1
Ουδέτερα Εδάφη / Απ: Το Προσκύνημα της Καταιγίδας: Μέρος 3ο [Ιντούν]
« στις: Απρίλιος 11, 2021, 08:29:30 μμ »
Η Ιντούν γελούσε με τα κοκορέματα του Σίνγκεν όταν της πρόσφερε αποξηραμένο κρέας ο αδερφός της. Δάγκωσε μία καλή μπουκιά. Γεύση μπαχάρια. Η Ιντούν ανοιγόκλεισε τα μάτια στην επίθεση εντόνων γεύσεων που επιτείθονταν στον άμαθο ουρανίσκο της και έστρεψε το βλέμμα στη φωτιά. Μία γερή στην πλάτη από την Πουράου της φανέρωσε πώς δεν μπόρεσε ούτε να προσποιηθεί ότι δεν κάηκε.
“Το χω.” την καθησύχασε.
Της πρόσφεραν λαχανικά. Η Ιντούν τα πήρε και με το βλέμμα στο χορό άρχισε να μασουλάει τα παστά με μάγουλα που σύντομα κοκκίνησαν. Μπαχάρια. Το πρόσωπό της σφίχτηκε, ξεφύσηξε έντονα με ρουθούνια που φλέγονταν. “Ποιος τρώει τέτοια φαγητά;” Δίστασε πριν γευτεί το γλυκό. Μπαχάρια.
“Μένανδρε;” ξεκίνησε να ρωτήσει, αλλά ο αδερφός της ήδη τραγουδούσε με τους άλλους.
Το γεύμα έκλεισε με αποξηραμένα φρούτα. Η Αιολίδα λοξοκοίταξε την ομάδα και τους είδε να τα κατεβάζουν με μάτια ικανοποιημένα, μάτια που ζαχάρωναν όταν έτρωγαν γλυκά.
“Τυχερό φαί;” αναρωτήθηκε στην επόμενη μπουκιά.
Μπαχάρια!
Έγειρε πίσω, μία μάζα από μιζέρια. Μιζέρια της συνειδητοποίησης ότι σε εκείνο το κομμάτι του ταξιδιού θα πέθαινε της πείνας όσο ο αδερφός της, ο σύντροφός της και όλοι τους οι νέοι φίλοι απολάμβαναν δυτικές λιχουδιές για τολμηρούς. Μήπως δεν ήταν αρκετά τολμηρή; Η Ιντούν κούνησε αρνητικά το κεφάλι για να διώξει το κάψιμο και τις αρνητικές σκέψεις, αλλά υποσχέθηκε στο Σίνγκεν πως θα κρατούσε τη φωτιά για το χορό του.
“Πώς και δεν παίζεις εσύ μουσική;” ψιθύρισε στο Μένανδρο στον πρώτο χτύπο του τυμπάνου.
“Γιατί δε μου ανήκει. Η μουσική είναι για όλους.” απάντησε και χτύπησε το χέρι στο γόνατο, στο ρυθμό που ξεκίνησε ο συνταξιδιώτης του.
“Τι βλέπεις;” τη ρώτησε μόλις ο Σίνγκεν ξεκίνησε, αλλά η Ιντούν δεν απάντησε γιατί ήθελε να απαθανατίσει τη στιγμή που στα μάτια του αγαπημένου της ξύπνησε ο κεραυνός. Ο Μένανδρος την ακολούθησε στη σιωπή.
