική φωνούλα έβγαινε ξέπνοη. Ιολίτα τη φώναζε όταν μάθαινε να μιλάει, τότε που δε μπορούσε να προφέρει όλα τα γράμματα και αυτό σήμαινε πώς ο Ποίμανδρος θα εμφανίζονταν σαν μωρό.
Απόκοσμα χέρια, σαν ρίζες σε αποσύνθεση ξεπετάχτηκαν δεξιά και αριστερά. Στόχος τους το μικρό σωματάκι στο κέντρο ενός αόρατου δαπέδου. Πίσω του δέσποζαν οι μεγάλες ξύλινες πύλες. Το μωρό Ποίμανδρος έκανε να τρέξει με την ταχύτητα ενός τρίχρονου παιδιού. Χέρια τον έφτασαν και από τις δύο κατευθύνσεις, άνοιξαν απειλιτικά για να αρπάξουν τα πόδια του.
«Φράγμα ως τον ουρανό!» η Ιντούν φώναξε, υψώνοντας τον αγκώνα της σε εγκάρσια θέση, καθώς επικαλέστηκε το Φράγμα του Ανέμου.
Η μωρουδιακή μορφή του Ποίμανδρου έμεινε ακίνητη. Δεξιά και αριστερά του, ο αέρας, σαν να καθοδηγούνταν από μεγάλα έμβολα, συμπιέστηκε βεβιασμένα και πλαισίωσε το παιδί. Όσα από τα απόκοσμα χέρια είχαν πλησιάσει το μωρό, κατέρρεαν υπό το βάρος της προστατευτικής αέρινης μάζας, αφήνωντας ακίνητα κομμάτια τους στο εσωτερικού του αέρινου τοίχου.
«Όχι τον αδερφό μου!» μονολόγησε η Ιντούν, φανερά πεισμωμένη.
Έξω από το φράγμα της, τα επιτιθέμενα μέλη προσέκρουαν στο εξωτερικό περίβλημα με μανία. Κάθε φορά που έκρουαν, τινάσονταν πίσω. Μαζεύονταν μίζερα, σαν λαβωμένα φίδια και ύστερα, με πρωτοφανή εκρηκτική δύναμη, εκτινάσονταν για να σπάσουν τον τοίχο της μεγάλης αδερφής.
Η Ιντούν προχώρησε προς το μικρό της αδερφό με προσοχή. Θα μπορούσε να πετάξει προς το μέρος του ή να πραγματοποιήσει άλλη μία σειρά από βήματα. Οι ενέργειές της όμως απαιτούσαν συγκέντρωση και η Ιντούν φοβόταν να διακινδυνεύσει τον τρόπο που βρήκε να προστατέψει τον αδερφό της. Επέλεξε λοιπόν να κρατήσει το Φράγμα ενεργό και να το τροφοδοτήσει με τον Αιθέρα της, κάνοντας προσεκτικά βήματα προς τη διάσωση του μωρού Ποίμανδρου.
Τα απόκοσμα χέρια αποτραβήχτηκαν. Αυτή η λεπτομέρεια ήταν καινούρια στο όνειρό της και η Ιντούν που αναμένονταν να έχει απώλεια συνείδησης, σημείωσε την αλλαγή. Έριξε μία κλεφτή ματιά στο μωρό και του έγνεψε να πλησιάσει προς το μέρος της. Παρά την εξαφάνιση των χεριών, η Ιντούν κρατούσε το Φράγμα ενεργό, για να εξασφαλίσει ότι ο Ποίμανδρος θα συνέχιζε τα ασταθή του βήματα μέχρι να τη φτάσει. Στόχος ήταν να συναντηθούν στο κέντρο. Τώρα τον έβλεπε μπροστά της. Είχαν πλησιάσει αρκετά και η Ιντούν υπολόγιζε πως βρίσκονταν δύο μήκη χεριών μακριά της. Λίγη ακόμη υπομονή. Θα έσκυβε, θα τον έπαιρνε αγκαλιά και θα μπορούσε να το ρωτήσει γιατί εμφανίζονταν στα όνειρά της. Λίγη ακόμη υπομονή με το Φράγμα ορθωμένο. Η υπομονή και η προσοχή δεν την απογοήτευαν ποτέ.
