Rasnarry Academy

Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Μηνύματα - Αιολίς Ιντούν

Σελίδες: 1 2 3 4
1
Η Ιντούν γελούσε με τα κοκορέματα του Σίνγκεν όταν της πρόσφερε αποξηραμένο κρέας ο αδερφός της. Δάγκωσε μία καλή μπουκιά. Γεύση μπαχάρια. Η Ιντούν ανοιγόκλεισε τα μάτια στην επίθεση εντόνων γεύσεων που επιτείθονταν στον άμαθο ουρανίσκο της και έστρεψε το βλέμμα στη φωτιά. Μία γερή στην πλάτη από την Πουράου της φανέρωσε πώς δεν μπόρεσε ούτε να προσποιηθεί ότι δεν κάηκε.
“Το χω.” την καθησύχασε.
Της πρόσφεραν λαχανικά. Η Ιντούν τα πήρε και με το βλέμμα στο χορό άρχισε να μασουλάει τα παστά με μάγουλα που σύντομα κοκκίνησαν. Μπαχάρια. Το πρόσωπό της σφίχτηκε, ξεφύσηξε έντονα με ρουθούνια που φλέγονταν. “Ποιος τρώει τέτοια φαγητά;” Δίστασε πριν γευτεί το γλυκό. Μπαχάρια.
“Μένανδρε;” ξεκίνησε να ρωτήσει, αλλά ο αδερφός της ήδη τραγουδούσε με τους άλλους.
Το γεύμα έκλεισε με αποξηραμένα φρούτα. Η Αιολίδα λοξοκοίταξε την ομάδα και τους είδε να τα κατεβάζουν με μάτια ικανοποιημένα, μάτια που ζαχάρωναν όταν έτρωγαν γλυκά.
“Τυχερό φαί;” αναρωτήθηκε στην επόμενη μπουκιά.
Μπαχάρια!

Έγειρε πίσω, μία μάζα από μιζέρια. Μιζέρια της συνειδητοποίησης ότι σε εκείνο το κομμάτι του ταξιδιού θα πέθαινε της πείνας όσο ο αδερφός της, ο σύντροφός της και όλοι τους οι νέοι φίλοι απολάμβαναν δυτικές λιχουδιές για τολμηρούς. Μήπως δεν ήταν αρκετά τολμηρή; Η Ιντούν κούνησε αρνητικά το κεφάλι για να διώξει το κάψιμο και τις αρνητικές σκέψεις, αλλά υποσχέθηκε στο Σίνγκεν πως θα κρατούσε τη φωτιά για το χορό του.

“Πώς και δεν παίζεις εσύ μουσική;” ψιθύρισε στο Μένανδρο στον πρώτο χτύπο του τυμπάνου.
“Γιατί δε μου ανήκει. Η μουσική είναι για όλους.” απάντησε και χτύπησε το χέρι στο γόνατο, στο ρυθμό που ξεκίνησε ο συνταξιδιώτης του.
“Τι βλέπεις;” τη ρώτησε μόλις ο Σίνγκεν ξεκίνησε, αλλά η Ιντούν δεν απάντησε γιατί ήθελε να απαθανατίσει τη στιγμή που στα μάτια του αγαπημένου της ξύπνησε ο κεραυνός. Ο Μένανδρος την ακολούθησε στη σιωπή.

Ποιος ήταν ο Σίνγκεν; Η Ιντούν γύρευε την προσωπική του αλήθεια πίσω από το χαμόγελο που τη γοήτευε, μιας και ο Σίνγκεν φρόντισε να την καλύψει κάτω από στρώματα αστεϊσμού. Πέρασε αρκετές ημέρες μαζί του και όλες φορούσε τη μάσκα, αόρατο εμπόδιο για την Ιντούν και όποιον άλλο προσπαθούσε να δει μέσα. Οι περισσότεροι δεν ασχολούνταν καν. Αρκούνταν στο γελαστό του χαρακτήρα. Όχι όμως η Ιντούν. Τις περισσότερες φορές τον παρατηρούσε αμίλητη, περίμενε. Έπαιρνε χρόνο, αλλά πότε πότε ο κόπος της ανταμείβονταν και στη μάσκα εμφανίζονταν ρωγμές, σαν κι εκείνες που οι ιπτάμενοι ανεμοστρόβιλοι πάσχιζαν να κλείσουν. Η Ιντούν κράτησε τη φωτιά.

Τα μάτια του Μένανδρου επικεντρώθηκαν για μια στιγμή στα χέρια της που κινήθηκαν με μία πρωτοφανή απαλότητα και φυσικότητα. Ύστερα την ακολούθησε στο αντικείμενο μελέτης της. Γνώριζε πως η μεγάλη αδερφή είχε εστιάσει στις ρωγμές που μεγάλωναν.

Ποιος ήταν ο Σίνγκεν; Η Ιντούν μάντευε την απάντηση που κρύβονταν κάτω από στρώματα ασοβαρότητας. Τα πέπλα που τη φυλάκιζαν υποχωρούσαν όσο τα πόδια του συντρόφου της απομακρύνονταν από τη γη. Ο Βοηθός Καθηγητή που βαριόταν να κάνει μάθημα; Ο απρόσεκτος Αλχημιστής που έχανε διαγωνισμούς με μικρούς Βαλησίνους; Δεν ήταν εκείνος ο λόγος που η Ιντούν τον ακολούθησε στην αποστολή του. Ήταν ο λόγος που εκείνη τη νύχτα έδινε δύναμη και ευλυγισία στο κορμί του, η σπίθα που φώλιαζε στο σπαθί και ζητούσε την αποδοχή του.

Δυνάμωνε η σπίθα στα μάτια της Ιντούν και μαζί της, η πεποίθηση πως γνώριζε καλύτερα την απάντηση στέριωνε, γιατί μπροστά της ο Σίνγκεν χόρευε αυθεντικός. Γιατί η Ιντούν πίστευε πως ο Σίνγκεν είναι δυνατότερος από όσο άφηνε να φανεί και μπροστά της ο Σίνγκεν πετούσε δυνατός. Γιατί η Ιντούν ήταν πεπεισμένη πως ο Σίνγκεν είναι ικανός να ταρακουνήσει τη γη και μπροστά της, ο Σίνγκεν δάμαζε την άμμο με ευκολία. Γιατί η Ιντούν γνώριζε πως οι δυνάμεις του ήταν απύθμενες.

Το σκοτάδι της ερήμου διαταράχθηκε. Κεραυνός. Η δεξιά άκρη των χειλιών της ανασηκώθηκε σε μισό χαμόγελο που μόνο ο αδερφός της αναγνώριζε ως το χαμόγελο της δικαίωσης και μπροστά τους στέκονταν ένα θραύσμα του πραγματικού Σίνγκεν, του Αλχημιστή που δε ντρέπονταν να αφεθεί στις δυνάμεις του, που εμπιστεύονταν τον εαυτό του. Αγριεμένη η φλόγα στα μάτια της Ιντούν αντανακλούσε τις πεποιθήσεις της, την εμπιστοσύνη και την περηφάνια για το Σίνγκεν.

“Φυσικά και η Αιολίδα ήξερε.” είπε στον εαυτό του εν μέσω νέων πανηγυρισμών. “Πώς; Τόσους άνδρες έχει μεγαλώσει.”

Μέχρι να τελειώσουν τα συγχαρητήρια, στο πρόσωπο της Ιντούν είχε επιστρέψει η γλυκύτητα και η φλόγα υποχώρησε. Στο Σίνγκεν ανταπέδωσε ένα χαμόγελο γεμάτο στοργή και αποδοχή. Του έσφιξε το χέρι με σιγουριά για να του δείξει ότι ήταν δίπλα του, τον υποστήριζε. Του μετέφερε τη ζεστασιά της.

“Είσαι υπέροχος όταν χρησιμοποιείς τις δυνάμεις σου.” είπε τρυφερά και το φίλησε.

“Σειρά μας;” πρότεινε η Πουράου στην Ιντούν, αλλά ο Μένανδρος συγκράτησε την Πολεμίστρια με ένα άγγιγμα απαλό, αλλά αρκετά σταθερό για να την πείσει χωρίς λόγια ότι η βραδιά χωρούσε μόνο κεραυνούς και όχι φλόγες.

Από μία θήκη υφασμάτινη ανέσυρε ένα λαγούτο με χορδές γυαλιστερές και σώμα σκαλισμένο στη λεπτομέρεια. Η Ιντούν αναγνώρισε τα σύμβολα, τα σχέδια στο μανίκι.

“Τα εκτίμησε τα δώρα σου το φιλαράκι” ο Μένανδρος επιβεβαίωσε αυτό που η Αιολίδα υποψιάζονταν, ότι το λαγούτο είχε φτιάξει ο Εύανδρος και μάλιστα, με τα εργαλεία που του αγόρασε η Αιολίδα.

Το καραβάνι μαζεύτηκε γύρω από το Μένανδρο, χωρίς να περιμένουν πρόσκληση. Κάθισαν όλοι γύρω του σιωπηλοί, σαν να περίμεναν την ευλογία ενός ιερέα. Η Ιντούν έγειρε στον ώμο του Σίνγκεν για να απολαύσει καλύτερα αυτό που προμηνύονταν.

“Αυτό είναι ένα τραγούδι για εκείνους που κινούνται συνεχώς.” είπε ο Μένανδρος, αλλά τα μάτια του ήταν άδεια.
“Παραδόθηκε στη Μούσα” εξήγησε η Ιντούν στο Σίνγκεν με τον πιο ανεπαίσθητο ψίθυρο, προσεκτική να μην ταράξει τη μυσταγωγία πριν ξεκινήσει.

Ο Μένανδρος κατέβασε το χέρι στις χορδές και απελευθέρωσε την πρώτη συγχορδία. Οι χορδές δονήθηκαν σαν τους παλμούς της καρδιάς που επανέρχεται στη ζωή και το ξύλο ανέπνευσε στα χέρια του για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ.

“Πώς μπορούμε να διαχωρίσουμε τον κόσμο που ξέρουμε και τον κόσμο που είναι;”

Η Ιντούν κράτησε την ανάσα της. Στον ουρανό υψώθηκε η φωνή του αδερφού της εφάμιλλη του τόνου των αστεριών.
“Και ποιος μπορεί να δει ασπρόμαυρα στον κόσμο των χρωμάτων;”

Το λαγούτο μίλησε σιγανά για εκείνον σε απόλυτο συντονισμό. Η πλάση ξύπνησε, προσέφερε τις δικές της μελωδίες για υπόστωμα. Μαζί, σαν να ήταν ένα πλάσμα, ο Μένανδρος και το λαγούτο άνοιξαν δύο πύλες στο ακροατήριο για να ταξιδέψουν στο όνειρο. Ύστερα έγιναν η βάρκα τους και έπλευσαν σε ένα ποτάμι από ελπίδες κάτω από τον έναστρο ουρανό. Η μελωδία έρεε ακατάπαυστη, αψεγάδιαστη και υψώνονταν καθώς ο Μένανδρος όρθωνε βουνά, βυθίζονταν όπως η φωνή του Μένανδρου βάθαινε σαν το βυθό της θάλασσας. Και το τραγούδι πετούσε τους ταξιδιώτες στην επιφάνεια για να πλεύσουν στον αφρό. Η μελωδία ηρεμούσε, το ίδιο και η φωνή. Στην καρδιά της Ιντούν φώλιαζε γαλήνη. Με την ψυχή της τον ακολουθούσε, του παρέδιδε τα ηνία για να την καθοδηγήσει στο όραμα που έπλεκε για τον καθένα ξεχωριστά. Και η φωνή δυνάμωνε, θέριευε η μελωδία. Στις σκέψεις της Ιντούν τρύπωνε η καταιγίδα. Αλλά πάνω από το βουητό της θύελλας, η φωνή παρέμενε σταθερή. Τη συγκρατούσε με το ρυθμό της, με τη ζέση και το χρώμα της. Δάμαζε την καταιγίδα, την υπέτασσε. Μέσα της διέθετε μια φλόγα, τη σπίθα που παρέμενε φωτεινή και αντιμάχονταν το σκοτάδι όταν όλα τα φώτα σβήσουν με όπλο ένα βαθύλαλο λαγούτο. Στέκονταν εκεί και κοίταζε στα μάτια την καταιγίδα, ενώ η μελωδία του σχημάτιζε φωλιά, μια αγκαλιά για τους κατατρεγμένους, το χάδι μιας οκτάβας σαν αδερφικό χάδι που ξεκουράζει. Πέρασμα για το όραμα των ταξιδιωτών και ασπίδα. 

“Κι αν ζητά η ψυχή σου θαυμασμό, πάντα θα είναι μόνη,
νησί απομονωμένο στου σύμπαντος την έρημο,
μάχεται για να ξεχωρίσει θυσία και απώλεια.
Μα αν συνεχίσεις θα με βρεις στην απέναντι όχθη,
εκεί που το πένθος είναι φτωχό και η ελπίδα δυνατή.”

Η βάρκα τους μπήκε σε ήμερα νερά και άραξε, έτσι όπως υποχώρησε σταδιακά η μελωδία. Χαμήλωσε και η φωνή του Μένανδρου, έγινε μελιστάλλακτη, στοργική. Έμεινε εκεί να τους οδηγεί και πάλι σε αυτόν τον κόσμο σαν πυξίδα που αργόσβηνε, αλλά παρέμενε στο υποσυνείδητο μέχρι να μην τη χρειάζεσαι πια.

Γύρω από το Μένανδρο, το καραβάνι ρέμβαζε μεσμερισμένο. Αναμενόμενο. Η Ιντούν αναστέναξε με νοσταλγία. Της είχε λείψει η μαγεία του αδερφού της. Έκλεισε για λίγο τα μάτια, αλλά αδιόρατοι ήχοι που έφτασαν στα αυτιά της την ανάγκασαν να τα ξανανοίξει. Κοίταξε γύρω. Τετράποδες σκιές απομακρύνονταν μέσα στη νύχτα, οι κάτοικοι της ερήμου που πήγαιναν για ύπνο μετά το νανούρισμά τους.

Οι ματιές των αδερφιών διασταυρώθηκαν. Ο Μένανδρος είχε επανέλθει. Έμειναν στη σιωπή. Γνώριζαν το νόημα του τραγουδιού, τον πραγματικό αποδέκτη του. Τα χείλη της Αιολίδας χαμογέλασαν αχνά σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, αλλά το χαμόγελο κόπηκε στη μέση. Με μία κίνηση συντονισμένη, τα αδέρφια Ιντούν καρφώθηκαν στον ουρανό, λίγο πάνω από το κεφάλι του Μενάνδρου. Ένα τόσο δα πλασματάκι, σαν διάφανο, μικροσκοπικό παιδί παρατηρούσε το Μένανδρο και μετά την Αιολίδα. Το πλασματάκι πάγωσε όταν η ματιά του συνάντησε εκείνη της Αλχημίστριας.

“Το βλέπεις; Έτσι;” ρώτησε ο Μένανδρος
“Ναι.”
“Είναι όντως εκεί;”
“Είναι. Το βλέπεις κι εσύ;”
“Όχι, αλλά το αισθάνομαι. Τι είναι;”
“Δε θα το πιστέψεις.”
“Τι είναι;”
“Παιδί!”
“Παιδί;”

Πάνω που πρόφεραν την τελευταία λέξη, το πλασματάκι εξαφανίστηκε.

“Έφυγε.” είπε η Αιολίδα.
“Το ένιωσα.”

Τα αδέρφια κοίταξαν τους συνταξιδιώτες και το Σίνγκεν. Δεν είχαν δει τίποτα.

2
“Εντάξει βιαστικέ” απάντησε ο τρίτος Ιντούν εύθυμα, “αλλά πρώτα θα πρέπει να ξεκουραστείτε, να φάτε καλά, να ενυδατωθείτε, να μάθετε τους ρυθμούς της ερήμου και μετά, όταν θα είστε έτοιμοι, θα πάμε μία βόλτα και στην αγορά. Μέχρι τότε, ακολουθήστε με!”

Έπιασε την Αιολίδα να γνέφει καταφατικά, αλλά έτοιμη να σκάσει στα γέλια. Πώς να του πει ότι έκανε σαν μαμά αρκούδα;

“Τι;”
“Τίποτα, απλά μου έλλειψες!” απάντησε η Αιολίδα όσο ακολουθούσαν το αμμουδερό μονοπάτι ανάμεσα στους βράχους.

Η Ιντούν ύψωσε το βλέμμα προς τον άγνωστο ορίζοντα που κρύβονταν πίσω από θεόρατα σώματα από λεία πέτρα και αναρωτήθηκε αν ήταν όλα δουλειά του νερού ή του ανέμου. Οι βράχοι, που δεν υπήρχαν στη διαδρομή τους με το Σίνγκεν ως τώρα, έκρυβαν τον ήλιο και σε τακτά διαστήματα της ημέρας έριχναν σκιά στο έδαφος. Η Ιντούν πάτησε σε ένα κομμάτι ηλιόλουστο, αλλά τα πέλματά της δεν ένιωσαν το άγγιγμα της άμμου καυτό. “Ορίστε” διαπίστωσε ότι η σκιά βρίσκονταν εκεί μέχρι πρότινος και ατένισε ένα κάρο μονοπάτια που ανοίγονταν μπροστά τους, σαν ρυάκια έτοιμα να χυθούν στη θάλασσα.

Πού και πού, ο λίβας της ερήμου ανέπνεε στις παρυφές των μονοπατιών. Κόκκοι σάλευαν στην επιφάνεια της γης και ήταν σαν τα ρυάκια να κυλούσαν. Στα πρόσωπα των ταξιδιωτών έφτανε καυτή η ανάσα του για καλωσόρισμα. Η Ιντούν αναρωτήθηκε πού κρύβονταν οι ταξιδιώτες όταν φυσούσε δυνατά. Αν υπήρχαν Αλχημιστές του Αέρα σε εκείνα τα μέρη και ποιες οι παραδόσεις τους. Ποιος αφέντευε την άμμο; Η σκέψη της γέμισε από τα σακιά με νερό στην άκρη των βράχων, σοφά τοποθετημένα ώστε να απωθούν τα τέρατα και κάθε λογής κίνδυνο. Όποιος και να αφέντευε την άμμο πρέπει να ήταν οργανωμένος

“Φαίνεται προετοιμασμένος ο κόσμος εδώ.”
“Έπρεπε να προετοιμαστούν κάποια στιγμή. Φυλές που ζουν στην έρημο είναι. Χωρίς οργάνωση θα έκλαιγαν τα παιδιά τους όλη μέρα.”
“Έπρεπε;” η Ιντούν κατάλαβε πως το μέτρο πρέπει να ήταν σχετικά καινούριο. “Δεν ήταν πάντα έτσι”
“Φυσικά και δεν ήταν πάντα έτσι.”
“Άρα; Του ήρθε επιφοίτηση του Βασιλιά; Τι έχουν εδώ;”
Πίσω από το πορτοκαλί τουρμπάνι ακούστηκε ένα γέλιο σαρκαστικό.
“Ο Βασιλιάς;” έγνεψε το κεφάλι αρνητικά. “Όχι. Κάποιος καλύτερος.”
“Ποιος καλύτερος που να έχει και τη δύναμη;”
“Ο Καλύτερος.” ο Μένανδρος έδωσε έμφαση στην ποιότητα του ατόμου και συνέχισε. “Αρχικά δεν υπάρχει βασιλιάς εδώ, όπως σε εμάς, μόνο πρίγκιπες του εμπορίου, μαχαραγιάδες και φυλές με τους αρχηγούς τους. Ο άνδρας για τον οποίο μιλάμε είναι ο αρχηγός των αρχηγών και ο μόνος που ενδιαφέρεται πραγματικά για την ασφάλεια και την ευημερία των νομάδων. Αυτός ο άνδρας εγκατέστησε τα προστατευτικά σακιά σε όλο το τόξο της Αλ Φακές. Τώρα που θα γυρίσουμε στο καραβάνι, θα στείλουμε μήνυμα να τα αντικαταστήσουν.”
“Ενδιαφέρον.” απάντησε με ενθουσιασμό η Ιντούν. Άτομα που βοηθούσαν τους συντοπίτες τους και όχι μόνο, άτομα που νοιάζονταν για τον άλλο ήταν άτομα που εκτιμούσε η Ιντούν, μιας και μοιράζονταν ιδανικά. Ο αδερφός της όμως παρέλειψε να τους πει το όνομα τους καλύτερου αρχηγού.
“Θα μας πεις πώς τον λένε;” ρώτησε και χαμογέλασε προς το Σίνγκεν δίπλα της. Ο Μένανδρος κούνησε και πάλι αρνητικά το κεφάλι.
“Μη βιάζεσαι έμπνευσή μου. Θα το ακούσεις τόσες φορές που δε θα μπορείς να το ξεχάσεις.”

Σιγά που θα έλεγε! Ακόμη και μισή ήπειρο μακριά, ο δραματικός Μένανδρος παρέμενε δραματικός Μένανδρος. Τους έχτιζε σασπένς και δεν υπήρχε τρόπος να του πάρεις κουβέντα. Η Ιντούν λάτρευε αυτήν την ιδιαίτερη προσωπικότητα του αδερφού της και έπιασε τον εαυτό της να χαμογελάει και πάλι με τους τρόπους του.

Προχώρησαν αρκετά στα φιδογυριστά μονοπάτια από άμμο. Ο ήλιος βρίσκονταν ήδη στο δικό του καθοδικό μονοπάτι, καθώς ο Μένανδρος επέλεγε στροφές σαν να είχε γεννηθεί μέσα στην έρημο. Η Ιντούν άγγιξε τον ώμο του Σίνγκεν. Ήταν ο τρόπος της να τον καθησυχάζει και να του δείχνει πως δεν υπήρχε λόγος για να έχει τεταμένες τις αισθήσεις του. Ποιος ξέρει τι μπορεί να σκέφτονταν; Το μέρος φαίνονταν κατάλληλο για ενέδρα από ληστές. Μπορούσαν άνετα να αρχίσουν να πετούν βράχους από ψηλά. Αν το μυαλό της Ιντούν έκανε τέτοια σενάρια, τότε το μυαλό του Σίνγκεν μάλλον έβλεπε ληστές σε κάθε εσοχή.

Κι όμως, παρά την παραξενιά και την επικινδυνότητα του μέρους, η Ιντούν εμπιστεύονταν τον πορτοκαλί της τουρμπανοφόρο με κλειστά μάτια και την ικανότητά του για προσανατολισμό. Ήταν απόλυτα πεπεισμένη πως ο Μένανδρος είχε απομνημονεύσει τη μορφολογία των περασμάτων από την πρώτη μέρα που τα περπάτησε και τη γνώριζε καλύτερα από τους ντόπιους. Θα μπορούσε ακόμη και να τα έχει χαρτογραφήσει.