Ποιος ήταν ο Σίνγκεν; Η Ιντούν γύρευε την προσωπική του αλήθεια πίσω από το χαμόγελο που τη γοήτευε, μιας και ο Σίνγκεν φρόντισε να την καλύψει κάτω από στρώματα αστεϊσμού. Πέρασε αρκετές ημέρες μαζί του και όλες φορούσε τη μάσκα, αόρατο εμπόδιο για την Ιντούν και όποιον άλλο προσπαθούσε να δει μέσα. Οι περισσότεροι δεν ασχολούνταν καν. Αρκούνταν στο γελαστό του χαρακτήρα. Όχι όμως η Ιντούν. Τις περισσότερες φορές τον παρατηρούσε αμίλητη, περίμενε. Έπαιρνε χρόνο, αλλά πότε πότε ο κόπος της ανταμείβονταν και στη μάσκα εμφανίζονταν ρωγμές, σαν κι εκείνες που οι ιπτάμενοι ανεμοστρόβιλοι πάσχιζαν να κλείσουν. Η Ιντούν κράτησε τη φωτιά.
Τα μάτια του Μένανδρου επικεντρώθηκαν για μια στιγμή στα χέρια της που κινήθηκαν με μία πρωτοφανή απαλότητα και φυσικότητα. Ύστερα την ακολούθησε στο αντικείμενο μελέτης της. Γνώριζε πως η μεγάλη αδερφή είχε εστιάσει στις ρωγμές που μεγάλωναν.
Ποιος ήταν ο Σίνγκεν; Η Ιντούν μάντευε την απάντηση που κρύβονταν κάτω από στρώματα ασοβαρότητας. Τα πέπλα που τη φυλάκιζαν υποχωρούσαν όσο τα πόδια του συντρόφου της απομακρύνονταν από τη γη. Ο Βοηθός Καθηγητή που βαριόταν να κάνει μάθημα; Ο απρόσεκτος Αλχημιστής που έχανε διαγωνισμούς με μικρούς Βαλησίνους; Δεν ήταν εκείνος ο λόγος που η Ιντούν τον ακολούθησε στην αποστολή του. Ήταν ο λόγος που εκείνη τη νύχτα έδινε δύναμη και ευλυγισία στο κορμί του, η σπίθα που φώλιαζε στο σπαθί και ζητούσε την αποδοχή του.
Δυνάμωνε η σπίθα στα μάτια της Ιντούν και μαζί της, η πεποίθηση πως γνώριζε καλύτερα την απάντηση στέριωνε, γιατί μπροστά της ο Σίνγκεν χόρευε αυθεντικός. Γιατί η Ιντούν πίστευε πως ο Σίνγκεν είναι δυνατότερος από όσο άφηνε να φανεί και μπροστά της ο Σίνγκεν πετούσε δυνατός. Γιατί η Ιντούν ήταν πεπεισμένη πως ο Σίνγκεν είναι ικανός να ταρακουνήσει τη γη και μπροστά της, ο Σίνγκεν δάμαζε την άμμο με ευκολία. Γιατί η Ιντούν γνώριζε πως οι δυνάμεις του ήταν απύθμενες.
Το σκοτάδι της ερήμου διαταράχθηκε. Κεραυνός. Η δεξιά άκρη των χειλιών της ανασηκώθηκε σε μισό χαμόγελο που μόνο ο αδερφός της αναγνώριζε ως το χαμόγελο της δικαίωσης και μπροστά τους στέκονταν ένα θραύσμα του πραγματικού Σίνγκεν, του Αλχημιστή που δε ντρέπονταν να αφεθεί στις δυνάμεις του, που εμπιστεύονταν τον εαυτό του. Αγριεμένη η φλόγα στα μάτια της Ιντούν αντανακλούσε τις πεποιθήσεις της, την εμπιστοσύνη και την περηφάνια για το Σίνγκεν.
“Φυσικά και η Αιολίδα ήξερε.” είπε στον εαυτό του εν μέσω νέων πανηγυρισμών. “Πώς; Τόσους άνδρες έχει μεγαλώσει.”
Μέχρι να τελειώσουν τα συγχαρητήρια, στο πρόσωπο της Ιντούν είχε επιστρέψει η γλυκύτητα και η φλόγα υποχώρησε. Στο Σίνγκεν ανταπέδωσε ένα χαμόγελο γεμάτο στοργή και αποδοχή. Του έσφιξε το χέρι με σιγουριά για να του δείξει ότι ήταν δίπλα του, τον υποστήριζε. Του μετέφερε τη ζεστασιά της.