Ο Ποίμανδρος βρίσκονταν σχεδόν μία αγκαλιά μακριά. Τα γόνατα της Ιντούν τρεμόπαιξαν, καθώς ένιωσε το έδαφος να δονείται ελαφρά. Ενστικτωδώς, πρόσταξε τον αδερφό της να σταματήσει. Πριν τελειώσει τη φράση, το έδαφος ράγισε και ατέλειωτα χέρια, σαπισμένα κλαδιά ξεπήδησαν από το έδαφος με ορμή. Η Ιντούν αναπήδησε στον αέρα, προσπαθώντας να αποφύγει το άγγιγμά τους. Γνώριζε καλά πως θα μετατρέπονταν σε ξύλα μόλις θα την έπιαναν και ετοιμάστηκε να εξαπολύσει τις αέρινες λεπίδες της. Τα χέρια άνοιξαν απειλητικά και άλλαξαν απότομα πορεία.
«Όχι!» φώναξε με όλη της τη δύναμη καθώς τα χέρια τυλίγονταν και πάλι γύρω από τον ακίνητο Ποίμανδρο.
Ξυλοποιήθηκαν γύρω του ασφυκτικά, πριν η Ιντούν καβαλήσει τον άνεμο για να το φτάσει. Όσο γρήγορα κι αν γλίστρησε πάνω του, τα χέρια απομάκρυναν αστραπιαία το φιμωμένο μωρό μακριά, πίσω από τις πύλες. Το έδαφος τον κατάπιε. Η Ιντούν έσκασε με φόρα στο μασίφ ξύλο της δεξιάς πύλης και σωριάστηκε κάτω ανήμπορη. Ξανά αποτυχία. Η Αλχημίστρια ενέδωσε σε λυγμούς. Μάταια έστελνε τον άνεμο ενάντια στις στοιβαρές πύλες.
Πλάι στην ηττημένη Ιντούν, μία αγέρωχη φιγούρα πήρε μορφή. Τα μαλλιά της πύρινα, έπεφταν πλούσια ως τα γόνατα.
«Εσύ γιατί ήρθες; Θέλεις να με εμπαίξεις;» η Αλχημίστρια τη ρώτησε πιέζοντας το κεφάλι στο ξύλο. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμια.
«Με φοβάσαι Αιολίδα;»
«Σας ζήτησα όλους να με φωνάζετε Ιντούν!»
«Γιατί αρνείσαι το όνομά σου;» η περήφανη φιγούρα στέκονταν σε απόσταση αναπνοής. Δεν επιχείρησε καμία κίνηση παρηγοριάς όμως.
«Γιατί δεν ήμουν αρκετά τυχερή να γεννηθώ Αρχαίο Ξωτικό με όμορφο όνομα! Γιατί τα παιδιά του χωριού με κορόιδευαν Λεωνίδα μικρή! Γι’ αυτό!»
«Και δεν τους έδειξες τι σημαίνει Άνεμος;» ρώτησε ατάραχη η φιγούρα με τη γεροδεμένη κορμοστασιά.
«Είσαι τρελή!; Θα μπορούσα καταλάθος να τους πληγώσω!»
~
Οι γλάροι, ταραχοποιοί στεριάς και θάλασσας, είχαν συμφωνήσει να διαταράξουν κάθε έννοια ηρεμίας, πετώντας πάνω από τα πελαγίσια νερά, ζητιανεύοντας ξεδιάντροπα τα αποφάγια των επιβατών του πλοιαρίου.
Γλάροι!
Η Ιντούν τινάχτηκε από το συνδυασμό σκοροφαγωμένου σανιδιού και μουχλιασμένου σανού που αποκαλούνταν κρεβάτι. Δραπέτευσε γρήγορα από την κουκέτα της και ανέβηκε στο κατάστρωμα, για να διαπιστώσει με τα μάτια όσα της προμήνυαν τα αυτιά. Ναι! Όπως ακριβώς μαρτυρούσε η παρουσία των αγενών δίποδων ζητιάνων, σε λίγη ώρα θα έπιαναν λιμάνι.