“Έχω και ένα χάρτη να σας δώσω για τα μέρη αυτά ώστε να μη χαθείτε. Η έρημος είναι δύσκολος τόπος.” είπε σαν να άκουγε τις σκέψεις της και η Ιντούν φούσκωσε από περηφάνια.

Γνώριζε από παιδί τι σήμαινε η διαφορετική οπτική για ένα άτομο, την κατείχε και η ίδια κι ας μην ήταν τόσο παραστατική όσο του αδερφού της. Τους βοηθούσε όμως να αλληλοκατανοούνται. Έτσι, η Αιολίδα γνώριζε καλύτερα από όσους κορόϊδευαν το Μένανδρο ότι είναι ονειροπαρμένος πως ήταν απόλυτα προσγειωμένος, πως οι στόχοι του ήταν διαφορετικοί, αλλά μεγάλοι, πως η αποφασιστικότητά του ήταν αδιαπραγμάτευτη και η θέλησή του ασάλευτη. Διέθετε μία εσωτερική πυξίδα που δεν του επέτρεπε να χαθεί, τον οδηγούσε πάντα στο σωστό δρόμο και βρίσκονταν εκεί για να ανοίγει νέα μονοπάτια για τον κόσμο, να χαράζει τη δική του πορεία και να περπατά σε αυτή με βλέμμα στο όνειρο και βήμα σταθερό.

Ο Μέναδρος δεν πρόσεξε τη μύτη του βράχου που ξεπρόβαλε από την άμμο. Παραπάτησε με τρόπο αστείο. Η Ιντούν ίσα που συγκρατήθηκε.

“Μία πέτρα έχει η έρημος και σκόνταψες σε εκείνη!” είπε και εν τέλει τα αδέρφια γέλασαν με την καρδιά τους.

“Φτάσαμε” είπε και τους έδειξε το τέλος των βράχων, την απεραντοσύνη του Αλ Φακές που απλώνονταν μπροστά τους.

Η Ιντούν στάθηκε για να χορτάσει το περίτεχνο τοπίο από άμμο, βράχους και άγονους, θαμνώδεις λόφους, που αργόσβηνε στη δύση του ήλιου. Μπροστά τους μια μικρή φωτιά.

“Εκεί μας περιμένει το καραβάνι.” τους είπε ο Μένανδρος και τους προέτρεψε να κινηθούν προς εκείνη την κατεύθυνση.

Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, δύο άνδρες οπλισμένοι τους έκαναν νόημα να σταματήσουν και ο Μένανδρος έκανε το συνθηματικό τους με χειρονομίες. Οι φρουροί του καραβανιού φάνηκαν να καταλαβαίνουν.

“Ποιοι είναι όμως μαζί σου;” ρώτησε ένας εξ’ αυτών με δικαιολογημένη καχυποψία. Δε μπορούσαν να αφήσουν δύο τυχαία άτομα ανάμεσά τους.

“Φέρε δαυλό.” του είπε εύθυμα ο Μένανδρος και ο φρουρός πλησίασε το δαυλό προς τον τρίτο Ιντούν παραξενεμένος. Την ίδια στιγμή, ο Μένανδρος κατέβασε το τουρμπάνι του και κόλλησε το πρόσωπό του σε αυτό της Αιολίδας, ενώ κοίταζαν και οι δύο το φρουρό.

Μεμιάς, τα μάτια του φρουρού άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη, το σαγόνι του έπεσε από το σοκ της αναγνώρισης. Κοίταξε έντονα την Ιντούν και ύστερα το Σίνγκεν. Τα χείλη του γελούσαν σαν παιδάκι που του φέρνεις δώρο. Σκούντηξε έντονα το σύντροφο που φυλούσαν σκοπιά, ο οποίος δεν άργησε να πάρει την ίδια ενθουσιασμένη έκφραση. Πριν προλάβουν να μιλήσουν, ο Μένανδρος τους έκανε νόημα να κάνουν ησυχία και οι φρουροί συμφώνησαν.

“Πάμε για είσοδο” ψιθύρισε συνωμοτικά και οι συνταξιδιώτες του έγνεψαν περιχαρείς.

Η Αιολίδα κατάλαβε. Το χέρι της βρήκε το χέρι του Σίνγκεν και το κράτησε, ύστερα του έκλεισε το μάτι. Όπως φαίνονταν, ο Μένανδρος είχε μιλήσει στο καραβάνι για την αδερφή του και το Σίνγκεν, πράγμα φυσιολογικό δεδομένου ότι ταξίδευαν τόσο καιρό μαζί. Εκείνο το δειλινό ετοιμάζονταν για έκπληξη και ο Μένανδρος θεωρούνταν ένας από τους πιο ήσυχους Ιντούν.

Έτσι, όταν πλησίασαν τη φωτιά και ο Μένανδρος είπε “Ποιους σας ψάρεψα από την άμμο;” η Ιντούν χαμογελούσε προετοιμασμένη. Όπως προετοιμασμένη χαμογελούσε και όταν ένα ένα, τα πρόσωπα των μελών του κααραβανιού στέκονταν πάνω της, σε αναγνώριση της κλασικής Ιντουνόφατσας και έπειτα στρέφονταν στο Σίνγκεν με μάτια διάπλατα ανοιχτά σε αναγνώριση ενός ζευγαριού που είχαν ακούσει πληροφορίες. Ήταν εξίσου προετοιμασμένη για τις ενθουσιώδεις εκφράσεις και τους ένθερμους πανηγυρισμούς των καραβανιτών στην προοπτική γνωστής παρέας και φρέσκων νέων από τον κόσμο για εκείνο το βράδυ.

Εκείνο που η Ιντούν δεν περίμενε ήταν οι διακαείς αναφωνήσεις του αγαπημένου της από τους άνδρες του καραβανιού.

“Ο Σίνγκεν! Ο Σίνγκεν!”
“Μαζευτείτε ρε! Ο Σίνγκεν!”

Με μία κίνηση, δέκα άτομα πετάχτηκαν όρθια και με τα τουρμπάνια τους λυμένα έτρεξαν να υποδεχτούν το Σίνγκεν με κραυγές αδερφοσύνης.

“Ήρωας! Ήρωας! Να’το το είδωλο!” του χτυπούσαν με τη σειρά φιλικά στην πλάτη και άλλοι του έσφιγγαν τα χέρια, βρέχοντας επαίνους με ρυθμό που η έρημος ζήλευε.

“Χάνω κάτι;” ρώτησε χαμηλόφωνα η Ιντούν τον αδερφό της που ακόμη στέκονταν δίπλα της με φάτσα καταχαρούμενη και ικανοποιημένη από τη θραύση που έκανε η έκπληξη.

“Τίποτα λαχανέμπορα,” απάντησε και της χάιδεψε τα μαλλιά ο Μένανδρος “όλα καλά” με βλέμμα που άστραφτε στους πανηγυρισμούς γύρω από το Σίνγκεν και της επιβεβαίωσε πως όντως κάτι δεν καταλάβαινε, όμως, την ίδια στιγμή, ένιωσε να χάνεται σε μια τεράστια και ατσάλινη αγκαλιά.

“Εγώ θα πω ότι επιτέλους γνωρίζω την Ιντούν!” μια βαριά φωνή έφτασε στα αυτιά της, ενώ δυο τεράστια, Βαλησίνικα μπράτσα τυλίχθηκαν γύρω της. Ο Μένανδρος γύρισε με χαμόγελο.

“Γεια σου Πουράου! (Ιβίσκος) Αιολίδα, από εδώ η Πουράου, είναι Πολεμίστρια.”

Η Ιντούν έστρεψε τα μάτια προς τα πάνω για να αντικρίσει την Πουράου με τα μακριά, γαλάζια μαλλιά, πλάτες σαν του Λάντριαν και βάψιμο που συναγωνίζονταν της Ιλίντιεν. Αν και οι μύες της πρόδιδαν το φύλο της γέννησής της, στα μάτια της Ιντούν, η γλυκύτητα της θηλυκότητας ήταν εμφανής. Με τη σειρά της, τύλιξε τα δικά της μπράτσα γύρω από τον κορμό της Πουράου σε μια γλυκιά αγκαλιά.

“Χαίρομαι που γνωρίζω κι εγώ μια φίλη!” είπε με ένα χαμόγελο πλατύ, κίνηση που έκανε την Πουράου να κοιτάξει το Μένανδρο με μάτια βουρκωμένα.

Εκείνος της έκλεισε το μάτι κι έκανε μια κίνηση σαν να της έλεγε “στο ‘πα ότι έχω την καλύτερη αδερφή λαχανέμπορα”. Ύστερα τις άφησε κι έγινε ένα με το γκρουπ των Σινγκενοφανατικών, μέχρι που τους ανακοίνωσε πως ήταν ώρα για γιορτή.   

3
“Πώς νικιέται; Πώς νικιέται;” το μυαλό της Ιντούν έτρεχε ταχύτερα από τον άνεμο στην προσπάθεια να σωθούν. Καβάλα στον άνεμο ήταν προσωρινά ασφαλείς με το αμελητέο τους προβάδισμα, αλλά το τέρας με αυτό τον καταραμένο συνδυασμό ταχύτητας και ορμής τους δήλωνε πως η διαφυγή δεν αποτελούσε αποδεκτή έκβαση.

“Να δούμε τα αντανακλαστικά σου”, σκέφτηκε και ξεκίνησε τις μανούβρες πάνω στα ρεύματα αέρα.

Ένα κόλπο που η Ιντούν κατάφερε να εκμαιεύσει από τους πειραματισμούς της ήταν η ελαφριά κάμψη των ρευμάτων, η μετακίνησή τους δεξιά ή αριστερά για μερικές μοίρες. Αυτήν την κάμψη, αν και ήταν εφικτή στους προχωρημένους χρήστες, οι περισσότεροι την παρέβλεπαν ακριβώς επειδή ήταν αμελητέα. Όμως η Ιντούν εμπνεύστηκε μέσα σε μια σειρά μαθημάτων από την ειδική στον Αιθέρα και τις μετατροπές του, τη Γκρέλντα Γκροντ. Η Ιντούν ήταν μόλις στο τρίτο έτος όταν διδάσκονταν για τα στρώματα και τα ρεύματα αιθέρα ένα δίωρο που θα μπορούσε να είναι το βαρετότερο της ζωής τους. Η Καθηγήτρια Γκροντ εκσφενδόνιζε εφαπτόμενες, ημίτονα και συνημίτονα για κολατσιό. Μπροστά στα μπερδεμένα μάτια τους τα ύψωνε στο τετράγωνο, τα λογαρίθμιζε, πρόσθετε και αφαιρούσε ριζικά μέχρι να τους φέρει σε πλήρη απόγνωση. Δε χρειάστηκε πολύ. Κάποιος από τους πλουσιότερους συμμαθητές της πήρε το λόγο απρόσκλητος και έκανε την επίμαχη ερώτηση που όλοι σκέφτονταν και κανείς δεν τολμούσε να εκφράσει. “Πού θα μας χρησιμεύσουν αυτά;” και όλοι οι μαθητές ασπάστηκαν τους διπλανούς τους για τελευταία φορά στην προοπτική να θυμώσει η Καθηγήτρια. Όμως, η σατανική Γκροντ χαμογέλασε με μάτια πανούργα, ευχαρίστησε το μαθητή για την ερώτηση και τους έβγαλε στο προαύλιο. Εκεί, η Ιντούν βίωσε για πρώτη φορά στη ζωή της τι σήμαινε διαδραστικό μάθημα. Η Γκρέλντα δίδασκε, τους έδινε οδηγίες πώς να εφαρμόσουν την εκάστοτε θεωρία και τους άφηνε να εξασκηθούν. Έτσι, η Αιολίδα κατάλαβε χωρίς να προσπαθήσει πως η εφαπτομένη της γωνίας, δηλαδή η μετακίνηση ενός ρεύματος αιθέρα κατά μία μοίρα δεξιά ή αριστερά, μπορούσε να σε βγάλει σε άλλη πόλη.

Επτά χρόνια μετά, η Ιντούν έκαμπτε τον Αιθέρα πέντε μοίρες αριστερά. Ο Άνεμος υπάκουε και μετέφερε τα σώματα των Αληχμιστών στην κατεύθυνση που η Αιολίδα επιθυμούσε, ενώ η αμμοστήλη, ανήμπορη στην ευθεία πορεία της τους προσπερνούσε από τα πλάγια. Οι μανούβρες συνεχίζονταν και οι δύο Αλχημιστές πετούσαν από τη μία μεριά στην άλλη, με αποτέλεσμα να αποφεύγουν παρατρίχα τις επιθέσεις του τέρατος που μέχρι εκείνη τη στιγμή εκσφενδονίζονταν χωρίς σχέδιο. Όμως, όλοι μαθαίνουν αργά ή γρήγορα, μαζί με αυτούς και το τέρας. Αντί να εκτινάξει την επόμενη επίθεση στο χρόνο που η Ιντούν είχε υπολογίσει, περίμενε μέχρι οι δυο τους να επιστρέψουν στο πεδίο βολής του και τότε εξαπόλυσε την επόμενη παντοδύναμη αμμοστήλη του. Η Ιντούν ετοιμάστηκε να ανεβάσει το Φράγμα του Ανέμου, αλλά ο Σίνγκεν την πρόλαβε. Έβαλε τα δυνατά της για περισσότερη ταχύτητα. Άπλωσε το μπράτσο και πρόλαβε το Σίνγκεν την ώρα που επέστρεφε στο ρεύμα τους. Μαζί, επιτάχυναν με όχημα τον αέρα που πίσω τους διαστρεβλώνονταν όπως διακόπτονταν από τα χτυπήματα του τέρατος και σκορπίζονταν με πάταγο από τη σύγκρουση με τις αμμοστήλες.

Σκόνες έμπαιναν στα μάτια της Ιντούν, αλλά εμπιστεύονταν το στοιχείο της και παρά τη μειωμένη ορατότητα, άφηνε τον άνεμο να τους οδηγήσει. Δεν άργησαν να φανούν τα περιγράμματα των πρώτων φυσικών δομών στον ορίζοντα, οι πρώτες που συναντούσαν εδώ και μέρες, αλλά δε μπορούσε να ξεχωρίσει αν οι ψηλές σκιές ήταν κτίρια ή βράχοι. Σίγουρα δεν επιθυμούσε να οδηγήσει το μανιακό κουτί από χιτίνη σε μία κατοικημένη περιοχή.

“Εδώ!” η φωνή ενός άνδρα ακούγονταν από απόσταση. Δε μπορούσε να τον δει, αλλά η Ιντούν έστρεψε το ρεύμα της προς την κατεύθυνση της φωνής, ενώ αναρωτήθηκε πως ήταν σίγουρος ότι μπορούσαν να τον ακούσουν από τόσο μεγάλη απόσταση.

“Εδώ!” ακούστηκε και πάλι η φωνή του αόρατου άνδρα, σαν να παρότρυνε την Ιντούν να πάει προς το μέρος του. Η Ιντούν προσπάθησε να το σκεφτεί, αλλά αποφάσισε πως δεν είχαν χρόνο και με μια στροφή, εκείνη και ο Σίνγκεν βρέθηκαν να καβαλούν τον άνεμο βορειοδυτικά.

Σκιερά περιγράμματα έδωσαν τη θέση τους σε τεράστιους βράχους που αναδύθηκαν σαν από θεατρικούς μανδύες και η Ιντούν είδε μπροστά της ένα στενό πέρασμα, το τέλος της αμμώδους ερήμου. Παρά τους βράχους, οι βρυχηθμοί του τέρατος φανέρωναν πως το πλάσμα διατηρούσε ακόμη το μίσος του για τους δύο Αλχημιστές που το ενόχλησαν και δε σκόπευε να σταματήσει ακόμη κι αν έσκαζε στους βράχους μπροστά.

“Περάστε από εδώ!” φώναξε και πάλι η φωνή του άνδρα, καθόλου παραξενεμένη που δύο άτομα πετούσαν στη μέση του πουθενά και ένα πανύψηλο πλάσμα αρματωμένο μέχρι τα δόντια τους κυνηγούσε. Αυτή τη φορά η Ιντούν τον εντόπισε. Σε κοντινή απόσταση στέκονταν μία φιγούρα τυλιγμένη σε φαρδιά, πορτοκαλί υφάσματα που έδεναν απόλυτα με το τοπίο. Να γιατί δε μπόρεσε να τον εντοπίσει νωρίτερα. Ο άνδρας φαίνονταν άοπλος, εκτός από ένα κοφτερό μαχαίρι που κρατούσε και με εκείνο τους έδειχνε την κατεύθυνση προς την ασφάλεια. Εκατέρωθεν του άνδρα ήταν εγκατεστημένα παράξενα σακιά που τα κρατούσαν δεμένα σκοινιά χοντρά και λυγισμένα.

Ότι κι αν ήταν, μόλις το ζευγάρι έφτασε λίγα μέτρα μπροστά από το πρώτο σακί, ο άνδρας κατέβασε το μαχαίρι του στο σχοινί που το συγκρατούσε στο έδαφος και τότε το σακί εκσφενδονίστηκε σαν καταπέλτης πάνω στο τέρας. Το πλάσμα βρυχήθηκε και πάλι ενοχλημένο. Στα αυτιά της Αιολίδας έφτασε ο ήχος του σακιού που σκίζεται και μια ανακατεμένη κακοφωνία νερού και κλάματος από άμμο. Πριν προλάβει να γυρίσει το κεφάλι, άλλο ένα σακί είχε απελευθερωθεί, με στόχο το πλάσμα που έπαψε να κινείται. Η Αιολίδα γύρισε για να δει τον άνδρα να κόβει και το τρίτο σκοινί. Το σακί σκίστηκε μόλις άγγιξε τα κέρατα του τέρατος και η Ιντούν, με τα χέρια στα αυτιά, είδε το νερό που περιείχε το σακί να χύνεται σαν στιγμιαίος καταρράκτης στο τέρας. Ο γίγαντας πισοπάτησε με πονεμένα γρυλίσματα βγαλμένα από το μανδύα του Ήθεριντ. Στο παραπάτημά του φάνηκαν να χαλαρώνουν οι συσσωρευμένες στρώσεις χιτίνης. Όταν το νερό από το τέταρτο και τελευταίο σακί ήρθε σε επαφή με το προστατευτικό κέλυφος, εκείνο έπεσε μονομιάς και προς μεγάλη τους έκπληξη, το εσωτερικό του πλάσματος έμεινε ευάλωτο στον αέρα.

“Φωτιά! Φωτιά λαχανέμπορα! Ρίξε του γρήγορα!” φώναξε ο άνδρας στην Ιντούν δείχνοντας το σχεδόν ηττημένο πλάσμα.

“Πώς είναι δυνατόν να ξέρει;” κραύγαζε το μυαλό της, αλλά από ένστικτο επιβλήθηκε νοητική σιγή τη στιγμή που η Ιντούν σήκωσε το χέρι.

“Μέλανας Ήλιος!” Την παλάμη της εγκατέλειψε μια μπάλα φωτιάς δύο φορές σαν κι εκείνη. Αυτή τη φορά η επίθεση άφησε πίσω της στάχτες και ένα βουνό δύσοσμων οστών.       

Η Ιντούν έστρεψε τα μάτια στον πορτοκαλί τουρμπανοφόρο, πιθανώς τον πραγματικό κίνδυνο μεταξύ τους και του τέρατος. Εχθροί υπήρχαν παντού, όπως και κατάσκοποι. Ποιος ξέρει αν το Επτάκτινο Αστέρι είχε απλώσει τα δίχτυα του ως την άκρη του κόσμου. Ο άγνωστος δεν είχε μαντέψει, ίσα ίσα, φαίνονταν να γνωρίζει τις δυνάμεις της, γεγονός που την έθεσε σε επιφυλακή. Ο άνδρας την κοίταζε με στάση χαλαρή πίσω από το τουρμπάνι του και σαν να μάντεψε τις σκέψεις της, άφησε το μαχαίρι να πέσει κάτω. Η Ιντούν πήγε να μιλήσει, αλλά την ίδια στιγμή ο άγνωστος ύψωσε το χέρι του με τη γροθιά σφιγμένη προς το μέρος της. Τι ήθελε; Η Ιντούν προσπάθησε να κάνει ένα βήμα, αλλά σταμάτησε με πιασμένη την ανάσα όταν ο άγνωστος άνοιξε τρία από τα δάχτυλα της γροθιάς του.

“Σίνγκεν μη!” είπε γρήγορα με τα μάτια πάντα στα ανοιγμένα δάχτυλα.

Η Αιολίδα ύψωσε τη γροθιά της σαν σε καθρέπτισμα της κίνησης του άνδρα. Πρώτα άνοιξε τον αντίχειρα -Ζωγραφική- ύστερα το δείκτη -Μουσική- και τέλος το μέσο -Θέατρο-. Συγχρονισμένοι, οι καρποί του άνδρα και της Ιντούν έκαναν μία δεξιόστροφη περιστροφή. Όταν επέστρεψαν στην αρχική τους θέση, ο δείκτης είχε μείνει ανοιχτός προς τον απέναντι. “Εσύ είσαι η Ποίηση”. Ο πορτοκαλί τουρμπανοφόρος και η Αιολίδα, με μάτια δακρυσμένα, έκαναν ένα βήμα μπροστά. Τρεμάμενα δάχτυλα πλέχτηκαν μεταξύ τους, τα χέρια τους κρατήθηκαν για μία στιγμή κι ύστερα, σαν να άγγιζε κάτι πολύτιμο, ο τουρμπανοφόρος την τράβηξε με δύναμη στην αγκαλιά του. Η Αιολίδα τύλιξε χέρια που τραντάζονταν από λυγμούς γύρω του και τον έσφιξε με όλη της τη δύναμη.

“Ελπίδα μου!”
“Έμπνευσή μου!” αναφώνησαν ταυτόχρονα και ο χρόνος σταμάτησε για μια στιγμή όπως στέκονταν αγκαλιασμένοι κάτω από τον καυτό ήλιο.

“Μη μου κλαις, μη μου κλαις Αιολίδα μου!” έλεγε ο άνδρας και σκούπιζε τα μάγουλά της, γεμίζοντάς τα φιλιά.

“Είσαι ασφαλής, είσαι καλά!” του απαντούσε η Ιντούν, παραδομένη σε κλαυσίγελο ευτυχίας.