“Είσαι υπέροχος όταν χρησιμοποιείς τις δυνάμεις σου.” είπε τρυφερά και το φίλησε.
“Σειρά μας;” πρότεινε η Πουράου στην Ιντούν, αλλά ο Μένανδρος συγκράτησε την Πολεμίστρια με ένα άγγιγμα απαλό, αλλά αρκετά σταθερό για να την πείσει χωρίς λόγια ότι η βραδιά χωρούσε μόνο κεραυνούς και όχι φλόγες.
Από μία θήκη υφασμάτινη ανέσυρε ένα λαγούτο με χορδές γυαλιστερές και σώμα σκαλισμένο στη λεπτομέρεια. Η Ιντούν αναγνώρισε τα σύμβολα, τα σχέδια στο μανίκι.
“Τα εκτίμησε τα δώρα σου το φιλαράκι” ο Μένανδρος επιβεβαίωσε αυτό που η Αιολίδα υποψιάζονταν, ότι το λαγούτο είχε φτιάξει ο Εύανδρος και μάλιστα, με τα εργαλεία που του αγόρασε η Αιολίδα.
Το καραβάνι μαζεύτηκε γύρω από το Μένανδρο, χωρίς να περιμένουν πρόσκληση. Κάθισαν όλοι γύρω του σιωπηλοί, σαν να περίμεναν την ευλογία ενός ιερέα. Η Ιντούν έγειρε στον ώμο του Σίνγκεν για να απολαύσει καλύτερα αυτό που προμηνύονταν.
“Αυτό είναι ένα τραγούδι για εκείνους που κινούνται συνεχώς.” είπε ο Μένανδρος, αλλά τα μάτια του ήταν άδεια.
“Παραδόθηκε στη Μούσα” εξήγησε η Ιντούν στο Σίνγκεν με τον πιο ανεπαίσθητο ψίθυρο, προσεκτική να μην ταράξει τη μυσταγωγία πριν ξεκινήσει.
Ο Μένανδρος κατέβασε το χέρι στις χορδές και απελευθέρωσε την πρώτη συγχορδία. Οι χορδές δονήθηκαν σαν τους παλμούς της καρδιάς που επανέρχεται στη ζωή και το ξύλο ανέπνευσε στα χέρια του για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ.
“Πώς μπορούμε να διαχωρίσουμε τον κόσμο που ξέρουμε και τον κόσμο που είναι;”
Η Ιντούν κράτησε την ανάσα της. Στον ουρανό υψώθηκε η φωνή του αδερφού της εφάμιλλη του τόνου των αστεριών.
“Και ποιος μπορεί να δει ασπρόμαυρα στον κόσμο των χρωμάτων;”
Το λαγούτο μίλησε σιγανά για εκείνον σε απόλυτο συντονισμό. Η πλάση ξύπνησε, προσέφερε τις δικές της μελωδίες για υπόστωμα. Μαζί, σαν να ήταν ένα πλάσμα, ο Μένανδρος και το λαγούτο άνοιξαν δύο πύλες στο ακροατήριο για να ταξιδέψουν στο όνειρο. Ύστερα έγιναν η βάρκα τους και έπλευσαν σε ένα ποτάμι από ελπίδες κάτω από τον έναστρο ουρανό. Η μελωδία έρεε ακατάπαυστη, αψεγάδιαστη και υψώνονταν καθώς ο Μένανδρος όρθωνε βουνά, βυθίζονταν όπως η φωνή του Μένανδρου βάθαινε σαν το βυθό της θάλασσας. Και το τραγούδι πετούσε τους ταξιδιώτες στην επιφάνεια για να πλεύσουν στον αφρό. Η μελωδία ηρεμούσε, το ίδιο και η φωνή. Στην καρδιά της Ιντούν φώλιαζε γαλήνη. Με την ψυχή της τον ακολουθούσε, του παρέδιδε