Γεύτηκε στα χείλη της αλμύρα, όπως κάθε φορά που αποφάσιζε να περάσει χρόνο στην κουπαστή. Αποφάσισε πως η αλμύρα ήταν καλύτερη από τη μούχλα, ακόμη κι αν τσιμπούσε κι έτσι, η Ιντούν έπιασε μια γωνιά στην κουπαστή για να καθαρίσει τις σκέψεις της, όσο περίμενε το Σίνγκεν να εμφανιστεί.
Τρεις μήνες είχαν περάσει από την ημέρα που οι δύο Αλχημιστές δραπέτευσαν από το Ναό των Σινόντα. Κάθε άλλο παρά άπραγοι έμειναν σε αυτό το χρονικό διάστημα. Πριν ο Σίνγκεν αρχίσει να τρέχει προς κάποιο φανταστικό ναό με σύννεφα, η Ιντούν έγραψε στην Ακαδημία αναφέροντας αρχικά ότι οι δυο τους δε θα επέστρεφαν με την υπόλοιπη αποστολή στο νησί και ζητούσε άδεια για την αποστολή τους, εξηγώντας τα πιθανά εκπαιδευτικά και προσωπικά οφέλη. Η απάντηση, θετική, όπως αναμένονταν, τους βρήκε στην Ισαχάρ, όπου σταμάτησαν για προμήθειες και πληροφορίες. Ευτυχώς για την αποστολή τους και οι δύο γνώριζαν ότι η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του Ήθεριντ βρίσκονταν στην Ισαχάρ, την πόλη που λειτουργούσε ως το κύριο πέρασμα στη χώρα των Βαλησίνων.
Ο Σίνγκεν, πάντα σίγουρος για τον εαυτό του, συννεοήθηκε με τους αρμόδιους της Βιβλιοθήκης, εξασφαλίζοντάς τους πρόσβαση σε όλους τους τομείς με το όνομα της Ακαδημίας, υπό τη συνθήκη ότι θα έδιναν μερικές διαλέξεις στη διαχείριση της μαγείας σε επίδοξους νεαρούς μαθητές. Αφού έχωσε την Ιντούν με τη δικαιολογία ότι ο χειρισμός των παιδιών ήταν η ειδικότητά της, βάλθηκε να μαζεύει πληροφορίες από τους ντόπιους για παράξενα μέρη της χώρας των Βαλησίνων. Η Ιντούν δεν έχασε χρόνο. Την πρώτη ημέρα, μεταξύ μελέτης και διδασκαλίας, έγραψε ένα γράμμα και το ταχυδρόμησε στο κατάλληλο άτομο, πληρώνοντας αδρά για να το λάβει σύντομα. Το γράμμα έφτασε δύο εβδομάδες αργότερα και ενώ οι δύο Αλχημιστές βρίσκονταν πολύ κοντά στη λύση. Ένα κοριτσάκι γύρω στα δέκα, έφερε το φάκελο με το βουλοκέρι της Ακαδημίας στην Ιντούν τρέχοντας, εμφανώς χαρούμενη που της ανέθεσαν εκείνο το σημαντικό έργο. Ο Σίνγκεν ξαφνιάστηκε κάπως, αλλά η περιέργειά του για το περιεχόμενο υπερίσχυσε και βάλθηκε να μάθει ποιος τους είχε γράψει και πληροφορήθηκε θριαμβευτικά από τη σύντροφό του ότι η βοήθεια μόλις είχε καταυθάσει, διαβάζοντας δυνατά το συμμετρικό και ευανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα.