“Πόσο μου έλλειψες! Πόσο μου λείψατε! Πώς είναι ο Αρκούδος; Είδες την τέχνη του Εύανδρου; Τον προσέχεις τον Κάσσανδρο; Το αθώο Νικανδράκι; Είναι καλά ο γκρινιάρης; Ψήλωσε ο Ποιμανδράκος μας;”   

Ο άνδρας με το πορτοκαλί τουρμπάνι σταμάτησε απότομα τις ερωτήσεις και άφησε την Ιντούν από την αγκαλιά του.

“Έχουμε όλο το χρόνο για τα νέα μας.” είπε σοβαρός και ταυτόχρονα ενθουσιασμένος.

Ο άνδρας έκανε ένα βήμα προς το Σίνγκεν και τράβηξε το τουρμπάνι του. Πίσω από το φωτεινό ύφασμα ξεπρόβαλε ένα νεανικό πρόσωπο, κάτασπρο σαν της Ιντούν. Στην πραγματικότητα, ο νεαρός άνδρας είχε ανδρικές γωνίες, αλλά χαμογελούσε σαν την Ιντούν. Είχαν το ίδιο σαγόνι, την ίδια μύτη. Από το τουρμπάνι ξέφυγαν τα σκούρα καστανά μαλλιά του, μία πλάγια φράντζα βαμμένη μπλέ με μπούκλες σαν του Κάσσανδρου. Πίσω από τα γυαλιά του, δύο καταπράσινα μάτια, μεγάλα όπως και της Αιολίδας μελετούσαν εύθυμα το Σίνγκεν.

“Επίτρεψέ μου να χαιρετήσω έναν άνδρα άξιο, έναν άνδρα με υπομονή και επιμονή που ξεπερνά κάθε όριο.” είπε προς το Σίνγκεν και τον χαιρέτησε από μακριά.

“Χαίρομαι που σε γνωρίζω αυτοπροσώπως Σίνγκεν. Είμαι ο Μένανδρος, ο δεύτερος αδερφός ή ο τρίτος Ιντούν. Καλωσήρθες Δυτικά της Σοβέης, στην Έρημο του Αλ Φακές.”

4
Δύο μήνες πριν, η Ιντούν θα αποκαλούσε τον εαυτό της τυχερή για όποια ανακάλυψη, όποια παρέμβαση ή σχολιασμό. Ένα ταξίδι στα απώτατα όρια των Βαλησίνων, σε συνδυασμό με αρκετό σωματικό και ψυχικό ξύλο από την Ιλίντιεν Άτρας, το οποίο απροκάλυπτα βάφτιζε “προπόνηση”, ωρίμασε μέσα της το σπόρο της αυτοεκτίμησης. Ακόμη κι αν ο σπόρος είχε μεγαλώσει κάτι λιγότερο από βλαστό, η Ιντούν έπαψε να αποδίδει τις εκτιμήσεις της στην τύχη, αλλά στην ορθή κρίση της και τη συνδυαστική σκέψη. Από καιρό είχε κρατήσει στη μνήμη της το περιεχόμενο όλων των γραμμάτων του Μενάνδρου, έτσι, την κατάλληλη στιγμή, η μνήμη της Ιντούν παρουσίασε την πληροφορία για τους περίεργους ανέμους και τις καιρικές συνθήκες σε ασημένιο δισκάκι, για να την προσφέρει στο Σίνγκεν. Δεν άργησαν να ξεκινήσουν γιατί δεν άργησαν να οργανωθούν. Η Ιντούν φρόντισε για τις αποσκευές τους σε χρόνο ρεκόρ και με τη βοήθεια της Άρυα και της Χελένα ήταν ετοιμοπόλεμη σαν Λαγός!

Δύο μέρες δυτικά της Σοβέης και ο νους της πλανιόταν ακόμη στα χαλάσματα της μεγαλοπρεπούς πόλης. Πρέπει να ήταν οι νεκροί. Οι νεκροί και οι μνήμες και οι λυγμοί των αναρίθμητων Σοβερίνων που έπεσαν από τις λεπίδες των Ξωτικών. Θνητός νους αδυνατούσε να φανταστεί πόσο ζωντανό είναι το άγγιγμα του πόνου στον άνεμο που ουρλιάζει αν δεν επισκέπτονταν τη Σοβέη… και δεν είχαν μπει καν μέσα…

Ο Σίνγκεν την επανέφερε στην πραγματικότητα με τη χρωματιστή φωνή του. Η Ιντούν γέλασε κρυφά έτσι που τον έβλεπε να έχει το ρόλο του προστάτη. Αφού το απολάμβανε να νιώθει ότι την προστατεύει, έτσι και η Ιντούν αφήνονταν στη δική του ηλεκτρική ζεστασιά που δεν την πλήγωνε, αλλά σημαντικότερα, δεν τη φόβιζε όπως παλιά.

“Μου αρέσουν πολύ τα μαλλιά σου έτσι.” απάντησε και γέλασε χαρούμενη με τα σκέρτσα του και τον ήχο του ονόματός της που ακούγονταν πολύ καλύτερο από όσο μπορούσε ποτέ να φανταστεί.

Κοίταξε μακριά, στον ατέλειωτο ορίζοντα. Ήταν συνηθισμένη στους ορίζοντες, στην πεδιάδα, στη θάλασσα και μαζί με το Σίνγκεν διέσχιζαν μία αλλιώτικη θάλασσα, πυρωμένη και παγωμένη ταυτόχρονα, πραγματικό θαύμα. Σήκωσε το χέρι για να του στείλει κι εκείνη ένα παιχνιδιάρικο αεράκι, αλλά η κίνησή της έμεινε στη μέση. Η γη κουνήθηκε κάτω από τα πόδια της σαν απόκοσμο γουργουρητό που πέρασε και εξαφανίστηκε. Μεγάλη εμπειρία από σεισμούς δεν είχε, η Νεδάρ δε χαρακτηρίζονταν και σεισμογενής, παρόλα αυτά, μια γκριμάτσα απορίας σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. Σήκωσε τα μάτια γεμάτα ζαβολιά κι άνοιξε τα χείλη για να ρίξει ένα άξια κερδισμένο σχόλιο στο Σίνγκεν.

Μπροστά, η γη γουργούρησε και πάλι. Αυτή τη φορά όμως ράγισε, όπως ραγίζουν τα γυάλινα πατώματα μετά από μια οικογενειακή τραγωδία. Τα ραγίσματα διευρύνθηκαν και έγιναν σπασίματα, τα σπασίματα κενά. Η γη χωρίστηκε σε μικρά κομμάτια και η Ιντούν έκανε ένα βήμα πίσω, άφωνη μπροστά στο χάσμα που κατάπινε το κοκκινισμένο χώμα. Οι εκπλήξεις δε σταμάτησαν στο ράγισμα της κόκκινης γης. Μέσα από το χωμάτινο βόρβορο αναδύθηκε ζωή που τα μάτια της συναντούσαν πρώτη φορά. Ένα πλάσμα πελώριο, με τέσσερα πόδια, με τρία κέρατα, με ενισχυμένη πλάτη και αρθρώσεις προστατευμένες και ουρά πριονωτή, ένα γέννημα της ερήμου, ένα…

“... κελυφωτό θηλαστικό;” αναρωτήθηκε φωναχτά. Την επόμενη στιγμή, εκτυφλωτικό φως την ανάγκασε να πάρει το βλέμμα της από το πλάσμα, καθώς ο κεραυνός του Σίνγκεν το χτυπούσε, όπως οι εκλάμψεις του χτύπησαν και την όραση της Ιντούν που ξεχάστηκε και δεν απομάκρυνε το βλέμμα της εγκαίρως.

“Ωχ, πρέπει να το συνηθίσω αυτό…” είπε στον εαυτό της και βλεφάρισε. Προσπαθούσε να επαναφέρει την όρασή της και να απομακρύνει σκόρπια σωματίδια σκόνης που βρήκαν καταφύγιο στα μάτια της. Ταυτόχρονα, άκουγε από το Σίνγκεν ότι απέτυχε και με τη μισή της όραση πίσω του απάντησε. “Ναι… Επειδή δε βλέπω δέντρα εδώ γύρω και αυτό εκεί είναι μεγαλόσωμο, ίσως οι πλάκες στην πλάτη του να… Ω ΜΑΝΟΥΛΙΝΑ!”

Η Ιντούν κατάλαβε ότι το τέρας έρχονταν κατά πάνω τους από τις ρυθμικές αναταράξεις του εδάφους. Με κάθε του βήμα, το πλάσμα απειλούσε να τους ρίξει από την ισορροπία τους και δεν έμοιαζε να νοιάζεται καθόλου.

“ΒΡΥΧΗΘΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ!!!”  Φώναξε με όλη της τη δύναμη, η οποία σίγουρα ισοδυναμούσε με όλη τη δύναμη που έβαλε για να στείλει τον άνεμο ενάντια στο τέρας, ενώ η Ιντούν, με τη βοήθεια του στοιχείου της αναπήδησε αρκετές φορές με φορά προς τα πίσω και αριστερά. Ο άνεμος ούρλιαξε για χάρη της και όρμηξε ενάντια στο πλάσμα που επιτάχυνε, σε μία σύγκρουση που θα απογείωνε άτομα οποιασδήποτε φυλής μέτρα μακριά.

Το πλάσμα απλά επιβράδυνε.

“ΤΙ;;;;” φώναξε η Ιντούν, αλλά καλύφθηκε από το βρυχηθμό του τέρατος -σίγουρα εκκωφαντικότερος από το Βρυχηθμό του Ανέμου-  που επαναπροσδιόριζε την πορεία του.

“Έλα Αιολίδα, δεν είναι ώρα για ρεμβασμούς,” είπε στον εαυτό της και ύψωσε το κεφάλι ψηλά. Η Ιντούν σηκώθηκε λίγα μέτρα από το έδαφος και στόχευσε το πλάσμα κατά μέτωπο.

“ΜΕΛΑΝΑΣ ΗΛΙΟΣ!” η τεράστια μπάλα φωτιάς που σχηματίστηκε στην προτεταμένη της παλάμη εκτοξεύτηκε με ορμή και χαρά που εξαπολύονταν σε καυτή ατμόσφαιρα.

“ΛΕΠΙΔΕΣ ΑΝΕΜΟΥ!” Η Ιντούν ακολούθησε την πρώτη της επίθεση με γρήγορες κινήσεις χεριών ασύγκριτα γρήγορες μετά το προπονητικό της βασανιστήριο. Οι λεπίδες ακολούθησαν τη σφαίρα φωτιάς που μόλις προσέκρουσε στο μαινόμενο πλάσμα.

Το τέρας άφησε μια κραυγή σαν κόκκοι άμμου που τρίβονταν μεταξύ τους με άπιαστη ταχύτητα. Η συνδυασμένη επίθεση της Ιντούν κατάφερε να αναχαιτίσει το πλάσμα και να του κόψει την ορατότητα. Να μια πρόοδος. Όταν η φωτιά υποχώρησε, η Ιντούν έμεινε να κοιτάζει στη μεριά του πλάσματος μαρμαρωμένη. Το τέρας τίναξε το κεφάλι του για να διώξει και τις τελευταίες τουλούπες καπνού. Όχι μόνο δεν του είχε κάνει τίποτα η φωτιά, αλλά οι πλάκες του κελύφους του φαίνονταν παχύτερες και είχαν μία απειλητικά λευκωπή χροιά. Το τέρας επικεντρώθηκε πάνω στους Αλχημιστές. Ξεφύσηξε προκλητικά και με το μπροστινό του πόδι έσκαψε το έδαφος. Δε χρειάστηκε. Η Ιντούν και τα υπεργουρλωμένα μάτια της έλαβαν αμέσως το μήνυμα.

“ΣΙΝΓΚΕΝ ΤΡΕΞΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ!” ούρλιαξε την ώρα που έκανε τα πρώτα τρεχάτα βήματα της υποχώρησης. Η Ιντούν αμόλησε την πλεύση του Αιόλου όπως όπως και με ένα σάλτο βρέθηκε να καβαλάει το ρεύμα που θα τους πήγαινε ακόμη δυτικότερα στην ενδοχώρα. Με το χέρι απλωμένο έγειρε προς το Σίνγκεν για να αρπάξει το μπράτσο της, αν ήθελαν να έχουν μία πιθανότητα να σωθούν από το δαιμονισμένο, καθόλου λαχανεμπορικό, τρικέρατο χοντροκελυφοειδές.   

   

5
Ορίστε! Τώρα εξέφραζε και τις σκέψεις της! Τα μάγουλά της αναψοκοκκίνησαν, τόσο γλυκό τον έβρισκε. Κάρφωσε τα μάτια στο σκόρπιο μοτίβο, ήταν καλή ευκαιρία να μη κρύψει από το Σίνγκεν και τη ντροπή της, εκτός από τα κλαμμένα μάτια της.

«Το μοτίβο» επανέλαβε και ξεκίνησε να μετακινεί τις γραμμές. Ξεκίνησε από τις εξωτερικές, όσες φαίνονταν να μπορούν να συνδεθούν άμεσα με τις άχρωμες σφαίρες στην περιφέρεια του παζλ. Ένωσε μερικές. Οι πλαϊνές φαίνονταν πως χρειάζονταν μία διόρθωση. Πέρασε πάνω από το κεντρικό σύνδεσμο και έφτιαξε και τις πλαϊνές. Τώρα το τμήμα κοντά στο σύνδεσμο. Η Ιντούν περιέστρεψε μία καμπύλη, αλλά είδε ότι δεν ενώνονταν. Προσπάθησε να την κινήσει αντίθετα, είχε κολλήσει. Χωρίς να χάσει χρόνο, η Ιντούν την έφερε στην επόμενη θέση και συνέχισε μέχρι που η καμπύλη περιέγραψε ένα κύκλο και βρέθηκε στο σημείο που την ανέλαβε. Αυτή τη φορά ξεκίνησε τις κινήσεις της πιο προσεκτικά. Τρεις θέσεις αργότερα η καμύπλη προσαρτήθηκε στο σύνδεσμο και μαζί της ακολούθησε και όλη η συστοιχία μέχρι την άχρωμη μπάλα. Ακολούθησε την ίδια μεθοδολογία με τις εναπομείνουσες καμπύλες. Όταν σύνδεσε και την τελευταία, το μοτίβο της φωταγωγήθηκε. Αχνό, γαλάζιο φως ξεπήδησε από τις σφαίρες, που πλέον ήταν ανοιχτό μπλε, διαπότησε τις καμπύλες και ανακατεύτηκε χαρούμενα με τις δεσμίδες φωτός που έφταναν στον κεντρικό σύνδεσμο. Σύνολο έβαψε την πάνω μεριά του συννέφου σε γλυκό γαλανό. Πόσο όμορφο!
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη της η Ιντούν, μιας και ο Σίνγκεν όρμηξε σαν τον άνεμο. Η Αλχημίστρια βρέθηκε να περιστρέφεται στον αέρα, λυτρωμένη, χαρούμενη, νικήτρια. Πάνω από όλα, ο Σίνγκεν με το πιο ενθουσιώδες χαμόγελο πανηγύριζε μαζί της. Την επόμενη στιγμή βρέθηκε στην αγκαλιά του και τότε κατάλαβε πόσο της είχε ήδη λείψει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χάθηκε στα μάτια του. Έβλεπε τη νίκη να σχηματίζεται, παρέα με τη χαρά και επιβεβαίωνε στον εαυτό της ότι θα περνούσε αυτή τη δοκιμασία και δυσκολότερες χωρίς να βγάλει τσιμουδιά αν μπορούσε να τον βλέπει έτσι. Αν μπορούσε να αντικρίζει τα μάτια του που της εξιστορούσαν το ταξίδι τους από άλλη σκοπιά, με λόγια βαθύτερα και περίτεχνα, ουσιαστικότερα από τις καθημερινές, εύθυμες φλυαρίες του. Έτσι τον κοίταξε κι εκείνη και παραδέχονταν ότι φοβάται, αλλά κρύβει τόσα για εκείνον. Τόσα πολλά που μπορούσε να μοιραστεί μόνο με ένα φιλί. Έκλεισε τα μάτια και άφησε τα χείλη τους να ενωθούν, χαλάρωσε και επέτρεψε στο σώμα της να λειτουργήσει με γνώμονα την καρδιά και όχι τη λογική. Δε χρειάζονταν μελέτη ο έρωτας, μόνο θάρρος. Έφερε τα χέρια της στο πρόσωπό του και τον κράτησε σφιχτά. Έμειναν εκεί για αρκετή ώρα. Αν μπορούσε, θα έμενε εκεί για πάντα, με το αεράκι να τους δροσίζει, μία αύρα που το μέρος είχε αμέτρητα χρόνια να βιώσει, μία έκφραση ανακούφισης. Όλοι εκφράστηκαν, όλοι ανακουφίστηκαν από αυτήν τη συνάντηση. Κάτω από τα πόδια τους, το σύννεφο αστραποβολούσε και το χαίρονταν. Μαζί τους κι αυτό είχε λυτρωθεί.


~

Πίσω στα νησιά Γκαγκτ’ ίν, η Ιντούν και ο Σίνγκεν αποβιβάστηκαν από τη βάρκα τους και έψαξαν να βρουν το πλοίο που θα τους επέστρεφε στη Σιλάλι. Στο μεγάλο νησί, αυτό που πέρασαν ένα βράδυ, τους περίμεναν οι γηραιοί. Η Ιντούν αναγνώρισε έναν ως το Βαλησίνο που προσπάθησε να τη σταματήσει μετά την τελετή. Μαζί του ήταν και ο κριτής, ο παππούς του νικητή τους, του Βαλησίνου Αλχημιστή που η Ιντούν είχε βοηθήσει. Από τα λίγα που έμαθε στην αλληλεπίδραση μαζί τους, οι γηραιοί βρίσκονταν εκεί για να την τιμωρήσουν. Η Αιολίδα όμως δε φοβήθηκε. Όχι επειδή βγήκε ζωντανή από το σύννεφο, όχι γιατί είχε μαζί της τη Φωτιά, αλλά επειδή μέσα της γνώριζε πως έπραξε σωστά και για το καλό όλων. Ο γέρος που προσπάθησε λίγες μέρες πριν να τη σταματήσει έκανε ένα βήμα μπροστά, το ίδιο και η Ιντούν που δεν υποχωρούσε στα ιδανικά της.

«Κάλα μαβ Σιάνα» ξεκίνησε ο γέρος με σταθερή φωνή.
«Άντε πάλι με το «κυρά»» σκέφτηκε η Ιντούν την ώρα που ο γέρος υποκλίθηκε. Τη σάστισε και πλέον είχε όλη την προσοχή της.
«Κάλα μαβ Σιάνα, δέξου τη συγγνώμη μας.» είπε ο γηραιός, «Στάθηκες δίκαιη και σοφή μπροστά στον κίνδυνο, χειρίστηκες σωστά τη δοκιμασία μας. Δεύτερη φορά θα θέλαμε να σε ευχαριστήσουμε και σου ζητάμε συγγνώμη.»
«Γιατί προσπαθήσατε να με σταματήσετε τότε;» ρώτησε δύσπιστα η Ιντούν.
Ο γέρος κούνησε ζωηρά τα χέρια σε άρνηση.
«Μη μας παρεξηγήσεις Κάλα μαβ Σιάνα, δε θέλαμε να σε σταματήσουμε. Σου άξιζε κάτι πολύ καλύτερο από ένα σταμάτημα. Προσπαθήσαμε να σε θεραπεύσουμε.»
Ο μόνος τρόπος για να δείξει ακόμα εντονότερα τη δυσπιστία της ήταν με το σήκωμα ενός φρυδιού, το οποίο συνέβη φυσικά. Πήγαιναν να την κοροϊδέψουν κι από πάνω. Να τη θεραπεύσουν λέει πήγαν, χωρίς σύνεργα θεραπευτικά μέσα στον πανικό και την πολυκοσμία.
«Και πώς θα με θεραπεύατε γηραιέ; Με γυμνά χέρια;»
Ο γηραιός υποκλίθηκε και πάλι.
«Ω είναι τρελό Κάλα μαβ Σιάνα, ναι, αλλά αλήθεια σου λέω. Ήρθε σαν δώρο από το Σεβάσμιο Δάσκαλο, το Μεγάλο Ξωτικοθεραπευτή» είπε και άγγιξε τον εαυτό του. Λευκές δεσμίδες φωτός απελευθερώθηκαν από τα χέρια του για να τυλίξουν τα γόνατά του και να μην πονάνε πια.

Με μάτια γουρλωμένα, μαρμαρωμένο πρόσωπο και σώμα τεταμένο, η Ιντούν έκανε ένα βήμα πίσω. Αυτό το φως το γνώριζε, όπως και το όνομα του «δώρου», όπως και την ταυτότητα του Σεβάσμιου Δασκάλου που τους το δίδαξε.
«Ο-Δά-σκα-λος-Α-λλά-σι-ος-πέ-ρα-σε-ά-πο-δω.» σκέφτηκε μονοκοπανιά και έκανε άλλο ένα βήμα πίσω.
«Ψηλός; Κόκκινα μαλλιά; Ξωτικόφατσα; Σκυθρωπός; Βλέμμα παγωμένο; Γλώσσα τσεκούρι; Το φοβάσαι και το σέβεσαι ταυτόχρονα;»
Για την Ιντούν ίσχυε και ο σεβασμός και ο φόβος καθώς, από τα μαθητικά της χρόνια, ο Δάσκαλος Αλλάσιος ήταν ο μεγαλύτερος φόβος της, αλλά και ταυτόχρονα έχαιρε άπειρου σεβασμού για τη σοφία και την ευγενική του φύση, που δεν ήξερε πώς συνδυάζονταν με τόσο απόμακρο παρουσιαστικό. Κι εκεί που περίμενε κανείς πως στην ενήλικη ζωή της και Βοηθός Καθηγητή θα έπαυε να φοβάται το Δάσκαλο Αλλάσιο, η Ιντούν τον είδε να μαλώνει (!) την Ιλίντιεν Άτρας –και μάλιστα ξεδιάντροπα- και εκείνη να το ράβει, πράγμα που σήμαινε πως η Ιντούν και ο Ήθεριντ είχαν κάθε λόγο να φοβούνται το Δάσκαλο.

«Βλέμμα απόμακρο και στεναχωρεμένο θα έλεγα Κάλα μαβ Σιάνα, αλλά ναι, αυτός είναι που μου περιγράφεις, μία ψυχή ευγενική και παντοδύναμη, αν και βυθισμένη στη θλίψη.» αποκρίθηκε ο γηραιός.
«Ο-Δά-σκα-λος-Α-λλά-σι-ος-πέ-ρα-σε-ά-πο-δω.» επανέλαβε μηχανικά και έχασε την αποχώρηση των γηραιών.