τα ηνία για να την καθοδηγήσει στο όραμα που έπλεκε για τον καθένα ξεχωριστά. Και η φωνή δυνάμωνε, θέριευε η μελωδία. Στις σκέψεις της Ιντούν τρύπωνε η καταιγίδα. Αλλά πάνω από το βουητό της θύελλας, η φωνή παρέμενε σταθερή. Τη συγκρατούσε με το ρυθμό της, με τη ζέση και το χρώμα της. Δάμαζε την καταιγίδα, την υπέτασσε. Μέσα της διέθετε μια φλόγα, τη σπίθα που παρέμενε φωτεινή και αντιμάχονταν το σκοτάδι όταν όλα τα φώτα σβήσουν με όπλο ένα βαθύλαλο λαγούτο. Στέκονταν εκεί και κοίταζε στα μάτια την καταιγίδα, ενώ η μελωδία του σχημάτιζε φωλιά, μια αγκαλιά για τους κατατρεγμένους, το χάδι μιας οκτάβας σαν αδερφικό χάδι που ξεκουράζει. Πέρασμα για το όραμα των ταξιδιωτών και ασπίδα.
“Κι αν ζητά η ψυχή σου θαυμασμό, πάντα θα είναι μόνη,
νησί απομονωμένο στου σύμπαντος την έρημο,
μάχεται για να ξεχωρίσει θυσία και απώλεια.
Μα αν συνεχίσεις θα με βρεις στην απέναντι όχθη,
εκεί που το πένθος είναι φτωχό και η ελπίδα δυνατή.”
Η βάρκα τους μπήκε σε ήμερα νερά και άραξε, έτσι όπως υποχώρησε σταδιακά η μελωδία. Χαμήλωσε και η φωνή του Μένανδρου, έγινε μελιστάλλακτη, στοργική. Έμεινε εκεί να τους οδηγεί και πάλι σε αυτόν τον κόσμο σαν πυξίδα που αργόσβηνε, αλλά παρέμενε στο υποσυνείδητο μέχρι να μην τη χρειάζεσαι πια.
Γύρω από το Μένανδρο, το καραβάνι ρέμβαζε μεσμερισμένο. Αναμενόμενο. Η Ιντούν αναστέναξε με νοσταλγία. Της είχε λείψει η μαγεία του αδερφού της. Έκλεισε για λίγο τα μάτια, αλλά αδιόρατοι ήχοι που έφτασαν στα αυτιά της την ανάγκασαν να τα ξανανοίξει. Κοίταξε γύρω. Τετράποδες σκιές απομακρύνονταν μέσα στη νύχτα, οι κάτοικοι της ερήμου που πήγαιναν για ύπνο μετά το νανούρισμά τους.
Οι ματιές των αδερφιών διασταυρώθηκαν. Ο Μένανδρος είχε επανέλθει. Έμειναν στη σιωπή. Γνώριζαν το νόημα του τραγουδιού, τον πραγματικό αποδέκτη του. Τα χείλη της Αιολίδας χαμογέλασαν αχνά σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, αλλά το χαμόγελο κόπηκε στη μέση. Με μία κίνηση συντονισμένη, τα αδέρφια Ιντούν καρφώθηκαν στον ουρανό, λίγο πάνω από το κεφάλι του Μενάνδρου. Ένα τόσο δα πλασματάκι, σαν διάφανο, μικροσκοπικό παιδί παρατηρούσε το Μένανδρο και μετά την Αιολίδα. Το πλασματάκι πάγωσε όταν η ματιά του συνάντησε εκείνη της Αλχημίστριας.
“Το βλέπεις; Έτσι;” ρώτησε ο Μένανδρος
“Ναι.”
“Είναι όντως εκεί;”
“Είναι. Το βλέπεις κι εσύ;”
“Όχι, αλλά το αισθάνομαι. Τι είναι;”
“Δε θα το πιστέψεις.”