«Αγαπητή κυρία Βοηθέ Καθηγητή του Αέρα και της Φωτιάς Αιολίδα Ιντούν,
Τα θερμά μου συγχαρητήρια! Από όλες τις ψυχές της Ακαδημίας, θα με αναγκάσεις να σου πω μπράβο σου που έμπλεξες με τις κακές παρέες! Αδερφάκι μου, όπως σχολίασε και το αδερφάκι μου, χρειαζόσουν οπωσδήποτε μία καλή δόση περιπέτειας για να θρέψεις αυτή τη φλόγα! Ελπίζω όταν επιστρέψεις, να μη διστάζεις να καψαλίσεις μερικά μπατζάκια που το χρειάζονται κατεπειγόντως!
Σε επίπεδο Ακαδημίας, μάθαμε ότι οι υπόλοιποι φίλοι σου, μικροί και μεγάλοι, επιστρέφουν από τη Σιράν σώοι και αβλαβείς, αν και πολύ αμφιβάλω για την ψυχική τους υγεία όταν συνοδεύονται από τις Τρελές Πολεμίστριες. Κατά τα άλλα, ο Έλιοτ κάνει αποχή από τα μαθήματα μέχρι να επιστρέψεις ή να τον πάρεις μαζί σου αντί για τον Σινόντα (ίσως και να έχει δίκιο), η Χελένα λέει ότι πρέπει να πάτε από τη μητέρα της σας να σας φιλέψει πίτα με φύκια και γυαλιστερές (λυπάμαι που θα αρνηθώ τέτοια γνώση, αλλά αν το τολμήσεις δε θέλω να ξέρω) και οι Σοφοί ετοιμάζονται για την ετήσια συνάντηση με τους αρχηγούς όλων των κρατών (θα πέσει πολύ γέλιο!)
Όσων αφορά την ερώτησή σου, αρχικά να σου εκφράσω τη βαθειά ευγνωμοσύνη μου για την εμπιστοσύνη σου στο πρόσωπό μου. Με τιμά ιδιαίτερα η προτίμησή σου, ακόμη περισσότερο όταν βρίσκεσαι στην Ισαχάρ, γι’ αυτό και δε θα σε απογοητεύσω. Ο στίχος που μου έγραψες υπάρχει σε ένα παλιό Βαλησίνικο θρύλο που εξηγεί πώς η Φυλή τους αναδύθηκε από τη θάλασσα. Το σημείο που σας ενδιαφέρει για την αποστολή σας υπάρχει πραγματικά και είναι ένα μεγάλο σύμπλεγμα νησιών. Το ταξίδι μέσω θάλασσας είναι τρεις ημέρες και θα φύγετε από το λιμάνι της Σιλάλι. Όπως λέει ο θρύλος, θα δείτε αυτό που ψάχνετε μόλις φτάσετε εκεί. Προσοχή όμως, μπορείτε να πλησιάσετε μόνο στις Ιερές Ημέρες. Δυστυχώς δε βρίσκω καμία άλλη αναφορά γι’ αυτές, μπορείτε όμως να βασιστείτε στους ντόπιους.
Σε παρακαλώ, ότι νέο και ενδιαφέρον βρείτε, σημείωσέ το ή σχεδίασέ το για να μπορέσω να το μελετήσω κι εγώ όταν γυρίσετε.
Είθε η Μητέρα να σας προσέχει! Σας αποχαιρετώ με τις θερμότερες ευχές μου για επιτυχία και αποφυγή κάθε τροφικής δηλητηρίασης,
Άρντα Δ’ Γκροντ»
Το γράμμα που έκλεινε με τη χαρακτηριστική σφραγίδα της διασταυρούμενης πένας και σκαπάνης, λειτούργησε ως πυξίδα μέχρι και το λιμάνι της Σιλάλι. Εκεί, το όνομα της Ακαδημίας τους εξασφάλισε ασφαλές πέρασμα στο σύμπλεγμα Γκαγκ ‘τι, που τους υποδέχονταν για πρώτη φορά στα παρθένα, καταγάλανα νερά του.