Πίσω τους περίμενε κάποιος άλλος, μια φιγούρα γνώριμη και φιλική. Ήταν το παιδί που είχε βοηθήσει –ακόμη δε γνώριζε το όνομά του- και έσωσε μέσα από τα δόντια του τέρατος. Παρά την ευρεία σωματοδομή του στέκονταν καμπουριασμένος, ηττημένος ή ντροπαλός θα έλεγε κανείς. Στα χέρια του κρατούσε ένα λουλούδι, ένα λευκό ανθό της παραλίας. Το κοίταξε και ύστερα περπάτησε προς την Ιντούν.

6
Για ένα δευτερόλεπτο η βροχή έπαψε! Γρίφος θα έλεγε κάποιος, προσπάθεια, μία λύση και ένας στεγνός διάδρομος. Μία άνοδος, η χαρά της επαναφοράς του στοιχείου του αέρα στο σώμα της, πνοή της δύναμής της. Όχι. Η βροχή έπαψε για πάντα και ένα γλυκό φιλί ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό για να διαλύσει τα δικά της σύννεφα. Χαμογελούσε στο κατώφλι του συννέφου με ένα χαμόγελο πλατύ και ζεστό, με καρδιά ανθισμένη.

Έκανε το πρώτο βήμα στο εσωτερικό του νέφους, ταιριαστή αλληγορία για το νεφέλωμα στο οποίο ετοίμαζονταν να εισέλθει. Η Ιντούν πάτησε με σίγουρο βήμα, γιατί στο μυαλό της δεν υπήρχε η έννοια της υπερανάλυσης και της αχρείαστης προσοχής, μόνο αισιοδοξία. Στα μάτια της όμως που είχαν εκπαιδευτεί για να προσέχουν λεπτομέρειες και μοτίβα αλλόκοτα, πήραν μορφή τοίχοι που έμοιαζαν ακίνητοι, αλλά χωρίς μεγάλη όρεξη να παραμείνουν στην ίδια κατάσταση.  Τους μελέτησε χωρίς να προχωρήσει, άφησε στο Σίνγκεν το χρόνο που της ζήτησε. Κοντά της και συνάμα στην άλλη μεριά του συννέφου φαίνεται πως εξελίσσονταν διαπραγματεύσεις. Η Ιντούν δεν καταλάβαινε τη σκηνή που εκτυλίσσονταν. Μπορούσε όμως να παρατηρήσει τον άναρχο τρόπο που αναμοχλεύονταν η ουσία του συννέφου γύρω της, τα μπουμπουνητά, σωστή οχλαγωγία από τόσο κοντά. Η περίδνυση εξομαλύνθηκε, οι σχεδόν άυλοι τοίχοι έμοιαζαν ρευστότεροι από πριν και η Ιντούν έγνεψε στον εαυτό της, γιατί επιβεβαιώνονταν ότι ο Σίνγκεν ήταν τόσο ικανός όσο τον φαντάζονταν και περισσότερο. Αφού βεβαιώθηκε πως έπαψαν και τα τελευταία μπουμπουνητά, προχώρησε στο εσωτερικό. Ο νεφελώδης διάδρομος ήταν ανοιχτός ευθεία μπροστά και η Ιντούν ξεκίνησε να το διαβεί. Παραλίγο να συγκρουστεί με ένα κάπως ηλεκτρισμένο τοίχο συννέφου στα μισά. Σταμάτησε και αναρωτήθηκε αν υπολόγισε λάθος την απόσταση ή αν περπατούσε γρηγορότερα. Απόφασισε να το προσέξει και με τα μάτια έψαξε την κατάλληλη στροφή. Αριστερά και έπειτα δεξία. Η Ιντούν κινήθηκε με μεγαλύτερη συνειδητότητα. Μπροστά και δεξιά. Ο διάδρομος ανηφόριζε, πράγμα ανακουφιστικό, γιατί καταλάβαινε ότι την οδηγούσε στην κορυφή. Περπάτησε κι άλλο, συνέχισε, αλλά ο επόμενος διάδρομος κόπηκε απότομα για δεύτερη φορά. Η Ιντούν μισόκλεισε τα μάτια. Το εμπόδιο δε βρίσκονταν πάντα σε εκείνη τη θέση. Ξεφύσηξε.

«Ώστε έτσι Σύννεφο.» είπε στον εαυτό της και επιτάχυνε στη στροφή.

Τα μοτίβα των τοίχων με τους ημιστερεοποιημένους υδρατμούς φάνηκαν να ανιχνεύουν την κίνησή της, μεταβλήθηκαν γρηγορότερα κι αυτά. Η Ιντούν το διαπίστωσε σύντομα, καθώς μία μάζα της έκλεισε τη στροφή που ετοιμάζονταν να πάρει. Μία άλλη άνοιξε μπροστά και αριστερά, αλλά έκλεισε πριν προλάβει η Ιντούν να στρίψει.

«Ανάθεμα!»

Έκανε πίσω για να μην την αγγίξει η ηλεκτρισμένη μάζα που τώρα κινούνταν με σταθερή ταχύτητα καταπάνω της. Η προηγουμένως μπλοκαρισμένη στροφή άνοιξε και πάλι. Έτρεξε μέσα της η Ιντούν και πάλι ανηφόρισε.

«Πάμε λίγο ακόμη.»

Εμπόδιο, στροφή, διάδρομος, εμπόδιο. Κλειστό, ανοιχτό, πριν φτάσει έκλεισε. Με τέτοιο ρυθμό δε θα έφτανε ποτέ στην επιφάνεια. Γύρω της όλα φαίνονταν πιο παχιά, πιο γαλακτερά και η Ιντούν υπέθεσε πως πρέπει να βρίσκονταν στην καρδιά του συννέφου. Ο ηλεκτρισμός που διέτρεχε και πάλι τους υδρατμούς του σαν ρόγχος της το επιβεβαίωσε. Ξεφύσηξε. Ο αέρας της δεν έκανε τίποτα, άρα θα έπρεπε να βρει τη λύση σαν κοινή θνητή. Πισωπάτημα και στροφή, εναλλαγές στους διαδρόμους. Κάποιοι άνοιξαν, κάποιοι έκλεισαν, δεν πρόλαβε ούτε τους μισούς. Στην επόμενη συστοιχία έπεσε σε εμπόδιο. Έκανε να στραφεί δεξιά, τίποτα. Αριστερά μετακινήθηκε ο τοίχος, αλλά έτσι όπως άνοιξε, άλλη μία μάζα έφραξε το πέρασμα. Πισωπάτησε ενοχλημένη, ηλεκτρίστηκε. Ένα πρόσωπο ακίνητο με μάτια γουρλωμένα γύρισαν προς τον τοίχο που την ηλέκτρισε. Το σύννεφο την είχε αποκλείσει. Αποφάσισε πως ήταν καλή ώρα να πανικοβληθεί. Αν φώναζε δε θα την άκουγε κανείς. Αν πίεζε το σύννεφο θα την ηλέκτριζε και αν περίμενε στο ίδιο σημείο, οι διάδρομοι μπορεί να μην άνοιγαν ποτέ ή απλά θα της τελειώνε ο αέρας. Έριξε μια ματιά γύρω της. Ο χώρος έμοιαζε στενότερος τώρα. Ώρα να πανικοβληθεί. Να εκνευριστεί και να τα βάλει με τον εαυτό της. Έτσι κι έκανε. Η Ιντούν ένιωσε να πνίγεται. Οι υδρατμοί την έζωναν ασφυκτικότερα από ότι το νερό της θάλασσας. Καταλάβαινε πως δε θα έφτανε ποτέ στην επιφάνεια, δε θα έβγαινε από εκεί μέσα ζωντανή και μόλις είχε πάρει το πρώτο της φιλί από αρσενικό που δεν ήταν αδερφός της... και είχε εφτά αδερφούς που δε μπορούσε να αφήσει... και μία ιδέα που τη συνέρπαζε και αγωνιούσε να μελετήσει. Από όλα τα είδη της μελέτης, εκείνη η μικρή πληροφορία που ξέκλεψε από τον κύριο Αρκάιν την αιχμαλώτισε όπως τίποτα άλλο. Οι τοίχοι έκλεισαν γύρω της, ήταν πλέον φυλακισμένη.

«Όχι τώρα που βρήκα κάποιον που θέλω να έχω στη ζωή μου», οι μάζες των υδρατμών πλησίασαν.
«Όχι τώρα που βλέπω τα αδέρφια μου να μεγαλώνουν καλά.» η ανάσα της δυσκόλεψε από την υγρασία, ακόμη πιο περιορισμένο το οπτικό της πεδίο.
«Όχι τώρα που βρήκα τι θέλω να κάνω στη ζωή μου.» βούρκωσε, αλλά το πρόσωπό της ήταν ήδη υγρό και άρχισε να ηλεκτρίζεται. Νεφελώδεις τοίχοι με ανατριχιαστικό άγγιγμα τύλιξαν το σώμα της, δεν ήταν αυτό το ελαφρύ και τρυφερό άγγιγμα που όλοι όσοι χάζευαν τα σύννεφα φαντάζονταν. Το άγγιγμα του συννέφου ήταν κρύο, ηλεκτρισμένο και απόκοσμο.

Αυτό ήταν λοιπόν, αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων. Δεν ήταν αρκετά δυνατή, δεν προσπάθησε αρκετά. Έπρεπε να είχε προετοιμαστεί σκληρότερα, να είχε ζητήσει από την Ιλίντιεν να την προπονήσει σε κατάσταση λιποθυμίας, αντί για κατάσταση εξουθένωσης. Προφανώς, ούτε τόσο που δυνάμωσε ήταν αρκετό. Δεν ήταν αρκετή, δεν είχε αποδείξει σε κανέναν ότι μπορεί. Όσοι την κορόιδευαν παιδάκι είχαν δίκιο, ένα μέσο κορίτσι, από μία μέση οικογένεια που προέρχονταν από ένα μέσο χωριό δεν ήταν αρκετά ικανή, δε θα μπορούσε ποτέ.

Η υγρασία του συννέφου την κατάπιε, έτοιμη να παραδοθεί στα ηλεκτρικά του φορτία που, αδάμαστα όπως ήταν, θα τη σκότωναν. Την τσίμπησαν, την τσίμπησαν σκληρά και τα άκρα της μούδιασαν, έτσι όπως διαπερνούσαν το σώμα της. Ανάσαινε με το ζόρι, ο αέρας στέρευε. Δύο μάζες τη μαστίγωσαν, αλλά δε μπορούσε να αντιδράσει πια έτσι που βρίσκονταν σε ημιλιπόθυμη κατάσταση. Μικρή αστραπή τη χτύπησε και δε σεβάστηκε τον επιθανάτιο λήθαργο που την κατέβαλε. Ο ηλεκτρισμός της πολύ λίγος για να της πονέσει άλλο τα χέρια και το στήθος, μόνο για ένα μικρό σημείο στον εγκέφαλο, το πιο ξεχασμένο, το πιο άλογο, εκείνο το πρωτόγονο και ζωικό.

«Θέλω να κάνω ΚΙ ΑΛΛΑ στη ζωή μου!»

Νηνεμία, σιωπή και χώρος. Πού βρέθηκε ο χώρος; Η Ιντούν έβηξε όσο τα πενυμόνια της συσπώνταν για αναπνοή. Όταν την ξαναβρήκε, προσπάθησε να δει. Τα μάτια της θολά ή μάλλον υγρά. Δεν έκλαιγε όμως. Σκούπισε τις σταγόνες από τα βλέφαρα και κοίταξε τους τοίχους. Είχαν απομακρυνθεί και δεν πλησίαζαν πια. Γιατί όμως; Ποιος θεός μπλέχτηκε σε αυτό; Μια παχιά σταγόνα προσγειώθηκε όπως όπως στο μέτωπό της και της τράβηξε την προσοχή προς τα πάνω. Αντίστοιχα κι εκεί ο χώρος, τα σύννεφα δεν πλησίαζαν. Με μια ματιά σε όλες τις κατευθύνσεις, η Ιντούν επιβεβαίωσε ότι οι μάζες των υδρατμών παρέμεναν σε ακτίνα δύο μέτρων από το σώμα της, αρκετός χώρος. Αρκετός και... ζεστός.

«Ζεστός;»

Ανέβασε την παλάμη της στο ύψος των ματιών από ένστικτο και είδε αυτό που περίμενε, τον αέρα γύρω της να αναμοχλεύεται από τη θερμότητα, γεμάτος υγρασία. Αυτή τη φορά, η Ιντούν όντως δάκρυσε, αλλά ταυτόχρονα χαμογελούσε κιόλας.

«Συγγνώμη,» ψιθύρισε. «συγγνώμη που σε ξέχασα, συγγνώμη που σε φοβήθηκα.»

Έσφιξε τη γροθιά της και άφησε να μεγαλώσει αυτό που καταπιέζονταν μέσα της. Η φλόγα. Κινήθηκε εμπρός. Σε απόσταση ενός μέτρου, άνοιξε απότομα την παλάμη της. Οι τοίχοι υποχώρησαν.

«Απίστευτο.» είπε ακόμα βουρκωμένη και συνέχισε.

Τα εμπόδια έσβησαν, η διαδρομή γρήγορη. Όσο πυκνό κι αν ήταν το σύννεφο, όσο πονηροί και αδίστακτοι οι διάδρομοί του, παρέμενε σύννεφο. Μία μάζα από κρύο αέρα και υδρατμούς ήταν, ένα τεμπέλικο μπαλόνι που όσο κι αν πείσμωσε στους άλλους αδερφούς, πάντα θα φοβόταν το γονέα, τη φωτιά.

Η Ιντούν ανηφόρισε μια τελευταία φορά για να βρεθεί στην επιφάνεια. Δεν έβλεπε τον ορίζοντα, αλλά ο αέρας ήταν πιο καθαρός σε εκείνο το επίπεδο. Πριν αναρωτηθεί τι την περίμενε, κοίταξε γύρω της με μάτια που έλαμπαν, κόρες που αντικατόπτριζαν την αχνή γυαλάδα του σχεδίου που απλώνονταν ως την άλλη άκρη της επιφάνειας, εκεί που στέκονταν ο Σίνγκεν και το παρατηρούσε. Η Ιντούν έστρεψε γρήγορα το βλέμμα στο μοτίβο που χάνονταν στην αχλή του νεφελώδους πατώματος για να μελετήσει γρήγορα αυτό που έπρεπε να κάνει, αλλά και για να μην προλάβει να τη δει σε κακή κατάσταση ο Σίνγκεν. Από όσο μπορούσε να διακρίνει, η μεριά της αποτελούνταν από κάτι σαν κεντρική διασύνδεση σε απόσταση ενός τετάρτου της επιφάνειας. Γύρω του σβησμένα φωτάκια και βραχίονες πεταμένα ή στραμμένα σε λάθος κατεύθυνση. Άγγιξε ένα με το πόδι και είδε ότι κινήθηκε. Θα έπρεπε λοιπόν να τα συνδέσει σωστά στο κεντρικό μοτίβο. Τι συνέβαινε όμως με τη μεριά του Σίνγκεν; Η Ιντούν προσπάθησε να πλησιάσει, πάντα με το βλέμμα στο ομιχλιασμένο πάτωμα, αλλά διαπίστωσε ότι δε μπορούσε να περάσει τη μέση και να πάει στη μεριά του. Κατάφερε να ξεκλέψει μια ματιά στο μοτίβο του Σίνγκεν και διαπίστωσε πως ήταν το ίδιο. Η Ιντούν γύρισε γρήγορα στην άκρη της επιφάνειας για να ξεκινήσει το μοτίβο από το σημείο που υπέθετε ότι είναι η αρχή.

«Είναι παζλ λοιπόν και πρέπει να το συναρμολογήσουμε ταυτόχρονα, από έξω προς τα μέσα» σκέφτηκε.

Κοίταξε και πάλι στη μεριά του. Από εκείνη την απόσταση υπέθετε πως δε μπορούσε να τη δει. Ο Σίνγκεν φαίνονταν να το σκέφτεται.



7
Έπιασε το χέρι του Σίνγκεν και σκαρφάλωσε στη βάρκα, μούσκεμα, κοκκινισμένος ποντικός. Έτσι κάθισε στο ξύλο, πρόσθεσε κι άλλη υγρασία στην υγρασία που είχε ήδη ρουφήξει τόσα χρόνια παραμάσχαλα του πλοίου στο αλάτι. Συνέβαλε αρκετά στη γρηγορότερη ρωγμή του συγκεκριμένου σημείου, ίσως στη βάρδια κάποιου εύσωμου επιβάτη, τουρίστα –αν υπήρχαν σε αυτά τα μέρη- που θα παραπονιόταν ακατάπαυστα για την κακή υπηρεσία τουρισμού των Βαλησίνων –αν υπήρχε τέτοια υπηρεσία-. Στήριξε ένα αχνιστό, από τη ντροπή, κεφάλι στα χέρια της και παρατηρούσε τον ωραιότερο άνδρα στον κόσμο, το δικό της τουλάχιστον, να κινεί τη βάρκα και να της τραγουδά γλυκά τραγούδια από τον τόπο του, γεμάτος άνεση και τσαχπινιά. Της διέφευγαν γλυκά γελάκια στα αστεία που πάντα έβρισκε να τρυπώσει σε ότι κι αν έκανε, ότι κι αν έλεγε. Τώρα ήταν στίχοι, ρομαντικοί και αστείοι ταυτόχρονα. Ότι πιο απολαυστικό.

«Αχ Ιντούν συγκεντρώσου λίγο καλή μου, σε αποστολή είμαστε» σκέφτονταν ενώ γελούσε και το γέλιο κάλυπτε τις εκκλήσεις αυτονουθεσίας.

Όταν εισήλθαν στην κουρτίνα της βροχής, η Ιντούν ένιωσε σαν να εισέβαλε σε ένα βαρύ περιβάλλον. Κοίταξε γρήγορα δεξιά και αριστερά. Δεν υπήρχε ψυχή και της ήταν δύσκολο να αποδώσει κάπου την ένταση. Τα μάτια της γύρισαν στο Σίνγκεν. Αλήθεια έλεγε ότι δεν του αρέσει η βροχή. Να και μία φορά που αντί για ασταμάτητος, εμφανίζονταν μίζερος μπροστά της, κατεβασμένοι ώμοι, κάπως κατσούφικη φάτσα. Παρέμενε υπέροχος.

«Ούτε εγώ» απάντησε απλά στην ερώτησή του. Οι δυνάμεις τους εξασθένησαν και τέλος, εξουδετερώθηκαν πολύ πριν φτάσουν στο Σύννεφο.

Προσπάθησε να κοιτάξει προς τα πάνω, αλλά η βροχή που δε σταματούσε ποτέ την εμπόδιζε, σαν να πρόσταζε τους ταξιδιώτες να κρατήσουν χαμηλωμένο το κεφάλι. Την ώρα που ο Σίνγκεν ανέφερε το κτίριο, το είδε και η Ιντούν. Μισόκλεισε τα μάτια για να συγκεντρωθεί στην εναλλασσόμενη εικόνα, αλλά της ήταν αδύνατο να προσδιορίσει τα όρια του κτιρίου. Όπως φαίνεται, έπρεπε να βουτήξουν για να βρουν το Ναό. Ίσως, η θέση του Συννέφου να παρέμενε αμετάβλητη στους αιώνες για να κρατήσει ασφαλή εκείνον τον υποθαλάσσιο Ναό.

Η Ιντούν πήρε μία εξίσου βαθιά ανάσα και ακολούθησε το Σίνγκεν, αφού άκουσε τα καθησυχαστικά του λόγια. Σιωπή. Κάτω από τη θάλασσα βασίλευε η ηρεμία. Έσπρωξε το νερό με τα χέρια της και κατέβηκε βαθύτερα. Δίπλα της, οι κινήσεις του Σίνγκεν ακούγονταν μακρινές, υπόκωφες. Ακόμη κι όταν σταμάτησε, η Ιντούν συνέχισε. Το θέαμα ήταν σαν να τη μαγνήτιζε. Κάθε τι πρωτόγνωρο τη μαγνήτιζε. Πήγε λίγο βαθύτερα. Ήθελε να δει γιατί η κορυφή έμοιαζε σαν να την έκοψε ένα υπεράνθρωπο μαχαίρι. Τα αχνά, μπλε φώτα συντονίστηκαν με τις χροιές της περιέργειάς της. Λίγο πιο βαθιά. Σειρά της Ιντούν να ανοίξει τα μάτια διάπλατα. Ήταν όστρακα! Σειρές από όστρακα σκαλωμένα σε όλες τις πλευρές του υποθαλάσσιου βουνού. Ξεκινούσαν από την κορυφή και απλώνονταν ως την άβυσσο. Μάλλον, από την άβυσσο και τα σκοτάδια έφτυναν απόγονο τον απόγονο ως την κορυφή. Έτσι εξηγούνταν και η φωταύγεια. Τα όστρακα κοντά στην κορυφή ήταν ανοιχτά. Μεγάλα, μικρά, όλα ορθάνοιχτα και στο εσωτερικό φώλιαζε η ουσία της ψυχής τους, μία ρανίδα ωκεάνιου φωτός. Σχεδόν γέλασε, αλλά ο αέρας τελείωνε.

Στην επιφάνεια, ο Σίνγκεν την περίμενε γεμάτος προσμονή. Ώστε ήταν όλα μια οπτασία και το εξηγούσε εκείνη η γραφή. Η Ιντούν έγνεψε καταφατικά. Χαμογέλασε πλατιά με τον ενθουσιασμό του και ετοιμάστηκε για την επόμενη κατάδυση. Αυτό που έψαχνε ήταν χωμένο στο βουνό. Πώς θα το έβρισκε όμως;

Έκανε μια παύση στην κολύμβησή της. Το νερό που κολύμπησε νωρίτερα ήταν αισθητά πιο κρύο. Υπήρχε μονοπάτι λοιπόν. Παρόλο που το Σύννεφο, ο αέρας και η επιφάνεια της θάλασσας παρέμεναν ακίνητα, στο εσωτερικό της τα ρεύματα δεν έπαυαν. Έψαξε το κρύο ρεύμα. Όπως και με τον αέρα, έτσι και με το νερό, τα κρύα ρεύματα είναι βαρύτερα και οδηγούν χαμηλά. Έφτασε και πάλι στα όστρακα. Αυτή τη φορά, η Ιντούν έπρεπε να βρει ένα μέρος γυμνό ή ένα άνοιγμα. Πήγε βαθύτερα. Έβλεπε όλο και λιγότερο μακριά από την επιφάνεια, αλλά η μπλε αχλή γίνονταν εντονότερη. Άνοιγμα πουθενά, τα όστρακα είχαν καλύψει τα πάντα.