“Τι είναι;”
“Παιδί!”
“Παιδί;”
Πάνω που πρόφεραν την τελευταία λέξη, το πλασματάκι εξαφανίστηκε.
“Έφυγε.” είπε η Αιολίδα.
“Το ένιωσα.”
Τα αδέρφια κοίταξαν τους συνταξιδιώτες και το Σίνγκεν. Δεν είχαν δει τίποτα.
“Το χω.” την καθησύχασε.
Της πρόσφεραν λαχανικά. Η Ιντούν τα πήρε και με το βλέμμα στο χορό άρχισε να μασουλάει τα παστά με μάγουλα που σύντομα κοκκίνησαν. Μπαχάρια. Το πρόσωπό της σφίχτηκε, ξεφύσηξε έντονα με ρουθούνια που φλέγονταν. “Ποιος τρώει τέτοια φαγητά;” Δίστασε πριν γευτεί το γλυκό. Μπαχάρια.
“Μένανδρε;” ξεκίνησε να ρωτήσει, αλλά ο αδερφός της ήδη τραγουδούσε με τους άλλους.
Το γεύμα έκλεισε με αποξηραμένα φρούτα. Η Αιολίδα λοξοκοίταξε την ομάδα και τους είδε να τα κατεβάζουν με μάτια ικανοποιημένα, μάτια που ζαχάρωναν όταν έτρωγαν γλυκά.
“Τυχερό φαί;” αναρωτήθηκε στην επόμενη μπουκιά.
Μπαχάρια!
Έγειρε πίσω, μία μάζα από μιζέρια. Μιζέρια της συνειδητοποίησης ότι σε εκείνο το κομμάτι του ταξιδιού θα πέθαινε της πείνας όσο ο αδερφός της, ο σύντροφός της και όλοι τους οι νέοι φίλοι απολάμβαναν δυτικές λιχουδιές για τολμηρούς. Μήπως δεν ήταν αρκετά τολμηρή; Η Ιντούν κούνησε αρνητικά το κεφάλι για να διώξει το κάψιμο και τις αρνητικές σκέψεις, αλλά υποσχέθηκε στο Σίνγκεν πως θα κρατούσε τη φωτιά για το χορό του.
“Πώς και δεν παίζεις εσύ μουσική;” ψιθύρισε στο Μένανδρο στον πρώτο χτύπο του τυμπάνου.
“Γιατί δε μου ανήκει. Η μουσική είναι για όλους.” απάντησε και χτύπησε το χέρι στο γόνατο, στο ρυθμό που ξεκίνησε ο συνταξιδιώτης του.
“Τι βλέπεις;” τη ρώτησε μόλις ο Σίνγκεν ξεκίνησε, αλλά η Ιντούν δεν απάντησε γιατί ήθελε να απαθανατίσει τη στιγμή που στα μάτια του αγαπημένου της ξύπνησε ο κεραυνός. Ο Μένανδρος την ακολούθησε στη σιωπή.
Ποιος ήταν ο Σίνγκεν; Η Ιντούν γύρευε την προσωπική του αλήθεια πίσω από το χαμόγελο που τη γοήτευε, μιας και ο Σίνγκεν φρόντισε να την καλύψει κάτω από στρώματα αστεϊσμού. Πέρασε αρκετές ημέρες μαζί του και όλες φορούσε τη μάσκα, αόρατο εμπόδιο για την Ιντούν και όποιον άλλο προσπαθούσε να δει μέσα. Οι περισσότεροι δεν ασχολούνταν καν. Αρκούνταν στο γελαστό του χαρακτήρα. Όχι όμως η Ιντούν. Τις περισσότερες φορές τον παρατηρούσε αμίλητη, περίμενε. Έπαιρνε χρόνο, αλλά πότε πότε ο κόπος της ανταμείβονταν και στη μάσκα εμφανίζονταν ρωγμές, σαν κι εκείνες που οι ιπτάμενοι ανεμοστρόβιλοι πάσχιζαν να κλείσουν. Η Ιντούν κράτησε τη φωτιά.