Ο Σίνγκεν φάνηκε στο κατάστρωμα μετά από λίγο. Από το περπάτημά του, η Ιντούν κατάλαβε ότι ήταν γεμάτος ανυπομονησία. Είχε μάθει πολλά για το συνάδελφο και συνταξιδιώτη της αυτούς τους τρεις μήνες από τον τρόπο που συμπεριφέρονταν και μόνο. Ήξερε πως, αφού αφιερώνονταν μία στιγμή στον ενθουσιασμό του, θα την αναζητούσε με το βλέμμα του και μόλις την αντίκριζε, όπως γίνονταν εκείνη τη στιγμή, θα πετούσε κοντά της. Γνώριζε επίσης πως αν πεινούσε θα της γκρίνιαζε, όσο μεγαλύτερη η πείνα, τόσο περισσότερη και η γκρίνια, όπως και αν παρατηρούσε κανένα αρσενικό να κινείται γύρω της σε ακτίνα τριών μέτρων, θα μιλούσε και θα γελούσε δυνατά, προσπαθώντας να εξασφαλίσει την αναπόσπαστη προσοχή της. Η Ιντούν πάντα γελούσε με εκείνη την ανακάλυψη. Δεν περίμενε ότι θα μάθαινε ότι νοιάζεται για εκείνη μέσα από τη φλυαρία του. Ήταν ακόμη πιο κωμικό όμως, όταν τη σύγκρινε με άλλες γυναίκες. Ο Σίνγκεν δεν έβγαζε μιλιά, αλλά στράβωνε συνεχώς τη μύτη με πολύ χαριτωμένο τρόπο όταν άγνωστες προσπαθούσαν να παραβγούν μαζί της ή να την κοροϊδέψουν, σαν να εξέφραζε την προτίμησή του με αυτόν τον τρόπο. Αυτές τις ενθαρυντικές πληροφορίες, η Ιντούν προτιμούσε να κρατήσει για τον εαυτό της κι ας της χάριζαν ευτυχία.
Του χαμογέλασε γλυκά σε μια προσπάθεια να φανεί ανέμελη, αλλά έπαιρνε όρκο πως ο Σίνγκεν είχε προσέξει πως είχε ξυπνήσει για άλλη μία φορά ταραγμένη. Στην αρχή του ταξιδιού, η Ιντούν προσπάθησε να κρύψει τους εφιάλτες της. Σκέφτηκε όμως ότι αργά η γρήγορα ο Σίνγκεν θα την ανακάλυπτε, οπότε επέλεξε να τον εμπιστευτεί. Δεν είχαν καταφέρει να φτάσουν σε κάποια εξήγηση. Όταν βρήκαν τον Αναξίμανδρο στην Ισαχάρ, τους διαβεβαίωσε πως όλα έβαιναν καλώς στο χωριό.
«Φτάσαμε», του έγνεψε ανατολικά, εκεί που τα νερά βάφονταν με εξωτικές αποχρώσεις.
Μπροστά τους βρίσκονταν το λιμανάκι του πρώτου νησιού και ενός από τα μεγαλύτερα. Στα νησιά Γκαγκ’τι υπήρχαν μόνο σκόρπια ψαροχώρια, καλαμωτές καλύβες και μικρές, ξύλινες προκυμαίες. Πριν κατέβουν από το παλιό σκαρί που τους έφτασε ασφαλείς, η Ιντούν ατένισε τον ουρανό. Μπροστά τους, όχι πολύ μακριά, ένα μεγάλο σύννεφο δέσποζε στον ηλιόλουστο ουρανό. Στέκονταν εκεί αμετακίνητο, σαν να είχε βρει το θρόνο του από καιρό. Από μακριά, η συνεχόμενη βροχούλα που έριχνε το κάτω μέρος του φαίνονταν σαν ένα αραχνοϋφαντο, μουντό σεντόνι. Στις άκρες του, εκεί που σταγόνες ξέφευγαν από το συννεφιασμένο θόλο και έπαιζαν με το φως, δημιουργούνταν διπλά και τριπλά ουράνια τόξα, πλαισιώνοντας το θέαμα με χάρη.
Η Ιντούν απορροφήθηκε από την εναλλαγή χρωμάτων και φωτεινοτήτων για μια στιγμή. Ο πρώτος ναός, όπου κι αν βρίσκονταν, έκρυβε μεγάλη ομορφιά.