Η Ιντούν αναδύθηκε και πάλι, τα πνευμόνια της δε χωρούσαν την ίδια ποσότητα αέρα με το Σίνγκεν. Βουτιά και πάλι. Άφησε το ρεύμα να την κατεβάσει και προσπάθησε να παρατηρήσει την πλαγιά πιο προσεκτικά. Δεν έβλεπε διαφορά. Το ρεύμα την κατέβασε κι άλλο. Περισσότερα όστρακα, όμορφα, απόκοσμα, μεθυστικά. Η Ιντούν έπιασε τον εαυτό της να υπνωτίζεται από τα φώτα. Πάλεψε για να βρει την αυτοκυριαρχία της. Άσχημα νέα, συσσώρευε άζωτο και έπρεπε να βγει στην επιφάνεια αμέσως. Έδωσε μια δυνατή κουπιά με τα χέρια για να ανέβει και άλλη μια. Έβαλε δύναμη στα πόδια όπως τα κουνούσε και η φόρα της τάραξε μερικά από τα όστρακα που λικνίστηκαν επικίνδυνα στους κυματισμούς που προκάλεσε. Όταν βγήκε στην επιφάνεια, σχεδόν βόγκηξε.

«Ωχχχχ, τι κάνουμε τώρα;» αναρωτήθηκε όσο η βροχή τη χτυπούσε στο μέτωπο. Χασμουρήθηκε δυνατά, ένδειξη ότι είχε έλλειψη οξυγόνου. Η Ιντούν κάθισε να το σκεφτεί και παράλληλα ένιωθε άσχημα, γιατί υπέθετε πως ο Σίνγκεν είχε βρει το κομμάτι που έψανε αβίαστα είτε την περίμενε, είτε έβρισκε και το δικό της, ενώ η Ιντούν αποτύγχανε. Σιχαίνονταν να αποτυγχάνει και σιχαίνονταν την πιθανότητα να τη θεωρήσει αδύναμη.

«Κι αυτά τα βλαμμένα τα όστρακα έχουν καλύψει τα πάντα στην πλαγιά, κατσικώθηκαν!»
«Ωπ!» αναφώνησε την ίδια στιγμή. «Έχει γούστο...»

Η Ιντούν πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα, θα τη χρειαζόταν. Βρήκε και πάλι το ρεύμα, καταδύθηκε, πλησίασε την πλαγιά και τότε άρχισε να κουνά τα χέρια μέσα στο νερό. Ήξερε ότι αν την έβλεπε ο Σίνγκεν θα την έλεγε χαζή, πράγμα το οποίο μάλλον ήταν, αλλά ήταν και η μόνη μέθοδος που σκέφτηκε για να ελέγξει την υπόθεσή της.

Έκανε το χέρι κουπί και το κατέβασε με δύναμη προς τα κάτω, έτσι ώστε το νερό να πιέσει τα όστρακα. Τίποτα. Καταδύθηκε κι άλλο. Ξανά το χέρι κουπί, τίποτα πάλι τα όστρακα. Έλεγξε το σημείο που βρισκόταν. Η Ιντούν κινήθηκε λίγο πιο δεξία και λίγο πιο κάτω. Τρίτη φορά επανέλαβε την κίνηση με το χέρι. Αυτή τη φορά, τα όστρακα λικνίστηκαν.
«Λαγος Ιντούναρε, λαγός!»

Πλησίασε το χέρι της με ταχύτητα αλλά και προσοχή στο σημείο που τα όστρακα κουνήθηκαν. Εκείνα έκλεισαν για να προστατευτούν και η Ιντούν τραβήχτηκε χωρίς να την τραυματίσουν. Ύστερα προσπάθησε με το πόδι της. Έγειρε πίσω και κλώτσησε τα κλειστά όστρακα τα οποία, προς μεγάλη της χαρά και ακόμη μεγαλύτερο πόνο, ξεκόλλησαν ενώ η Ιντούν χτύπησε σε κάτι μεταλλικό. Ανέβηκε και πάλι για αέρα και για να ξεσπάσει.

«Βλάκα λαχανέμπορα!!! Πονάει!»

Βούτηξε και πάλι. Αυτή τη φορά, το απογυμνωμένο σημείο ξεχώριζε. Η Ιντούν πλησίασε και διαπίστωσε πως είχε χτυπήσει σε μία λαβή. Τύλιξε τα χέρια γύρω της και την τράβηξε. Βρήκε αντίσταση, αλλά τράβηξε πάλι. Μία, δύο, το αντικείμενο απελευθερώθηκε από την πλαγιά του βουνού με ευκολία. Ευτυχώς δεν ήταν βαρύ, γιατί δε θα το άντεχε να την τραβήξει στο βυθό. Με ανανεωμένη δύναμη ανέβηκε στην πεπλατυσμένη κορυφή και πλησίασε την πλακέτα. Κοίταξε δίπλα της ώστε να συντονιστούν με το Σίνγκεν. Μάλλον έπρεπε να ενώσουν τα κομμάτια ταυτόχρονα. Θα το έκαναν μαζί.

8
Ο πρωινός, γλυκός βρυκόλακας που ακούει στο όνομα Ιντούν βρέθηκε με τα μάτια ορθάνοιχτα τη στιγμή που ο ήλιος αποφάσισε να ξεπροβάλλει την πρώτη του ακτίνα και τον αιφνιδίασε. Δεν έφταιγε όμως η καημένη. Αυτές οι κακές συνήθειες προέρχονταν από την ανατροφή της, έτσι, κάθε που χάραζε, η Ιντούν σηκώνονταν γεμάτη ενέργεια να βοηθήσει τη μητέρα, τα αδέρφια της, κάποιον στην Ακαδημία ή απλά για να προετοιμάσει το μάθημά της και να προπονηθεί. Είχε πανέμορφα όνειρα, γλυκά, χωρίς εικόνες, αλλά γεμάτα συναισθήματα και αρκούσαν για να την ξεκουράσουν. Οι δυνάμεις αναπληρώθηκαν μέσα στη ζεστή φωλιά που ξύπνησε, άνετη και χαλαρή.

Κοντά στο αυτί της, η ανάσα του Σίνγκεν ακούγονταν βαθιά. Τον παρατήρησε. Ακόμη και στον ύπνο του ήταν υπέροχος, τόσο καταπληκτικός που φάνταζε ψέμα. Η Ιντούν σηκώθηκε με αργές και καλά υπολογισμένες κινήσεις ώστε να μη διαταράξει τον ύπνο του.

"Μπράβο Αιολίδα λαχανέμπορα, πάρε θάρρος", μουρμούρισε στον εαυτό της όσο ετοιμάζονταν. " Κατέβασε κι άλλο τις άμυνες σου κοριτσάρα μου. Επιστρέψτε πίσω μετά την αποστολή και πες ότι σε ενδιαφέρει η μελέτη των μαγικών κύκλων ναι. Θα είναι πολύ ωραίο όταν θα σου πει ότι πέρασε πολύ ωραία, αλλά είναι μικρός ακόμη και θέλει να μαζέψει εμπειρίες. Μχμμμμμμ! Γεια σου θα σου πει. Μχμμμμμμμμμμμμμμ! "

Βέβαια, δεν ήθελε να πιστέψει όσα της υπαγόρευε η λογική ή μάλλον, ο φόβος. Σαφώς και ήθελε να είναι στη ζωή της ο Σίνγκεν. Αυτό ήθελε βασικά! Παρόλα αυτά, η Ιντούν είχε συνηθίσει να αποκτά οτιδήποτε έπειτα από τεράστια προσπάθεια και αρκετές δυσκολίες. Όμως, επιτεύγματα όπως οι σπουδές ήταν κάτι που εξαρτιόταν μόνο από εκείνη και ο κίνδυνος να αποτύχει με τόση προσπάθεια ήταν μικρός. Οι σχέσεις ήταν άλλη ιστορία. Στις σχέσεις υπήρχαν δυο, άρα πολλαπλάσιο ρίσκο αποτυχίας, καθώς δε μπορείς να επιβάλλεις στον απέναντι να προσπαθήσει όσο εσύ. Συνεπώς, ήξερε εκ των προτέρων πως θα πληγωθεί.

Έριξε άλλη μια ματιά στο Σινγκεν που κοιμόταν ήσυχα. Η καρδιά της της έλεγε να πάψει να σκέφτεται αηδίες. Ήταν εκεί και την κρατούσε όλη νύχτα. Υπήρχαν άλλα μονοπάτια που μπορούσε να ακολουθήσει αν δεν τον ένοιαζε, πιο εύκολα μάλιστα. Και πάλι όμως, παραξενεύονταν που όλα κυλούσαν τόσο ομαλά. Ήταν δυνατόν; Ακόμη περισσότερο, της άξιζε μια ομαλή καθημερινότητα όταν υπήρχαν τόσα προβλήματα γύρω; Βούρκωσε έτσι όπως στέκονταν διχασμένη μεταξύ αγάπης και ενοχής.

"Κλάψε τώρα Ιντούν για να μην κλάψεις αργότερα. " Σκέφτηκε και άφησε την καμπίνα.

Χύθηκε όπως όπως στην κουπαστή και άφησε το πλοίο να μεταφέρει την πικραμένη της ύπαρξη όπου εκείνο επιθυμούσε, κατά προτίμηση στη λήθη. Μάτια περίλυπα πλανήθηκαν στη θάλασσα, ώσπου σταμάτησαν να αντικατοπτρίζουν αυτολύπηση μόλις αντίκρισαν ένα θέαμα που θνητό χέρι αδυνατούσε να φτιάξει. Το Σύννεφο ή Αουαράγκι, όπως ονομάζονταν στην τοπική διάλεκτο, δέσποζε με αναμφισβήτητη κυριαρχία στο κέντρο του συμπλέγματος Γκαγκτ'ιν.

Εκτείνονταν σε μεγάλο ύψος, παχουλή και πουπουλένια μπαλίτσα με ζώνη. Στο κάτω της μέρος έκλαιγε βροχή και το φυσικό κλάμα έδινε ζωή σε ένα φαινόμενο χωρίς προηγούμενο. Όλη η ομορφιά συγκεντρώνονταν στην περίμετρο του συννέφου, εκεί που η βροχή συναντούσε τη θάλασσα. Χιλιάδες σταγόνες αναπηδούσαν στο νερό, ο ήλιος τις αιχμαλώτιζε και από τη στιγμιαία αλληλεπίδραση, αμέτρητα ουράνια τόξα άνθιζαν. Τα μάτια της Ιντούν γέμισαν από το θαύμα, μαλάκωσε η λύπη και αποτραβήχτηκε, έμεινε μόνο ένα χαμόγελο.

Πάνω που έβγαλαν τα κουπιά φάνηκε και ο Σίνγκεν. Μαγνητισμένος κι εκείνος από το θέαμα, της έδειξε την ομορφότερη πτυχή του. Κάθε αμφισβήτηση θρυμματίστηκε στο μυαλό της Ιντούν. Και μόνο στο άκουσμα της φωνής του έλαμψε το πρόσωπο της νεαρής Αλχημίστριας.

"Ωραίο δεν είναι;" Ψιθύρισε εκγάρδια όσο το παρατηρούσε. "Σαν υβριδοποιημένοι λοβοί"

"ΡΡΡΡΡΡΡΕ! ΙΝΤΟΥΝ! " Μπορουσε να χτυπήσει το κεφάλι της στην κουπαστή. Από όλες τις στιγμές του κόσμου, η Ιντούν διάλεξε τη λιγότερο κατάλληλη για να χρησιμοποιήσει Ιερή Γεωμετρία στις παρομοιώσεις της.

Ευτυχώς οι ναύτες κατέβασαν τη μικρή βάρκα για τους ταξιδιώτες. Η Ιντούν πέταξε το σακίδιό της από το κατάστρωμα, σκαρφάλωσε στο σανίδι και μπλουμ! Βούτηξε σαν βαριά πατάτα μπας και ξεπλύνει την πατάτα που μόλις είχε ξεστομίσει.


9
«Χαααιιιιιι», σχεδόν αναστέναξε υπέρ της επιλογής του Σίνγκεν να καθίσει δίπλα της σαν πολιτισμένος ενηλίκος και ευχαρίστησε όλους τους Θεούς και τους Ημίθεους μαζί που δεν έφαγε καμία ακούσια αγκωνιά.

Γλίστρησε όμως σαν το χέλι, άπλωσε το κορμί του λες και το στρώμα είχε μνήμη του σχήματός του και πέρασε το χέρι του πίσω από το κεφάλι της Ιντούν με ανείπωτη άνεση και σιγουριά. Όχι ότι την πείραζε, απλά παρατηρούσε. Και η Ιντούν, από τη μεριά της δε δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να γλιστρήσει λίγο προς τα κάτω ώστε να στηρίξει το κεφάλι της στο μπράτσο του. Ήταν δυναμωμένος κι ας μην είχε τα μπράτσα Πολεμιστή, η Ιντούν θα μπορούσε άνετα να κοιμηθεί εκεί εκείνο το βράδυ. Ίσως και το επόμενο, σίγουρα το επόμενο... και το μεθεπόμενο και πολλά, πολλά βράδια ακόμη αν όλο αυτό δεν ήταν ένα παροδικό παράγωγο του ταξιδιού, της έντασης και της ανάγκης εκτόνωσης και δημιουργίας ενός ψευδού αισθήματος εγγύτητας που οδηγούσε... «Έλα ρε αναλυτική σκέψη, σκάσε λίγο επιτέλους να το χαρούμε σε αυτή τη ζωή...» σκέφτηκε και μετέφερε την προσοχή της και πάλι στο Σίνγκεν∙ για να είναι ακριβής, η προσοχή της επικεντρώθηκε με ιδιαίτερη φυσικότητα στο καταπληκτικό σώμα του Σίνγκεν. Ναι, καταπληκτικό, όπως και η μυρωδιά του. Μπορούσε να τη χαρακτηρίσει και ήταν σίγουρη πως τη χαρακτήριζε σωστά ως μεθυστική, τι άλλο; «Μπράβο Αιολίδα λαχανέμπορα  πρώτης τάξεως, χαρακτήρισες τη μυρωδιά του όπως ακριβώς θα τη χαρακτήριζαν και τα υπόλοιπα τρία εκατομμύρια κορίτσια του Ήθεριντ, είσαι πολύ πρωτότυπη! Αναλυτική σκέψη έλα πίσω και φέρε και τη φαντασία μαζί! Ωραία, επανάληψη διαδικασίας παρακαλώ.» Πλησίασε ένα εκατοστό πιο κοντά. Ήταν αρκετό να πάρει μια καλή δόση Σίνγκεν. «Αχ ναι, αυτό είναι! Είναι φρεσκάδα και ανοιξιάτικα άνθη, είναι απλά... υπέροχος.»

Ο Σίνγκεν άρχισε γρήγορα να διηγείται τις απαρχές του Κάγκουν, μία ιστορία που η Ιντούν δε γνώριζε και ήθελε πολύ να ακούσει. Η φωνή του τη μαγνήτισε και σύντομα, τα σώματά τους βρέθηκαν να εφάπτονται. Βρίσκονταν πλέον στην αγκαλιά του και μπορούσε να περηφανευτεί πως ταίριαζε κάθε καμπύλη τους απόλυτα. «Μμμμμμμ ζεστούλης.» σκέφτηκε νωχελικά και άφησε τη φωνή του να την ταξιδέψει μέσα από τα βάσανα των χωριανών, την εφευρετικότητα του αγαπημένου τους ήρωα, τον τρόπο με τον οποίο έδεσε το δαίμονα στις επιθυμίες του, κάτι που οι Ακαδημαϊκοί Αλχημιστές συμβόλιζαν με την υποταγή του Νου των Επιθυμιών στον Ανώτερο Νου. Το μπράτσο της βρέθηκε να διανύει το στομάχι του και τυλίγεται γύρω από το σώμα του σε μία χαλαρή και εξουθενωμένη αγκαλιά.

«Ώπα! Κάτσε Ιντούν!» διάφορα τμήματα λογικής έκρουαν κώδωνες του κινδύνου. «Πώς τα έμαθε όλα αυτά σε ένα μήνα;»

Είναι γνωστό πως οι μύθοι είναι συμβολικοί επί το πλείστον και περικλείουν συγκεκριμένα μοτίβα, όπως η τριαδική δράση για να διδάξουν ή να τονίσουν τη σημασία ενός γεγονότος. Μπορεί οι ημέρες που ο Κάγκουν εκπαιδεύτηκε να μην ήταν τρίαντα ακριβώς, μπορεί να ήταν τρεις μήνες, έξι, ένας χρόνος. Η Ιντούν έκρινε από τη δική της μαθητεία στην Ακαδημία πως ένα έτος ή τρεις μήνες δεν είναι αρκετοί να τελειοποιήσει μία τεχνική και να αφομοιώσει την ουσία της σε βαθμό που θα τον έκανε ισάξιο με ένα δαίμονα. Σίγουρα αυτός ο μύθος έκρυβε κάποιο άλλο μυστικό νόημα, πέρα από την εξυπνάδα και την επιλογή να σώσει ο Κάγκουν χωρίς να σκοτώσει. Κοίταξε το Σίνγκεν με μάτια κάπως γλαρωμένα και χαμογέλασε γλυκά. Παράλληλα σκέφτονταν πως έπρεπε να σημείωσει τέτοιες παραξενιές του μύθου στο σημειωματάριο της... αλλά ο Σίνγκεν ήταν τόσο ζεστός. Θα το έκανε μόλις θα σηκώνονταν την επόμενη... είχε βολευτεί τόσο καλά στην αγκαλιά του. Τα μάτια της βάρυναν κι άλλο, αλλά η υπερένταση έδωσε μια τελευταία ώθηση στη λογική της. Στο μισοκοιμισμένο της μυαλό σχηματίστηκε η ιδέα ότι τέτοιοι μύθοι ίσως να κρατούσαν κλειδιά για... Η συνείδησή της έσβησε για ένα δευτερόλεπτο και επανήλθε.

«Μμμμμμ, τόσο απαλός...»

Και πάλι την εγκατέλειψε η συνείδηση για μια στιγμή. Τραντάχτηκε ανεπαίσθητα και άνοιξε τα μάτια. Χαμογέλασε και πάλι στο Σίνγκεν που την παρατηρούσε.

«Δε νυστάζω...» του είπε απόλυτα νυσταγμένη και δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση. Τα βλέφαρά της έκλεισαν μεμιάς και η Ιντούν αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του με το γλυκό της χαμόγελο να του προμηνύει ότι τα όνειρα εκείνης της νύχτας θα ήταν πασπαλισμένα με ευτυχία.

10
Σιράν / Απ: Το προσκύνημα της Καταιγίδας: Μέρος 2ο [Σίνγκεν]
« στις: Σεπτέμβριος 19, 2020, 12:53:36 μμ »
"Χμμμ, δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά έπεσες κοντά", απάντησε η Ιντούν. Τα άχυρα του στρώματος ακούγονταν σαν να ανακατεύονται. Κρατσανιστοί ήχοι γέμισαν την καμπίνα και ο δυνατότερος από όλους ήρθε από τον ξύλινο τοίχο, εκεί που κούρνιασε η Ιντούν. Αν όλα έτριζαν έτσι με το δικό της βάρος, φαντάζονταν πως με την προσθήκη του Σίνγκεν τα άχυρα θα ξεχύνονταν σε όλο το πάτωμα.

"Αν το καλοσκεφτείς, πήρα όσα ήθελα, μου δόθηκαν σαν πρωτότοκη. Καινούρια ρούχα, καινούρια βιβλία, ολοκληρωμένες σπουδές, το ίδιο και ο Αναξίμανδρος. Εντάξει, μπορεί να μην είχαμε δερματόδετα τετράδια, αλλά δε μας έλλειψαν τα βασικά. Οι μικρότεροι όμως βρήκαν ελλείψεις, οι γονείς δε φρόντισαν. Λυπάμαι πάρα πολύ για τον Κάσσανδρο που έπρεπε να σταματήσει για λίγο από την Ακαδημία και το Νίκανδρο που θα έπρεπε να φοιτεί στο πρώτο έτος..." έκλεισε τα μάτια, ο αναστεναγμός της κουρασμένος και βαρύς. "Η απόφαση να μείνω -να μείνουμε- λίγο πίσω εγώ και ο Αναξίμανδρος ήταν κάτι που προέκυψε από συζήτηση. Το κάνουμε για να πάρουμε αυτό που θέλουμε. Θέλω ίσες ευκαιρίες για όλα μου τα αδέρφια. Θέλω όλοι τους να καταφέρουν να κάνουν αυτό που αγαπούν, όπως ο Μένανδρος και ο Εύανδρος και να είναι ευτυχισμένοι. Διεκδικώ αυτό που θέλω.»

Μόνο όταν ολοκλήρωσε την κουβέντα της διαπίστωσε ότι είχε κάνει χώρο στο Σίνγκεν χωρίς να το καταλάβει. Τι είχε κάνει μόλις; Γιατί δεν ανέλυσε την ερώτησή του πριν κινηθεί το σώμα της από ένστικτο; Τι εικόνα έδινε; Τι θα συνέβαινε τώρα; Ειδικά η απήχηση του τελευταίου ερωτήματος στα εσωτερικά δωμάτια του εγκεφάλου της έφερε ένα στοιχειωτικό τόνο. Υπήρχαν δύο οδοί. Σύμφωνα με την πρώτη, ο Σίνγκεν θα ξάπλωνε μαζί της και αυτό τη φόβιζε και την ενθουσίαζε ταυτόχρονα. Σύμφωνα με τη δεύτερη...