Τα μάτια του Μένανδρου επικεντρώθηκαν για μια στιγμή στα χέρια της που κινήθηκαν με μία πρωτοφανή απαλότητα και φυσικότητα. Ύστερα την ακολούθησε στο αντικείμενο μελέτης της. Γνώριζε πως η μεγάλη αδερφή είχε εστιάσει στις ρωγμές που μεγάλωναν.
Ποιος ήταν ο Σίνγκεν; Η Ιντούν μάντευε την απάντηση που κρύβονταν κάτω από στρώματα ασοβαρότητας. Τα πέπλα που τη φυλάκιζαν υποχωρούσαν όσο τα πόδια του συντρόφου της απομακρύνονταν από τη γη. Ο Βοηθός Καθηγητή που βαριόταν να κάνει μάθημα; Ο απρόσεκτος Αλχημιστής που έχανε διαγωνισμούς με μικρούς Βαλησίνους; Δεν ήταν εκείνος ο λόγος που η Ιντούν τον ακολούθησε στην αποστολή του. Ήταν ο λόγος που εκείνη τη νύχτα έδινε δύναμη και ευλυγισία στο κορμί του, η σπίθα που φώλιαζε στο σπαθί και ζητούσε την αποδοχή του.
Δυνάμωνε η σπίθα στα μάτια της Ιντούν και μαζί της, η πεποίθηση πως γνώριζε καλύτερα την απάντηση στέριωνε, γιατί μπροστά της ο Σίνγκεν χόρευε αυθεντικός. Γιατί η Ιντούν πίστευε πως ο Σίνγκεν είναι δυνατότερος από όσο άφηνε να φανεί και μπροστά της ο Σίνγκεν πετούσε δυνατός. Γιατί η Ιντούν ήταν πεπεισμένη πως ο Σίνγκεν είναι ικανός να ταρακουνήσει τη γη και μπροστά της, ο Σίνγκεν δάμαζε την άμμο με ευκολία. Γιατί η Ιντούν γνώριζε πως οι δυνάμεις του ήταν απύθμενες.
Το σκοτάδι της ερήμου διαταράχθηκε. Κεραυνός. Η δεξιά άκρη των χειλιών της ανασηκώθηκε σε μισό χαμόγελο που μόνο ο αδερφός της αναγνώριζε ως το χαμόγελο της δικαίωσης και μπροστά τους στέκονταν ένα θραύσμα του πραγματικού Σίνγκεν, του Αλχημιστή που δε ντρέπονταν να αφεθεί στις δυνάμεις του, που εμπιστεύονταν τον εαυτό του. Αγριεμένη η φλόγα στα μάτια της Ιντούν αντανακλούσε τις πεποιθήσεις της, την εμπιστοσύνη και την περηφάνια για το Σίνγκεν.
“Φυσικά και η Αιολίδα ήξερε.” είπε στον εαυτό του εν μέσω νέων πανηγυρισμών. “Πώς; Τόσους άνδρες έχει μεγαλώσει.”
Μέχρι να τελειώσουν τα συγχαρητήρια, στο πρόσωπο της Ιντούν είχε επιστρέψει η γλυκύτητα και η φλόγα υποχώρησε. Στο Σίνγκεν ανταπέδωσε ένα χαμόγελο γεμάτο στοργή και αποδοχή. Του έσφιξε το χέρι με σιγουριά για να του δείξει ότι ήταν δίπλα του, τον υποστήριζε. Του μετέφερε τη ζεστασιά της.
“Είσαι υπέροχος όταν χρησιμοποιείς τις δυνάμεις σου.” είπε τρυφερά και το φίλησε.