Αρχές καλοκαιριού του 1299, οι Ιντούν συγκεντρώθηκαν και πάλι στο αρχηγείο σχεδιασμού περιπέτειας, το σπίτι τους. Η Αιολίδα και ο Αναξίμανδρος μόλις επέστρεψαν από την Ακαδημία Ράζναρυ και ο Μένανδρος από το Σχολαρχείο της Νεδάρ, όπου και φοιτούσε για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του. Οι υπόλοιποι διδάσκονταν στο χωριό. Μέσα στη χαρά της επανένωσης, οι γονείς τους ανακοίνωσαν πως θα περνούσαν τη γιορτή του θέρους στις λίμνες, επάνω στο βουνό, στα σύνορα μεταξύ της Νεδάρ και της Σιράν, όπου συγγενείς του πατέρα τους είχαν στήσει ολόκληρο πανδοχείο. Ακολούθησε εκκωφαντικός ζητοκραυγμασμός. Αν οχτώ Ιντούν προκαλούν αναταραχή, τότε δώδεκα Ιντούν όλων των ηλικιών προκαλούν σίγουρη καταστροφή. Τα ξαδέρφια τους, Ίσανδρος, Ιόλη, Αρίστανδρος και Λαοδάμεια ήταν αντίστοιχα 16, 13, 8 και 4 ετών, επίσημα μέλη της ομάδας υπέργειων καταδρομών, όπου την ημέρα έπαιζαν κλεφτοπόλεμο μέσα στο δάσος με αρχηγούς –πάντα- τους μεγαλύτερους, Ίσανδρο και Αιολίδα ή έκαναν αγώνες κολύμβησης στη λίμνη και μονομαχίες, όπου η Ιντούν πάντα έπαιρνε το ρόλο του κριτή, μιας και ήταν η μόνη που αιωρούνταν. Τα βράδια, οι μανάδες έπαιρναν τα μωρά τότε, Ποίμανδρο, Λαοδάμεια και Κλέανδρο και επέτρεπαν στους μεγάλους να μαζεύονται γύρω από τη φωτιά για να πουν τρομακτικές ιστορίες. Εκτός από την ώρα που έπρεπε να ξαπλώσουν.
Ο γενικός κανόνας των ξαδερφών Ιντούν ήταν πως διαχωρίζονταν στους «φανερούς» και τους «κρυφούς», δηλαδή, τους φανερά ζωηρούς, όπου ήξερες τι να περιμένεις και τους επιφανειακά ήσυχους, όπου έπρεπε να φοβάσαι τις ζαβολιές που θα σκάρωναν πίσω από την πλάτη σου. Έτσι λοιπόν, τις περισσότερες φορές, οι φανεροί Ίσανδρος, Αναξίμανδρος, Κάσσανδρος, Ιόλη και Κλέανδρος, που πάντα κατάφερνε να ξεφύγει από τους γονείς κρυφογελούσαν στη γωνία, νομίζοντας πως δεν τους ακούν, ενώ οι κρυφοί, Αιολίδα, Μένανδρος, Εύανδρος, Αρίστανδρος και Νίκανδρος προσποιούνταν ότι κοιμόταν. Η σιωπηλή αυτή ανακωχή κρατούσε μέχρι να απομακρυνθούν οι μεγάλοι. Οι φανεροί ψιθύριζαν συνθήματα και οι κρυφοί, με το ένα μάτι μισάνοιχτο, έκαναν ότι στριφογύριζαν στο μαξιλάρι τους. Η ησυχία της νύχτας έσπαζε φρενιασμένη με τις παιδικές ιαχές των φανερών που επιτείθονταν με ατσούμπαλα σάλτα στους κρυφούς και τις φωνές των δεύτερων που ανταπέδιδαν την επίθεση με προτεταμένα πόδια και γονατιές που άλλωτε έβρισκαν καλάμια και άλλωτε κοιλιές. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η Αιολίδα έφαγε κλωτσιά από τον Ίσανδρο ή τον Κάσσανδρο, ακόμη και γονατιά στο πρόσωπο από την Ιόλη ενώ ο Αναξίμανδρος προσγειώνονταν στην πλάτη της, όπως ήταν αμέτρητες οι φορές που πέταξε και τους πέντε στον τοίχο με τον άνεμό της και ύστερα κλαψούριζαν ότι κλέβει. Τα μπουλούκια τελείωναν όταν κάποιος χτυπούσε αρκετά για να κλάψει και κατέβαιναν οι μανάδες μαινόμενες ή όταν κατέβαιναν οι μανάδες ωρυώμενες για το σαματά που έσειε το κτίριο και δεν άφηνε τους τουρίστες να κοιμηθουν. Εν τέλει, τα μπουλούκια έληγαν όταν εμφανίζονταν οι μανάδες.
~

Το χαμόγελο της Ιντούν ήταν αμήχανο και εσωτερικά εύχονταν να μοιάζει απλά εξαντλημένο. Διαπίστωνε ότι δε θα μπορούσε να διαχειριστεί επίθεση από αέρος σε αυτή της την κατάσταση αν ο Σίνγκεν αποφάσιζε να της κάνει κανένα αστείο. «Σε ικετεύω Μητέρα» τρεμόπαιξε η καρδούλα της όταν αντίκρισε το ζαβολιάρικο βλέμμα του Σίνγκεν.

11
Σιράν / Απ: Το προσκύνημα της Καταιγίδας: Μέρος 2ο [Σίνγκεν]
« στις: Σεπτέμβριος 14, 2020, 10:05:42 μμ »
Άφησε το χέρι της να γλιστρήσει βαθύτερα στη ζεστή παλάμη του και τον κράτησε σφιχτά με όση δύναμη της απέμεινε. Κοίταζε το Σίνγκεν γεμάτη χαρά και σιγουριά, το έδειχναν τα μάτια της που άστραφταν και το χαμόγελό της, πλατύ ... και παγωμένο σε ένα σημείο.

«Τι είπε μόλις;» σκέφτονταν χαρούμενη και ταυτόχρονα ξαφνιασμένη καθώς συνειδητοποιούσε πως ο Σίνγκεν ξεδίπλωνε τα συναισθήματά του με ειλικρίνεια. Το αναγνώριζε αυτό το βλέμμα όσο της εξηγούσε πως ήθελε να την προστατέψει, ήταν το βλέμμα ενός ατόμου που νοιάζεται βαθιά. «Νοιάζεται ρε Ιντούν!» και το χαμόγελό της ήταν άνθος σαν τα ρόδινα Ιλάλιν.

«Υπάρχει τρόπος,» τον ενθάρρυνε με αποδυναμωμένη φωνή, αλλά με μεγάλη όρεξη να μοιραστεί κάτι που γνώριζε από την προσωπική της εμπειρία με το Σίνγκεν.

«Υπάρχει μία οδός και χιλιάδες μονοπάτια», συνέχισε χωρίς να κομπιάζει «Η οδός είναι χρόνος. Αν θέλεις να βοηθήσεις πραγματικά κάποιον για τον οποίο ενδιαφέρεσαι, καλό θα ήταν να του αφιερώσεις χρόνο. Να εργαστείς μαζί του, να μελετήσεις μαζί του, να μιλήσεις μαζί του, αλλά πάνω από όλα, να τον ακούσεις. Για όσους ενδιαφέρεσαι, πρέπει να τους αφιερώσεις χρόνο εμπιστοσύνης και μάτια παρατήρησης. Κάποια στιγμή θα ανοιχτούν και οι σκέψεις με τις οποίες θα σε εμπιστευτούν θα είναι δώρο τόσο πολύτιμο που κανένας πλούτος δε μπορεί να αγοράσει. Άκου με την καρδιά, παρατήρησε με την καρδιά. Έτσι θα μάθεις πώς να στέκεσαι στο πλάι σαν στήριγμα και όχι σαν εμπόδιο, πώς να παρέχεις μία λέξη, μία φράση που υπενθυμίζει σε αυτούς που νοιάζεσαι ότι μαζί σου είναι ασφαλείς, μπορούν να δοκιμάσουν, μπορούν να πέσουν και να ξανασηκωθούν. Αφουγκράσου και παρατήρησε. Έτσι θα μάθεις πως τρέμει το χέρι της Αλέξα και καίει τα πάντα από φόβο, ενώ ελέγχει τη φωτιά της όταν τυλίγεις απαλά τα χέρια σου στους βραχίονές της και ξέρει ότι την καθοδηγείς. Θα μάθεις πως ο Έλιοτ παράγει καπνό αντί για σπίθες επειδή αγχώνεται και τα καταφέρνει μόνος του στο δωμάτιό του ή όταν κάνουμε ότι δεν τον κοιτάζουμε. Θα γνωρίσεις πως ο Κλέανδρος είναι επιθετικός γιατί θέλει να είναι χρήσιμος και να μοιάσει στους μεγάλους, γι’ αυτό θα του δώσεις αρμοδιότητες ώστε να νιώθει χρήσιμος∙ ότι οι δυνάμεις της Μοργκέιν είναι αποτελεσματικότερες όταν περιβάλλεται από καλαίσθητο περιβάλλον, έτσι θα τη βγάλεις σε όμορφα μέρη∙ ότι η Χελένα νιώθει μειονεκτικά για την καταγωγή της και πως τη βοηθάς όταν την επαινείς∙ ο Ούμπρο θέλει πολύ να δείχνει σκληρός, αλλά θα ήθελε και μια αγκαλιά από την Ιλίντιεν να του πει πως όλα είναι καλά∙πως η Άρντα γκρινιάζει για 6,5 λεπτά ακριβώς και αν της μιλήσεις όπως στους ενήλικες θα κάνει τα πάντα για να σε βοηθήσει∙ πως η Σολ θα σε λοξοκοιτάξει με κάθε μπάλα νερού που φτιάχνει και θα την κρατήσει στον αέρα όταν της κλείσεις το μάτι επαινετικά∙ θα μάθεις πως η Άρυα εκνευρίζεται με την αταξία και ανακουφίζεται όταν βρίσκει το Θεραπευτήριο καθαρό και τακτοποιημένο. Αν παρατηρήσεις καλά, θα μάθεις πως ο Σίνγκεν σοβαρεύει όταν θέλει πραγματικά να πετύχει κάτι, αλλά σπάνια βρίσκει τι θέλει να πετύχει γιατί έχει μάθει να είναι δεύτερος γιος, όπως επίσης ότι μιλάει πολύ και λέει τίποτα, ενώ λέει πολλά εν μέσω της σιωπής μήνες μετά.»

Η Ιντούν σήκωσε ελαφρά το φρύδι και χαμογέλασε πονηρά, ίσως λίγο προκλητικά, σαν να του έλεγε «περίμενες ότι δε θα σε πρόσεχα;» και ολοκλήρωσε τις σκέψεις της

«Ο χρόνος που αφιερώνεις σε κάποιον είναι το κλειδί για να πορευτείς μαζί του.»

12
Σιράν / Απ: Το προσκύνημα της Καταιγίδας: Μέρος 2ο [Σίνγκεν]
« στις: Σεπτέμβριος 01, 2020, 08:20:17 πμ »
Αν μπορούσε να χαρακτηρίσει κάπως το αίσθημα που η γλώσσα της μετέφερε στο φάρυγγα ώστε να γλιστρήσει και στο στομάχι της να αναπληρώσει όσα υγρά της έλλειπαν, θα το ονόμαζε δροσιά. Το νερό που έπινε δεν είχε καμιά ιδιαίτερη θερμοκρασία, νερό πλοίου έπινε, χθεσινό ή προχθεσινό σίγουρα. Ήταν το σώμα της που έκαιγε από κούραση και έκανε το νερό να φαντάζει πιο θελκτικό από την πραγματικότητα. Γεύτηκε τη δροσιά και ευφράνθηκε, όπως ένιωθε το νερό να ταξιδεύει μέχρι την κοιλιά της και να δροσίζει κάθε κύτταρο που άγγιζε στην πορεία του και της ξέφυγε ένας χαμηλόφωνος αναστεναγμός που φανέρωνε την ανακούφιση της, η οποία εμφανίστηκε αργοπορημένη μεν, ιδιαίτερα δυνατή και ετοιμοπόλεμη ενάντια στην κούραση δε. Τα χέρια του Σίνγκεν μαγικό βάλσαμο, έτσι όπως συνδύαζαν φροντίδα και ενδιαφέρον. Θα μπορούσε να γύρει το κεφάλι, έτσι που το μάγουλο να ακουμπάει την παλάμη του και να κοιμηθεί εκεί...

Και ύστερα παρουσίασε πρόσχαρος τον εαυτό του ως καταπραϋντικό. Τα χείλη της Ιντούν, τώρα πια ενυδατωμένα, σχημάτισαν ένα μεγάλο, ζεστό χαμόγελο. Έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή και γέλασε με την καρδιά της. Υπήρχαν στιγμές που ο Σίνγκεν γίνονταν ασυναγώνιστα γλυκός χωρίς να προσπαθεί. Μια τέτοια στιγμή ήταν και το χάδι του στο μέτωπό της. Η Ιντούν έγειρε το κεφάλι προς την κατεύθυνση που τελείωσε το χάδι του, το υποσυνείδητο ζητούσε παρατεταμένα την επαφή και ανακουφίστηκε μόνο όταν το χέρι του επέστρεψε στο δικό της.

«Είμαι πολύ καλά» απάντησε χαμογελώντας με λίγη περισσότερη ζωντάνια πλέον, «Δε χρειάζεται να ανησυχείς, ήταν απλά μια υπερκόπωση.»

«Να ανησυχείς όμως» σκέφτηκε, «για να έχω το άγγιγμά σου κι ας μην το αναζητώ»

Προσπάθησε να αιτιολογήσει την κούραση με λογική.

«Αν το καλοσκεφτείς, είναι φυσιολογικό. Τις τελευταίες τριάντα ώρες χρησιμοποιώ Αιθέρα συχνότερα από την αναπνοή μου, κάποια στιγμή το σώμα μου θα κουράζονταν. Αλλά και πάλι, το ότι χρησιμοποιώ συνέχεια τις δυνάμεις μου δε φταίει από μόνο του. Η αλήθεια είναι πως φοβήθηκα.» τα χαρακτηριστικά της σκλήρυναν. « Από τη στιγμή που βγήκαν οι επιθετικές Μαϊάννες κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα, η δοκιμασία επικίνδυνη, γι’ αυτό και έμενα επάγρυπνη συνεχώς. Περίμενα πως αργά ή γρήγορα, κάτι θα πήγαινε στραβά. Πολλά πράγματα πήγαν στραβά και τα περίμενα, αλλά την τελευταία Μαϊάννα..» κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, «δεν την περίμενα! Σκέφτηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και προσπάθησα να κάνω ότι καλύτερο, χωρίς να κλέψω την ψαριά από το παιδί και χωρίς να το αφήσω να πεθάνει. Μου πήρε όλη μου τη δύναμη να κρατάω συνεχώς την πλεύση του Αιόλου στην επιφάνεια του νερού και ταυτόχρονα να συνδυάζω επιπλέον τεχνικές, να κρατάω την ισορροπία μου και να ελέγχω πόσο κοντά ήταν τα σαγόνια του τέρατος. Ήταν... ήταν συναρπαστικό!»

Τα μάτια της έλαμπαν και η όποια κούραση είχε χαθεί στον ενθουσιασμό του κατορθώματός της. Η ήρεμη και ειρηνική φύση της Ιντούν ήταν πολύ παραπλανητική για όσους δεν τη γνώριζαν καλά. Αν κάποιος την είχε ζήσει μόνο μέσα στην Ακαδημία, δε θα μπορούσε να μαντέψει ότι η γλυκιά και ήρεμη Αλχημίστρια του αέρα και της φωτιάς, διψούσε για περιπέτεια, όπως και τα στοιχεία της. Το χέρι της τυλίγονταν με αυτοπεποίθηση και ενθουσιασμό στο χέρι του Σίνγκεν, στα μάτια της έκαιγαν μικρές φλόγες.

13
Ελεύθερη συζήτηση / Απ: Academy Quiz #1
« στις: Αύγουστος 09, 2020, 10:17:43 πμ »
Φόβος, παρελθοντος, κίνδυνο

Είναι το θέμα του Γκλιριον που συνομιλεί με το Ναρφος/Ναρ και του επιρρίπτει ευθύνες όσο αναρρώνει η Σαγιανε

14
Απόκοσμα χέρια-κλωνάρια κατάπιαν και πάλι το μωρό Ποίμανδρο, παρά τις φωνές της Ιντούν.
Η Πολεμίστρια με τα πύρινα μαλλιά κούνησε το κεφάλι της με ύφος αποδοκιμαστικό.
«Δεν το περίμενα ποτέ, ειδικά από εσένα, ότι θα προτιμούσες ένα αγόρι στη θέση του αδερφού σου.»
«Τι;» αδυνατούσε να κατανοήσει το συμπέρασμα της Πολεμίστριας.
«Πώς ένιωσες όταν προστάτευες το νεαρό σου Βαλησίνο;»
«Ορθά και δεν είναι δικός μου» ανταπάντησε με σταθερότητα η Ιντούν.
«Αξίζει όμως περισσότερη ‘ορθότητα’ από το αίμα σου...»
«Γιατί πρέπει να είσαι αβάσιμη! Αν μπορούσα να ανταλάξω τη ζωή μου με του Ποιμανδράκου θα το έκανα και το ξέρεις!»
«Για εκείνον όμως χρησιμοποίησες τη φωτιά»
«Ήταν ασφαλές!»


~

Η Ιντούν δραπέτευσε από τον κόσμο των ονείρων και επέστρεψε στην πραγματικότητα, η οποία την καλωσόρισε με άγρια σφυροκοπήματα στους κροτάφους και την κορυφή του κεφαλιού της, μυϊκές διαμαρτυρίες από τα πόδια και τα χέρια που αν μιλούσαν θα ούρλιαζαν και μάτια που έκαιγαν. Δεν ήξερε αν το ξύπνημα ή το όνειρο πονούσαν περισσότερο εκείνο το απόγευμα, γνώριζε όμως πως ούτε το κορμί, ούτε το μυαλό της θα την άφηναν σε ησυχία εκείνη την ημέρα.

Ήταν γεγονός ότι πήρε την έκβαση της τελετής επάνω της, αλλά και τι να έκανε; Όσο παρακολουθούσε τη σκιά της τεράστιας Μαϊάννας να μεγαλώνει υπό τις αδίστακτες ακτίνες του ηλίου κατάφερε να υπολογίσει τη δύναμη με την οποία μπορούσε να δαγκώσει ένα ζωντανό πλάσμα. Δεν ήθελε δα και πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ότι η δύναμη των σιαγόνων της ήταν ευθέως ανάλογη των κιλών και του σκελετού της και η σφοδρότητα της επίθεσης εξαρτώταν άμεσα από την ταχύτητα, το μήκος της και την επιπλέον δύναμη που της έδινε το νερό. Με λίγα λόγια, αν η Μαϊάννα έπιανε στο στόμα της το Βαλησίνο Αλχημιστή και οποιονδήποτε άλλο ζωντανό, δε θα είχε μείνει ούτε δείγμα του να επιστρέψει στην ακτή και για την Ιντούν που θεωρούσε αρχή της την προστασία των γύρω της σηκώθηκαν όλα τα κόκκινα σημαιάκια του Ήθεριντ εκείνη τη στιγμή. Προφανώς και θα χρησιμοποιούσε τη Φωτιά! Η πλάτη της αντέδρασε σε εκείνες τις σκέψεις και την κορόιδεψε υπενθυμίζοντάς της ότι αν σκόπευε να χρησιμοποιήσει τη Φωτιά που τόσο πολύ είχε μελετήσει και την κρατούσε κρυφή, καλό θα ήταν να αποκτούσε ακόμη καλύτερη φυσική κατάσταση.

«Η χαρά της Ιλίντιεν» είπε ειρωνικά μια φωνή μέσα της και γέλασε με τα μαρτύρια που την περίμεναν στα χέρια της ξωτικιάς.

Τι ζητούσε το όνειρο πάλι από εκείνη όμως και γιατί την κατέκρινε συνεχώς; Ποιος ο συνεχής συμβολισμός του Ποιμανδράκου; Άκου εκεί να της πει ότι προτιμούσε το Βαλησίνο, ουδέποτε. Τα αδέρφια της θα έσωζε. Τα αδέρφια της, τους μαθητές της, το Σίνγκεν. Όχι το Σίνγκεν, ο Σίνγκεν δε χρειάζονταν σωτηρία, ισάξιο σύμμαχο χρειάζονταν. Στο Σίνγκεν σκόπευε να σταθεί στο πλάι του και να πολεμήσει, αλλά όλες οι σκέψεις επέστρεφαν στη χρήση της Φωτιάς. Σωστά δεν την είχε χρησιμοποιήσει; Την έστειλε κατευθείαν πάνω στο τέρας και το έκανε ψητά φιλετάκια. Τι ακριβώς της έλεγε το όνειρο; Να χρησιμοποιήσει τη Φωτιά πάνω στα κλωνάρια τη στιγμή που ήταν τυλιγμένα γύρω από τον Ποίμανδρο; Ποτέ! Ο λόγος που η Φωτιά παρέμενε κρυφή αποκαλύφθηκε και πάλι στο κεφάλι της που πονούσε ακόμη περισσότερο από την ανούσια σκέψη. Η Φωτιά μπορούσε να βλάψει, γι’ αυτό και τη χρησιμοποιούσε κυρίως αμυντικά.

Ο επόμενος πόνος εκδηλώθηκε σαν σουβλιά. Σταμάτησε να σκέφτεται και άνοιξε τα μάτια με κόπο. Τα πράγματα φαίνονταν κάπως καλύτερα στον πραγματικό κόσμο. Βρίσκονταν πάνω σε ένα πλοίο -πόσο ανακουφιστικά λικνίζονταν- και το χέρι της ήταν ζεστό, μόνο το ένα χέρι, εκείνο στην έξω μεριά. Η Ιντούν γύρισε προς το Σίνγκεν και του χαμογέλασε. Ακόμη και το χαμόγελο προσκαλούσε κάποιο ξεχασμένο σκελετικό μυ να της πει να προσέχει, αλλά είπε νοητικά στους πόνους να το κλείσουν για λίγο και να την αφήσουν να ευχαριστηθεί τη μία και μοναδική στιγμή που χάιδευε τόσο απαλά το χέρι της, ώστε να μπορέσει να το απολαύσει.

«Λίγο νερό σε παρακαλώ,» απάντησε κουρασμένη, με όλη της τη γλυκύτητα και ευγνωμοσύνη παρόλα αυτά «λίγο νερό και το Νικανδράκι μου...» τα λόγια της έσβησαν καθώς έκλεισε και πάλι τα μάτια.

Με τόση κούραση, η Ιντούν ξέχασε να κλείσει τις πόρτες της ψυχής της σε ανεπιθύμητα συναισθήματα που θα την έκαναν να δείχνει αδύναμη ή ότι δεν είχε τον έλεγχο και έτσι, η μελαγχολία τις βρήκε όλες ορθάνοιχτες, παρέλασε σαν βασίλισσα και χτύπησε την Αλχημίστρια με βαμβακερό της γάντι στα μούτρα ανενόχλητη.

Ο Νίκανδρος είχε ιδιαίτερη θέση στην καρδιά όλων γιατί ήταν γεννημένος Θεραπευτής. Παρόλο που δεν είχε μπει καν στην Ακαδημία ακόμη, ήταν τόσο καλός και γλυκός, τόσο ήρεμος, η προσωποίηση της αγνότητας. Είχε μια τεράστια και ζεστή καρδιά που χωρούσε όλους και ζέσταινε τα λόγια και τα χέρια του. Δεν είχε παρά να χαϊδέψει τα μαλλιά των αδερφών του για να τους κάνει να νιώσουν καλύτερα. Σε ένα σπίτι που η Ιντούν ήταν ο διανομέας τρυφερότητας και αγκαλιάς, η ανάγκη της για το άγγιγμα του μικρού Νίκανδρου τον εξύψωνε σε αγγελικά επίπεδα.

Ναι, η Ιντούν ήθελε μια ζεστή ζεστή αγκαλιά να κουρνιάσει και να κοιμηθεί, μια αγκαλιά που θα της έδιωχνε τις κακές σκέψεις, θα την επαναφόρτιζε και την επόμενη μέρα θα ήταν και πάλι μάχιμη. Το άγγιγμα, το χάδι, γενικότερα η επαφή ήταν σημαντικό μέρος της ζωής των Ιντούν, ο κύριος τρόπος για να δείξουν ότι νοιάζονται ο ένας για τον άλλο και δεν το τσιγκουνεύονταν. Μήνες πριν που συναντήθηκε με τα αδέρφια της στη Νεδάρ, τη γέμιζαν φιλιά και αγκαλιές για να την καλωσορίσουν και να της δείξουν πόσο τους έλλειψε παρόλο που είναι μεγάλοι άνδρες πλέον. Τα μικρά τους αδέρφια φρόντιζαν να κρατούν επαφή με τα μεγαλύτερα και γι’ αυτό ήταν συνέχεια στην αγκαλιά τους, ήταν ο τρόπος τους να δείξουν πόσο πολύ αγαπιούνται. Ακόμη και τα βράδια που κοιμόταν όλοι μαζί φρόντιζαν να είναι σε απόσταση αγγίγματος η μία από τους άλλους. Το άγγιγμα για τα αδέρφια Ιντούν λειτουργούσε ως συναισθηματική σύνδεση και φορέας αγάπης μεταξύ τους, γι’ αυτό και οι άπειρες μυστικές χειραψίες τους. Βέβαια, η Αιολίδα σπάνια έδειχνε ότι είχε ανάγκη από μια αγκαλιά και σίγουρα δε θα το εξέφραζε τώρα. Είχε μάθει να μη ζητάει, γιατί ήξερε ότι κάποιος άλλος είχε πάντα μεγαλύτερη ανάγκη να ζητήσει τη δική της τρυφερότητα και δεν ήθελε να επιβαρύνει με εγωιστικά θέλω. Είχε συνείδηση ότι όδευαν προς μία δοκιμασία σημαντική για το Σίγνκεν και δε σκόπευε να παραπονεθεί ή να αφήσει να φανεί η μελαγχολία της στο κατώφλι του κινδύνου.

Τα πόδια της πονούσαν από τις κράμπες. Βρήκαν κι αυτά στιγμή!

15
Ανέκαθεν, προτέρημα της Αλχημείας του Αέρα ήταν η πτήση ή η ικανότητα στάσης σε υψόμετρο άφταστο από ζωντανά άτομα, εκτός κι αν πετούσαν. Ας μη γελιόμαστε, οι Αλχημιστές του Αέρα έχουν πάντα τις καλύτερες ιστορίες να διηγηθούν γιατί απλά, έχουν πάντα την καλύτερη θέα.

Η παραλία του νησιού με την κατάχρυση άμμο της υφαίνονταν με τους αφρούς των κυμάτων στον αργαλειό της γης. Της έπαιρνε αιώνες να υφάνει, στο έργο της γεννιόταν και εξανεμίζονταν αμέτρητες γενιές ζωής. Πότε θα τελειώσει αυτό το έργο παραμένει άλυτο μυστήριο μιας και η αδερφή της Μητέρας, η Ωκεανία, υφαίνει το δικό της εργόχειρο ξυλώνοντας κλωστίτσες της γης. Έτσι, κάθε γενιά ζωντανών αντικρίζει μανάχα ένα στιγμιότυπο του ανταγωνισμού του και αυτό είναι μοναδικό γιατί το υφαντό μεταβάλλεται συνεχώς.

Οι νεαροί Βαλησίνοι Αλχημιστές και Πολεμιστές ζωγράφιζαν τα προσωπικά τους σχέδια στα σύνορα των δύο υφαντών. Από το ύψος που στέκονταν η Ιντούν φάνταζαν πανέμορφα αν και παροδικά. Η παροδικότητα καθ’ εαυτή έκρυβε μια ομορφιά από μόνη της όμως. Ήταν πολύτιμη εξ’ αιτίας εφημερίας της. Μια ματιά και περνούσε στην ιστορία, φυλάσσεται στις μνήμες και δίνει τη σκυτάλη στην επόμενη στιγμή. Θησαυρός πολύτιμος.

Οι συμμετέχοντες απλώθηκαν σαν το αλάτι που διαλύθηκε στη θάλασσα. Σχεδόν οι μισοί προτίμησαν να μείνουν στις εξέδρες και τις προεκτάσεις τους. εκείνη η θέση θα τους εξασφάλιζε σταθερότητα και ασφάλεια, αλλά κρίνοντας από το βάθος, η Ιντούν αμφέβαλλε για τη σπανιότητα των θηραμάτων που ανέμεναν. Οι υπόλοιποι σάλπαραν. Άλλοι με βάρκες, άλλοι με κανό, μερικοί τολμηροί, ανάμεσά τους και ο Χάκα Νάτου-αλ, καβάλησαν παραδοσιακές σχεδίες από ελαφρύ καλάμι με σκληρή πέτσα και έπλευσαν στα βαθιά. Η Ιντούν χάρηκε με την απόφασή της να πετάξει. Αναμφισβήτητα επισκοπούσε την ακτή σε όλη της την έκταση. Όλοι οι συμμετέχοντες βρίσκονταν στο οπτικό της πεδίο και η ορθότητα της απόφασής της τη γέμιζε με την απαραίτητη αυτοπεποίθηση. Αν –και εφόσον- χρειάζονταν να παρέμβει με κάποιο τρόπο, θα βρίσκονταν σε απόσταση βολής.

Σφύριξαν οι πετονιές που έσκιζαν τον αέρα. Η κίνησή τους κατέληγε σε υπόκωφους παφλασμούς κάθε φορά που το αγκίστρι με το δολωμένο τιτόκι άγγιζε την επιφάνεια της θάλασσας. Τα δολώματα βυθίστηκαν αργά. Ησυχία αναμονής στους νεαρούς ψαράδες. Η Ιντούν παρατήρησε τον εξοπλισμό τους και είδε τους κουβάδες με το δόλωμα, στο οποίο, ο Σίνγκεν και εκείνη είχαν συνδράμει δραστικά και ένα μακρύ καμάκι. Όλα φαίνονταν ίδια από ψηλά και σίγουρα, το κοινό τους χαρακτηριστικό ήταν η μύτη τους, κατασκευασμένη από ηφαιστειακή πέτρα. Η Ιντούν σκέφτηκε πως θα πρέπει να ήταν κατάλληλη για να διαπερνά τη σκληρή επιδερμίδα της Μαϊάννα και σε λίγο θα διαπίστωνε πως είχε δίκιο.

Η Ιντούν πέρασε ένα δεκάλεπτο να παρατηρεί τις κινήσεις των συμμετεχόντων και την ανταπόκριση του νερού. Σε όλη τη διάρκεια της αναμονής, οι νεαροί Βαλησίνοι άλλαζαν θέση, μετακινώντας αργά την πετονιά τους, προσομοιάζοντας τις κινήσεις των τιτόκι κάτω από το νερό και να προκαλέσουν αντανακλάσεις που θα προσέλκυαν τα ιερά τέρατα. Δειλά, οι πρώτες Μαϊάννες πλησίασαν την ακτή. Το μόνο που φαίνονταν από ψηλά ήταν υδάτινα σουλατσαρίσματα γεμάτα ανεμελλιά και βενθική καθοδήγηση, μέχρι που η επιφάνεια φάνηκε να φουσκώνει και η πρώτη ραχοκοκαλιά αναδύθηκε. Οι Μαϊάννες επέστρεψαν στο βυθό σε μια προσπάθεια να κοροϊδέψουν τα θηράματά τους και η Ιντούν τις έβλεπε σκοτεινές, φιδογυριστές σκιές που ελόχευαν. Κάποιες πλησίασαν στην ακτή, έφεραν κύκλο ως τις προβλήτες και έκαναν να απομακρυνθούν. Σπασμωδικά κυμάτα, σαν ανήλικα πλατσουρίσματα άφρισαν κοντά στην προβλήτα και οι πρώτες Μαϊάννες, μπλε και πράσινες, ξεπήδησαν από το νερό, καθώς καταβρόχθιζαν τα θηράματά τους σαν σωστοί κυνηγοί. Οι ψαράδες τράβηξαν τις πετονιές καταπάνω τους με δύναμη και όσες Μαϊάννες πιάστηκαν στα αγκίστρια παρασύρθηκαν κι αυτές, καθώς αντιστέκονταν λαίμαργα στην αιχμαλωσία τους. Οι τυχεροί Βαλησίνοι άρπαξαν το καμάκι και το έμπηξαν ανάμεσα στα μάτια των ιερών ζώων με χειρουργική ακρίβεια. Η Ιντούν έφτασε γρήγορα στο μέρος τους και σήκωσε το γρήγορα το χέρι, ενώ ανακοίνωνε φωναχτά τα χρώματα. Όσους άγγιξε στον ώμο πήραν τις Μαϊάννες τους και κατευθύνθηκαν προς τον τελετάρχη, οι υπόλοιποι συνέχισαν. Με μία ματιά που έριξε που στα ζωντανά, η Ιντούν ενθουσιάστηκε και απογοητεύτηκε ταυτόχρονα. Οι Μαϊάννες ήταν πανέμορφες όπως τις περιέγραφαν, σώματα δυνατά και ευκίνητα, σαν υγρό κυπαρρισί και μπλε που έρρεε με το φως του ήλιου. Κάθε ένα από την ψαριά ζύγιζε σίγουρα ενάμισι κιλό, αν όχι περισσότερο και είχαν μήκος σχεδόν ένα μέτρο, δηλαδή, για να τραβηχτεί ένα τέτοιο ζώο στη στεριά απαιτούνταν σημαντική δύναμη και συντονισμός. Τους θαύμασε, αλλά δεν ξέχασε να σημειώσει ότι αυτοί οι Βαλησίνοι αρέσκονταν στο δράμα, μιας και τα πρώτα ζώα που είδε δεν είχαν καμία σχέση με το τελετουργικό τέρας που αντίκρισε την προηγούμενη νύχτα.

Πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και ενώ η Ιντούν πρόσεχε τους εναπομείναντες συμμετέχοντες, κάποια από τα αγόρια σήκωσαν το χέρι τους σε ένδειξη παραίτησης και αποχώρησαν. Η Ιντούν πλησίασε γρήγορα και είδε ότι τους είχε τελειώσει το δόλωμα. Τους συνεχάρη για την προσπάθειά τους και τους άφησε να φύγουν πριν επιστρέψει στα βαθιά, όπου πλέον είχε μείνει το ένα τρίτο των συμμετεχόντων. Ο Χάκα Νάτου-αλ δεν έδειχνε σημάδια κινητοποίησης πάνω στη σχεδία του. Της έκανε εντύπωση αρχικά, αλλά η Ιντούν διαπίστωσε πως η δοκιμασία ήταν σχεδιασμένη να κρατήσει λίγο. Κάθε συμμετέχων είχε στη διάθεσή του μόνο πέντε τιτόκι και όφειλε να τα χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά, όπως έμοιαζε να κάνει το «κοκόρι».

Οι Μαϊάννες κινήθηκαν βαθύτερα, εκεί που τις περίμεναν διεσπαρμένα γύρω στα είκοσι άτομα με τα πλεούμενά τους. Πρέπει να λαχταρούσαν πολύ τα τιτόκι, γιατί τα άλματα  και οι αψιμαχίες τους κάτω και πάνω από το νερό έμοιαζαν περισσότερο με παιχνίδι με επιβολής και επιβίωσης, παρά με χορό της θάλασσας. Απογοητευμένες φωνές ακούστηκαν και η Ιντούν χαμήλωσε για να αγγίξει τους ώμους Βαλησίνων με άδειους κουβάδες, για να τους κατευοδώσει με τα ανάλογα συγχαρητήρια. Ο Χάκα Νάτου-αλ και μερικοί ακόμη παρέμεναν ατάραχοι. Μια πετονιά τσίμπησε γερά και ο νεαρός Βαλησίνος πανηγύρισε τη νίκη του, βάζοντας όλη του τη δύναμη να τραβήξει τη Μαϊάννα. Τα επιφωνήματα μετατράπηκαν σε τρομαγμένη κραυγή γρηγορότερα από όσο θα έπρεπε. Η Ιντούν γύρισε προς το μέρος του με όλη της την ταχύτητα. Από τη βάρκα του ακούστηκε ένα ανησυχητικό «κρακ». Οι μωβ Μαϊάννες είχαν μπει στο παιχνίδι και οι ψαράδες έμοιαζαν να αναθαρρούν, αλλά η Ιντούν τους φώναξε από ψηλά να προσέχουν περισσότερο, αφότου είδε τη βάρκα του νεαρού να ραγίζει και τη μπλε Μαϊάννα του να τεμαχίζεται στα δυο από το μωβ θηρευτή που έφτανε τα δύο μέτρα.

«Μάλλον δεν υπερέβαλαν.» σκέφτηκε η Ιντούν και αναρωτήθηκε κατά πόσο ήταν σφαλές το «παιχνίδι» των Βαλησίνων απέναντι σε τόσο δυνατούς αντιπάλους. 

Οι Βαλησίνοι δόλωσαν ξανά και πέταξαν. Αυτή τη φορά, η ψαριά ήταν πεδίο μάχης. Μικρές Μαϊάννες κινήθηκαν προς τα τιτόκι σε ομάδες των τριών ή τεσσάρων σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τις μωβ που είχαν το συγκριτικό πλεονέκτημα και άνοιγαν τα σαγόνια τους γρήγορα για να αρπάξουν ότι μπορέσουν. Οι Βαλησίνοι το εκμεταλλεύτηκαν και τράβηξαν. Πολλοί έχασαν την ισορροπία τους, καθώς οι μωβ Μαϊάννες όρμηξαν χωρίς να φοβούνται. Μία από αυτές που επιτείθονταν από το κέντρο του σχηματισμού ξέσκισε δυο μπλε και κινήθηκε προς το τιτόκι του ψαρά που μόλις είχε αγγίξει το νερό. Δεν το έφτασε ποτέ. Με ένα γδούπο, άλλη μια μωβ της κατάφερε μια δυνατή κεφαλιά, κουνώντας επικίνδυνα τη βάρκα. Ο Βαλησίνος τράβηξε και ελίχθηκε, κατευθύνοντας τη νικήτρια μωβ προς την κατεύθυνση που ήθελε. Όσοι αποφάσισαν πως οι μωβ ήταν για εκείνους έκαναν το ίδιο σε μια προσπάθεια να αποσυμφορήσουν την περιοχή. Ο Χάκα Νάτου-αλ περίμενε ήρεμος.

Ο Βαλησίνος με τη ραγισμένη βάρκα δεν το έβαλε κάτω. Δεν ενέδωσε ούτε και το σκαρί του. Στον κουβά του είχαν μείνει δύο τιτόκι ακόμη, τα οποία δόλωσε γρήγορα σε διπλό αγγίστρι και τα έριξε στη θάλασσα με γρήγορους ελιγμούς. Είχε εγκαταλείψει την ιδέα της πράσινης και πήγαινε για μωβ Μαϊάννα. Αν και η κορμοστασιά του φαινόταν αδύναμη, το ταπεραμέντο του φώναζε πως βρίσκονταν εκεί για να νικήσει. Το ζωντανό μυρίστηκε φρέσκο μεζέ και επιτέθηκε, αλλά ο Βαλησίνος άνοιξε την παλάμη του αριστερού του χεριού και η πορεία της βάρκας άλλαξε. Ήταν Αλχημιστής του νερού λοιπόν. Άλλοι τον μιμήθηκαν. Ένας ένας, οι κυνηγοί άρχισαν να απομακρύνονται, παρασύροντας τις λίγες, αλλά δυνατές μωβ Μαϊάννες προς την ανοιχτή θάλασσα. Μια κραυγή ακούστηκε και η Ιντούν είδε το νερό να ορθώνεται αφύσικα ψηλά. Ο νεαρός Βαλησίνος χρησιμοποίησε τα κύματα για να βγάλει τη Μαϊάννα στον αέρα. Φώναξε με όλη του τη δύναμη στην τοπική διάλεκτο, ενώ φαίνονταν να ζορίζεται. Οι άκρες δύο κυμάτων μετατράπηκαν σε παγωμένα καρφιά που διαπέρασαν τη Μαϊάννα, χαρίζοντάς του τη νίκη. Η Ιντούν τον άγγιξε. Κι άλλοι αδειανοί κουβάδες. Ο Βαλησίνος με τη ραγισμένη βάρκα κρατούσε γερά, ενώ ο Χάκα Νάτου-αλ τον παρατηρούσε από το πόστο του. Ο νεαρός ακολούθησε τη συνταγή των υπόλοιπων Αλχημιστών και σήκωσε τη μωβ Μαϊάννα ψηλότερα από το νερό, ενώ τραβούσε με την πετονιά του. Η Ιντούν κάρφωσε τα μάτια της επάνω του, καθώς επανέλαβε την ακολουθία κινήσεων και ξορκιών που σε άλλον έφεραν τη νίκη. Μάταια. Τα κύματα δεν έγιναν ποτέ πάγος και η μωβ σμέρνα των δύο μέτρων έσκασε πάνω στη βάρκα, θρυματίζοντάς την σε δεκάδες κομμάτια που εκσφενδονίστηκαν στον αέρα, όπως και ο Βαλησίνος.

«Είμαι καλά!» φώναξε στην Ιντούν που ετοιμάστηκε να πετάξει προς το μέρος του, αλλά η Ιντούν γούρλωσε τα μάτια.

Η Μαϊάννα και τα συντρίμια άρχισαν να βυθίζονται, αλλά τη στιγμή που ο Βαλησίνος ξεκίνησε την κάθοδο, το νερό ανασηκώθηκε βίαια, με ένα δυσοίνωνο παφλασμό. Μία χρυσή Μαϊάννα ξεπετάχτηκε από το πουθενά σε όλο της το μεγαλείο και με τα σαγόνια τεντωμένα, στόχευε προς το νεαρό Αλχημιστή.
«Πλεύση του Αιόλου!» Η Ιντούν δε δίστασε ούτε δευτερόλεπτο. Γλίστρησε προς το Βαλησίνο με μεγάλη ταχύτητα και τον άρπαξε στον αέρα, πριν τον προφτάσει αυτός ο νέος αντίπαλος, που αποσύρθηκε στο βυθό μετά την αποτυχημένη του προσπάθεια.

«Άσε με!» διαμαρτυρήθηκε ο Αλχημιστής, αλλά η Ιντούν τον έβαλε γρήγορα σε ένα κομμάτι ξύλο που επέπλεε και τον έστειλε με ένα δυνατό ρεύμα αέρα στη στεριά.

Πριν προλάβει να διαμαρτυρηθεί άλλο τον κατέβασε και τον έσπρωξε προς τον τελετάρχη. Ο γέρος της κούνησε το κεφάλι αρνητικά.

«Όχι Κάλα μαβ Σιάνα» της είπε ήρεμα, «μην πας αντίθετα στο κύμα»
«Θα πέθαινε!» του απάντησε έντονα η Ιντούν βλέποντας την πραότητα του γέρου.
«Γενναία» συμπλήρωσε εκείνος, «θέλημα της Ωκεανίας»
Η Ιντούν σοκαρίστηκε. Εχθές συζητούσαν για πειρατές, δε μπορούσε ένα τέτοιο νησί να σπαταλά δυναμικό όπως οι νέοι του για μια χαζοτελετή.
«Το νησί τους χρειάζεται ζωντανούς για να προστατεύουν τις οικογένειές τους, όχι νεκρούς και ανάπηρους!» Το κοινό την κοίταζε άναυδο.
Ο γέρος, ακόμη πράος, κούνησε και πάλι αρνητικά το κεφάλι.
«Κάλα μαβ Σιάνα αυτοί είναι οι κανόνες.»
«Όσο είμαι κριτής, οι κανόνες λένε ότι οι συμμετέχοντες δεν πεθαίνουν! Θα μπορούσε να είναι ο εγγονός σου!» φώναξε η Ιντούν και ξαναπέταξε προς τη θάλασσα, όπου το μυαλό της βρίσκονταν στην ασφάλεια των συμμετεχόντων. Είχε πάρα πολύ καιρό να νευριάσει, αλλά δεν την ένοιαζε. Αυτή η δοκιμασία δε θα εξελίσσονταν σε αιματοχυσία.

Της πήρε περισσότερη ώρα να φτάσει τους εναπομείναντες τρεις, από ότι υπολόγιζε και διαπίστωσε ότι ήταν προχωρήσει βαθύτερα. Οι υπόλοιποι, είτε με μωβ και χρυσές Μαϊάννες καμακωμένες, είτε με τα χέρια άδεια επέστρεφαν στην ακτή. Ο Χάκα Νάτου-αλ κάθονταν κάτω από τον ήλιο. Η Ιντούν πρόσεξε και πάλι τα περίπλοκα τατού που ξεκινούσαν από τους καρπούς, κάλυπταν όλο το στήθος και την πλάτη και κατέληγαν στο λαιμό. Αυτή τη φορά, το μάτι της έπεσε στην πλάτη του, την οποία κάλυπτε από άκρη σε άκρη το έμβλημα των Βαλησίνων. Εγγεγραμμένο κοχύλι και λοξή τρίαινα σε κύκλο, εγγεγραμμένος Αλχημικός κύκλος στο κοχύλι. Η Ιντούν διαπίστωσε ότι τους άρεσαν πολύ τα εγγεγραμμένα πράγματα, για παράδειγμα, εγγεγραμμένα τατουάζ σε δέρμα.