“Σειρά μας;” πρότεινε η Πουράου στην Ιντούν, αλλά ο Μένανδρος συγκράτησε την Πολεμίστρια με ένα άγγιγμα απαλό, αλλά αρκετά σταθερό για να την πείσει χωρίς λόγια ότι η βραδιά χωρούσε μόνο κεραυνούς και όχι φλόγες.
Από μία θήκη υφασμάτινη ανέσυρε ένα λαγούτο με χορδές γυαλιστερές και σώμα σκαλισμένο στη λεπτομέρεια. Η Ιντούν αναγνώρισε τα σύμβολα, τα σχέδια στο μανίκι.
“Τα εκτίμησε τα δώρα σου το φιλαράκι” ο Μένανδρος επιβεβαίωσε αυτό που η Αιολίδα υποψιάζονταν, ότι το λαγούτο είχε φτιάξει ο Εύανδρος και μάλιστα, με τα εργαλεία που του αγόρασε η Αιολίδα.
Το καραβάνι μαζεύτηκε γύρω από το Μένανδρο, χωρίς να περιμένουν πρόσκληση. Κάθισαν όλοι γύρω του σιωπηλοί, σαν να περίμεναν την ευλογία ενός ιερέα. Η Ιντούν έγειρε στον ώμο του Σίνγκεν για να απολαύσει καλύτερα αυτό που προμηνύονταν.
“Αυτό είναι ένα τραγούδι για εκείνους που κινούνται συνεχώς.” είπε ο Μένανδρος, αλλά τα μάτια του ήταν άδεια.
“Παραδόθηκε στη Μούσα” εξήγησε η Ιντούν στο Σίνγκεν με τον πιο ανεπαίσθητο ψίθυρο, προσεκτική να μην ταράξει τη μυσταγωγία πριν ξεκινήσει.
Ο Μένανδρος κατέβασε το χέρι στις χορδές και απελευθέρωσε την πρώτη συγχορδία. Οι χορδές δονήθηκαν σαν τους παλμούς της καρδιάς που επανέρχεται στη ζωή και το ξύλο ανέπνευσε στα χέρια του για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ.
“Πώς μπορούμε να διαχωρίσουμε τον κόσμο που ξέρουμε και τον κόσμο που είναι;”
Η Ιντούν κράτησε την ανάσα της. Στον ουρανό υψώθηκε η φωνή του αδερφού της εφάμιλλη του τόνου των αστεριών.
“Και ποιος μπορεί να δει ασπρόμαυρα στον κόσμο των χρωμάτων;”
Το λαγούτο μίλησε σιγανά για εκείνον σε απόλυτο συντονισμό. Η πλάση ξύπνησε, προσέφερε τις δικές της μελωδίες για υπόστωμα. Μαζί, σαν να ήταν ένα πλάσμα, ο Μένανδρος και το λαγούτο άνοιξαν δύο πύλες στο ακροατήριο για να ταξιδέψουν στο όνειρο. Ύστερα έγιναν η βάρκα τους και έπλευσαν σε ένα ποτάμι από ελπίδες κάτω από τον έναστρο ουρανό. Η μελωδία έρεε ακατάπαυστη, αψεγάδιαστη και υψώνονταν καθώς ο Μένανδρος όρθωνε βουνά, βυθίζονταν όπως η φωνή του Μένανδρου βάθαινε σαν το βυθό της θάλασσας. Και το τραγούδι πετούσε τους ταξιδιώτες στην επιφάνεια για να πλεύσουν στον αφρό. Η μελωδία ηρεμούσε, το ίδιο και η φωνή. Στην καρδιά της Ιντούν φώλιαζε γαλήνη. Με την ψυχή της τον ακολουθούσε, του παρέδιδε τα ηνία για να την καθοδηγήσει στο όραμα που έπλεκε για τον καθένα ξεχωριστά. Και η φωνή δυνάμωνε, θέριευε η μελωδία. Στις σκέψεις της Ιντούν τρύπωνε η καταιγίδα. Αλλά πάνω από το βουητό της θύελλας, η φωνή παρέμενε σταθερή. Τη συγκρατούσε με το ρυθμό της, με τη ζέση και το χρώμα της. Δάμαζε την καταιγίδα, την υπέτασσε. Μέσα της διέθετε μια φλόγα, τη σπίθα που παρέμενε φωτεινή και αντιμάχονταν το σκοτάδι όταν όλα τα φώτα σβήσουν με όπλο ένα βαθύλαλο λαγούτο. Στέκονταν εκεί και κοίταζε στα μάτια την καταιγίδα, ενώ η μελωδία του σχημάτιζε φωλιά, μια αγκαλιά για τους κατατρεγμένους, το χάδι μιας οκτάβας σαν αδερφικό χάδι που ξεκουράζει. Πέρασμα για το όραμα των ταξιδιωτών και ασπίδα.
“Κι αν ζητά η ψυχή σου θαυμασμό, πάντα θα είναι μόνη,
νησί απομονωμένο στου σύμπαντος την έρημο,
μάχεται για να ξεχωρίσει θυσία και απώλεια.
Μα αν συνεχίσεις θα με βρεις στην απέναντι όχθη,
εκεί που το πένθος είναι φτωχό και η ελπίδα δυνατή.”
Η βάρκα τους μπήκε σε ήμερα νερά και άραξε, έτσι όπως υποχώρησε σταδιακά η μελωδία. Χαμήλωσε και η φωνή του Μένανδρου, έγινε μελιστάλλακτη, στοργική. Έμεινε εκεί να τους οδηγεί και πάλι σε αυτόν τον κόσμο σαν πυξίδα που αργόσβηνε, αλλά παρέμενε στο υποσυνείδητο μέχρι να μην τη χρειάζεσαι πια.
Γύρω από το Μένανδρο, το καραβάνι ρέμβαζε μεσμερισμένο. Αναμενόμενο. Η Ιντούν αναστέναξε με νοσταλγία. Της είχε λείψει η μαγεία του αδερφού της. Έκλεισε για λίγο τα μάτια, αλλά αδιόρατοι ήχοι που έφτασαν στα αυτιά της την ανάγκασαν να τα ξανανοίξει. Κοίταξε γύρω. Τετράποδες σκιές απομακρύνονταν μέσα στη νύχτα, οι κάτοικοι της ερήμου που πήγαιναν για ύπνο μετά το νανούρισμά τους.
Οι ματιές των αδερφιών διασταυρώθηκαν. Ο Μένανδρος είχε επανέλθει. Έμειναν στη σιωπή. Γνώριζαν το νόημα του τραγουδιού, τον πραγματικό αποδέκτη του. Τα χείλη της Αιολίδας χαμογέλασαν αχνά σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, αλλά το χαμόγελο κόπηκε στη μέση. Με μία κίνηση συντονισμένη, τα αδέρφια Ιντούν καρφώθηκαν στον ουρανό, λίγο πάνω από το κεφάλι του Μενάνδρου. Ένα τόσο δα πλασματάκι, σαν διάφανο, μικροσκοπικό παιδί παρατηρούσε το Μένανδρο και μετά την Αιολίδα. Το πλασματάκι πάγωσε όταν η ματιά του συνάντησε εκείνη της Αλχημίστριας.
“Το βλέπεις; Έτσι;” ρώτησε ο Μένανδρος
“Ναι.”
“Είναι όντως εκεί;”
“Είναι. Το βλέπεις κι εσύ;”
“Όχι, αλλά το αισθάνομαι. Τι είναι;”
“Δε θα το πιστέψεις.”
“Τι είναι;”
“Παιδί!”
“Παιδί;”
Πάνω που πρόφεραν την τελευταία λέξη, το πλασματάκι εξαφανίστηκε.
“Έφυγε.” είπε η Αιολίδα.
“Το ένιωσα.”
Τα αδέρφια κοίταξαν τους συνταξιδιώτες και το Σίνγκεν. Δεν είχαν δει τίποτα.