Οι χρυσές Μαϊάννες επιτέθηκαν και πάλι στα δολωμένα τιτόκι, αλλά οι Αλχημιστές που έμειναν ήταν πολύ δυνατότεροι και πιο έμπειροι από τους προηγούμενους. Η θάλασσα τραβήχτηκε στο τράβηγμά τους και οι θηρευτές έχασαν τον προσανατολισμό τους, καθώς οι ψαράδες έπαιζαν με τα θαλάσσια ρεύματα σαν να ήταν παιχνίδι. Οι θαλάσσιοι κυνηγοί ανασυγκροτήθηκαν και οι Αλχημιστές ετοίμασαν την επόμενη κίνησή τους. Κράτησαν τα δολώματά τους με δεξιοτεχνία, ενώ προσπαθούσαν να εξαντλήσουν τις Μαϊάννες σε ένα χορό επιδέξιων χειρισμών της υδάτινης θεάς. Εκεί που οι ένοικοι του βυθού έπαιρναν το πάνω χέρι, οι Αλχημιστές συγκεντρώνονταν για να εξαπολίσουν το επόμενο ξόρκι τους κι εκεί που οι Βαλησίνοι επιστράτευαν τις μαχητικές τους γνώσεις, οι χρυσές Μαϊάννες εκμεταλλεύονταν το φυσικό τους περιβάλλον. Χερσαίοι και θαλάσσιοι θηρευτές βρίσκονταν σε εύθραυστη ισορροπία.

Τα νερά ηρέμησαν αναπάντεχα και οι Αλχημιστές έμειναν να κοιτάζουν αποσβολωμένοι. Οι Μαϊάννες δεν κινούνταν πια. Το κύμα ανασηκώθηκε και πάλι, καθώς μια χρυσή Μαϊάννα τινάχτηκε προς τα δολωμένα τιτόκι ενός Αλχημιστή. Εκείνος τράβηξε, ενώ φώναζε με ενθουσιασμό που έμελλε να σβήσει. Πριν προλάβει να πιάσει το καμάκι του, η θάλασσα αναταρράχτηκε σαν να χτύπησε το βυθό μικρός σεισμός. Η πετονιά του σκίστηκε σαν να ήταν από χαρτί και η σχεδία του βυθίστηκε μερικώς και ύστερα τινάχτηκε στον αέρα, πετώντας τον Αλχημιστή προς την κατεύθυνση της στεριάς. Ευτυχώς σε εκείνη τη μεριά υπήρχαν κι άλλοι συμμετέχοντες που τον έπιασαν όπως όπως και τον περιμάζεψαν. Πριν προλάβει να τους πει τίποτα η Ιντούν, οι νεαροί Βαλησίνοι σήκωσαν τα χέρια σε ένδειξη ήττας και απομακρύνθηκαν. Ο Χάκα Νάτου-αλ σηκώθηκε.

«Δε μπορεί,» σκέφτηκε η Ιντούν από ψηλά και ανοιγόκλεισε τα μάτια για να συνειδητοποιήσει ότι το σύγκρυο που τη διαπέρασε ήταν αληθινό.

Λίγα μέτρα μπροστά, μια ιριδίζουσα ραχοκοκαλιά κυμάτισε αγέρωχα σαν φίδι που παραμόνευε το θήραμά του. Αυτή η ραχοκοκαλιά δεν έμοιαζε με όσα είχε δει μέχρι στιγμής η Ιντούν. Τα αγκάθια στην κορυφή της ήταν πολύ μεγαλύτερα ακόμη και από τις χρυσές Μαϊάννες και η φιγούρα του έμοιαζε ατέλειωτη. Με ένα γιγάντιο παφλασμό, η ιριδίζουσα Μαϊάννα δήλωσε την παρουσία της αλαζονικά. Η Ιντούν πήρε μια βαθιά ανάσα και προετοιμάστηκε νοητικά για την επερχόμενη μάχη.

Σε πλήρη πνευματική διαύγεια, ο Χάκα Νάτου-αλ δόλωσε δύο τιτόκι με απίστευτη επιδεξιότητα και ταχύτητα και πέταξε την πετονιά με όλη του τη δύναμη. Για λίγα δευτερόλεπτα επικράτησε σιγή. Ο Βαλησίνος τράβηξε στα δεξιά και τότε, σαν να είχε κληθεί από την άβυσσο, η ιριδίζουσα Μαϊάννα ξεπετάχτηκε για να αρπάξει τα ψάρια. Βυθίστηκε γρήγορα, αφότου τη χτύπησε ένα δυνατό κύμα που ο Αχλημιστής είχε σηκώσει. Τράβηξε και πάλι, περιμετρικά της σχεδίας. Ο βυθός σάλεψε, το ίδιο και ο Χάκα Νάτου-αλ. Αφροί ξεπετάχτηκαν από παντού.

Η Ιντούν δεν είδε τίποτα, το μόνο που κατάφερε να δεί ήταν μία μαύρη σκιά και δόντια, πολλά και κοφτερά δόντια. Το θηρίο των βυθών άνοιξε τα σαγόνια του καταπίνοντας τα δύο τίτοκι του Αλχημιστή και σχεδόν όλη του την πετονιά σαν να μην υπήρχε. Έκλεισε το στόμα με τις παλάμες για να μην επέμβει, καθώς είδε το Χάκα Νάτου-αλ να κάνει ένα βήμα πίσω, πιο σίγουρος από ποτέ και να δολώνει τα εναπομείναντα τρια τίτοκι.

«Τη δοκίμαζε! Θα μας τρελάνει!» ούρλιαζε το μυαλό της Ιντούν και εύχονταν να υπήρχε ένας γρήγορος τρόπος να τελειώσει αυτό το μαρτύριο που οι Βαλησίνοι απολάμβαναν.

Στην πραγματικότητα, η Ιντούν έβλεπε κάθε κίνηση της Μαϊάννα από ψηλά και μπορούσε να υπολογίσει τη χρονική στιγμή που θα έβγαινε στην επιφάνεια, σύμφωνα με την ώρα και τη γωνία που θα εμφανίζονταν η σκιά της. Αν του φώναζε αυτές τις πληροφορίες, η δοκιμασία θα τελείωνε γρηγορότερα. Δεν ήταν όμως η θέση της και σίγουρα, το κοκόρι δε θα το δέχονταν με τίποτα.

Το τριπλό δόλωμα έφυγε προς τη θάλασσα και αυτή τη φορά, ο χειρισμός των κυμάτων έγινε με χρήση Αλχημείας. Μαγική δύναμη, να σε τι διέφερε ο Χάκα Νάτου-αλ από τους υπόλοιπους Αλχημιστές της φουρνιάς του και τον έκανε αρχηγό. Ο τρόπος που χειρίζονταν τα ρεύματα, η συχνότητα που έφερνε τα κύματα, το ύψος και το πάχος στο οποίο τα επικαλούνταν τον τοποθετούσε σε εντελώς διαφορετική κλάση από οποιονδήποτε άλλο στο σύμπλεγμα Γκαγκτ’ιν. Η Ιντούν δε μπόρεσε παρά να θαυμάσει το ζήλο με τον οποίο πάλευε να κατευθύνει ένα τέτοιο θηρίο.

Η Μαϊάννα πήγε να επιτεθεί, αλλά ο Χάκα Νάτου-αλ δημιούγησε μια μεγάλη δίνη που της έκοψε τη φόρα και του εξαγόρασε λίγο ακόμη χρόνο. Οι κινήσεις του φαίνονταν να πετυχαίνουν. Το θηρίο επιτέθηκε με ανανεωμένη δύναμη, αυτή τη φορά όμως, ο Βαλησίνος που είχε προβλέψει τον εκνευρισμό του, το άφησε να βγει από το νερό. Η Μαϊάννα, με το μεγάλο κεφάλι της αναδύθηκε με φόρα που μόνο το δικό της βάρος μπορούσε να εξασφαλίσει. Το μισό της σχεδόν μήκος είχε βγει στον αέρα και η Ιντούν ορκίζονταν πως αυτός ο πανέμορφος εφιάλτης ήταν ορατός από την ακτή. Χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο, ο Χάκα Νάτου-αλ γράπωσε το καμάκι του και καβάλησε το κύμα. Με το αριστερό του χέρι το ύψωσε ψηλότερα, έτσι που του έδωσε αρκετή φόρα να αναπηδήσει πάνω στη Μαϊάννα. Προσγειώθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Παρά την κίνησή της, πάτησε γερά και με μία σίγουρη κίνηση κάρφωσε το καμάκι βαθιά, ανάμεσα από τα μάτια της. Δε συνέβη τίποτα. Η Μαϊάννα τινάχτηκε βίαια πέρα δώθε και προσπάθησε να αποτινάξει τον ενοχλητικό Βαλησίνο από πάνω της, ενώ η Ιντούν είχε ασπρίσει από το κακό της.

«Την εξαγρίωσε!»

Η Μαϊάννα βούτηξε παρασύροντας το Βαλησίνο κάτω από την επιφάνεια του νερού και η Ιντούν ήταν έτοιμη να παρέμβει, αλλά θυμήθηκε πως οι Βαλησίνοι μπορούσαν να μείνουν κάτω από την επιφάνεια πολύ περισσότερο από τις υπόλοιπες φυλές. Μέχρι να σκεφτεί, το θηρίο τινάχτηκε και πάλι έξω από το νερό σφαδάζοντας. Ο Χάκα Νάτου-αλ παρέμενε σφιχτά γραπωμένος από το τεράστιο καμάκι του, επιβιώνοντας σε αυτό το υδάτινο ροντέο με όλες του τις ψυχικές δυνάμεις. Πριν το τέρας κατέβει προς την επιφάνεια της θάλασσας, παγωμένες στήλες υψώθηκαν από τα δεξιά και τα αριστερά και χτύπησαν το χτύπησαν με δύναμη που αντανακλούσε τη θέλησή του να κερδίσει. Η Μαϊάννα πληγώθηκε πραγματικά αυτή τη φορά, το αίμα στην επιφάνεια της θάλασσας το μαρτυρούσε. Προσπάθησε να ξεφύγει προς την ακτή. Ξεκίνησε τον απελπισμένο καλπασμό της συνεχίζοντας τα βίαια τινάγματα. Δεν ήξερε αν υπήρχε μόνο το καμάκι ή και κάποιος άλλος στο κεφάλι της, αλλά αγωνιούσε να τα ξεφορτωθεί πάση θυσία. Η Ιντούν ακολούθησε κατά πόδας και ήλπιζε να μην ξεβραστούν με όλη αυτή τη φόρα στην ακτή και τραυματίσουν κόσμο. Μαϊάννα και Βαλησίνος βυθίστηκαν ξανά και αναδύθηκαν πάλι. Αυτή τη φορά, το θηρίο δεν σηκώθηκε το ίδιο ψηλά, δείχνοντας ότι έχανε δύναμη και ταχύτητα από τα τραύματα και τα ρηχότερα νερά, σιγά σιγά, ο Αλχημιστής την παγίδευε. Την κατάλληλη στιγμή ετοιμάσε κι άλλο πάγο με τον οποίο θα τρυπούσε τον αντίπαλό του, όμως η Μαϊάννα δεν είχε πει την τελευταία της λέξη. Το ζωντανό πέταξε το Χάκα Νάτου-αλ από τη ράχη του με μία απότομη κίνηση και ο Βαλησίνος επικαλέστηκε το κύμα. Όμως το κύμα δεν τον άκουσε. Το θηρίο στράφηκε προς τον ενοχλητικό του αντίπαλο και άνοιξε με μένος τα σαγόνια του, όσο βρίσκονταν και οι δύο στον αέρα.

«ΦΡΑΓΜΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ!»

Η Ιντούν εξαπέλυσε ένα παχύ τοίχο αέρα πάνω στο Βαλησίνο που τον έστειλε μακριά από τη Μαϊάννα, τη στιγμή που εκείνη έκλεινε τα σαγόνια της. Γλίστρησε πάνω στον αέρα που εξαπέλυσε και απέφυγε τη Μαϊάννα, αφού έκανε μισή περιστροφή γύρω της και έφτασε τον Αλχημιστή πριν πέσει στο νερό. Τον έπιασε από το μπράτσο στον αέρα και ένα συννεφάκι ήρθε να τον στηρίξει, καθώς η Ιντούν δε θα μπορούσε να τον κρατήσει σε καμία περίπτωση. Η Μαϊάννα τώρα εντόπισε την Ιντούν. Το τέρας βυθίστηκε για να πάρει φόρα και επανέλαβε την κίνησή του, απελευθερωμένο από ένα βάρος. Η Ιντούν την απέφυγε, αλλά το τέρας έστρεψε το κεφάλι του δεξιά, επιχειρώντας να δαγκώσει την Ιντούν. Η Αλχημίστρια του Αέρα είχε ήδη απλώσει τα χέρια.

«Μπάλα φωτιάς!»

Η φλεγόμενη μπάλα που εξαπολύθηκε από τις παλάμες της είχε διάμετρο σχεδόν όσο και το κεφάλι του θηρίου και έκαιγε όσο και ο θυμός της Ιντούν, ο οποίος είχε φτάσει σε ανεξερεύνητα επίπεδα. Το τέρας ανέκοψε την πορεία του καθώς χτυπήθηκε από το θανάσιμο εχθρό του και αποσύρθηκε στη θάλασσα για άλλη μια φορά, ώστε να καταπραΰνει το τραύμα στα σαγόνια του.

«Τώρα είναι ευκαιρία σου!» φώναξε χωρίς να γυρίσει προς το Βαλησίνο που την κοίταζε αποσβολωμένος. Δεν υπήρχε αυτή η φωτιά την προηγούμενη νύχτα, αν και δυνατή, δε φαντάζονταν ποτέ ότι θα αντιμετώπιζε κατά μέτωπο μία ιριδίζουσα Μαϊάννα.  Η Ιντούν είχε εξυψωθεί σε ημιθεϊκά επίπεδα για το Χάκα Νάτου-αλ.

«Δε...φοβάσαι...» κατάφερε να ψελίσσει, φανερά κουρασμένος.
«Μπροστά στην εκπαιδεύτρια που έχω, ένα ψάρι δεν είναι ικανό να με φοβήσει.»

Το σαγόνι του Χάκα Νάτου-αλ έχασκε, αλλά μαζεύτηκε γρήγορα, καθώς η Μαϊάννα, αντίνα υποχωρήσει, ετοιμάστηκε να αντεπιτεθεί

Αυτή τη φορά, η Μαϊάννα δεν ήταν μόνη της. Ο Βαλησίνος και η Ιντούν είχαν εξαγριώσει τη θάλασσα. Τα κύματα υπάκουαν στον ανώτατο θηρευτή τους και κατευθύνονταν μαινόμενα επάνω τους. Η Ιντούν πήδηξε ψηλά και ο Βαλησίνος Αλχημιστής βούτηξε, για να αναδυθεί και πάλι στο κεφάλι του τέρατος με ανανεωμένη δύναμη και έμπνευση.

«Πρέπει να τη βγάλουμε στην παραλία,» είπε γρήγορα η Ιντούν χωρίς να του αφήνει χώρο για ενθουσιασμούς. «Θα είμαι το δόλωμα, εξασφάλισε ότι θα την ελέγχεις!» είπε και πριν προλάβει ο Βαλησίνος να απαντήσει, χρησιμοποίησε την πλεύση του Αιόλου.

Όπως αναμένονταν, η Μαϊάννα ακολούθησε την Ιντούν με μίσος για το μοναδικό άτομο στην επικρατειά της που χειρίζονταν τη φωτιά, το στοιχείο που μπορούσε να τη σκοτώσει. Δεν κατάλαβε ότι Βαλησίνος στο κεφάλι της της έμπηγε το καμάκι όλο και βαθύτερα. Μπορούσε πλέον να το χρησιμοποιήσει σαν τιμόνι. Η Ιντούν προπορεύονταν και πάλευε να σκεφτεί τρόπους να εξαντλήσει τη Μαϊάννα και να αντέξει και η ίδια. Ένα κύμα ορθώθηκε και την ύψωσε κι εκείνη μαζί του. Η Ιντούν φωτίστηκε.

Κάτω από τα πόδια της, ο αέρας συμπυκνώθηκε και η Ιντούν δημιούργησε κάτι σαν σανίδα με μεγάλη συγκέντρωση. Καβάλησε το κύμα που της έδινε ταχύτητα και ένιωθε πίσω της την απειλή, αλλά δεν πτοήθηκε. Πριν το κύμα διπλώσει για να σκάσει στην ακτή, η Ιντούν έσκυψε και λύγισε τα γόνατα. Αυτό την κατέβασε στη βάση του κύματος, αλλά συνέχισε να κινείται. Πίσω της, Ο Χάκα Νάτου-αλ οδηγούσε τη Μαϊάννα όπως του είχε υποδείξει. Το κύμα δημιούργησε ένα κινητό θόλο πάνω από το κεφάλι της Ιντούν, πόσο όμορφο και παράλληλα, πόσο θανάσιμο, σύντομα την τύλιγε και στα δεξιά της, οι σταγόνες έπεφταν σαν εκατομύρια μικρές κουρτίνες. Παρά τον κίνδυνο, η Ιντούν διατήρησε την ισορροπία της και θαύμασε το φαινόμενο που αμφέβαλε αν θα θαύμαζε ξανά. Όμως η Μαϊάννα την έφτανε. Έπρεπε να κάνει κάτι.

Η Ιντούν άπλωσε τη δεξιά της παλάμη προς τα πίσω και προσευχήθηκε ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Αυτό που μόλις ετοιμάζονταν να κάνει, το είδε κλεφτά από τον Κλέανδρο όταν συναντήθηκαν στη Νεδάρ. Δεν το είχε μελετήσει, ούτε το είχε ξαναπροσπαθήσει. Αν μπορούσε όμως να το κάνει ο «μικρός της τύρρανος» τότε μπορούσε κι εκείνη. Έβαλε όλη της τη θέληση στη δεξιά παλάμη και ύστερα έδωσε μία ώθηση με το μυαλό της.

«Ναι!»

Ακούστηκαν τριγμοί, δυνατότεροι από εκείνους που έβγαλε ο Κλέανδρος. Η Ιντούν κατάφερε να δημιουργήσει μια μικρή έκρηξη που της εξασφάλισε την πολυπόθητη ταχύτητα και την απομάκρυνε από τη Μαϊάννα. Υπήρχε σωτηρία!

Πλησίαζαν επιτέλους την ακτή. Η Μαϊάννα είχε αποδυναμωθεί πολύ από την αιμοραγία, αλλά η Ιντούν δεν τολμούσε να επιβραδύνει, μέχρι να ξεβραστούν στην παραλία. Ένα λεπτό ακόμη, λίγα δευτερόλεπτα. Η Ιντούν με την πλεύση του Αιόλου, που πλέον απαιτούσε όλη της την αυτοσυγκέντρωση, προσπέρασε την προβλήτα και κινήθηκε προς ένα κόλπο με άμμο. Τη στιγμή που έφτασε, πέταξε και πάλι ψηλά, γιατί το θηρίο δε μπορούσε πια να την ακολουθήσει. Η Μαϊάννα ξεβράστηκε στην ακτή ξεψυχώντας και όπως έγειρε, ο Χάκα Νάτου-αλ γλίστρησε από την πλάτη της μισολιπόθυμος.

Η Ιντούν πρόλαβε να το δεί και άφησε τη βαρύτητα να την κατεβάσει στο έδαφος γρήγορα. Τον έπιασε τη στιγμή που έφτανε στην άμμο και κατάφερε να τον προστατέψει από επικίνδυνη πρόσκρουση. Ο κόσμος μαζεύτηκε σαν τις μύγες.

«Κάντε χώρο! Κάντε χώρο! Ανοίξτε να μπει αέρας!» φώναζε η Ιντούν, ενώ κρατούσε το κεφάλι του Βαλησίνου ψηλότερα από το σώμα του για να αναπνεύσει.

Ο γέρος τελετάρχης κατεύθασε. Οι ζάρες στο πρόσωπό του είχαν βαθύνει από την ανησυχία. Προσπάθησε να μιλήσει στην Ιντούν, αλλά τον έκοψε εκνευρισμένη.

«Γρήγορα νερό! Και ανοίξτε χώρο ΤΩΡΑ!»

Ο τελετάρχης και οι υπόλοιποι Αλχημιστές άνοιξαν χώρο στο πλήθος, σπρώχνοντας το λαό δεξιά και αριστερά. Η Ιντούν ξεφύσηξε και ένα δροσερό αεράκι ήρθε να απαλύνει εκείνη και το λιπόθυμο Αλχημιστή. Φάνηκε να επικοινωνεί και πάλι με το περιβάλλον. Κάποιος της έφερε ένα παγούρι. Η Ιντούν το άνοιξε γρήγορα και έριξε νερό στο κεφάλι του Χάκα Νάτου-αλ. Κράτησε το υπόλοιπο και το βοήθησε να το πιει. Μόλις κατάφερε να ανοίξει τα μάτια του, η Ιντούν στράφηκε και πάλι στον τελετάρχη.

«Ορίστε ο νικητής σας» είπε απρόθυμα και έψαξε με το βλέμμα της στο πλήθος.

Η προσοχή της στράφηκε και πάλι προς το Βαλησίνο, που ένιωσε το χέρι του να τυλίγεται τρυφερά γύρω από το μπράτσο της. Την κοίταζε πανευτυχής, χαμογελούσε σαν να ξύπνησε μόλις από όνειρο.

«Σου είπα ότι θα σου φέρ-»
Σπλατς!
Η σφαλιάρα που έφαγε από την Ιντούν του έκοψε όλη τη φόρα και οι κάτοικοι υποπτεύονταν ότι τα μικρά της χέρια έκαναν τέτοια ζημιά με τη βοήθεια του αέρα.

«Να μάθεις να διαλέγεις τις μάχες σου!» τον μάλωσε, «και να μάθεις να μένεις ζωντανός, γιατί βλέπω να πεθαίνεις πριν τελειώσουν οι ιερές ημέρες. Εμείς οι δυο θα τα πούμε όταν επιστρέψω.»

Η Ιντούν παράτησε το Βαλησίνο που τώρα πια ήταν καλά και σηκώθηκε να φύγει, ενώ ο Χάκα Νάτου-αλ ορκίζονταν ότι αυτή ήταν η ωραιότερη σφαλιάρα που είχε φάει ποτέ και το μόνο που είχε ακούσει ήταν ότι η Ιντούν θα επέστρεφε για εκείνον.

Το πλήθος κοίταζε βουβό, ανήμπορο να αποφασίσει αν έπρεπε να πανηγυρίσει τη νίκη, να δοξάσει την Κάλα μαβ Σιάνα ή να τη μισήσει που χαστούκισε σκληρά το νεό τους αρχηγό.

«Σίνγκεν!» ήταν το μόνο που είπε η Ιντούν. Δεν έβλεπε από την κούραση. «Φέρε τα πράγματα, πάμε να φύγουμε!»

Σελίδες: 1 2 3 4